Παρασκευή 8 Μαΐου 2020

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (44)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

                                Jacob Burckhard
                                                            ΤΟΜΟΣ 1ος
                        ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
                                           ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΕΘΝΟΣ  
                                                       ΙΙ  
                              Η ΠΟΛΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΤΗΣ ΕΞΈΛΙΞΗ
8. Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΚΤΟΣ ΑΘΗΝΩΝ (2η συνέχεια)
   
  Ταυτόχρονα με το έργο τού πολιτικού στοχαστή, ο οποίος ασχολείται κυρίως με τους θεσμούς τών πολιτευμάτων που ερευνά, η ιστορική παράδοση επεμβαίνει για να φωτίσει τα επιμέρους φαινόμενα με αποσπασματικό και ατελή συνήθως τρόπο, εφ’ όσον οι μεγάλοι συγγραφείς τής εποχής τού Πελοποννησιακού Πολέμου δεν την εξασφαλίζουν με συνεπείς συσχετισμούς, αλλά με αρκετά κατανοητό σε γενικές γραμμές τρόπο.
     Είναι η εποχή κατά την οποία ξεσπούν στις περισσότερες περιοχές τής Ελλάδας οι πλέον βίαιες συγκρούσεις μεταξύ τών δημοκρατικών δυνάμεων και των ακόμη ισχυρών αριστοκρατιών, εκ των οποίων οι πρώτοι υποστήριζαν τους Αθηναίους και οι δεύτεροι τους Σπαρτιάτες. Ο όρος «ολιγαρχικοί» δεν εκπροσωπεί ασφαλώς μια μειοψηφία· σε αρκετές περιπτώσεις μάλιστα εκπροσωπεί ολόκληρη την παράταξη των πλουσίων. Κάτι που αποδεικνύουν και τα τραγικά γεγονότα τής Κέρκυρας (από το 425 π. Χ.). Ο Θουκυδίδης αναφέρεται σε 1000 και ο Διόδωρος σε 1500 δολοφονηθέντες ευγενείς, ενώ 14 χρόνια αργότερα ο νικητής λαός εξακολουθούσε να ανησυχεί για την τύχη τών επιζώντων προσφύγων, και αναγκάστηκε να προσφέρει ελευθερία στους δούλους και δικαίωμα πολίτη στους ξένους. Στο Άργος, χίλιοι εκπαιδευμένοι νέοι τής εύπορης τάξης κατόρθωσαν (το 416 π. Χ.) να απαλλαγούν από τη δημοκρατία και να εγκαθιδρύσουν αριστοκρατικό καθεστώς, αλλά για σύντομο χρονικό διάστημα. Διότι στα Κράτη που αποτελούνταν από σκλάβους, πιθανότατα ο λαός να μην ήταν πολυάριθμος, και οι αντίπαλοί του, ακόμη και αν εκπροσωπούσαν τη μειοψηφία, μπορούσαν να τον νικήσουν χάρη στις πολεμικές τους ικανότητές, έτσι ώστε ακόμη και μετά από μια νίκη υπήρχε ο κίνδυνος «η δημοκρατία να καταρρεύσει». Σε περίπτωση ήττας ο λαός κινδύνευε να εξολοθρευτεί εντελώς, και η πολιτεία που θα περιελάμβανε μόνο πλούσιους και σκλάβους θα μπορούσε να επιβιώσει και χωρίς αυτόν. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του Γέλωνα, όταν αποφάσισε να μετατρέψει σε δούλους ολόκληρο τον λαό τής Σικελίας: «Ο λαός είναι ο πλέον ενοχλητικός συγκάτοικος».  Οι υποτιθέμενες ολιγαρχίες που εγκατέστησε ο Λύσανδρος σε διάφορες πόλεις, αποτελούνταν από πολυάριθμα στρατεύματα που του ήταν πιστά, και όσο για τους πραγματικούς αρχηγούς, δεν τους επέλεγε στη βάση τής αρχαιότητας της καταγωγής τους και του πλούτου τους αλλά ανάμεσα στους ικανότερους άνδρες τής υπάρχουσας κλίκας.
     Από την πλευρά του ο λαός, μόλις καταλάμβανε την εξουσία, φρόντιζε να μοιράσει χωρίς περιστροφές τα αγαθά τών ευγενών· παντού όπου κυριαρχούσε, εφάρμοζε την αρχή τής «ισότητας όλων τών ελευθέρων πολιτών» με στόχο την καταδίωξη της υπάρχουσας ανώτερης τάξης, των πλουσίων, την εξολόθρευσή της και την καθυπόταξή της με κάθε μέσο. «Ορισμένα δημοκρατικά καθεστώτα ανατράπηκαν από την απεγνωσμένη αντίσταση των πλουσίων, διότι οι δημαγωγοί, που έπρεπε να κερδίσουν την εύνοια του λαού, τους απειλούσαν με διαμοιρασμό τής περιουσίας τους και με απορρόφηση των εισοδημάτων τους από λειτουργίες, ενώ χρησιμοποιούσαν  καταγγελίες και ψευδείς κατηγορίες για να τους αποσπάσουν τα αγαθά τους». Οι ήττες στους πολέμους αρκούσαν για να αφαιρέσουν την εξουσία από το λαό, ενώ ολιγαρχικά καθεστώτα κατέρρευσαν για τους ίδιους λόγους. Οι νικηφόρες ολιγαρχίες ενώθηκαν φυσικά από πόλη σε πόλη· υπό την αιγίδα τής Σπάρτης, οι ολιγαρχίες άλλων πόλεων ξεσηκώθηκαν εναντίον τού λαού. Και όπου ο λαός είχε εκδιωχθεί από την εξουσία, εφαρμόστηκε μια σκληρή πολιτική· η δικαστική και οι υπόλοιπες εξουσίες ανατέθηκαν σ’ αυτούς που συμμάχησαν εναντίον τού λαού. Στη Ρόδο, η ολιγαρχία που εγκατέστησε το 356 π. Χ. ο Ηγησίλοχος, λέγεται ότι επιδόθηκε σε έκκλητο βίο· δεν είχε όμως πολλές ελπίδες να επιβιώσει, διότι το ζητούμενο δεν ήταν εδώ η ικανοποίηση κάποιων ιδιαιτεροτήτων, αλλά ένα μείγμα δύναμης και πάθους. Την εποχή τού Αριστοτέλη, σε ορισμένες ολιγαρχίες υπήρχε ακόμη ο ακόλουθος όρκος: «Θα είμαι καχύποπτος απέναντι στον λαό και θα λαμβάνω τις χειρότερες δυνατές αποφάσεις εναντίον του !». Δεν πρόκειται για έναν όρκο με τον οποίον δεσμεύονταν μυστικά κάποιοι καταδιωκόμενοι πολίτες, αλλά για δημόσια και επίσημη ορκωμοσία ηγετών. 
     Οι παρατάξεις δεν συγχωνεύονταν ποτέ, παρά μετά βίας και εντελώς προσωρινά. Ο Αριστοτέλης λέει: «Οποιαδήποτε παράταξη και αν υπερισχύσει, δεν οδηγείται ποτέ σε κοινή πολιτεία, αλλά οι νικητές καταλαμβάνουν την εξουσία ως ανταμοιβή για τους αγώνες τους και εγκαθιστούν είτε μιαν ολιγαρχία, είτε μια δημοκρατία». Η υπόσχεση παροχής αμνηστίας, ακόμη και με όρκο, ήταν άλλωστε ανυπόστατη για έναν λαό που απέβλεπε μόνο στη συντριβή τού αντιπάλου, και δεν δίσταζε να φτάσει στα άκρα όταν αισθανόταν πιο αδύναμος. Γνωρίζουμε με ποιον τρόπο παραβιάστηκε η Αθηναϊκή αμνηστία τού 403 π. Χ. από τούς δημοκράτες, και την αντίστοιχη στάση τών ολιγαρχικών τών Μεγάρων το 424· μόλις επέστρεψαν στην πατρίδα τους υποχρέωσαν, παρ’ όλες τις επίσημες υποσχέσεις, να καταδικάσει ο λαός εκατό πολίτες, τους οποίους και θανάτωσαν.
    Η δημοκρατία όμως θριάμβευσε σε έναν μεγάλο αριθμό ελληνικών πόλεων, κυρίως μετά τα Λεύκτρα (371 π. Χ.), όταν η Σπάρτη δεν ήταν πλέον σε θέση να υπερασπιστεί τον εαυτό της, και ακόμη λιγότερο τις γειτονικές ολιγαρχίες. Βασική προϋπόθεση επιτυχίας ήταν οι απανωτές σφαγές. Στην Κόρινθο είχαν ήδη θανατώσει από το 392 περισσότερους από εκατό αριστοκράτες ως λακωνίζοντες, είτε στη διάρκεια μιας γιορτής, είτε σε τοποθεσίες όπου συνήθως συγκεντρωνόταν το πλήθος, όπως π.χ. το θέατρο, η αγορά και οι βωμοί, αλλά κόμη και στην έδρα τών κριτών τών αγώνων. Στο Άργος το πλήθος ξυλοκόπησε μέχρι θανάτου (σκυταλισμός) διακόσιους πολίτες, και σκότωσε επίσης όσους επεδίωξαν να επαναφέρουν την τάξη, γεγονός που επιδείνωσε τη φρίκη τής κατάστασης που είχε επικρατήσει: συνεχής πόλεμος με ισχυρότερους γείτονες, ετήσιες καταστροφικές επιδρομές, και στη συνέχεια μαζικές εκτελέσεις πλουσίων και αξιοσέβαστων πολιτών, «με περισσότερη χαιρεκακία από όση αν δολοφονούσαν τούς εχθρούς τους». Ολιγαρχικοί φυγάδες επέλεγαν τρομαχτικούς τρόπους εκδίκησης (Φιγαλεία), εξαπολύοντας μιαν απελπισμένη, ξαφνική επίθεση κατά τής πατρίδας τους· κάποιοι άλλοι (Φλιοί) πέτυχαν αποφασιστική νίκη χάρη στους μισθοφόρους, τους οποίους παρέδωσαν κατόπιν με προδοσία στην πόλη, όπου μερικές εκατοντάδες σφαγιάστηκαν· και κάποιοι άλλοι ακόμη (Κόρινθος), που δεν κατόρθωσαν να επιστρέψουν στην πόλη τους, προτίμησαν να αλληλοσκοτωθούν παρά να πέσουν στα χέρια τών εχθρών τους. Ακόμη και η ενάρετη Θήβα, όταν υπέπεσε μετά τον θάνατο του Επαμεινώνδα  σε μάταιες φιλονικίες, υιοθέτησε τη συνήθεια να δολοφονεί τούς έγκριτους πολίτες της και όσους ήταν πρόθυμοι να θυσιαστούν για την πατρίδα τους, είτε γιατί τους θεωρούσε ύποπτους, είτε επειδή χρειαζόταν απλώς την περιουσία τους. Σε γενικές γραμμές, οι πόλεμοι μεταξύ πόλεων και οι εσωτερικές πολιτικές διαμάχες συχνά συγχέονται. Είδαμε προηγουμένως στην περίπτωση της Μιλήτου, πόσο λίγη σημασία είχαν οι πολιτικές πεποιθήσεις τών θυμάτων όταν επρόκειτο για καταγγελίες με σκοπό την απόσπαση χρημάτων.
     Στο παρελθόν είχαν χρησιμοποιήσει αρκετές πόλεις, κατά το παράδειγμα της Αθήνας, τον εξοστρακισμό: το Άργος, τα Μέγαρα, η Μίλητος, οι Συρακούσες (στην οποία αποκαλείτο πεταλισμός)· οι Εφέσιοι εξόρισαν στις αρχές τού 5ου αιώνα τον Ερμόδωρο, «τον ικανότερο» πολίτη τους. Όπως έλεγε ο Ηράκλειτος: «Κανένας από εμάς δεν έχει την ανάγκη να φανεί άξιος, κι αν υπάρχει κάποιος, ας πάει να ζήσει αλλού και με άλλους». Ήταν πλέον αδύνατον να αποφευχθεί στο εξής η χρήση ενός τόσο ατελούς εργαλείου καταστροφής ! Γιατί μπορούσαν να καλέσουν τώρα τον λαό σε έναν «νέο αναδασμό», επειδή «η ίση κατανομή των αγαθών αποτελεί την αρχή τής ελευθερίας, ενώ η ένδεια την αρχή τής δουλείας, για όσους στερούνται τα αγαθά»   (( Σημ. τ. μετ.: Επίκαιρο; Όσο ποτέ!... )) .
     Οι συνταγματικές ρυθμίσεις είχαν πλέον ως μόνο σημείο αναφοράς το δημοκρατικό και το ολιγαρχικό καθεστώς, σαν να ήταν δυνατόν να ξεχωρίζει κανείς στην καθημερινή ζωή μόνο τον βορρά από τον νότο και να συνδέει τον πρώτο με τον Βορέα και τον δεύτερο με τον Ζέφυρο. Εξηγήσαμε προηγουμένως, γιατί η τυραννία δεν ήταν δυνατόν να αναβιώσει αυτή την εποχή στην κυρίως Ελλάδα. Αλλά παρότι ο Αριστοτέλης θεωρεί τη δημοκρατία ασφαλέστερη και σταθερότερη από την ολιγαρχία, «η αξιοθρήνητη κατάσταση όλων τών πολιτικών καθεστώτων» παραμένει επίσης μια αναμφισβήτητη πραγματικότητα.
     Εξ αιτίας τών αδιάλειπτων συνελεύσεων του λαού, τα πάντα είχαν καταστεί προσωρινά και αυθαίρετα· τα διατάγματα δεν είχαν καμία αναφορά σε προηγούμενες συνταγματικές ρυθμίσεις τού ίδιου του λαού, παραβιάζοντας κάθε δυνατή νομοθεσία· εκτός από την τρομοκρατία, εκτός από τούς καταδότες που ξεφύτρωναν παντού, κυριαρχούσε επίσης ένα πνεύμα απίστευτης κακοήθειας. «Άνθρωποι χωρίς καλλιέργεια και χωρίς καλαισθησία, γεμάτοι από πληθωρική έπαρση, διασύρουν τούς χορηγούς στις διονυσιακές τελετές και λοιδορούν τούς θεσμούς τής στρατηγείας και της γυμνασιαρχίας». Η ίδια η πόλη είναι αλήθεια ότι επεδίωκε να διατηρεί την ζωτικότητά της, παρέχοντας π.χ. με αφθονία τιμητικές διακρίσεις κάθε είδους στους αξιότερους πολίτες της, μια ευνοϊκή μεταχείριση απέναντι στην οποία η αριστοκρατία υπήρξε πάντοτε πολύ πιο επιφυλακτική. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει σχετικά με τις αθηναϊκές διακρίσεις, υπήρχαν πολλές που δεν συνεπάγονταν κανένα κόστος: οι στέφανοι, οι τίτλοι (όπως τού ευεργέτη τής πόλης), η προσωρινή προεδρία στα δικαστήρια και σε τελετές, η δικαστική εκπροσώπηση κ. ο. κ. Διαφορετική είναι η περίπτωση των τιμητικών αγαλμάτων, που πολλαπλασιάστηκαν μετά τον 4ον αιώνα, και στα οποία θα αναφερθούμε στη συνέχεια. Το ίδιο ισχύει και για τις τιμές που προσφέρονταν στους ήρωες, οι οποίες θα έπρεπε να περιλαμβάνουν τουλάχιστον ένα μνήμα (συχνά μεγαλοπρεπές), καθώς και περιοδικές λατρείες, οι οποίες εκχωρήθηκαν μακροπρόθεσμα, συχνά με υπερβολική ευκολία, σε αρχηγούς ύστερων αποικιών, σε έναν συντάκτη νόμων (τον Διοκλή τών Συρακουσών), σε ευεργέτες δεύτερης κατηγορίας κ. τ. λ.. Ενδιαφέρον είναι επίσης το ζήτημα της προσφοράς ετήσιας σίτισης σε αξιόλογους άνδρες, καθώς και της δια βίου σίτισης των απογόνων τους στο πρυτανείο, ζήτημα το οποίο ρυθμίστηκε με συγκεκριμένα, στην Αθήνα τουλάχιστον, διατάγματα. Είναι πιθανό να μην έκαναν όλοι οι ενδιαφερόμενοι χρήση αυτού τού δικαιώματος· και δεν θα ήταν εξ άλλου ευχάριστο να τιμώνται ανάξιοι απόγονοι αξιόλογων ανδρών, ή πρυτάνεις εν ενεργεία να παρακάθονται με άτομα που είχαν ξεστρατίσει.
     «Οι κακοί ρήτορες και δημαγωγοί εξακολουθούσαν όμως να κατατάσσουν στους φτωχούς κι εκείνους που κατείχαν κάποιου είδους πλούτο»· και η πόλη να αγανακτεί, όταν ένας πολίτης σπαταλούσε με δική του πρωτοβουλία τα αγαθά του, σαν να της είχε αφαιρέσει κάτι το οποίο προσδοκούσε η ίδια. Οι Αβδηρίτες έσυραν στα δικαστήρια τον διάσημο συμπολίτη τους Δημόκριτο, επειδή ξόδεψε την κληρονομά του, αθωώνοντάς τον ωστόσο όταν τους διάβασε το Κοσμικό Σύστημα και το απόσπασμα Περί τών πραγμάτων τού Άδη και τους εξήγησε, πώς ακριβώς διαχειριζόταν την περιουσία του. Οι κατασχέσεις στην Αθήνα απέβλεπαν, ακόμη και σε περιόδους ομαλής λειτουργίας τού πολιτεύματος, στη βελτίωση των οικονομικών τής πόλης· η ίδια πρακτική όμως ακολουθήθηκε και σε άλλα μέρη. Εκείνο που αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι ο τρόπος με τον οποίο ενεργούσε η πολιτεία, όταν υπήρχε οικονομική δυσπραγία, λαμβάνοντας υπ’ όψη την απεριόριστη παντοδυναμία της επί τών πολιτών, και την πλήρη απουσία κάθε είδους εμπορικής πίστωσης εκείνη την εποχή στην Ελλάδα. Σε περίπτωση μιας επικείμενης παραλαβής σίτου, οίνου ή λαδιού, η κυβέρνηση φρόντιζε να ανεβάζει υπερβολικά τις τιμές τών προϊόντων και η πόλη εισέπραττε, τη στιγμή που οι έμποροι  κρατούσαν τις αρχικές τιμές, τη διαφορά. Όλα τα ιδιωτικά χρέη έπρεπε να εξοφλούνται αμέσως, όχι όμως στους πιστωτές, αλλά στην ίδια την πολιτεία, η οποία εισέπραττε τους τόκους· όταν η πόλη χρειαζόταν χρήματα για έναν πόλεμο, πουλούσε αμέσως  δυό δούλους από κάθε οικογένεια· τα αδέλφια από διαφορετικό πατέρα μπορούσαν να αποκτήσουν δικαίωμα πολίτη καταβάλλοντας τριάντα μνες, και μάλιστα εφ ΄ άπαξ. Δεδομένης της σχετικής απομόνωσης των πόλεων εκείνη την εποχή, η υλική αξία τών πραγμάτων εκτιμάται αυθαίρετα, ενώ η υπερτίμηση ενός εμπορεύματος θεωρείται, ακόμα και στην Αθήνα εκείνης τής εποχής, οικονομική επιτυχία. Οι δημοκρατίες συμπεριφέρονται ως πραγματικοί ληστές απέναντι στους ξένους και απέναντι στους πλούσιους πολίτες τους· στον πόλεμο αναθέτουν σε μισθοφόρους, όταν οι πολίτες δεν μπορούσαν να τη φέρουν σε πέρας, μια συγκεκριμένη εκστρατεία· η συμπεριφορά τους εδώ δεν διαφέρει από αυτή των ύστερων τυράννων. Τα πλοία τών ξένων στόλων κρατούνται από τούς νικητές ως λάφυρα για την αντικατάσταση αυτών που καταστράφηκαν· οι πλούσιοι υποχρεώνονται να καταθέσουν όλα τα μετρητά τους, λαμβάνοντας ως εγγύηση νομίσματα από σίδερο· όταν όμως βρεθούν ξαφνικά, ύστερα από κάποια εξέγερση, στη φυλακή, αναγκάζονται είτε να πληρώσουν λύτρα, είτε να εκτοπιστούν, κινδυνεύοντας να εξοντωθούν, να τους απαγορευτεί δηλαδή η επιστροφή στη πόλη, και κάθε οικονομική αποκατάσταση.
     Μέσα από όλην όμως αυτή τη δυστυχία και την αναταραχή, η δημοκρατία εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει το μόνο δυνατό πολίτευμα και βρίσκει, αν ανατραπεί προσωρινά από κάποια ύστερη τυραννία, τον τρόπο να επανέλθει στην εξουσία. Όταν ο Τιμολέων έφτασε στη Σικελία, οι Σικελοί απεχθάνονταν οτιδήποτε είχε σχέση με το βήμα και την αγορά, γιατί από εκεί είχαν αναδυθεί όλες οι τυραννίες· αλλά και ο ίδιος ο Τιμολέων κατέληξε να εγκαταστήσει παντού δημοκρατίες. Τίποτε διαφορετικό δεν μπορούσε να καρποφορήσει σ’ αυτό το έδαφος, ως την εποχή τών μεγάλων μοναρχιών. Το γεγονός και μόνον ότι πολλές ελληνικές πόλεις, και σχεδόν όλες οι αποικίες ήταν παραθαλάσσιες, με συχνή και εύκολη αλληλεπίδραση σε επίπεδο πολιτικής, διανοητικής και εμπορικής δραστηριότητας, συντηρούσε ένα μόνιμο πνεύμα ανανέωσης. «Η θάλασσα είναι δασκάλα τού κακού», αναφωνούσε ήδη ο Πλάτων, και ο Κικέρων προχώρησε ακόμη περισσότερο σε μια μακροσκελή και εύγλωττη ομιλία του. Η έφεση για ταραχές και διχόνοιες οδήγησε μάλιστα κάποιον που ανήκε στη νικηφόρα παράταξη να διατυπώσει την ακόλουθη προειδοποίηση: «Μη διώξετε όλους τούς αντιπάλους αλλά αφήστε και μερικούς, ώστε να μην αρχίσουμε να διαπληκτιζόμαστε με τους φίλους μας μόλις απαλλαγούμε από τούς εχθρούς μας».
     Η περισσότερο σημαντική συνέπεια αυτής τής πρακτικής, η απομάκρυνση δηλαδή από τα κοινά ενός μεγάλου αριθμού τιμίων και ιδιαίτερα προικισμένων κυρίως πολιτών, παρότι δεν έγινε  άμεσα αντιληπτή, αποτελεί μέρος τής εσωτερικής ιστορικής εξέλιξης του ελληνικού πνεύματος. Τα πρώτα ορόσημα ήταν, ήδη από τον 5ον αιώνα,  ο Ηράκλειτος ο Εφέσιος και ο Τίμων ο Αθηναίος, ο πρώτος γεμάτος περιφρόνηση για το περιβάλλον του, τους αρχαιότερους ποιητές, αλλά επίσης και τους φιλοσόφους τής εποχής του, σκόπιμα σκοτεινός στο κορυφαίο έργο του, ειρωνικός απέναντι στους Εφεσίους, κυρίως όταν τού ζήτησαν να συντάξει νόμους για τη διακυβέρνησή τους που ήταν ήδη άθλια, μένοντας σιωπηλός, «για να μπορείτε όλοι εσείς να λαμβάνετε τον λόγο!»· ο δεύτερος, μια πολύ γνωστή αθηναϊκή μορφή, που περιλαμβάνεται στο ιστορικο-πολιτιστικό πορτραίτο τής Αθήνας τού 5ου αιώνα. Ο Ευριπίδης μάς αποκαλύπτει ήδη, με το συνήθη χειμαρρώδη λόγο του, ότι «οι σοφοί και έξυπνοι άνθρωποι σιωπούν και δεν ασχολούνται με ξένες υποθέσεις». Στις Συρακούσες, η απόσυρση αυτή ξεκίνησε ταυτόχρονα με τον πεταλισμό (εξοστρακισμό), περί τα μέσα τού 5ου αιώνα. «Οι πλέον αξιόλογοι πολίτες, αυτοί που με το κύρος και την αρετή τους θα μπορούσαν να προσφέρουν σημαντική υπηρεσία στην πατρίδα τους, αποσύρθηκαν από τις δημόσιες υποθέσεις και αφιερώθηκαν, εξ αιτίας τού φόβου, στον ιδιωτικό βίο, ενώ οι πλέον διεστραμμένοι και οι πιο θρασείς αναμείχθηκαν στις  υποθέσεις τού κράτους» (Πλούταρχος). Οι διαμαρτυρίες για τα κακώς κείμενα δεν είχαν όμως ήδη όμως από εκείνην την αρχαιότητα κανένα αποτέλεσμα, και η πολιτική τής απόσυρσης γίνεται από τον 4ον αιώνα ο κανόνας γι’ αυτούς που διαθέτουν κάποια παιδεία και έναν ορισμένο τρόπο σκέψης. Όταν κυριαρχεί στις πόλεις τους η αναταραχή, πολλοί κινδυνεύουν να καταλήξουν, ως ολιγαρχικοί, θύματα λεηλασίας, διωγμών και σφαγής, και η  όποια προσπάθεια αποκατάστασης της ομαλότητας είναι οπωσδήποτε ρηξικέλευθη και επισφαλής. Οι σημαντικές για τον τότε κόσμο και τον πολιτισμό του προσωπικότητες δεν είναι επομένως, εκείνη πλέον την εποχή, οι πολιτικοί ηγέτες και όσοι ασκούν παρόμοια καθήκοντα, αλλά πνεύματα καλλιεργημένα, με την ευρύτερη έννοια του όρου.
     Γνωρίζουμε πως υπάρχει η τάση να αποστρέφουμε το βλέμμα μας από τη δημοκρατική πόλη, όπως εμφανίστηκε αργότερα, μετά δηλαδή τη μάχη τής Χαιρώνειας· η αλήθεια είναι ότι πρόκειται για το ίδιο και μοναδικό φαινόμενο διαδοχής αιτίου και αποτελέσματος, μέχρι την αμοιβαία εξολόθρευση, μέχρι τον πλήρη αφανισμό τής Ελλάδας και την κατάκτησή της από τούς Ρωμαίους, και είναι αδύνατον να παραβλέψουμε, αν θέλουμε να εξετάσουμε το φαινόμενο με αντικειμενικότητα, την εξελικτική αυτή πορεία προς το κακό. Η διαδικασία τής αποσύνθεσης των πόλεων, εν μέρει εσωτερική και εν μέρει λόγω τής αλληλεπίδρασης μεταξύ τών πόλεων, είναι μια λογική συνέπεια, που απορρέει αναπόφευκτα από τη φύση τους· η ακαταμάχητη ζωτική ορμή που τις διακρίνει, περικλείει στις συνέπειές της την εσωτερική και εξωτερική αιτία τού θανάτου τους. Ουσιώδης αιτία τού κακού υπήρξε το ότι η δημοκρατία διασταυρώθηκε με το καθαρά αντι-χειρωνακτικό πνεύμα, ότι η ισότητα των δικαιωμάτων συνυπήρξε με την απέχθεια προς την εργασία, ώστε οι οκνηροί κα οικειοποιηθούν το δικαίωμα ψήφου και την παράσταση στα δικαστήρια για να απειλούν τούς πλουσίους. Πρόκειται για μιαν εντελώς ανόητη  κατάχρηση της πλειοψηφίας, σε μιαν υπόθεση που δεν μπορούσε παρά να διχάσει αυτήν την ίδια την πλειοψηφία σε πλειοψηφία και  μειοψηφία, ενώ  δεν υπήρχαν πλέον εδώ και καιρό ολιγαρχικοί, και μόνον τα θύματα αυτής τής κατάστασης  έφεραν πλέον μια τέτοια ονομασία. Αυτή η κατάσταση οδήγησε, όπως μαθαίνουμε από τον Πολύβιο, σε πολιτειακές καταστροφές χωρίς τέλος και σε διαμάχες μεταξύ πόλεων, προκαλώντας οικονομική εξαθλίωση, η οποία με τη σειρά της περιόρισε σημαντικά την αγορά τών δούλων. Έτσι εξηγείται το γιατί ο Στράβων, ο Πλούταρχος, ο Δίων ο Χρυσόστομος και ο Παυσανίας διέσχιζαν, στα ταξίδια τους στην Ελλάδα, έρημα τοπία και κατεστραμμένες πόλεις.

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια: