Θεολογία 1/2009 Αμπατζίδης – Ζηζιούλας .
Σύμφωνα με τον αγαπητό κ. Ζηζιούλα η θεμελιώδης αρχή της κλασσικής οντολογίας ήταν η προσήλωσή της στην οντολογική προτεραιότητα της ενότητος, της αφαιρετικής καθολικότητας, έναντι της πολλαπλότητας, η οποία οδηγούσε σε μία μονιστική άποψη της πραγματικότητος.
Έτσι η ετερότητα, η συγκεκριμένη ύπαρξη, η υπόσταση ώς υπαρκτικό γεγονός δέν ήταν οντολογικά απόλυτη αλλά μάλλον έβρισκε την αυθεντικότητά της στην ενότητα του κόσμου ή της φύσεως, η οποία κατανοούνταν ώς το «αληθινώς είναι».
Η θεώρηση τής αρχαίας Ελληνικής οντολογίας ανατρέπεται ριζικά από τη Χριστιανική σκέψη, την Πατερική θεολογία και δή την τριαδολογία των Καππαδοκών. Άν η αιτία τής Τριαδικής ύπαρξης τού Θεού ως «όντως όντος» βρίσκεται στην Υπόσταση, στό πρόσωπο τού Πατρός, τότε η κλασσική οντολογία υφίσταται μία ριζική αντιστροφή: μιά συγκεκριμένη Υπόσταση, το πρόσωπο τού Πατρός, είναι η αρχή και η αιτία τού Είναι. Τώρα η συγκεκριμένη ύπαρξη, η ετερότητα και η μοναδικότητα, το πρόσωπο, η ελευθερία και η κοινωνία δεν συνιστούν ιδιώματα (συμβεβηκότα) τού όντος, αλλά ανήκουν στην καρδιά της οντολογίας και την προσδιορίζουν.
Η ανάπτυξη τής οντοθεολογικής αυτής προβληματικής τού Ι.Ζηζιούλα ερείδεται στην θεολογία τού αιτίου των Καππαδοκών.
Το ισχυρό χαρτί της θεολογίας του Ζηζιούλα είναι η βεβαιότης του ότι δεν θα ελεγχθεί. Εάν ο Ακινάτης ήταν Καππαδόκης τότε πράγματι η θεολογία του προέρχεται από τούς Καππαδόκες.
ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ
Λόγος Κ, Περί δόγματος. Όταν βλέπω τήν φλυαρία τής εποχής μας καί τούς σοφούς πού αναδεικνύονται εντός μιάς μέρας καί τούς αυτοχειροτονήτους θεολόγους, οι οποίοι μόνον επειδή θέλουν νά είναι σοφοί, νομίζουν καί ότι είναι, τότε ποθώ τήν ανωτάτην φιλοσοφίαν καί αναζητώ τήν πλέον απόμακρον έρημον, καί μέ τόν εαυτό μου μόνο να συνομιλώ βούλομαι: Εαυτώ προσλαλούντα καί τώ Θεώ ζήν υπέρ τα ορώμενα.
Καί να κρατώ μέσα μου καθαρές τίς θείες ενοράσεις, αμιγείς από τά γήϊνα καί παραπλανητικά είδωλα, σάν έσοπτρον ακηλίδωτον Θεού καί τών Θείων, κάτι πού είμαι (καθρέφτης) καί συνεχώς προοδεύω (καί όν καί αεί γινόμενον) καί προσθέτοντας φώς εις τό φώς, μέχρις νά έλθωμεν εις τήν πηγήν τών τωρινών απαυγασμάτων (ακτινοβολιών) πού μάς φθάνουν καί επιτύχωμεν τό μακάριον τέλος, όταν η αλήθεια θα καταργήσει τούς καθρέφτες (δηλ. τόν εαυτό)—λυθέντων τών εσόπτρων τή αληθεία.
Ο Γρηγόριος Θεολόγος περιγράφει μέ σαφήνεια τήν πορεία τής θεολογίας, τήν κατάκτηση τής αληθείας. Καί στόν λόγο του δέν χωρά τό πρόσωπο όπως βλέπουμε, παρότι θα μπορούσαμε να ονομάσουμε τόν εαυτό πρόσωπο. Όμως ο εαυτός είναι καί γίγνεται, προοδεύει. Δέν μπορεί νά είναι τό κινητό –ακίνητο καί να περιμένει τόν θάνατο γιά να γνωρίσει τήν αλήθεια. Ακολουθεί τόν Κύριο.
Βλέπουμε επισης καί τήν αιχμή τού Αγίου Γρηγορίου προς τούς επισκόπους (τούς αυτοχειροτονήτους θεολόγους οι οποίοι μόνον επειδή θέλουν νά είναι σοφοί, νομίζουν καί ότι είναι).
Διότι οι σημερινοί επίσκοποι επέβαλαν τήν σύγχρονη κακοδοξία τού προσώπου καί τήν αλλοίωση τού δόγματος, πώς ο Θεός είναι ο Πατήρ καί πώς η μόνη μας δυνατότης είναι ο εικονισμός τής θεότητος. Ο Γρηγόριος διδάσκει : Η αλήθεια καταργεί τούς καθρέφτες. «Κανείς δέν είναι άξιος τού μεγάλου Θεού είτε είναι θύμα, είτε αρχιερεύς, ός μή πρότερον εαυτόν παρέστησε τώ Θεώ θυσίαν ζώσαν»
Άς έλθουμε στό σημαντικότερο. Στόν ισχυρισμό τών συγχρόνων μας πώς ο θεός είναι ο Πατήρ, σέ μιά προσπάθεια να υποβαθμισθεί ο Υϊός όπως καί στήν εποχή τών Αρειανών καί Ευνομιανών. Στόν θεολογικό ΚΘ ο Άγιος Γρηγόριος ασχολείται μόνο μέ αυτό τό πρόβλημα καί διδάσκει : εμείς τιμώμε τήν μοναρχίαν καί μάλιστα τήν μοναρχία η οποία δέν περιορίζεται εις ένα πρόσωπον. Αλλά μοναρχίαν τήν οποία πραγματοποιεί η ισοτιμία τής φύσεως, η σύμπνοια τής γνώμης, η ταυτότης τής κινήσεως.
Τά προβλήματα δημιουργούνται από τήν αναβάθμιση τού χρόνου στήν σύγχρονη ζωή αλλά λύνονται επίσης μέ τη βοήθεια τής εννοίας τού χρόνου. Πχ. ρωτά ο Γρηγόριος : υπήρχε ο Υϊός καί τόν εγέννησε ο Πατήρ ή δέν υπήρχε καί τόν εγέννησε; Ενώ ο Πατήρ είναι χωρίς αρχή; Κάι ποίος είναι; Εκείνος πού η ύπαρξίς Του δέν έχει αρχή. (Όστις ουδέ τού είναι ήρξατο) όταν δέ άρχισε τό είναι του από τότε είναι καί Πατήρ. Δέν είναι λοιπόν εκ τών υστέρων Πατήρ διότι δέν έχει αρχή.
Διότι εάν ο Πατήρ είναι ο Θεός τότε μέχρι να γεννηθεί ο Υϊός δέν ήταν Πατήρ. Όμως στόν Θεό συμπίπτει η ύπαρξις με τήν γέννησιν καί μάλιστα είναι άνευ αρχής.
Εάν ισχυρισθούμε ότι δέν είναι τό ίδιον τό γεννητόν καί το αγέννητον (καί είναι ετερότητες όπως ισχυρίζεται ο Ζηζιούλας) τότε αποκλείεται από τήν Θεότητα ο Υϊός. ΕΑΝ ΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΗΤΟ ΤΟ ΑΓΕΝΝΗΤΟΝ ΤΟ ΓΕΝΝΗΤΟΝ ΔΕΝ ΘΑ ΗΤΟ.
Ομως δέν ταυτίζεται τό αγέννητον μέ τόν Θεόν.
ΟΤΙ ΔΕ ΟΥ ΤΑΥΤΟΝ ΑΓΕΝΝΗΤΟΝ ΚΑΙ ΘΕΟΣ.
Διότι καί το γεννητόν είναι Θεός. Ο Πατήρ λοιπόν δέν είναι ούτε ουσία ούτε ενέργεια. Σημαίνει τήν σχέσιν τού Πατρός προς τόν Υϊόν ή τού Υϊού πρός τόν Πατέρα. Όπως δηλαδή εις ημάς τούς ανθρώπους οι ονομασίες αυτές φανερώνουν τήν γνησιότητα καί την οικειότητα, έτσι καί στόν θεό επισημαίνουν τήν ομοιότητα φύσεως μεταξύ γεννήτορος καί γεννηθέντος.
Γιά να καταλάβουμε τήν απόλυτη σημασία τών σχέσεων τού Θεού άς προστρέξουμε ξανά στόν Άγιο Γρηγόριο : Εμείς προερχόμεθα από δύο καί όχι από έναν. Κάι έτσι διαχωριζόμεθα καί γινόμεθα βαθμιαίως άνθρωποι καί ίσως ούτε άνθρωποι, διότι αυτά συμβαίνουν ανεξαρτήτως τής θελήσεώς μας. Μετά τούς εγκαταλείπομεν καί μάς εγκαταλείπουν, ώστε μένουν μόναι αι σχέσεις Πατέρων καί Υϊών, χωρίς τά πράγματα (Ώς μόνας τάς σχέσεις λείπεσθαι ορφανάς τών πραγμάτων).
Μόνο μ’αυτό το δεδομένο μπορούμε να κατανοήσουμε τα πρόσωπα τής Αγίας Τριάδος σάν σχέσεις. Είναι σχέσεις μετά τών πραγμάτων. Όπως ακριβώς στήν αλήθεια καί στόν λόγο οι λέξεις είναι αλληλένδετες με τα πράγματα.
Τό ΕΙΝΑΙ, αυτό πού τόσο προβληματίζει τήν σύγχρονη φιλοσοφία είναι αυτό πού κρατά δεμένες τίς λέξεις στά πράγματα, τίς σχέσεις στά πράγματα καί δίνει τήν ζωή, πού είναι λόγος, πού είναι πράξη, πού είναι μετάνοια.
Ας συνεχίσουμε τόν έλεγχο μέ τούς αρχαίους. Και ας αναρωτηθούμε αν ο ίδιος ο Πλάτων κατανοούσε την έκφραση «όντως όν», όπως την χρησιμοποιούμε σήμερα. Σημείο αναφοράς για αυτή την περίπτωση είναι ο Σοφιστής, όπου το όν τίθεται σαν πρόβλημα. Στο διάλογο αυτό ο Πλάτων αφού εξετάσει με τον Ξένο όλες τις εκδοχές του Είναι, απο τον δυισμό και τον πλουραλισμό, τον μονισμό, μέχρι τους υλιστές και τους ιδεαλιστές φτάνει στον ορισμό του: (247 c-d) ΞΕ. Λέω λοιπόν πώς εκείνο που απο φυσικού του έχει μιαν οποιανδήποτε δύναμη είτε να ενεργεί όπωσδήποτε πάνω σε ένα άλλο, είτε να παθαίνει και το παραμικρό απο το πιο μηδαμινό πράγμα (δύναμιν είς το ποιείν, είτε εις το παθείν), έστω και για μόνο μια φορά, κάθε τί τέτοιο είναι όντως όν. (Λέγω πάν τούτο όντως είναι). Δηλ. θέτω για ορισμό των όντων, πώς αυτά δέν είναι τίποτε άλλο παρά δύναμη (τίθεμαι γάρ όρον ορίζειν τα όντα, ώς έστιν ούκ άλλο τι πλήν δύναμις)
Ο Πλάτων λοιπόν ορίζει το όν, το είναι, σαν δύναμη, σαν ικανότητα ενέργειας και πάθους, διότι ονομάζονται όντα και τα πράγματα των αισθήσεων και τα άυλα. Το παράδοξο του ορισμού που προσφέρεται στον Σοφιστή είναι πως το χαρακτηριστικό της δυνάμεως, δηλ. της ενέργειας και του πάθους, του Γίγνεσθαι, είναι ένα χαρακτηριστικό το οποίο κυριαρχεί στον κόσμο των αισθήσεων ενώ είναι δύσκολο να ανιχνευθεί στον ιδεατό κόσμο. Η αισθητή πραγματικότης προηγείται εμφανώς λοιπόν στον ορισμό αυτό, ενώ η ιδεατή πραγματικότης διαθέτει την περιορισμένη δύναμη που αντιστοιχεί στο γεγονός πως γνωρίζεται και επομένως υφίσταται μια αλλαγή.
Η μόνη εξήγηση είναι πώς ο Πλάτων δέν διέθεται μια ιεραρχημένη δομή του Είναι, μέσω της οποίας υπάρχει ανώτερη μετοχή στο Είναι και κατώτερη. Ακόμη και ο Αριστοτέλης ενισχύει αυτή την εξήγηση καθώς στο έργο του Κατ. 3 b 33-4a9, γράφει πώς η ουσία δέν ανέχεται βαθμούς, ώς ουσία.
Η ΙΔΕΑ ΛΟΙΠΟΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΛΑΤΩΝΑ ΔΕΙΧΝΕΙ ΤΗΝ ΟΥΣΙΑ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΠΟΙΟΤΗΤΟΣ ΟΧΙ ΤΗΝ ΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ.
Οι εκφράσεις που χρησιμοποιεί για την νοητή πραγματικότητα είναι σταθερές : ωσαύτως αεί έχει κατά ταυτά (Φαίδων 78d2-3), αεί κατά τα αυτά ωσαύτως έχοντα (Φίληβος 59c4). Αντιθέτως οι εκφράσεις που χρησιμοποιεί για την αισθητή πραγματικότητα είναι διαφορετικές : Φαίδων 74d : Οι ισότητες που βλέπουμε στα αισθητά πράγματα δέν είναι ίσες με την ισότητα καθ’εαυτή, αλλά είναι ελλατωματικές σε σχέση με αυτή, ή στον Φαίδωνα 78d-e : Τα πολλά ωραία πράγματα ( άνθρωποι, άλογα, ρούχα κτλ.) στα οποία δίνουμε το ίδιο όνομα με τα πράγματα που υπάρχουν καθ’εαυτά, των ιδεών, δέν είναι ποτέ ίδια (Κατά ταυτά έχει) Ούτε σε σχέση με τον εαυτό τους, ούτε σε σχέση με τα άλλα πράγματα. Τα αισθητά πράγματα δέν είναι ποτέ και μόνον αυτό που είναι.
Στον Φαίδρο (247c3-e6) Ο Σωκράτης ξεκαθαρίζει τα πράγματα : Ο υπερουράνιος τόπος είναι ο τόπος όπου υπάρχει η πραγματικότης καθ’εαυτή, ουσία όντως ούσα, χωρίς χρώμα και μορφή, αόρατη. Οι ανθρώπινες ψυχές που κατορθώνουν να φτάσουν σε αυτόν τον τόπο, και να θεωρήσουν την αλήθεια, βλέπουν αυτή την ίδια την δικαιοσύνη, την επιστήμη, χωρίς να συνδέονται με το γίγνεσθαι.Ούτε με την πραγματικότητα που είναι αλλοιώς αλλού (βρίσκεται σε διαφορετικές σχέσεις με τα άλλα πράγματα), αλλά την αληθινή επιστήμη ( Όν όντως επιστήμην ούσαν).
Η ιδέα λοιπόν πώς μπορεί να υπάρχει η οντοθεολογία στον Πλάτωνα δέν μπορεί να στηριχθεί σε εκφράσεις όπως όντως όν ή αληθώς όν. Μόνον εάν βρούμε εκφράσεις οι οποίες μπορούν να παραπέμπουν σε βαθμούς ιεραρχικούς του Είναι, μπορούμε να δεχθούμε την υπόθεση.
Πάνω σε αυτό το θέμα υπάρχει μια εργασία του Βλαστού : «Degrees of reality in Plato». Ο Βλαστός δείχνει πως όταν ο Πλάτων γράφει ότι μόνον οι ιδέες είναι αληθώς πραγματικές, δέν αρνείται την πραγματικότητα των αισθητών, ούτε εννοεί μια διαφορα βαθμού υπάρξεως αλλά θέλει να τονίσει την γνωσιολογική διαφορά των δύο. Μόνο στο νοητό κόσμο, επιτρέπονται αποδείξεις, ενώ στον αισθητό κόσμο μπορούμε να δηλώσουμε πράγματα τα οποία μόνον κατα συνθήκην μπορούν να είναι αληθινά ή ψευδή πχ.η έκφραση η Ελένη είναι ωραία, είναι αληθινή μόνο ποιοτικά (δηλ. όχι αναγκαία) Διότι η Ελένη θα είναι πάντοτε λιγότερο ωραία της Αφροδίτης.Στον Πλάτωνα οι βαθμοί της πραγματικότητος σημαίνουν βαθμούς γνώσεως
Στον Πλάτωνα λοιπόν δέν υπάρχει ίχνος οντοθεολογίας αλλά ούτε και οντολογίας. Ακόμη και αυτός ο ίδιος ο Χάιντεγκερ το συνέλαβε γύρω στο ’20., όταν παρέδωσε μαθήματα στον Σοφιστή. Αλλά το ξέχασε γρήγορα όταν έκανε την καταστροφική του Στροφή.
Τί γίνεται λοιπόν με την οντοθεολογία που κάνει τόσο θόρυβο ; Πάντως οι Αρχαίοι Έλληνες, Πλάτων και Αριστοτέλης, συνελάμβαναν την πραγματικότητα σαν αρθρωμένη σε επίπεδα διαφορετικής αξίας, αξίας άνισης μεταξύ των ( αισθητά πράγματα, ιδέες και ίσως οι Αρχές στον Πλάτωνα. Υλικές φθαρτές ουσίες, ουσίες υλικές άφθαρτες, και ουσίες άυλες για τον Αριστοτέλη).
Ο Αριστοτέλης και η οντολογία της Μεταφυσικής
Στην ιστορία τής φιλοσοφίας ο Αριστοτέλης φαίνεται να κερδίζει πρώτος τον τίτλο τού οντολόγου, παρότι δέν συναντάται στά κείμενά του ούτε ο όρος οντολογία ούτε ο όρος Μεταφυσική. Ο όρος εμφανίστηκε γιά πρώτη φορά στίς αρχές τού ΧVII αιώνος και εδραιώθηκε έναν αιώνα αργότερα με τα κείμενα τού Christian Wolff.
Η Μεταφυσική εδημιουργήθη ήδη από τον καιρό τών προσωκρατικών και από τον καιρό τους ήδη εσήμαινε μιά προσέγγιση στην προβληματική τού ΟΛΟΥ. Αυτή η προσέγγιση επραγματοποιήθη με δύο διαφορετικούς τρόπους : με τον ΕΝΟΛΟΓΙΚΟ και με τον ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΟ. Ο ένας τρόπος συγκεντρώνεται στην προβληματική τού ΕΝΟΣ, ο άλλος τού ΕΙΝΑΙ. Με τον Ακινάτη, επηρεασμένον από τούς Άραβες, η οντολογία εδραιώθηκε στη Δύση τόσο πολύ ώστε ο Χάϊντεγκερ έφτασε να πιστεύει πώς το οντολογικό παράδειγμα ήταν το μοναδικό μεταφυσικό παράδειγμα πού υπήρξε στην ιστορία της φιλοσοφίας.
Η ΕΝΟΛΟΓΙΑ τοποθετείται σε ένα επίπεδο πάνω από το ΕΙΝΑΙ. Έτσι η πρωτολογία στηρίζεται στίς έννοιες τής ενότητος και της πολλαπλότητος (ΕΝΑ και ΠΟΛΛΑ). Δύο παραδείγματα εμφανίστηκαν : τού Πλάτωνος και τού Πλωτίνου. Ο Πλάτων υπολόγιζε την αντιθετική αρχή στο ΕΝΑ, την Δυάδα, πηγή της πολλαπλότητος, σάν πρωταρχική και συναιώνια αρχή, παρότι αξιολογικά κατώτερη τού ΕΝΟΣ. Ο Πλωτίνος παρήγαγε αντιθέτως την αρχή της Δυάδος από το Ένα.
Η ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ αντιθέτως συγκεντρώνεται στην έννοια τού Είναι και τά παράγωγά του, ιδιαιτέρως το μή—Είναι. Ο Ακινάτης μάς παρέδωσε μιά πρωτολογία στηριγμένη στίς έννοιες τού Όντος, τής Ουσίας καί της Υπάρξεως.
Οι έννοιες κλειδιά τής Οντολογίας είναι το Όν, το μή–Όν και το Γίγνεσθαι. Τό Είναι αναδεικνύει την θετικότητά του μόνο όταν έρχεται αντιμέτωπο με το μή–Όν. Στην αντίθεσή του με την άρνηση. Η άρνηση δε αναδύεται από την εμπειρία τού Γίγνεσθαι. Η εμπειρία αυτή φανερώνει το Είναι περιορισμένο από το μή—Είναι. Η αρχή της νοήσεως όμως , η οποία συστήνει την ίδια την Μεταφυσική, δέν δέχεται τον περιορισμό τού Όντος από το μή–Όν. Αυτή είναι η αρχή τού Παρμενίδη : το Είναι δεν μπορεί να μην Είναι. Η Σύνθεση ανάμεσα σ`αυτό πού λέει η εμπειρία : πώς το Είναι περιορίζεται από το μή—Είναι, κάτι εντελώς αντιφατικό, και σ`αυτό πού λέει η αρχή τού Παρμενίδη εκφράζεται ως εξής περίπου: ΤΟ ΟΛΟΝ ΤΟΥ ΟΝΤΟΣ ΕΝΕΧΕΙ ΜΙΑ ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ ΤΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ.
Ο Αριστοτέλης το εκφράζει ως εξής, και συμφωνεί με τον Πλάτωνα. Μεταφ. Β,4,999b,5 : εί γε αίδιον μηδέν έστιν, ουδέ γένεσιν είναι δυνατόν.
Άς παρακολουθήσουμε πώς χαράζει ο Αριστοτέλης την Οντολογία του σε αντιδιαστολή με τον Πλάτωνα : Μεταφ. Γ2, 1003b,22 : εί δή τό Όν και το Έν ταυτόν και μία φύσις τώ ακολουθείν αλλήλοις ώσπερ αρχή και αίτιον...ταυτό γαρ είς άνθρωπος και άνθρωπος και ών άνθρωπος και άνθρωπος (άνθρωπος και είναι άνθρωπος), και δέν υπάρχει κανένα όφελος άν διπλασιάσουμε την έκφραση ‘‘ένας άνθρωπος’’ στην άλλη ‘‘είναι ένας άνθρωπος’’. Δηλώνουν δηλ. ότι δέν χωρίζονται το είναι τού ανθρώπου από την ενότητα τού ανθρώπου, ούτε στη γένεση ούτε στη φθορά. Τό ένα λοιπόν δέν είναι κάτι διαφορετικό, επέκεινα της ουσίας (ουδέν έτερον το έν παρά το όν).
Συνεχίζει ο Αριστοτέλης : Μεταφ Γ2,1003b, 32-33 : έτι δ`ή εκάστου ουσία έν εστίν ού κατά συμβεβηκός, ομοίως δε και όπερ όν τι (η ουσία κάθε πράγματος είναι μιά ενότης και όχι τυχαία μάλιστα, και μάλιστα με τον ίδιο τρόπο είναι και ένα όν).
Τό ένα λοιπόν είνα αυτή η ίδια η ουσία, δηλ το ένα αφομοιώνεται εξολοκλήρου στό όν.
Μεταφ.Γ2, 1004b,5-6... αυτά τα πράγματα, δηλ. ταυτότης και διαφορά, όμοιο και ανόμοιο κτλ. Ανήκουν στό Ένα καθότι Ένα και στο Είναι καθότι Είναι : Επεί ούν τού ενός ή έν, καί τού όντος ή όν ταύτα καθαυτά έστι πάθη.
Ένα πράγμα λοιπόν, επειδή ΕΙΝΑΙ, κατά συνέπειαν είναι ΕΝΑ. Ενώ ο Πλάτων έλεγε ακριβώς το αντίθετο : ένα πράγμα, επειδή είναι ΕΝΑ, κατά συνέπειαν ΕΙΝΑΙ.
Η ρίζα τής Μεταφυσικής ανατροπής τού συστήματος τού Πλάτωνος εκ μέρους τού Αριστοτέλη βρίσκεται στο Σοφιστή και μάλιστα στην πατροκτονία τού Παρμενίδη στην οποία ο Πλάτων βεβαιώνει ότι το μη-Όν έχει διαφορετικό νόημα από το τίποτα. Τό μή-Όν είναι διαφορετικό κάτι πού συνεπάγεται την δικαιολόγηση τής πολλαπλότητος τών όντων και τών συνεπειών τους. Έτσι λοιπόν ο ρεαλισμός τού Αριστοτέλη με τις επιβεβαιώσεις του πώς πολλαχώς λέγεται το Όν, όπως καί πολλαχώς λέγεται το μή-Όν προέρχεται από τον Σοφιστή.
Άς ξαναθυμηθούμε την θέση τού κ.Ζηζιούλα στο θέμα. ‘‘Η θεμελιώδης αρχή της κλασσικής οντολογίας ήταν η προσήλωσή της στην οντολογική προτεραιότητα της ενότητος, της αφαιρετικής καθολικότητας, έναντι της πολλαπλότητας, η οποία οδηγούσε σε μία μονιστική άποψη της πραγματικότητος.
Έτσι η ετερότητα, η συγκεκριμένη ύπαρξη, η υπόσταση ώς υπαρκτικό γεγονός δέν ήταν οντολογικά απόλυτη αλλά μάλλον έβρισκε την αυθεντικότητά της στην ενότητα του κόσμου ή της φύσεως, η οποία κατανοούνταν ώς το «αληθινώς είναι»’’.
Μάλλον διάβαζε την ιστορία τής φιλοσοφίας από κάποια εφημερίδα της εποχής του.
Ο πόλεμος εναντίον τής Μεταφυσικής ξεκίνησε από τον Λούθηρο σαν μιά προσπάθεια ‘‘αποελληνικοποιήσεως της θεολογίας’’. Σάν απελευθέρωση της θεολογίας από την Ελληνική φιλοσοφία. Αυτή η προσπάθεια συνεχίζεται μέχρι σήμερα με την επιστημονική θεολογία, με την απομυθοποίηση, με τον ιστορικισμό.
Το μανιφέστο της καταστροφής τού νού το έγραψε ο Λούθηρος στα 1520. ‘‘Στην Χριστιανική αριστοκρατία τού Γερμανικού έθνους’’ γράφει «Τί είναι σήμερα τα πανεπιστήμια; Δέν είναι τίποτε άλλο από ‘‘γυμνάσια τών εφήβων και της Ελληνικής δόξας’’ όπως την εποχή των Μακκαβαίων. Η συμβουλή μου πάνω στό θέμα είναι να καταργηθούν αμέσως τα βιβλία τού Αριστοτέλη: Μεταφυσική, Περί Ψυχής, τά Ηθικά, και τα φυσικά».
Γιατί όλη αυτή η απώθηση λοιπόν γιά τη φιλοσοφία; Γιατί δεν καταλαβαίνουμε εύκολα ότι η φιλοσοφία αφορά τον νού τού ανθρώπου, τουλάχιστον στην αρχαία της εκδοχή; Πώς είναι δυνατόν να αφήνουμε με τέτοια ευκολία την δυνατότητά μας να αποκτήσουμε καθαρό νού και να προτιμούμε το εγώ μας; Με ποιό εργαλείο θα κάνουμε τις διακρίσεις; Άς πάρουμε μιά τελευταία γεύση από την σοφία τού Αριστοτέλη : Οι γενικές κατηγορίες και η λογική πού ισχύει για το ΟΛΟΝ, δέν είναι ταυτόσημες με εκείνες πού ισχύουν γιά τα μέρη. Οι κατηγορίες και η λογική πού ισχύουν για τα μέρη δέν μπορούν να επεκταθούν και στο ΟΛΟΝ. Αυτή η επέκταση είναι ψευτο-Μεταφυσική ή κρυπτο-Μεταφυσική. (Κάτι πού εγκληματικά διαπράττει σήμερα γιά παράδειγμα η επιστημονική θεολογία.) Διότι, λέει ο Αριστοτέλης δέν ισχύει και το αντίστροφο.Ούτε η λογική τού Όλου ισχύει και για τα μέρη.
Δυστυχώς μάς έπιασαν αδιάβαστους.
Αμέθυστος
Σύμφωνα με τον αγαπητό κ. Ζηζιούλα η θεμελιώδης αρχή της κλασσικής οντολογίας ήταν η προσήλωσή της στην οντολογική προτεραιότητα της ενότητος, της αφαιρετικής καθολικότητας, έναντι της πολλαπλότητας, η οποία οδηγούσε σε μία μονιστική άποψη της πραγματικότητος.
Έτσι η ετερότητα, η συγκεκριμένη ύπαρξη, η υπόσταση ώς υπαρκτικό γεγονός δέν ήταν οντολογικά απόλυτη αλλά μάλλον έβρισκε την αυθεντικότητά της στην ενότητα του κόσμου ή της φύσεως, η οποία κατανοούνταν ώς το «αληθινώς είναι».
Η θεώρηση τής αρχαίας Ελληνικής οντολογίας ανατρέπεται ριζικά από τη Χριστιανική σκέψη, την Πατερική θεολογία και δή την τριαδολογία των Καππαδοκών. Άν η αιτία τής Τριαδικής ύπαρξης τού Θεού ως «όντως όντος» βρίσκεται στην Υπόσταση, στό πρόσωπο τού Πατρός, τότε η κλασσική οντολογία υφίσταται μία ριζική αντιστροφή: μιά συγκεκριμένη Υπόσταση, το πρόσωπο τού Πατρός, είναι η αρχή και η αιτία τού Είναι. Τώρα η συγκεκριμένη ύπαρξη, η ετερότητα και η μοναδικότητα, το πρόσωπο, η ελευθερία και η κοινωνία δεν συνιστούν ιδιώματα (συμβεβηκότα) τού όντος, αλλά ανήκουν στην καρδιά της οντολογίας και την προσδιορίζουν.
Η ανάπτυξη τής οντοθεολογικής αυτής προβληματικής τού Ι.Ζηζιούλα ερείδεται στην θεολογία τού αιτίου των Καππαδοκών.
Το ισχυρό χαρτί της θεολογίας του Ζηζιούλα είναι η βεβαιότης του ότι δεν θα ελεγχθεί. Εάν ο Ακινάτης ήταν Καππαδόκης τότε πράγματι η θεολογία του προέρχεται από τούς Καππαδόκες.
ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ
Λόγος Κ, Περί δόγματος. Όταν βλέπω τήν φλυαρία τής εποχής μας καί τούς σοφούς πού αναδεικνύονται εντός μιάς μέρας καί τούς αυτοχειροτονήτους θεολόγους, οι οποίοι μόνον επειδή θέλουν νά είναι σοφοί, νομίζουν καί ότι είναι, τότε ποθώ τήν ανωτάτην φιλοσοφίαν καί αναζητώ τήν πλέον απόμακρον έρημον, καί μέ τόν εαυτό μου μόνο να συνομιλώ βούλομαι: Εαυτώ προσλαλούντα καί τώ Θεώ ζήν υπέρ τα ορώμενα.
Καί να κρατώ μέσα μου καθαρές τίς θείες ενοράσεις, αμιγείς από τά γήϊνα καί παραπλανητικά είδωλα, σάν έσοπτρον ακηλίδωτον Θεού καί τών Θείων, κάτι πού είμαι (καθρέφτης) καί συνεχώς προοδεύω (καί όν καί αεί γινόμενον) καί προσθέτοντας φώς εις τό φώς, μέχρις νά έλθωμεν εις τήν πηγήν τών τωρινών απαυγασμάτων (ακτινοβολιών) πού μάς φθάνουν καί επιτύχωμεν τό μακάριον τέλος, όταν η αλήθεια θα καταργήσει τούς καθρέφτες (δηλ. τόν εαυτό)—λυθέντων τών εσόπτρων τή αληθεία.
Ο Γρηγόριος Θεολόγος περιγράφει μέ σαφήνεια τήν πορεία τής θεολογίας, τήν κατάκτηση τής αληθείας. Καί στόν λόγο του δέν χωρά τό πρόσωπο όπως βλέπουμε, παρότι θα μπορούσαμε να ονομάσουμε τόν εαυτό πρόσωπο. Όμως ο εαυτός είναι καί γίγνεται, προοδεύει. Δέν μπορεί νά είναι τό κινητό –ακίνητο καί να περιμένει τόν θάνατο γιά να γνωρίσει τήν αλήθεια. Ακολουθεί τόν Κύριο.
Βλέπουμε επισης καί τήν αιχμή τού Αγίου Γρηγορίου προς τούς επισκόπους (τούς αυτοχειροτονήτους θεολόγους οι οποίοι μόνον επειδή θέλουν νά είναι σοφοί, νομίζουν καί ότι είναι).
Διότι οι σημερινοί επίσκοποι επέβαλαν τήν σύγχρονη κακοδοξία τού προσώπου καί τήν αλλοίωση τού δόγματος, πώς ο Θεός είναι ο Πατήρ καί πώς η μόνη μας δυνατότης είναι ο εικονισμός τής θεότητος. Ο Γρηγόριος διδάσκει : Η αλήθεια καταργεί τούς καθρέφτες. «Κανείς δέν είναι άξιος τού μεγάλου Θεού είτε είναι θύμα, είτε αρχιερεύς, ός μή πρότερον εαυτόν παρέστησε τώ Θεώ θυσίαν ζώσαν»
Άς έλθουμε στό σημαντικότερο. Στόν ισχυρισμό τών συγχρόνων μας πώς ο θεός είναι ο Πατήρ, σέ μιά προσπάθεια να υποβαθμισθεί ο Υϊός όπως καί στήν εποχή τών Αρειανών καί Ευνομιανών. Στόν θεολογικό ΚΘ ο Άγιος Γρηγόριος ασχολείται μόνο μέ αυτό τό πρόβλημα καί διδάσκει : εμείς τιμώμε τήν μοναρχίαν καί μάλιστα τήν μοναρχία η οποία δέν περιορίζεται εις ένα πρόσωπον. Αλλά μοναρχίαν τήν οποία πραγματοποιεί η ισοτιμία τής φύσεως, η σύμπνοια τής γνώμης, η ταυτότης τής κινήσεως.
Τά προβλήματα δημιουργούνται από τήν αναβάθμιση τού χρόνου στήν σύγχρονη ζωή αλλά λύνονται επίσης μέ τη βοήθεια τής εννοίας τού χρόνου. Πχ. ρωτά ο Γρηγόριος : υπήρχε ο Υϊός καί τόν εγέννησε ο Πατήρ ή δέν υπήρχε καί τόν εγέννησε; Ενώ ο Πατήρ είναι χωρίς αρχή; Κάι ποίος είναι; Εκείνος πού η ύπαρξίς Του δέν έχει αρχή. (Όστις ουδέ τού είναι ήρξατο) όταν δέ άρχισε τό είναι του από τότε είναι καί Πατήρ. Δέν είναι λοιπόν εκ τών υστέρων Πατήρ διότι δέν έχει αρχή.
Διότι εάν ο Πατήρ είναι ο Θεός τότε μέχρι να γεννηθεί ο Υϊός δέν ήταν Πατήρ. Όμως στόν Θεό συμπίπτει η ύπαρξις με τήν γέννησιν καί μάλιστα είναι άνευ αρχής.
Εάν ισχυρισθούμε ότι δέν είναι τό ίδιον τό γεννητόν καί το αγέννητον (καί είναι ετερότητες όπως ισχυρίζεται ο Ζηζιούλας) τότε αποκλείεται από τήν Θεότητα ο Υϊός. ΕΑΝ ΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΗΤΟ ΤΟ ΑΓΕΝΝΗΤΟΝ ΤΟ ΓΕΝΝΗΤΟΝ ΔΕΝ ΘΑ ΗΤΟ.
Ομως δέν ταυτίζεται τό αγέννητον μέ τόν Θεόν.
ΟΤΙ ΔΕ ΟΥ ΤΑΥΤΟΝ ΑΓΕΝΝΗΤΟΝ ΚΑΙ ΘΕΟΣ.
Διότι καί το γεννητόν είναι Θεός. Ο Πατήρ λοιπόν δέν είναι ούτε ουσία ούτε ενέργεια. Σημαίνει τήν σχέσιν τού Πατρός προς τόν Υϊόν ή τού Υϊού πρός τόν Πατέρα. Όπως δηλαδή εις ημάς τούς ανθρώπους οι ονομασίες αυτές φανερώνουν τήν γνησιότητα καί την οικειότητα, έτσι καί στόν θεό επισημαίνουν τήν ομοιότητα φύσεως μεταξύ γεννήτορος καί γεννηθέντος.
Γιά να καταλάβουμε τήν απόλυτη σημασία τών σχέσεων τού Θεού άς προστρέξουμε ξανά στόν Άγιο Γρηγόριο : Εμείς προερχόμεθα από δύο καί όχι από έναν. Κάι έτσι διαχωριζόμεθα καί γινόμεθα βαθμιαίως άνθρωποι καί ίσως ούτε άνθρωποι, διότι αυτά συμβαίνουν ανεξαρτήτως τής θελήσεώς μας. Μετά τούς εγκαταλείπομεν καί μάς εγκαταλείπουν, ώστε μένουν μόναι αι σχέσεις Πατέρων καί Υϊών, χωρίς τά πράγματα (Ώς μόνας τάς σχέσεις λείπεσθαι ορφανάς τών πραγμάτων).
Μόνο μ’αυτό το δεδομένο μπορούμε να κατανοήσουμε τα πρόσωπα τής Αγίας Τριάδος σάν σχέσεις. Είναι σχέσεις μετά τών πραγμάτων. Όπως ακριβώς στήν αλήθεια καί στόν λόγο οι λέξεις είναι αλληλένδετες με τα πράγματα.
Τό ΕΙΝΑΙ, αυτό πού τόσο προβληματίζει τήν σύγχρονη φιλοσοφία είναι αυτό πού κρατά δεμένες τίς λέξεις στά πράγματα, τίς σχέσεις στά πράγματα καί δίνει τήν ζωή, πού είναι λόγος, πού είναι πράξη, πού είναι μετάνοια.
Ας συνεχίσουμε τόν έλεγχο μέ τούς αρχαίους. Και ας αναρωτηθούμε αν ο ίδιος ο Πλάτων κατανοούσε την έκφραση «όντως όν», όπως την χρησιμοποιούμε σήμερα. Σημείο αναφοράς για αυτή την περίπτωση είναι ο Σοφιστής, όπου το όν τίθεται σαν πρόβλημα. Στο διάλογο αυτό ο Πλάτων αφού εξετάσει με τον Ξένο όλες τις εκδοχές του Είναι, απο τον δυισμό και τον πλουραλισμό, τον μονισμό, μέχρι τους υλιστές και τους ιδεαλιστές φτάνει στον ορισμό του: (247 c-d) ΞΕ. Λέω λοιπόν πώς εκείνο που απο φυσικού του έχει μιαν οποιανδήποτε δύναμη είτε να ενεργεί όπωσδήποτε πάνω σε ένα άλλο, είτε να παθαίνει και το παραμικρό απο το πιο μηδαμινό πράγμα (δύναμιν είς το ποιείν, είτε εις το παθείν), έστω και για μόνο μια φορά, κάθε τί τέτοιο είναι όντως όν. (Λέγω πάν τούτο όντως είναι). Δηλ. θέτω για ορισμό των όντων, πώς αυτά δέν είναι τίποτε άλλο παρά δύναμη (τίθεμαι γάρ όρον ορίζειν τα όντα, ώς έστιν ούκ άλλο τι πλήν δύναμις)
Ο Πλάτων λοιπόν ορίζει το όν, το είναι, σαν δύναμη, σαν ικανότητα ενέργειας και πάθους, διότι ονομάζονται όντα και τα πράγματα των αισθήσεων και τα άυλα. Το παράδοξο του ορισμού που προσφέρεται στον Σοφιστή είναι πως το χαρακτηριστικό της δυνάμεως, δηλ. της ενέργειας και του πάθους, του Γίγνεσθαι, είναι ένα χαρακτηριστικό το οποίο κυριαρχεί στον κόσμο των αισθήσεων ενώ είναι δύσκολο να ανιχνευθεί στον ιδεατό κόσμο. Η αισθητή πραγματικότης προηγείται εμφανώς λοιπόν στον ορισμό αυτό, ενώ η ιδεατή πραγματικότης διαθέτει την περιορισμένη δύναμη που αντιστοιχεί στο γεγονός πως γνωρίζεται και επομένως υφίσταται μια αλλαγή.
Η μόνη εξήγηση είναι πώς ο Πλάτων δέν διέθεται μια ιεραρχημένη δομή του Είναι, μέσω της οποίας υπάρχει ανώτερη μετοχή στο Είναι και κατώτερη. Ακόμη και ο Αριστοτέλης ενισχύει αυτή την εξήγηση καθώς στο έργο του Κατ. 3 b 33-4a9, γράφει πώς η ουσία δέν ανέχεται βαθμούς, ώς ουσία.
Η ΙΔΕΑ ΛΟΙΠΟΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΛΑΤΩΝΑ ΔΕΙΧΝΕΙ ΤΗΝ ΟΥΣΙΑ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΠΟΙΟΤΗΤΟΣ ΟΧΙ ΤΗΝ ΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ.
Οι εκφράσεις που χρησιμοποιεί για την νοητή πραγματικότητα είναι σταθερές : ωσαύτως αεί έχει κατά ταυτά (Φαίδων 78d2-3), αεί κατά τα αυτά ωσαύτως έχοντα (Φίληβος 59c4). Αντιθέτως οι εκφράσεις που χρησιμοποιεί για την αισθητή πραγματικότητα είναι διαφορετικές : Φαίδων 74d : Οι ισότητες που βλέπουμε στα αισθητά πράγματα δέν είναι ίσες με την ισότητα καθ’εαυτή, αλλά είναι ελλατωματικές σε σχέση με αυτή, ή στον Φαίδωνα 78d-e : Τα πολλά ωραία πράγματα ( άνθρωποι, άλογα, ρούχα κτλ.) στα οποία δίνουμε το ίδιο όνομα με τα πράγματα που υπάρχουν καθ’εαυτά, των ιδεών, δέν είναι ποτέ ίδια (Κατά ταυτά έχει) Ούτε σε σχέση με τον εαυτό τους, ούτε σε σχέση με τα άλλα πράγματα. Τα αισθητά πράγματα δέν είναι ποτέ και μόνον αυτό που είναι.
Στον Φαίδρο (247c3-e6) Ο Σωκράτης ξεκαθαρίζει τα πράγματα : Ο υπερουράνιος τόπος είναι ο τόπος όπου υπάρχει η πραγματικότης καθ’εαυτή, ουσία όντως ούσα, χωρίς χρώμα και μορφή, αόρατη. Οι ανθρώπινες ψυχές που κατορθώνουν να φτάσουν σε αυτόν τον τόπο, και να θεωρήσουν την αλήθεια, βλέπουν αυτή την ίδια την δικαιοσύνη, την επιστήμη, χωρίς να συνδέονται με το γίγνεσθαι.Ούτε με την πραγματικότητα που είναι αλλοιώς αλλού (βρίσκεται σε διαφορετικές σχέσεις με τα άλλα πράγματα), αλλά την αληθινή επιστήμη ( Όν όντως επιστήμην ούσαν).
Η ιδέα λοιπόν πώς μπορεί να υπάρχει η οντοθεολογία στον Πλάτωνα δέν μπορεί να στηριχθεί σε εκφράσεις όπως όντως όν ή αληθώς όν. Μόνον εάν βρούμε εκφράσεις οι οποίες μπορούν να παραπέμπουν σε βαθμούς ιεραρχικούς του Είναι, μπορούμε να δεχθούμε την υπόθεση.
Πάνω σε αυτό το θέμα υπάρχει μια εργασία του Βλαστού : «Degrees of reality in Plato». Ο Βλαστός δείχνει πως όταν ο Πλάτων γράφει ότι μόνον οι ιδέες είναι αληθώς πραγματικές, δέν αρνείται την πραγματικότητα των αισθητών, ούτε εννοεί μια διαφορα βαθμού υπάρξεως αλλά θέλει να τονίσει την γνωσιολογική διαφορά των δύο. Μόνο στο νοητό κόσμο, επιτρέπονται αποδείξεις, ενώ στον αισθητό κόσμο μπορούμε να δηλώσουμε πράγματα τα οποία μόνον κατα συνθήκην μπορούν να είναι αληθινά ή ψευδή πχ.η έκφραση η Ελένη είναι ωραία, είναι αληθινή μόνο ποιοτικά (δηλ. όχι αναγκαία) Διότι η Ελένη θα είναι πάντοτε λιγότερο ωραία της Αφροδίτης.Στον Πλάτωνα οι βαθμοί της πραγματικότητος σημαίνουν βαθμούς γνώσεως
Στον Πλάτωνα λοιπόν δέν υπάρχει ίχνος οντοθεολογίας αλλά ούτε και οντολογίας. Ακόμη και αυτός ο ίδιος ο Χάιντεγκερ το συνέλαβε γύρω στο ’20., όταν παρέδωσε μαθήματα στον Σοφιστή. Αλλά το ξέχασε γρήγορα όταν έκανε την καταστροφική του Στροφή.
Τί γίνεται λοιπόν με την οντοθεολογία που κάνει τόσο θόρυβο ; Πάντως οι Αρχαίοι Έλληνες, Πλάτων και Αριστοτέλης, συνελάμβαναν την πραγματικότητα σαν αρθρωμένη σε επίπεδα διαφορετικής αξίας, αξίας άνισης μεταξύ των ( αισθητά πράγματα, ιδέες και ίσως οι Αρχές στον Πλάτωνα. Υλικές φθαρτές ουσίες, ουσίες υλικές άφθαρτες, και ουσίες άυλες για τον Αριστοτέλη).
Ο Αριστοτέλης και η οντολογία της Μεταφυσικής
Στην ιστορία τής φιλοσοφίας ο Αριστοτέλης φαίνεται να κερδίζει πρώτος τον τίτλο τού οντολόγου, παρότι δέν συναντάται στά κείμενά του ούτε ο όρος οντολογία ούτε ο όρος Μεταφυσική. Ο όρος εμφανίστηκε γιά πρώτη φορά στίς αρχές τού ΧVII αιώνος και εδραιώθηκε έναν αιώνα αργότερα με τα κείμενα τού Christian Wolff.
Η Μεταφυσική εδημιουργήθη ήδη από τον καιρό τών προσωκρατικών και από τον καιρό τους ήδη εσήμαινε μιά προσέγγιση στην προβληματική τού ΟΛΟΥ. Αυτή η προσέγγιση επραγματοποιήθη με δύο διαφορετικούς τρόπους : με τον ΕΝΟΛΟΓΙΚΟ και με τον ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΟ. Ο ένας τρόπος συγκεντρώνεται στην προβληματική τού ΕΝΟΣ, ο άλλος τού ΕΙΝΑΙ. Με τον Ακινάτη, επηρεασμένον από τούς Άραβες, η οντολογία εδραιώθηκε στη Δύση τόσο πολύ ώστε ο Χάϊντεγκερ έφτασε να πιστεύει πώς το οντολογικό παράδειγμα ήταν το μοναδικό μεταφυσικό παράδειγμα πού υπήρξε στην ιστορία της φιλοσοφίας.
Η ΕΝΟΛΟΓΙΑ τοποθετείται σε ένα επίπεδο πάνω από το ΕΙΝΑΙ. Έτσι η πρωτολογία στηρίζεται στίς έννοιες τής ενότητος και της πολλαπλότητος (ΕΝΑ και ΠΟΛΛΑ). Δύο παραδείγματα εμφανίστηκαν : τού Πλάτωνος και τού Πλωτίνου. Ο Πλάτων υπολόγιζε την αντιθετική αρχή στο ΕΝΑ, την Δυάδα, πηγή της πολλαπλότητος, σάν πρωταρχική και συναιώνια αρχή, παρότι αξιολογικά κατώτερη τού ΕΝΟΣ. Ο Πλωτίνος παρήγαγε αντιθέτως την αρχή της Δυάδος από το Ένα.
Η ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ αντιθέτως συγκεντρώνεται στην έννοια τού Είναι και τά παράγωγά του, ιδιαιτέρως το μή—Είναι. Ο Ακινάτης μάς παρέδωσε μιά πρωτολογία στηριγμένη στίς έννοιες τού Όντος, τής Ουσίας καί της Υπάρξεως.
Οι έννοιες κλειδιά τής Οντολογίας είναι το Όν, το μή–Όν και το Γίγνεσθαι. Τό Είναι αναδεικνύει την θετικότητά του μόνο όταν έρχεται αντιμέτωπο με το μή–Όν. Στην αντίθεσή του με την άρνηση. Η άρνηση δε αναδύεται από την εμπειρία τού Γίγνεσθαι. Η εμπειρία αυτή φανερώνει το Είναι περιορισμένο από το μή—Είναι. Η αρχή της νοήσεως όμως , η οποία συστήνει την ίδια την Μεταφυσική, δέν δέχεται τον περιορισμό τού Όντος από το μή–Όν. Αυτή είναι η αρχή τού Παρμενίδη : το Είναι δεν μπορεί να μην Είναι. Η Σύνθεση ανάμεσα σ`αυτό πού λέει η εμπειρία : πώς το Είναι περιορίζεται από το μή—Είναι, κάτι εντελώς αντιφατικό, και σ`αυτό πού λέει η αρχή τού Παρμενίδη εκφράζεται ως εξής περίπου: ΤΟ ΟΛΟΝ ΤΟΥ ΟΝΤΟΣ ΕΝΕΧΕΙ ΜΙΑ ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ ΤΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ.
Ο Αριστοτέλης το εκφράζει ως εξής, και συμφωνεί με τον Πλάτωνα. Μεταφ. Β,4,999b,5 : εί γε αίδιον μηδέν έστιν, ουδέ γένεσιν είναι δυνατόν.
Άς παρακολουθήσουμε πώς χαράζει ο Αριστοτέλης την Οντολογία του σε αντιδιαστολή με τον Πλάτωνα : Μεταφ. Γ2, 1003b,22 : εί δή τό Όν και το Έν ταυτόν και μία φύσις τώ ακολουθείν αλλήλοις ώσπερ αρχή και αίτιον...ταυτό γαρ είς άνθρωπος και άνθρωπος και ών άνθρωπος και άνθρωπος (άνθρωπος και είναι άνθρωπος), και δέν υπάρχει κανένα όφελος άν διπλασιάσουμε την έκφραση ‘‘ένας άνθρωπος’’ στην άλλη ‘‘είναι ένας άνθρωπος’’. Δηλώνουν δηλ. ότι δέν χωρίζονται το είναι τού ανθρώπου από την ενότητα τού ανθρώπου, ούτε στη γένεση ούτε στη φθορά. Τό ένα λοιπόν δέν είναι κάτι διαφορετικό, επέκεινα της ουσίας (ουδέν έτερον το έν παρά το όν).
Συνεχίζει ο Αριστοτέλης : Μεταφ Γ2,1003b, 32-33 : έτι δ`ή εκάστου ουσία έν εστίν ού κατά συμβεβηκός, ομοίως δε και όπερ όν τι (η ουσία κάθε πράγματος είναι μιά ενότης και όχι τυχαία μάλιστα, και μάλιστα με τον ίδιο τρόπο είναι και ένα όν).
Τό ένα λοιπόν είνα αυτή η ίδια η ουσία, δηλ το ένα αφομοιώνεται εξολοκλήρου στό όν.
Μεταφ.Γ2, 1004b,5-6... αυτά τα πράγματα, δηλ. ταυτότης και διαφορά, όμοιο και ανόμοιο κτλ. Ανήκουν στό Ένα καθότι Ένα και στο Είναι καθότι Είναι : Επεί ούν τού ενός ή έν, καί τού όντος ή όν ταύτα καθαυτά έστι πάθη.
Ένα πράγμα λοιπόν, επειδή ΕΙΝΑΙ, κατά συνέπειαν είναι ΕΝΑ. Ενώ ο Πλάτων έλεγε ακριβώς το αντίθετο : ένα πράγμα, επειδή είναι ΕΝΑ, κατά συνέπειαν ΕΙΝΑΙ.
Η ρίζα τής Μεταφυσικής ανατροπής τού συστήματος τού Πλάτωνος εκ μέρους τού Αριστοτέλη βρίσκεται στο Σοφιστή και μάλιστα στην πατροκτονία τού Παρμενίδη στην οποία ο Πλάτων βεβαιώνει ότι το μη-Όν έχει διαφορετικό νόημα από το τίποτα. Τό μή-Όν είναι διαφορετικό κάτι πού συνεπάγεται την δικαιολόγηση τής πολλαπλότητος τών όντων και τών συνεπειών τους. Έτσι λοιπόν ο ρεαλισμός τού Αριστοτέλη με τις επιβεβαιώσεις του πώς πολλαχώς λέγεται το Όν, όπως καί πολλαχώς λέγεται το μή-Όν προέρχεται από τον Σοφιστή.
Άς ξαναθυμηθούμε την θέση τού κ.Ζηζιούλα στο θέμα. ‘‘Η θεμελιώδης αρχή της κλασσικής οντολογίας ήταν η προσήλωσή της στην οντολογική προτεραιότητα της ενότητος, της αφαιρετικής καθολικότητας, έναντι της πολλαπλότητας, η οποία οδηγούσε σε μία μονιστική άποψη της πραγματικότητος.
Έτσι η ετερότητα, η συγκεκριμένη ύπαρξη, η υπόσταση ώς υπαρκτικό γεγονός δέν ήταν οντολογικά απόλυτη αλλά μάλλον έβρισκε την αυθεντικότητά της στην ενότητα του κόσμου ή της φύσεως, η οποία κατανοούνταν ώς το «αληθινώς είναι»’’.
Μάλλον διάβαζε την ιστορία τής φιλοσοφίας από κάποια εφημερίδα της εποχής του.
Ο πόλεμος εναντίον τής Μεταφυσικής ξεκίνησε από τον Λούθηρο σαν μιά προσπάθεια ‘‘αποελληνικοποιήσεως της θεολογίας’’. Σάν απελευθέρωση της θεολογίας από την Ελληνική φιλοσοφία. Αυτή η προσπάθεια συνεχίζεται μέχρι σήμερα με την επιστημονική θεολογία, με την απομυθοποίηση, με τον ιστορικισμό.
Το μανιφέστο της καταστροφής τού νού το έγραψε ο Λούθηρος στα 1520. ‘‘Στην Χριστιανική αριστοκρατία τού Γερμανικού έθνους’’ γράφει «Τί είναι σήμερα τα πανεπιστήμια; Δέν είναι τίποτε άλλο από ‘‘γυμνάσια τών εφήβων και της Ελληνικής δόξας’’ όπως την εποχή των Μακκαβαίων. Η συμβουλή μου πάνω στό θέμα είναι να καταργηθούν αμέσως τα βιβλία τού Αριστοτέλη: Μεταφυσική, Περί Ψυχής, τά Ηθικά, και τα φυσικά».
Γιατί όλη αυτή η απώθηση λοιπόν γιά τη φιλοσοφία; Γιατί δεν καταλαβαίνουμε εύκολα ότι η φιλοσοφία αφορά τον νού τού ανθρώπου, τουλάχιστον στην αρχαία της εκδοχή; Πώς είναι δυνατόν να αφήνουμε με τέτοια ευκολία την δυνατότητά μας να αποκτήσουμε καθαρό νού και να προτιμούμε το εγώ μας; Με ποιό εργαλείο θα κάνουμε τις διακρίσεις; Άς πάρουμε μιά τελευταία γεύση από την σοφία τού Αριστοτέλη : Οι γενικές κατηγορίες και η λογική πού ισχύει για το ΟΛΟΝ, δέν είναι ταυτόσημες με εκείνες πού ισχύουν γιά τα μέρη. Οι κατηγορίες και η λογική πού ισχύουν για τα μέρη δέν μπορούν να επεκταθούν και στο ΟΛΟΝ. Αυτή η επέκταση είναι ψευτο-Μεταφυσική ή κρυπτο-Μεταφυσική. (Κάτι πού εγκληματικά διαπράττει σήμερα γιά παράδειγμα η επιστημονική θεολογία.) Διότι, λέει ο Αριστοτέλης δέν ισχύει και το αντίστροφο.Ούτε η λογική τού Όλου ισχύει και για τα μέρη.
Δυστυχώς μάς έπιασαν αδιάβαστους.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου