Τετάρτη 3 Μαρτίου 2021

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (76)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

Συνέχεια από Σάββατο, 27 Φεβρουαρίου 2021

                                                                                      Jacob Burckhard

                                                                               ΤΟΜΟΣ 2ος

Ι.ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΟΙ ΤΟΥΣ – 20

     Το στοιχείο που εξασφάλιζε στους θεούς τής τραγωδίας την τρομακτική και μεγαλειώδη μορφή τους συνδέεται άμεσα με το κρίσιμο και τραγικό περιεχόμενο του μύθου τών ηρώων, στον οποίον εμπλέκονται. Όπου αυτή η συνθήκη απουσιάζει, όπως στην κωμωδία, επικρατούν αναγκαστικά οι ιλαροί και αχαλίνωτοι θεοί της επικής ποίησης· στη φαντασία όμως τών ακροατών οι θεοί διατήρησαν μιαν ιδεώδη μορφή, παρότι η παρουσία τους στην κωμική σκηνή υποβίβασε αναπόφευκτα την εικόνα τους. Η διονυσιακή λατρεία δημιούργησε τραγωδίες και κωμωδίες, και όταν κανείς την φαντάζεται να παρελαύνει με όλο το μεγαλείο της, δικαίως απορεί με τον τόσο επίσημο και μεγαλοπρεπή χαρακτήρα τής τραγωδίας. Η κωμωδία ζητούσε απεναντίας από αυτά τα υπεράνθρωπα όντα, άλλοτε μάλλον μια παρωδία, δηλαδή τη μεταφορά σε μια γήινη μορφή μυθικών πράξεων, που παραδοσιακά ανήκαν στο πεδίο τών θεών, και άλλοτε μάλλον μια μεταμφίεση, δηλαδή τη διείσδυση του τρόπου ζωής τών θεών στην καθημερινότητα των Ελλήνων. Δεδομένου ότι η κωμωδία μοιράστηκε εξ αρχής τη θεατρική σκηνή με την τραγωδία, και δεν αποτελούσε μιαν απλή εορταστική ψυχαγωγία στους δρόμους τών πόλεων, αναγκάστηκε να ανταποκριθεί στις καλλιτεχνικές απαιτήσεις τής δεύτερης. Η κωμική παρουσία τών θεών επί σκηνής μοιάζει να αποκτά την οριστική της μορφή στον Επίχαρμο (που συγγράφει στις Συρακούσες από το 482 π. Χ.) και ίσως να διαφέρει ελάχιστα από τη μεταγενέστερη, αποκαλούμενη μέση κωμωδία· δυστυχώς τα μυθολογικά αυτά έργα μάς είναι γνωστά μόνον από ορισμένους τίτλους· και τα ελάχιστα αποσπάσματα που διασώζονται δεν μας πληροφορούν για τις ραδιουργίες τών θεών, ίσως μόνο για τη λαιμαργία ορισμένων από αυτούς, και μάλιστα του Ηρακλή. Ο Αριστοφάνης μάς προσφέρει αντιθέτως μια πλήρη εικόνα τής αρχαίας αθηναϊκής κωμωδίας, καθώς και του τρόπου που πραγματευόταν τα περί τών θεών.

     Οι Αθηναίοι εκείνης τής εποχής, που διένυαν μια περίοδο ισχυρών κλονισμών και ανακατατάξεων, θεωρούσαν κατ’ αρχάς ότι οι θεοί ώφειλαν να είναι εξίσου σκληροτράχηλοι. Γι' αυτό και οι κωμικοί ποιητές δεν διώχθηκαν ποτέ για ασέβεια, όπως οι πολιτικοί, οι φιλόσοφοι κ. α., αρκεί να μην αρνούνταν ανοιχτά τούς θεούς, ή να προσέδιδαν τουλάχιστον στην αθεΐα έναν χαρακτήρα σάτιρας, όπως η σάτιρα τού Σωκράτη στις Νεφέλες. Είναι μάταιο γενικά το να αναζητεί κανείς, τόσο στον Αριστοφάνη, όσο και στον Ευριπίδη, μια λογική αντιμετώπιση των θεών από τον ποιητή. Ο οποίος αναδεικνύεται, χλευάζοντας τη δημοκρατία, πολέμιος επίσης τής σοφιστικής και του ορθολογισμού της, και επιλέγει ενίοτε στα χορικά – όσο παράξενα κι αν φαντάζουν τα πρόσωπα – επιβλητικές και πομπώδεις εκφράσεις λατρείας τών θεών, εκδηλώνοντας μια βαθειάν ευσέβεια. Συμπεριφορά που μας θυμίζει για μιαν ακόμη φορά τα προηγούμενα των μεγάλων τελετών και των προϋποθέσεων ολόκληρου του αττικού θεάτρου, που δεν αρκείται στην εκπλήρωση ενός ιδεώδους, αλλά διψά, πέρα απ’ όλους αυτούς τούς αστεϊσμούς, για ευγενείς ιδέες. Οι θεοί σκιαγραφούνται εντούτοις με τον πλέον ασεβή τρόπο και αποπνέουν μια κάποιαν ειρωνική οικειότητα, και αντιμετωπίζονται με τον ίδιον ακριβώς τρόπο και επί σκηνής. Ο Ερμής παρασύρεται ως κλέφτης, στην Ειρήνη, σε δωροδοκία. Ο Διόνυσος μεταμορφώνεται σε μιαν απίστευτη καρικατούρα στους Βατράχους. «Ο θεός τών ιερών τελετών παρουσιάζεται ως υπόδειγμα χυδαιότητας, κραιπάλης και αναξιοπιστίας στην εορτή που τελείται προς τιμήν του, εκπροσωπώντας μιαν ανήθικη και απολύτως διεφθαρμένη από την άθλια σοφιστική, αθηναϊκή νεολαία» (Nägelsbach). Η άποψη ότι ο Διόνυσος εκπροσωπεί εδώ απλώς μια θεατρική ακαλαισθησία δεν ευσταθεί, διότι εξακολουθεί να λειτουργεί παρ’ όλ’ αυτά ως θεός, και ο Αριστοφάνης, που ήταν αρκετά εύπορος, θα μπορούσε να δημιουργήσει, αν το επιθυμούσε, ένα διαφορετικό προσωπείο για κάθε ρόλο. Πολλοί μύθοι από την εποχή ακόμα τού Ομήρου είχαν προσφερθεί, στη διακωμώδηση, αλλά ο Διόνυσος διασύρεται στην προκειμένη περίπτωση δημόσια χωρίς πραγματική αιτία. Η μεταμόρφωση του Διόνυσου από τον Ευριπίδη στις Βάκχες είναι εξίσου αποκρουστική, από μια διαφορετική ωστόσο σκοπιά, καθώς ο θεός τιμάται, αντί να διαπομπεύεται, σ’ αυτή την περίπτωση. Ακόμη πιο περιπαικτική είναι η περιπέτεια που εξιστορείται στους Όρνιθες, όπου οι στερημένοι από θυσίες θεοί αναγκάζονται να στείλουν μια πρεσβεία στη Νεφελοκοκκυγία και τον άρχοντά της Πειθέταιρο, τη στιγμή που ο Προμηθέας έχει ήδη προφτάσει να προδώσει τις προθέσεις τους. Ο τρόπος που συμπεριφέρεται αυτή η πρεσβεία (αποτελούμενη από τον Ποσειδώνα, τον Ηρακλή και έναν θεό αποκαλούμενο Τριβαλλό, ο οποίος θα δώσει τελικά και τη λύση, επειδή οι άλλοι δύο φιλονικούν), οι διαπραγματεύσεις για τις προοπτικές διαδοχής που ανοίγονται μετά τον θάνατο του Δία, και τόσες άλλες λεπτομέρειες, προκαλούν τέτοια ιλαρότητα στο ακροατήριο, ώστε το εκρηκτικό γέλιο των θεατών να αποτελεί το μόνο ίσως στοιχείο που θα μπορούσε να επισκιάσει ένα τεράστιο σκάνδαλο. Αλλά την αίσχιστη διακωμώδηση των θεών την επιχειρεί –περί το τέλος του βίου του– ο Αριστοφάνης στον Πλούτο. Η εμφάνιση ενός πεινασμένου και κλεπταποδόχου Ερμή, προστάτη τής απάτης και διαρρήκτη, μπορεί να γίνει ανεκτή ως κωμικό στοιχείο· η απρέπεια κορυφώνεται όμως στο νόημα που διαπνέει ολόκληρο το έργο, κατά το οποίο ο μόνος λόγος που αποδίδονταν ως τώρα τιμές στους θεούς ήταν τα επίγεια αγαθά, και τώρα που ο Πλούτος ανέκτησε το φως του, θα τα διανέμει με δικαιότερο τρόπο, δίνοντας τέλος στην εξουσία τών θεών, αλλά και σε όλες τις θυσίες, διότι «μας παραμελήσατε», όπως διευκρινίζει ο δούλος Καρίων, που σημαίνει ότι δεν ανταποκριθήκατε ως θεοί στις υποχρεώσεις σας. Μέσα σ’ αυτό ακριβώς το κάδρο έστησε αργότερα με επιμέλεια τον καμβά του και ο Λουκιανός.

     Στην αποκαλούμενη «μέση κωμωδία», που αντικατέστησε από τον 4ο αιώνα στην Αθήνα την αρχαία, η σάτιρα που αφορά στις περιπέτειες των θεών βρίσκεται, παράλληλα με τη διακωμώδηση της κοινωνικής ζωής, σε περίοπτη θέση, αν κρίνουμε από τούς πολυάριθμους τίτλους έργων που διασώθηκαν. Καθίσταται ωστόσο ένα είδος αμφιλεγόμενο, χωρίς το κύρος πια του Αριστοφάνη, και η αιωνίως επαναλαμβανόμενη λαιμαργία τού Ηρακλή, μαζί με ένα πλήθος ιστοριών περί αναπαραγωγής τών θεών, μπορεί να προκάλεσε τον κορεσμό τελικά τού ακροατηρίου. Στον Αμφιτρύωνα του Πλαύτου, το μόνο θεατρικό έργο αυτού τού είδους που διασώθηκε στη ρωμαϊκή του εκδοχή, πιστό προφανώς στο ιδιαίτερα ενδιαφέρον πρωτότυπο, απολαμβάνουμε μια περιγραφή τού Ερμή, ο οποίος παραπλανά, επωφελούμενος από το κοινά αποδεκτό χάρισμα της παντογνωσίας τών θεών, τον Σωσία, του οποίου γνωρίζει τα απόκρυφα μυστικά, και του κλέβει την ταυτότητα, υποδυόμενος ο ίδιος τον Σωσία. Τα υπόλοιπα, και ο άδικος ιδιαιτέρως εξευτελισμός που υφίσταται η Αλκμήνη, είναι μάλλον ανάρμοστα στοιχεία. Η «μέση κωμωδία» δεν έχει άλλωστε πια το πνεύμα ενός μεγάλου και δημόσιου εορτασμού, όπως άλλοτε η αρχαία κωμωδία, αλλά και η τραγωδία, και οι διαπιστώσεις της για τους θεούς δεν έχουν πια (κάτι που θα το γνωρίζαμε ακόμα κι αν είχαν διασωθεί λίγα περισσότερα από τα έργα της) την ίδια βαρύτητα.

     Έχει όμως μεσολαβήσει στο μεταξύ η θεοποίηση, με τον Λύσανδρο, των ανθρώπων, ένα από τα πλέον βαρυσήμαντα συμπτώματα της μεγάλης ανατροπής που προκάλεσε στο έθνος ο Πελοποννησιακός Πόλεμος. Το οποίο αποκτά μάλιστα μια ταχύτατη διάδοση με τον Αλέξανδρο και τους πρώτους διαδόχους του, όχι μόνο στην Ανατολή και την Αίγυπτο, αλλά κατά διαστήματα και στην Ελλάδα. Στην Αθήνα τού 304 ψάλλεται προς τιμήν τού Δημητρίου Πολιορκητή, κατά τη δεύτερη πιθανότατα επίσκεψή του, δημόσια ένας ύμνος, που εκφράζει ταυτόχρονα τη λατρεία απέναντι στον νέο αυτόν Διόνυσο και την αδιαφορία απέναντι στους υπόλοιπους θεούς: «Χαίρε γιέ τού κραταιού Ποσειδώνα και της Αφροδίτης! Διότι οι υπόλοιποι θεοί είτε έφυγαν μακριά, είτε δεν έχουν αυτιά να μας ακούσουν, είτε δεν υπάρχουν καν, είτε δεν νοιάζονται πλέον για εμάς· εσύ δεν είσαι όμως από ξύλο ή από πέτρα, σε βλέπουμε πραγματικά και σε τιμούμε !». Διακρίνουμε έναν σαφή απόηχο της θεωρίας τού Επίκουρου εδώ, δεν θα εξετάσουμε τις ποικίλες ωστόσο έννοιες της θεότητας στους φιλοσόφους, αλλά θα περιοριστούμε σε ό,τι συνιστά την κοινή περί τών θεών αντίληψη στους ανθρώπους.   

 (συνεχίζεται)

ΣΤΟ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΤΟΥΣ ΜΕΡΟΣ ΟΙ ΓΝΩΣΤΙΚΕΣ  ΚΑΙ ΑΠΟΚΡΥΦΙΣΤΙΚΕΣ ΔΟΞΑΣΙΕΣ ΤΑΥΤΙΖΟΥΝ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΜΕ ΤΗΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΑΛΛΑ ΕΝΝΟΟΥΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ, ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΚΑΡΠΟ ΤΗΣ, ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: