Τετάρτη 13 Μαΐου 2020

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (45)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

Συνέχεια από Σάββατο, 8 Μαΐου 2020
                                 Jacob Burckhard
                                                              ΤΟΜΟΣ 1ος
                        ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
                                           ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΕΘΝΟΣ  
                                                       ΙΙ  
                              Η ΠΟΛΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΤΗΣ ΕΞΈΛΙΞΗ
9. Η ΑΝΤΟΧΗ ΤΩΝ ΑΣΤΙΚΩΝ ΠΛΗΘΥΣΜΩΝ
     
Αλλά οι ελληνικές πόλεις δεν πεθαίνουν εύκολα. Ας επαναλάβουμε για μιαν ακόμη φορά τον λόγο τού Ισοκράτη: «Ένας ένοχος μπορεί ενδεχομένως να επιλέξει τον θάνατο πριν ακόμη δεχτεί το πλήγμα τής ποινής, αλλά οι πόλεις είναι αναγκασμένες να υπομένουν μέχρι τέλους, επειδή δεν μπορούν να πεθάνουν, την εκδίκηση των ανθρώπων και των θεών». Μόνο χάρη στην αντοχή αυτών τών πολιτών καθίσταται δυνατή η ολοκλήρωση της μορφής τους και γίνονται μοναδικό φαινόμενο στην παγκόσμια ιστορία.
     Πολλοί είναι οι πληθυσμοί τής αρχαιότητας, όπως οι Καρχηδόνιοι, οι Εβραίοι, οι Λύκιοι, οι Νουμιδοί, που αφού πολέμησαν μέχρις εσχάτων για την επιβίωσή τους, οδήγησαν στη συνέχεια ηθελημένα τούς εαυτούς τους, τις οικογένειες και τα αγαθά τους, στην καταστροφή, μέσα στις φλόγες και τα ερείπια των οχυρών τους. Αυτό όμως που διακρίνει τον Έλληνα είναι ότι παραμένει ο ίδιος μια πόλη, ακόμη και όταν εκδιωχθεί έξω από τα τείχη της, ή μεταναστεύσει, με τρόπο που ακόμη και κάποια τμήματα ή μέρη τού πληθυσμού της να αισθάνονται  ότι εξακολουθούν να αποτελούν ένα ενιαίο πολιτικό σύνολο, με τον ιδιαίτερο βίο τους, όπως ακριβώς συνέβη και με τις αποικίες. Οι άνθρωποι είχαν πάντοτε εδώ μεγαλύτερη αξία από τις κατοικίες τους και την περιουσία τους· την πόλη την αποτελούσαν οι άνθρωποι, όχι τα οικοδομήματα, και μπορούσαν να αρνηθούν τούς ναούς τους, τα ενθυμήματα και τους τάφους τών προγόνων τους, για να συνεχίσουν να ζουν σε κάποιο άλλο μέρος, γεμάτοι οργή, και με μοναδική προσδοκία την επιστροφή. Αυτό το γνώρισμα έχει την ερμηνεία του στην προέλευση της πόλης, η οποία σχηματίζεται από συνοικισμούς ή από τη συγχώνευση κωμοπόλεων και χωριών· ορισμένα απ’ αυτά έπρεπε να εγκαταλειφθούν, αν ήταν απομακρυσμένα, και η γη να ερημώσει, προκειμένου οι κάτοικοί τους να σχηματίσουν ένα Κράτος, ικανό να φέρει όπλα και να προασπίσει τον εαυτό του, κάτι που απαιτούσε μια τελείως διαφορετική ζωτική ενέργεια από ό,τι ένα ευκαιριακό εμπορικό κέντρο ή λιμάνι, αναβαθμίζοντας σταδιακά αυτό το Κράτος και καθιστώντας το μια σημαντική πόλη. Η ζωτική αυτή ενέργεια περιείχε όμως και ένα είδος καρτερίας, που μπορούσε πολύ γρήγορα να μεταμορφωθεί σε εξαιρετικά βίαιο πάθος. Πολυάριθμες είναι οι περιγραφές τού Ηρόδοτου που φέρνουν στο φως, ξαφνιάζοντάς μας για άλλη μια φορά, εκείνα που οι πόλεις οφείλουν, στις μεγάλες τουλάχιστον στιγμές τής ιστορίας τους, στη ζωτικότητα και την κινητικότητα των πολιτών τους. Υπέρτατο παράδειγμα αποτελεί η φυγή τών Φωκαέων από την περσική ηγεμονία, μια πραγματική πεμπτουσία τής δύναμης που διέθετε μια ελληνική πόλης· αυτός ο λαός μπορούσε να ταξιδέψει σε όλες τις θάλασσες, διότι οι δικοί του άνθρωποι ήταν αυτοί που τις ανακάλυψαν και τις γνώρισαν στους Έλληνες της Αδριατικής, της Τυρρηνικής, της Γαλατίας, της Ιβηρικής και της Ταρτησσού. Ήταν ο Βίας που είχε προτείνει σ’ αυτούς τούς πολίτες να αναχωρήσουν όλοι μαζί για τη Σαρδηνία, προκειμένου να αποφύγουν την περσική κυριαρχία, και να ιδρύσουν εκεί μια μοναδική πόλη για όλους τούς Ίωνες. Οι κάτοικοι της πόλεως Τέως, βλέποντας ότι ο Πέρσης Άρπαγος κατέλαβε τα οχυρά τους, επιβιβάστηκαν στα πλοία τους και ταξίδεψαν στη Θράκη, όπου ίδρυσαν τα Άβδηρα. Σε άλλες περιπτώσεις, ολόκληρος ο πληθυσμός τής πόλης εκστράτευσε, μαζί με τους αξιότερους από τούς δούλους του, με τα κωπήλατα καράβια του, όπως οι 4.000 άνδρες που επέλεξαν οι πολίτες τής Χίου για να πολεμήσουν στη ναυμαχία τής Λάδης με εκατό πλοία. Ακόμη και ένα πολύ πιο περιορισμένο στρατιωτικό άγημα πολιτών τής θάλασσας πέτυχε, με ικανό εξοπλισμό, το ακατόρθωτο, όπως για παράδειγμα οι Σάμιοι, τους οποίους ο Πολυκράτης επιβίβασε σε πλοία με προορισμό τον Καμβύση, και διαβλέπουμε εδώ και τον κίνδυνο που συνιστούσε για τους υπόλοιπους Έλληνες το να περιπλανώνται χωρίς ελπίδα στις θάλασσες τέτοιοι Έλληνες. Χαρακτηριστική είναι σχετικά η περιγραφή τού τρόπου με τον οποίο κατακτήθηκε κάποτε η Αιολική Σμύρνη από τούς Κολοφώνιους, στους οποίους είχε προσφέρει φιλοξενία, και μετατράπηκε σε Ιωνική· οι Σάμιοι όμως έλαβαν ως αντάλλαγμα ένα νησί, αγόρασαν ένα δεύτερο, και ίδρυσαν τέλος στην Κρήτη την Κυδωνία, για να κατακτηθούν και να υποδουλωθούν τελικά, ύστερα από πέντε έτη ευημερίας, στους Αιγινήτες. Άλλοι Σάμιοι, οι οποίοι διέφυγαν, ενώθηκαν αργότερα με τους Μιλήσιους και διέπραξαν, με τη βοήθεια του Αναξίλαου από το Ρήγιο, την αποτρόπαιη προδοσία κατά τής Ζάνγκλης, που τους είχε προσφέρει φιλοξενία.
     Τρία είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που διακρίνουν τούς αστικούς πληθυσμούς εκείνης τής εποχής από τούς μεταγενέστερους: η ισχυρή εσωτερική αλληλεγγύη, της πλειοψηφίας τουλάχιστον του λαού, η απέχθεια απέναντι σε κάθε είδους εξωτερική υποδούλωση, και η ικανότητα μετεγκατάστασης. Καμιά μεταγενέστερη πόλη δεν θα ήταν σε θέση να δηλώσει εκείνα που είχε εξαγγείλει με τα λόγια τού Θεμιστοκλή, πριν απ’ τη ναυμαχία τής Σαλαμίνας, η απειλούμενη από τον Ξέρξη Αθήνα· ότι θα παρέμενε δηλαδή ισχυρότερη πόλη από τούς αντιλέγοντες (τους Κορίνθιους), για όσο διάστημα θα διέθετε έναν στόλο αποτελούμενο από 200 επανδρωμένα καράβια, με τα οποία θα μπορούσε να καταφύγει, όταν θα υπήρχε ανάγκη, στη Σύριδα της Μεγάλης Ελλάδας. Αυτή η τόσο μεγάλη ευχέρεια μετακίνησης εξηγεί το γιατί πρότειναν οι Πελοποννήσιοι μετά  τη νίκη τής Μυκάλης, να μετεγκατασταθούν οι πληθυσμοί τών ιωνικών πόλεων σε πόλεις τής Ελλάδας, των οποίων οι κάτοικοί είχαν υποστηρίξει τούς Πέρσες. Εξηγεί επίσης το πώς ήταν πράγματι δυνατόν να προταθεί  να αφήσουν οι πολίτες τη φύλαξη της πόλης τους σε έναν άλλον λαό κατά τη διάρκεια ενός πολέμου, για να επιστρέψουν μετά το τέλος του. Οι μετεγκαταστάσεις πολιτών στη Σικελία, που επέβαλαν οι τύραννοι του 5ου αιώνα, αποτελούν εξαίρεση, αλλά ακόμα και οι πολίτες τών νήσων που ανέκτησαν την ελευθερία τους και επέστρεψαν στις πατρίδες τους, ήταν ικανοί για αντίστοιχες αποφάσεις, όπως αποδεικνύουν τα γεγονότα στους Λεοντίνους. Οι ελληνικοί πληθυσμοί βρίσκονται παντού αντιμέτωποι με εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, που συνεπάγονται ακόμη και την άμεση κατάρρευση όλων τών νέων κατακτήσεών τους, αποδεχόμενοι αυτή την προσωρινότητα, στον βαθμό που παύουν να είναι πολίτες με την κλασσική έννοια του όρου. Ακόμη και τα στρατεύματα, εγκαθιστούν πόλεις σε μάκρυνες χώρες, αν αυτό κριθεί απαραίτητο. Κατά την εκστρατεία τών Αθηναίων στη Σικελία, όταν ο Νικίας αναγκάστηκε να αναδιπλωθεί στο εσωτερικό τής χώρας εξ αιτίας τής ναυτικής ήττας του, είπε στους στρατιώτες του: «Να ξέρετε ότι, οπουδήποτε σταθμεύσετε, μπορείτε να εγκαταστήσετε άμεσα μια πόλη». Στην Ανάβαση αναφέρεται ότι οι Έλληνες αισθάνονται συνεχώς σαν μια στρατοπεδευμένη κοινότητα, ανεξάρτητα από τη διαφορετική τους προέλευσή, ενώ ο Ξενοφών εκφράζει την πρόθεση να ιδρύσει μαζί τους μια πόλη στις ακτές τού Πόντου.
    Ακόμη και όταν μια χούφτα μόνο πολιτών έχει επιβιώσει στην εξορία, μπορεί να επαναπατριστεί μετά από αρκετές δεκαετίες, όπως οι Πλαταιείς που είχαν καταφύγει στην Αθήνα, μετά την ειρήνη τού Ανταλκίδα, και όταν οι Θηβαίοι τούς εκδίωξαν για μιαν ακόμη φορά, επαναπατρίσθηκαν 36 χρόνια αργότερα (μετά τη Χαιρώνεια) από τον βασιλέα Φίλιππο.
     Αλλά το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα επανασύνδεσης και επανεγκατάσταση εκδιωχθέντων πληθυσμών είναι οι Μεσσήνιοι, ένας ολόκληρος λαός, που φαίνεται να ανέκτησε τη συνείδηση ότι αποτελεί πόλη κατά τη διάρκεια της εξορίας του. Πρόκειται για διασκορπισμένους πληθυσμούς ανά τον κόσμο από τούς πρώτους ήδη Μεσσηνιακούς Πολέμους, αλλά κυρίως γι’ αυτούς στους οποίους επιτράπηκε, μετά των τρίτο πόλεμο (456 π. Χ.), να αποχωρήσουν σύμφωνα με έναν δελφικό χρησμό, και οι οποίοι όχι μόνον έζησαν εξόριστοι για σχεδόν έναν αιώνα, αλλά είχαν ήδη ζήσει, πριν από τον πόλεμο, επί δύο αιώνες ως είλωτες στον τόπο τους. Εν τούτοις συνέρρευσαν, ύστερα από την έκκληση των Θηβών, από όλα τα μήκη και πλάτη τής γης και θεμελίωσαν το Κράτος τους, με πρωτεύουσα τη νέα Μεσσήνη. Διατηρούσαν ακόμη τα έθιμα και τη διάλεκτό τους, ενώ σήμερα όλοι μη Αγγλο-Ιρλανδοί δεύτερης γενιάς στη Βόρειο Αμερική έχουν ανταλλάξει τη γλώσσα τους με τα αγγλικά. Και ούτε κάποιο ιερό τέμενος υπήρξε αιτία τής επιστροφής τους, όπως για τους Ιουδαίους, μετά την εξορία στη Βαβυλώνα.
    Αλλά η Ελλάδα υπέφερε επίσης πολύ από μερίδες ανθρώπων και ομάδες πολιτών, που είτε είχαν εκδιωχθεί είτε διέφυγαν και κατόρθωσαν να παραμείνουν ενωμένοι, με μοναδικό σκοπό την επιστροφή τους. Ο φυγάς είναι μια από τις γνωστότερες μορφές τού ελληνικού μύθου· εκδιώκεται ή διαφεύγει εξ αιτίας κυρίως ενός φόνου, ηθελημένου ή μη, και σε όλες τις φιλόξενες βασιλικές αυλές τής ηρωικής εποχής, συναντάται πάντοτε ένας τέτοιος προστατευόμενος. Οι κατάρες που εκστομίζουν, κατά τον Σοφοκλή, ενάντια στην πατρίδα τους ο Οιδίπους και ο Πολυνείκης στον Κολωνό, είναι κατάρες  που παρόμοιες θα είχε ασφαλώς ακούσει με τα αυτιά του και ο ίδιος ο τραγωδός · και στον Αισχύλο αποτελεί προσωπικό βίωμα η απέχθεια απέναντι στον φυγά, που επιτίθεται κατά τής γενέτειράς του. Διότι η πόλη είχε ήδη αρχίσει να ακρωτηριάζεται σχεδόν παντού, και η Ελλάδα έβριθε περί τα μέσα τού 5ου αιώνα από εξόριστους πολίτες· μια ολόκληρη μερίδα φυγάδων (εξόριστοι από τη Βοιωτία, την Εύβοια, τη Λοκρίδα και τις γύρω περιοχές) βοήθησαν, ήδη στην Κορώνη, στη νίκη κατά τών Αθηναίων. Τον φυγάδα τον συντηρούσε η ελπίδα, που ήταν όμως συχνά απατηλή· αλλά τον βάραινε και η θλίψη, και έτσι ο Θέογνις  συμβουλεύει τον Κύρνο του, παρότι λυπάται τον φυγάδα, να μην επιλέξει ποτέ ως φίλο έναν φυγά, διότι μόλις αυτός επιστρέψει στην πατρίδα του γίνεται άλλος άνθρωπος. Αλλά η πραγματική μάστιγα προέρχεται από την πικρία του φυγά και την πρόθεσή του να επιστρέψει με κάθε κόστος. Δικαίως συνήθιζαν να λένε: «Εξόριστοι και ασεβείς». Για να επιστρέψουν στην πατρίδα είναι πρόθυμοι να αγωνιστούν με όλες τις δυνάμεις τους, και να εξουδετερώσουν αυτούς που εκεί κυβερνούν. Είναι Έλληνες που θέλουν να κυριαρχήσουν στους Έλληνες, κι αυτό αρκεί. Όταν είχαν τη δυνατότητα, συγκέντρωναν πρόσφυγες από διάφορες πόλεις, για να τις υποδουλώσουν στη συνέχεια τη μια μετά την άλλη, όπως συνέβη το Μεσαίωνα στην Ιταλία· επεδίωκαν επίσης να εξαναγκάσουν την πόλη. στην οποία είχαν βρει καταφύγιο, να τους υποστηρίξει. Η σημαντική αύξηση των μισθοφόρων από τις αρχές τού 4ου αιώνα σχετίζεται ασφαλώς με τον αριθμό τών προσφύγων· ένας  οπλισμένος άνδρας ζούσε πιθανότατα με μεγαλύτερη ασφάλεια από έναν ξένο χωρίς προστασία σε μια πόλη, όπου το ελάχιστο πρόσχημα αρκούσε για να τον μετατρέψει σε δούλο. Ήταν επόμενο λοιπόν να δημιουργείται, στα ενδιάμεσα των πολέμων, ένα μεγάλο περιφερόμενο πλήθος απάτριδων Ελλήνων, «κακόβουλων απέναντι σε όποιον συναντούσαν στον δρόμο τους, και τόσο ίσως πολυάριθμων μελλοντικά, που να αποτελούν απειλή για Βάρβαρους και Έλληνες, ένα πλήθος από το οποίο θα μπορούσε εύκολα κανείς να σχηματίσει ένα ολόκληρο στράτευμα, ισχυρότερο και πιο αποφασισμένο από εκείνο που θα σχημάτιζαν όλοι όσοι εξακολουθούσαν να ζουν ως πολίτες μέσα στις πόλεις». Αυτή ήταν η κατάσταση λίγο πριν τη Χαιρώνεια· ίσως οι αποικίες τού Αλέξανδρου στην Ασία να απορρόφησαν αργότερα ένα μεγάλο μέρος από αυτούς τούς «περιπλανώμενους». Και αυτό ήταν ασφαλώς προτιμότερο από εκείνο που συνέβαινε, όταν εκείνοι οι δυστυχείς επέστρεφαν στην πατρίδα τους. Η δαιμονική καταστροφική δύναμη που επέδειξαν οι πρόσφυγες επιστρέφοντας στην πατρίδα τους είχε αποκαλυφθεί λίγο νωρίτερα στη Θήβα, όταν ανακοινώθηκε ο θάνατος του Φιλίππου. Οι πρόσφυγες εισέβαλαν τη νύχτα στην πόλη και παρωδώντας την απελευθέρωση της Καδμείας, που πριν από 43 χρόνια είχε απωθήσει τούς Σπαρτιάτες, κατέσφαξαν τους υπερασπιστές τής θηβαϊκής ακρόπολης· με την κραυγή «Ελευθερία», παρέσυραν – όπως τον παλιό, καλό καιρό, λέει ο Αρριανός –  τα πλήθη στη συνέλευση του λαού· για να απορρίψουν κατόπιν με πεισματική επιμονή τις επιεικείς προσφορές τού Αλέξανδρου και να επιτεθούν στους άνδρες του· καθώς υπήρχαν ανάμεσά τους πρόσφυγες, που δεν ήλπιζαν πια σε τίποτα, κάλεσαν τον λαό σε εξέγερση. Ο Αλέξανδρος τους εγκατέλειψε, όπως και την ίδια την πόλη τους, όταν άρχισαν να την καταστρέφουν, στην οργή τών Πλαταιών, των Φωκιέων και των υπολοίπων γειτόνων τους. Ο Μακεδόνας βασιλιάς δεν χρειάστηκε καθόλου να επέμβει, αφήνοντας άλλους Έλληνες να δράσουν εναντίον Ελλήνων. Όταν κατέκτησε αργότερα την Ασία, ο Αλέξανδρος έστειλε,  λίγο πριν τον θάνατό του, την ακόλουθη διοικητική εντολή, που ανακοινώθηκε από τον αγγελιοφόρο του στην Ολυμπία, μπροστά σε 20.000 πρόσφυγες από όλες τις πόλεις: «Παραχωρείται σε όλους τούς πρόσφυγες, εκτός από τούς συλητές βωμών και τους δολοφόνους, το δικαίωμα να επιστρέψουν στην πατρίδα τους· οποιαδήποτε πόλη αντισταθεί, θα υποχρεωθεί δια της βίας». Το γενικό πνεύμα αυτής της απόφασης ίσως να εξέφραζε πλέον ένα πολύ έντονο αίσθημα υπεροχής τής βασιλείας, απέναντι στην οποία οι υποδιαιρέσεις, όπως οι απλές πόλεις, έπρεπε πια να σβήσουν· μπορεί όμως ο βασιλιάς να ήλπιζε απλώς στην ύπαρξη ενός πυρήνα μέσα σε κάθε πόλη, ικανού να συνθλίψει τα σπέρματα εξεγέρσεων και αποστασίας· ενώ δεν αποκλείεται το να επιδίωκε και τη σπορά τής διχόνοιας, αποβλέποντας στην εξασθένησή τους. Υπάρχει ωστόσο, ακόμη κι αν του αποδώσουμε τις καλύτερες προθέσεις τού κόσμου, μια θλιβερή αλήθεια στην ιστορία τών λαών, που διδάσκει ότι, προσπαθώντας να επανορθώσει κανείς δια της βίας μια προηγούμενη, και ήδη κάπως ξεπερασμένη αδικία, οδεύει προς την καταστροφή. Κάτι που συνέβη σε αρκετές περιπτώσεις όσον αφορά στην αποκατάσταση των προσφύγων, σε συνδυασμό με την αφύπνιση παλαιών διαφωνιών και δικαστικών διενέξεων· ο Κικέρων βλέπει μάλιστα εδώ την αρχή τού τέλους τής πόλης: «Perditae civitates desperatis omnibus rebus, hos solent exitus exitiales habere, ut damnati in integrum restituentur, vincti solvantur, exules reducantur, res judicatae rescindantur. Haec quum accidunt nemo est quin intellegat, ruere illam rem publicam. Haec ubi eveniunt nemo est qui ullam spem salutis reliquam esse arbitretur ». (Μετάφραση: Οι πόλεις που αφανίστηκαν, κατέφευγαν συνήθως, επειδή τα πάντα ενέπνεαν απελπισία,  σε τέτοιες μοιραίες επιλογές: την αποκατάσταση όσων είχαν καταδικαστεί, τις απαλλαγές από χρέη, την επιστροφή των εξόριστων, την αναθεώρηση δικαστικών αποφάσεων. Όταν τέτοια φαινόμενα παρουσιάζονται, κανείς δεν αμφιβάλλει πλέον ότι η δημοκρατία καταρρέει. Κι όταν αυτά συμβούν, κανείς δεν πιστεύει ότι υπάρχει πια σωτηρία). Αλλά οι ελληνικές πόλεις ανθίστανται στον θάνατο, και η αντοχή τού πρόσφυγα δεν είναι κι αυτή τίποτε άλλο από ένα μέρος τής θέλησης να ζήση η πόλη, μια θέληση που είχε εκδηλωθεί με τέτοια ένταση κατά τη σύστασή της, που κυριάρχησε με τόσο αξεπέραστο και μοναδικό τρόπο όταν η πόλη έφτασε στην ακμή της, και που τώρα ψυχορραγούσε, μέχρις ότου η παρακμή της ή η ρωμαϊκή εξουσία τής παράσχει ανάπαυση και ησυχία.
(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια: