ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Συνέχεια από Τρίτη, 9 Νοεμβρίου 2021
Jacob Burckhard
ΤΟΜΟΣ 2ος
ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ: ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΛΑΤΡΕΙΑ
Ας εξετάσουμε τέλος τη σχέση ανάμεσα στις
εικαστικές τέχνες και τη θρησκεία· ο 2ος π.Χ. αιώνας είχε σημάνει ταυτόχρονα την
παρακμή αμφοτέρων. Είναι αλήθεια ότι οι εκτιμήσεις μας για τη συμβολή τής
τέχνης κατά τούς έξη αιώνες τής ύψιστης ακμής της στην εξέλιξη της θρησκείας
βασίζονται περισσότερο στη διαίσθησή μας παρά στις γραπτές μαρτυρίες.
Η τέχνη δεν προηγήθηκε χρονολογικά· το έπος υπήρξε προφανώς μεστό από το κάλλος τών Ολυμπίων θεών, πολύ πριν ακμάσει η τέχνη. Η οποία δεν αποτελεί εν γένει την κυρίαρχη δύναμη των θρησκειών· το ιερό τού ναού, στο οποίο συνήθως αναδεικνύεται, είχε προϋπάρξει, και όπως συμβαίνει συνήθως στην ιστορία, η τέχνη απογειώνεται σε εποχές όπου η θρησκεία έχει ήδη αρχίσει να κλυδωνίζεται στα ανώτερα στρώματα του πληθυσμού. Μπορούσε όμως ακόμα να λειτουργήσει ως στήριγμα της θρησκείας, και ο Ολύμπιος Ζεύς τού Φειδία συνετέλεσε στην αναγέννηση της κατάνυξης των Ελλήνων. Οι Έλληνες θεοί θα πρέπει να ευγνωμονούν, κατά γενική ομολογία, τους καλλιτέχνες, οι οποίοι όχι μόνο τούς εξιδανίκευσαν σε βαθμό που κατά βάθος δεν τους αναλογούσε, αλλά το κατόρθωσαν επιπλέον μ’ έναν τρόπο, που συγκέντρωσε την ομοθυμία μεγάλου μέρους τού καλλιτεχνικού κόσμου, και την πλήρη επιδοκιμασία τού έθνους. Το έθνος τών Ελλήνων αναγνώρισε στους μεγάλους δεξιοτέχνες του όχι μόνο τη δυνατότητα να αντικρίζουν τούς θεούς, αλλά και να τους παρατηρούν μέσα από μια συνεχώς ανανεωνόμενη οπτική, καθώς και να παρακολουθούν την εξέλιξή τους. Κι όταν ο Σκόπας κι ο Πραξιτέλης μετέπλασαν, τον 4ον αιώνα, με θαυμαστό τρόπο τον θείο κόσμο τού Φειδία και του Πολυκλείτου, αποκαλύφθηκε μια δύναμη αναπάντεχη ακόμα και για τους ίδιους τους συγχρόνους τους: αυτοί οι κορυφαίοι καλλιτέχνες κατόρθωσαν να μείνουν αλώβητοι, όχι μόνον από τις πολιτικές και κοινωνικές καταστροφές που τους περιέβαλαν, αλλά και από όλη τη διαλυτική φλυαρία που κυριαρχούσε εκείνη την εποχή· κάτι απ’ το οποίο δεν μπόρεσε, αντιθέτως, να διαφύγει η ποίηση. Η ιστορία τής τέχνης έχει αναρωτηθεί μάταια, αν είχε πράγματι εκλείψει η δυνατότητα μιας νέας οπτικής ενατένισης των θεών μετά τον Πραξιτέλη: γνωρίζουμε ωστόσο σήμερα, ότι ένας ακόμη κορυφαίος καλλιτέχνης, του οποίου αγνοούμε το όνομα, φιλοτέχνησε στις αρχές τού 2ου π.Χ. αιώνα τον βωμό τής Περγάμου. Ένας καλλιτέχνης, που διέθετε κι αυτός ασφαλώς το χάρισμα να ανακαλύπτει και να εκπαιδεύει ομοτέχνους του, για να τον βοηθήσουν σε μιαν «αστραπιαία» σχεδόν ολοκλήρωση του έργου του.
Οπισθοχωρώντας τώρα χρονικά, προκειμένου
να «αγκαλιάσουμε» με το βλέμμα μας το σύνολο του ιδεώδους τής ελληνικής
τέχνης, παρατηρούμε κατ’ αρχάς ότι η θρησκεία, της οποίας οι μορφές εξαίρονται
εδώ, είχε κι άλλο έρεισμα εκτός από τον φόβο, όπως ακριβώς και οι δικοί μας
γοτθικοί ναοί δεν δημιουργήθηκαν αποκλειστικά εξ αιτίας τού φόβου τής κολάσεως. Ενώ είναι επιπλέον αναμφίβολο, ότι το έθνος προσέλαβε αυτή την υψηλή τέχνη ως
κτήμα του, όπως και τη λατρεία του, και ότι η φήμη τής συντριπτικής
ανωτερότητας των ελληνικών θρησκευτικών αγαλμάτων θα πρέπει να είχε διαδοθεί σε
όλους τούς γειτονικούς, και όχι μόνο, λαούς, τροφοδοτώντας ουσιαστικά την
ελληνική υπερηφάνεια απέναντι σε όλα τα βαρβαρικά και ημιβαρβαρικά έθνη. Το
ελληνικό έθνος θα πρέπει επιπλέον να γνώριζε, ότι η θεμελιώδης ισχύς, που λειτουργούσε ως κίνητρο στα ελληνικά πράγματα,
δεν ήταν παρά η ευγενής άμιλλα μεταξύ πόλεων, ναών και κορυφαίων καλλιτεχνών,
που παρέσυρε στη δίνη της και τη θρησκευτική τέχνη, ανυψώνοντάς την στο
ανώτερο, ανθρωπίνως δυνατό επίπεδο. Γι’ αυτό και η τέχνη δεν οδηγήθηκε, όταν
άρχισε πράγματι να υποχωρεί η δημιουργία νέων θεϊκών μορφών, στην παρακμή, αλλά
διατηρήθηκε μέσα από τη δημιουργική
επανάληψη του εξαίρετου παρελθόντος της.
Αυτός ο όμορφος κόσμος τών θεών
εμφανιζόταν μέσα στους ναούς, στους ιερούς περιβόλους, στους δρόμους και στις
πλατείες τών πόλεων, αλλά και έξω στην ύπαιθρο, ακόμη και στην ερημιά τού
δάσους. Οι Έλληνες δεν εξέφρασαν ποτέ τα πραγματικά τους αισθήματα απέναντι σ’
αυτό το φαινόμενο, και δεν προσδιόρισαν σε
ποιον βαθμό αντιπροσώπευε, ακόμη και το μεγαλοπρεπέστερο άγαλμα ενός ναού, την
ίδια τη θεότητα· κάποιος δύσπιστος θα μπορούσε να το κάνει αυτό, ποτέ όμως ο ίδιος ο λαός. Κι όταν παρήκμασε
αργότερα η τέχνη, ήταν κάτι που άργησε πολύ να γίνει αντιληπτό, γιατί ένα πλήθος
από καλλιτεχνικά δημιουργήματα ήταν ακόμη παρόντα.
Η
γλυπτική και η ζωγραφική πρόσφεραν στον μύθο, στον περιπετειώδη βίο τών θεών
και των ηρώων, μια παρουσία που υπερέβαινε κατά πολύ οτιδήποτε θα μπορούσε να
θεωρηθεί λογικά αποδεκτό στον γήινο κόσμο, παρέμεινε όμως κατανοητό στην
ιδανικότητά του σε όλη τη διάρκεια των αιώνων τού ελληνικού πολιτισμού. Τη
συμπόρευση της θρησκείας με την τέχνη συμπλήρωνε η συμπόρευση της τέχνης με τον
μύθο, μια σχέση που είναι επίσης δύσκολο να εκτιμηθεί, αλλά δεν θα πρέπει να
υποτιμάται. Ο κάθε σοφιστής μπορούσε να προσαρμόσει τον μύθο στις δικές του
ερμηνείες· όμως ο λαός θα έπρεπε να διαισθάνεται τουλάχιστον, ότι αυτός ο
κόσμος τών μορφών εμπεριείχε ολόκληρο το εύρος τής δικής του ιστορίας. Ιταλοί και Ρωμαίοι προσέλαβαν με
υπερβάλλοντα ζήλο αυτήν ακριβώς τη γνησιότατα ελληνική δημιουργία, οι Ρωμαίοι
μάλιστα και την ποίηση· με πόσο απίστευτη ένταση θα πρέπει να βιώθηκαν λοιπόν
όλα αυτά στην ίδια την πατρίδα τους !
Η ελληνική θρησκεία και τέχνη διατήρησαν όμως για μεγάλο χρονικό διάστημα και μια άλλου είδους σχέση. Τα αναθήματα στους ιερούς ναούς, ένα αρχαίο έθιμο που συναντάται σε αρκετές θρησκείες, είτε λόγω τής ευτυχούς εκβάσεως κάποιας ευχής, είτε ως μια θυσιαστική προσφορά, που απέβλεπε στη διαρκή, αν όχι αιώνια υπενθύμιση ενός αιτήματος, κατά το πνεύμα τού θύοντος, είχαν απαλλαγεί από κάθε υλική αξία στην περίπτωση των Ελλήνων· το έργο τέχνης αντικατέστησε βαθμιαία τόσο τούς θησαυρούς τών γαλατικών ναών, όσο και τις χρυσές ράβδους τού βασιλέα των Λυδών. Σημασία είχε πλέον, όχι μόνον η καλλιτεχνική αλλά και η θρησκευτική αξία εκείνων τών απειραρίθμων αναθημάτων, από το λιτό τάμα σε ένα ναΐδριο, σε ένα τέμενος αφιερωμένο στον ήρωά του, μέχρι τα μεγάλα, και ενίοτε γιγαντιαία συμπλέγματα μυθολογικού, αλληγορικού, ιστορικού και πολιτικού περιεχομένου, που κοσμούσαν το ιερό Άλσος τής Ολυμπίας και τους εξώστες τού Μαντείου τών Δελφών. Οι προσφορές αυτές δεν εξέφραζαν καθόλου πια την αίσθηση του φόβου, που αναζητά να εξευμενίσει τη θεότητα με υλικό πλούτο, διότι μια περίοπτη τέχνη την είχε εξαλείψει από τις συνειδήσεις. Κι αν κάτι αμαύρωνε αυτήν τη γενική εικόνα, αυτό ήταν ένας μεγάλος αριθμός καλλιτεχνημάτων που μνημόνευαν κάποια νίκη Ελλήνων εναντίον Ελλήνων, όλα όμως τα υπόλοιπα καλλιτεχνήματα δεν αποτελούσαν παρά μιαν ατέρμονη σειρά μαρτυριών ευσέβειας, πολιτικής ισχύος και καλλιτεχνικής δεξιότητας αιώνων. Ακόμα και το απλούστερο ανάγλυφο αγαλματίδιο φανέρωνε την παρουσία κορυφαίων καλλιτεχνών, μαρτυρώντας ταυτόχρονα και την ευσέβεια προς τους προγόνους. Ο κόσμος τής καλλιτεχνικής δημιουργίας θα αποδειχθεί κι αυτός ασφαλώς ανίσχυρος απέναντι στις μεγάλες θρησκευτικές ανακατατάξεις· οι προσφορές στους αρχαίους θεούς θα συντηρούν ωστόσο, για όσο χρονικό διάστημα διατηρείτο στην ζωή, κατά κάποιον τρόπο, η αρχαία θρησκεία, ένα από τα πλέον πολύτιμα αισθήματα: τη συγκίνηση που εμπνέουν οι δωρητές, καθώς και την αντανάκλασή της στους ίδιους τους θεούς.
(συνεχίζεται
με το 3ο κεφάλαιο: Η Ελληνική Λατρεία τών Ηρώων)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου