Τρίτη 6 Ιουνίου 2023

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (176)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

Συνέχεια από Τρίτη, 30 Μαΐου 2023

                                                             Jacob Burckhardt
                                                                 ΤΟΜΟΣ 3ος
                                   ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ:
ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΗ

IV .Η ΠΟΙΗΣΗ ΕΚΤΟΣ ΤΟΥ ΑΠΛΟΥ ΕΞΑΜΕΤΡΟΥ

1. ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

Όπως και για τη μουσική των Ελλήνων κρίθηκε αναγκαίος ο παραλληλισμός της με την εξελικτική πορεία της μουσικής και άλλων αρχαίων λαών, κατά τον ίδιο τρόπο , προκειμένου να καταλήξουμε σε ένα ιστορικό-πολιτισμικό συμπέρασμα, θα πρέπει να πραγματευτούμε την άνθηση των διαφορετικών μορφών της λυρικής ποίησης των Ελλήνων, σε αντιστοιχία με αυτή των υπόλοιπων πολιτισμένων λαών. Και σε ένα βαθμό, η ελληνική λυρική ποίηση θα επισκιάσει πραγματικά, σ’ αυτή την περίπτωση, αυτή των περισσότερων δυτικών εθνοτήτων, για να είμαστε δε ακριβείς από μόνη της η ποίηση, χωρίς την συνοδεύουσα μουσικής της. Στους Έλληνες, όπως και στις χώρες της Δύσης μετά τον 11ο αιώνα, η ποιητική εξέλιξη πηγάζει από το λαό και συντελείται χωρίς εξαναγκασμούς, βασιζόμενη κυρίως στις διαφορές μεταξύ γεωγραφικών περιοχών, δασκάλων και σχολών – ενώ παράλληλα η θρησκευτική ποίηση και μουσική κατέχουν τον ιδιαίτερο δικός τους χώρο – ακολουθώντας σταδιακά μιαν εξισορρόπηση των τοπικών στοιχείων σε όφελος ενός ευρύτερα εθνικού πνεύματος. Αντίθετα, ένας παραλληλισμός με τους ασιατικούς λαούς, θα ήταν σχεδόν αδύνατος.

Μπορεί να υπήρξε εποχή που οι Έλληνες, εκτός από την εποποιία, και τα δύο είδη ποιήσεως που εκπροσωπεί ο Ησίοδος, να καλλιέργησαν και κάποιο είδος λαϊκής μελωδίας με επωδούς. Και από αυτή την μυθικο-επική τέχνη, θρησκευτικού, τελετουργικού και εποχιακού χαρακτήρα, γεννήθηκε αργότερα η λυρική ποίηση, σαν μια εντελώς αυθόρμητη δημιουργία, σε αντίθεση με την Δυτική, η οποία είχε ως προέλευση τους λατινικούς θρησκευτικούς ύμνους. Από την πλευρά της η ελεγεία απετέλεσε μιαν πολύ μεγάλη καινοτομία, ένα είδος αποστάγματος.

Η λυρική ποίηση των αρχαίων Ελλήνων βρίσκεται στον αντίποδα της σύγχρονης. Η τελευταία δεν γνωρίζει κανέναν απολύτως περιορισμό, κανέναν άλλο νόμο εκτός από αυτούς που θέτει η ίδια στον εαυτό της, και χρησιμοποιεί τον γραπτό λόγο προκειμένου να ανοίξει τον δρόμο στην εξασφάλιση της τέρψης· αντίθετα, η ελληνική λυρική ποίηση, εξ αιτίας της προσκόλλησης της στο άσμα, την κοινωνικοποίηση, τα όργανα και το χορό, συνδέθηκε με μια λεπτομερή μαθητεία, και μιαν απαίτηση πρακτικής, που κατέστησαν αδύνατο το διασκορπισμό της.

Η μελέτη μας της ελληνικής ποίησης δεν συνιστά ιστορία της λογοτεχνίας· θα ασχοληθούμε με την ποίηση μόνο ως μιαν ελεύθερη έκφραση του βίου, και ως κινητήρια δύναμη του έθνους. Το κίνητρο του έθνους, των διαφόρων κοινωνικών τάξεων, διαφοροποιείται ανάλογα με τις εποχές και τις θρησκείες, και αντίστοιχα μετατοπίζεται και ο κεντρικός του άξονας. Μετά την εποχή της επικής ραψωδίας, η ποίηση υφίσταται ποικιλόμορφους χειρισμούς, παραμένει όμως μια μεγαλειώδης τέχνη· οι μορφές της παραμένουν απόλυτα σεβαστές, μεσολαβούν μεγάλα χρονικά διαστήματα πριν από το πέρασμα από την αρχαία σε μια νεώτερη, και τούτο συμβαίνει μόνον όταν αυτή που προηγείται έχει πραγματικά κατακτήσει την τελείωσή της. Επομένως η ποίηση ακολουθεί μια βραδεία και λογική εξέλιξη· τα διάφορα είδη της αποσπώνται μόνο όταν έχουν ωριμάσει· καμιά ξένη καλλιτεχνική δημιουργία, καμιά θρησκεία με ξένα στοιχεία δεν έρχεται να διαταράξει αυτή τη διαδικασία· αυτός είναι και ο λόγος που θεωρούμε αναγκαίο να εξετάσουμε ξεχωριστά το κάθε είδος.

Ένας σημαντικός αριθμός ποιητών απέκτησε εξ αρχής μεγάλη φήμη και την διατήρησε για μεγάλο χρονικό διάστημα, διότι ακριβώς η παρέμβασή τους στα γεγονότα και τις κοινωνικές εξελίξεις δεν επηρεάστηκε από την καλλιτεχνική τους καταξίωσή. Τα ποιήματα τους συνελέγησαν έγκαιρα και μάλιστα στην ολότητά τους· το γεγονός ότι, εκτός από τους τραγικούς και τον Πίνδαρο, ελάχιστα διασώθηκαν, οφείλεται μόνο σε δυσμενείς συγκυρίες. Συνεπώς οι Έλληνες είχαν τόσο τη δυνατότητα πρόσβασης στα θεμελιώδη ποιητικά κείμενα, όσο και την ευχέρεια να βιώσουν την εξελικτική πορεία προς το απόγειό της.

Ποίηση και λαός, ποίηση και πόλη, συνυπήρξαν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Στον τομέα της ποίησης δεν υπήρχε ακόμη διάκριση μεταξύ εγγράμματων και αγράμματων πολιτών· ήταν αυτονόητα διαθέσιμη σε κάθε ελεύθερο άνθρωπο· φτωχοί και πλούσιοι διέθεταν τις ίδιες γνώσεις σχετικά με την αρχική της προέλευση, το μύθο, όπως ακριβώς συνέβη και με τη λατρεία που υπήρξε υπόθεση του κάθε πολίτη. Και αυτή η κατάκτηση δεν την εμπόδισε να καταστεί μια μεγάλη τέχνη.

Σε ποιο βαθμό άραγε η τεχνική του μέτρου, η οποία αναπτύχθηκε μέσα από μιαν ασύγκριτη ελευθερία και ποικιλία, υπήρξε υπόθεση του κάθε ακροατή ; Η αδιάκοπη πρακτική του χορού και του άσματος στα πλαίσια της λατρείας και του τελετουργικού μέρους της, είχε ασφαλώς συνεισφέρει στην υψηλή εκλέπτυνση της ακοής των απλών ανθρώπων. Οπωσδήποτε η χορική λυρική ποίηση, παρότι μια δύσκολη τέχνη ως συγκερασμός τριών επιμέρους στοιχείων (ποίησης, μουσικής και όρχησης), ήταν κατανοητή από το λαό· ο διδάσκων υπόκειται σε προηγούμενη ειδική εκπαίδευση, και γι αυτό ακριβώς το λόγο στον τομέα της χορικής και της τραγικής ποίησης, οι διδάσκαλοι κατείχαν συνήθως τον τίτλο μιας συγκεκριμένης ειδικότητας. Και ενώ σήμερα οποιοσδήποτε κατορθώνει να συλλαβίσει στο λύκειο ένα αρχαίο μέτρο, καθίσταται διδάσκαλος του εαυτού του σε όλα τα υπόλοιπα, οι τότε σχολές ποιητών ήταν κατάμεστες από διδασκάλους και μαθητές, διότι επρόκειτο για ένα δύσκολο εγχείρημα, και όντως έτσι ήταν· το παράξενο όμως για εμάς δεν εντοπίζεται σ’ αυτή τη διαπίστωση, αλλά στο γεγονός ότι κάθε είδος και μορφή αυτής της τέχνης, από τη στιγμή που είχε πετύχει την ολοκλήρωση της, απολάμβανε τον ύψιστο σεβασμό.

2. Ε Λ Ε Γ Ε Ι Α

Η αρχαία ποίηση που ενστερνίστηκε ο λαός και χρησιμοποιήθηκε στις θρησκευτικές τελετές γνώρισε ασφαλώς μεγάλη ποικιλία· αλλά έως το 700 π. Χ. περίπου, η μοναδική μορφή έκφρασης αυτής της τέχνης, στην οποία υποκλίθηκε κάθε άλλη επιμέρους μορφή της, ήταν το εξάμετρο, το οποίο ακολούθησε και ο Ησίοδος· αυτή ήταν η κατ’ εξοχήν μορφή που υπηρέτησε το στοχασμό, τη λυρική έκφραση των προσωπικών συναισθημάτων, καθώς και την αφήγηση.

Οι νεότερες μορφές αναδείχθηκαν μέσα από μια μακρόχρονη εξελικτική διαδικασία, διότι οι Έλληνες επικεντρώνονταν κυρίως σε ό,τι ευγενέστερο υπήρχε στα υπάρχοντα έργα της τέχνης. Αυτό συνέβη και με δύο είδη της ποίησης που εμφανιστήκαν σχεδόν ταυτόχρονα, την ελεγεία και τον ίαμβο. Η πρώτη, με την οποία θα ασχοληθούμε τώρα, είχε ως αξίωμα τη σύζευξη του εξαμέτρου με το προσφιλές αντιστάθμισμά του, τον πεντάμετρο στίχο, σχηματίζοντας ένα «ελεγείον», εκ του οποίου προήλθε και η ονομασία της, διότι η συνήθεια υπαγόρευε τα ποιητικά είδη να λαμβάνουν το όνομά τους από τη μορφή του μέτρου, και γενικότερα από την εξωτερική τους εμφάνιση· από τη στιγμή όμως που η προσφορά απέκτησε ποικιλία, επιλέγησαν αυτά που ταίριαζαν στη φύση των συναισθημάτων και υπηρετούσαν την αντίστοιχη ψυχική διάθεση.

Στην ελεγεία – αυτήν που απέκτησε την μορφή άσματος και όχι στην απλή απαγγελία – ανήκει κατ’ αποκλειστικότητα ο αυλός· είχε την αποκλειστική θέση στα συμπόσια, και κυρίως στο πρώτο μέρος τους, τον κῶμο. Εξέφραζε κάθε είδους συναίσθημα, και όχι μόνο τον θρήνο, ή ιδιαιτέρως τον ερωτικό θρήνο. Τα γεγονότα και οι υπάρχουσες συνθήκες ενέπνεαν στον ποιητή άλλοτε την ελπίδα, άλλοτε το φόβο, και τον οδηγούσαν στην έκφραση παροτρύνσεων ή συμβουλών· δεν θα ήταν σκόπιμο να διακρίνουμε τις ελεγείες σε πολεμικές, ή πολιτικές, αφιερωμένες στα συμπόσια, στον έρωτα, στις διαμαρτυρίες ή τις καταγγελίες, διότι αντιπροσώπευαν όλα αυτά ανάλογα με τις ψυχικές διαθέσεις. Αυτές που μας παραδόθηκαν έχουν κυρίως χαρακτήρα «παραινετικό και γνωμικό». Η συγκεκριμένη ποίηση εκφράζεται με ύφος γλαφυρό και ευχάριστο, χωρίς την μεγαλοπρέπεια και την δριμύτητα της μεταγενέστερης λυρικής δημιουργίας.

Τα αποσπάσματα διασωθέντων έργων όπως η έκκληση του Καλλίνου για επίδειξη γενναιότητας, η Ευνομία και οι Υποθήκες του Τυρταίου αποτελούν δείγματα ιδιαίτερη αξίας. Πρόκειται για μια ισχυρά προτρεπτική ποίηση, που απαγγελλόταν με τη συνοδεία αυλού, κατά τις πολεμικές εκστρατείες, τις νυχτερινές ώρες στο στρατόπεδο, ή μετά τους παιάνες, από έναν ειδικά εκπαιδευμένο πολεμιστή, ο οποίος μάλιστα ελάμβανε ως ανταμοιβή «μια γερή μερίδα σφαγίου». Ακόμη και σήμερα παρόμοιες προτροπές προς έναν ηρωικό θάνατο μας συγκινούν, παρόλη την ελάχιστη συμπάθεια που μπορούμε να τρέφουμε για έναν Τυρταίο που έθεσε εαυτόν στην υπηρεσία της Σπάρτης. Υπήρξε ο εκπρόσωπος της ζωντανής παραίνεσης στα σπαρτιατικά συσσίτια, την οποία το Κράτος θεωρούσε συνεχώς απαραίτητη. Το λακωνίζειν απέκλειε εντελώς την πατριωτική λεγόμενη ευφράδεια, την οποία αντιθέτως κατοχύρωνε κατ’ εξαίρεση η ελεγεία. Τις πολεμικές εκστρατείες συνόδευαν επίσης οι ελεγείες του Αρχίλοχου, του οποίου διασώθηκαν χαρακτηριστικά αποσπάσματα, μεταξύ των οποίων το τερπνό ιωνικό πρότυπο «relicta non bene parmula» ((εγκαταλείποντας άδοξα την ασπίδα (του)), όπως μας το μετέφερε ο Οράτιος. Υπάρχουν επίσης ελεγείες που υμνούν τη θαλπωρή των συμποσίων και του έρωτα, καθώς και τη θλίψη για τους εκλιπόντες· μια ελεγεία για παράδειγμα στη μνήμη θανόντων φίλων στη θάλασσα μπορούσε να άδεται κατά το επικήδειο γεύμα, θα πρέπει όμως να την διακρίνουμε από τον καθαυτό θρήνο. Όταν αργότερα οι Ίωνες βρέθηκαν υπό την επιρροή των Λυδών, αυτό το καθαρά ιωνικής προέλευσης ποιητικό είδος προσανατολίστηκε περισσότερο προς την ηδονή και τον έρωτα. Η μετάβαση αποδίδεται στον Μίμνερμο (630-600 π.Χ.), ο οποίος παράλληλα με την πολεμική ελεγεία καλλιέργησε και την ερωτική. Στα αποσπάσματα από το έργο του που διασώθηκαν, οι μελαγχολικοί λογισμοί περί της βραχύτητας και του εφήμερου της ζωής κυριαρχούν σε βαθμό που να μας παραπέμπουν στον Σολομώντα· στην ουσία όμως πρόκειται για μια προτροπή προς την θαλπωρή του βίου, που αναδύεται από ένα υπόβαθρο προσωρινότητας. Ο Σόλων αργότερα θα ενσωματώσει στην ελεγεία όλες τις πολυτάραχες πλευρές του βίου του, πριν και μετά το νομοθετικό του έργο, σε ύφος επικλητικό, προειδοποιητικό, στοχαστικό και χαροποιό. Η αλήθεια είναι ότι στις Παραινέσεις, μετά από ένα λαμπρό ξεκίνημα, το ύφος του καθίσταται κάπως ασαφές και πεζό· διακρίνεται όμως από μιαν ευγενή ορμή αναδεικνύοντας έναν άνθρωπο που έθεσε τους στόχους του με σαφήνεια και χρηστότητα. Οι παραινετικές του ελεγείες, όπως και οι πολιτικές και πολεμικές ελεγείες του Καλλίνου και Τυρταίου είναι το μόνο στοιχείο στους Έλληνες που θα μπορούσε να συσχετισθεί με τους Εβραίους προφήτες, εξαιρώντας όμως αποσπάσματα όπως του Ησαΐα (κεφ. ξ΄), του οποίου το μοναδικό, αλλά επιτακτικό ύφος, καθιστά την θεοκρατία ανώτερη από την πόλη.

Ο Θέογνις ο Μεγαρεύς (περί το 500 π. Χ.) είναι ένα αινιγματικός ποιητής. Από τους 1 400 στίχους του που σώζονται, πολλοί είναι αποσπασματικοί, και μας στερούν τη δυνατότητα να διακρίνουμε την ακριβής διαδοχή τους· δεν θα ήταν πάντως σκόπιμο να τους ανακατατάξουμε, όπως επιχείρησε ο Welcker, διότι σε αρκετές περιπτώσεις ενδέχεται το συγκεκριμένο απόσπασμα να συνιστά ένα απόφθεγμα, και να μην αποτελεί τμήμα κάποιου συνόλου. Αυτά τα είδη της ποίησης προσφέρονται ακριβώς ως αποσπάσματα, όπως τα Έργα και Ημέραι του Ησιόδου, ενώ η συντομία τους οφείλεται συχνά στο γεγονός ότι η πικρία και η απέχθεια προς την ζωή εκφράζονται εξίσου αποτελεσματικά με ένα ή δύο δίστιχα, προστατεύοντας τον Θέογνη από την ροή της ελεγείας. Κατά βάθος οι παροτρύνσεις του είναι περισσότερο γνωμικές (σύμφωνα με μια εμπεριστατωμένη έρευνα) από ότι παραινετικές, και το παραινετικό του ύφος σπάνια υπερβαίνει αυτό του Ησιόδου· μόνο όμως το καθαρά παραινετικό ύφος μπορούσε να εξελιχθεί σε λυρικό. Η ισχυρότερη παραινετική του επίκληση είναι το «γενού θαρραλέος» το οποίο απευθύνει στον εαυτό του. Το γεγονός ότι, με εξαίρεση μερικά σπάνια βακχικά άσματα, δεν ερμηνεύει ποτέ την παρούσα στιγμή, δεν εξαίρει ή δεν καταδικάζει καμιά περίσταση ή κατάσταση, καθιστά συνήθως τις παραινέσεις του γενικές και ψυχρές.

Το ύφος των αποσπασμάτων που πραγματεύονται την πολιτική είναι εν μέρει εμφανώς δημιουργίες του Σόλωνα· οι επικλήσεις των θεών (στην αρχή) μπορούν κάλλιστα να αποτελέσουν απαρχές ελεγειακής ποίησης· ακολουθούν οι θλιβερές αποστροφές ενός φθονερού ατόμου προς τον φίλο του Κύρνο, τις οποίες θα μπορούσαμε ήδη να αποκαλέσουν επιστολές, διότι η ελεγεία από τη στιγμή που το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται δεν θεωρείται πλέον παρόν, και κυρίως όταν δεν υφίσταται καμία εμπαθής σχέση, παραχωρεί αυτομάτως τη θέση της στην ποιητική επιστολή. Αλλά ο Σόλων υιοθετεί και πάλι την ελεγεία όταν κατηγορεί τον Δία (374) ότι αντιμετωπίζει όμοια τους κακούς και τους αγαθούς ανθρώπους· η αναγγελία της εγγύτητας του εχθρού (549) θα μπορούσε να αποτελέσει απαρχή μιας πολεμικής ελεγείας. Τα βακχικά ποιήματα συνιστούν εν μέρει αποστροφές προς τους συνδαιτυμόνες. Υπάρχει ένα ποίημα στο οποίο αναγνωρίζει ότι βρίσκεται σε κατάσταση μέθης (503) και εκείνο στο οποίο αναζητά κάποιο συμβιβασμό μεταξύ του μηδενός και της υπερβολής (837), καθώς και η περιγραφή των Μηδικών Πολέμων, όπου για παράδειγμα εύχεται να μην απωλέσει την περιουσία του στα Μέγαρα (757 και 773), η αποστροφή του οίνου (873) η προσφορά του οίνου (879), η συγνώμη (939), η απόφαση της συμμετοχής στις ηδονές (983), η πρόταση για μια παύση στην ευωχία (997), μια ακολουθία ελεγειακών διστίχων (1037 κ. ε.). Εκτός χρονικής κατάταξης είναι τα ποιήματα που αναφέρονται στους συνδαιτυμόνες (295, 309, 497)· στην μακροσκελή ελεγεία του προς τον Σιμωνίδη (467), περικλείει χρήσιμες συμβουλές για τα συμπόσια. Τα σύντομά ποιήματα του προς τον Κλεάριστο (511), και τον Σιμωνίδη (667), δεν αποτελούν παρεμβάσεις σε συμπόσια, αλλά μάλλον ποιητικές επιστολές. Ένα έντονο συναίσθημα πικρίας εκφράζεται στο απόσπασμα (1197) όπου αφουγκράζεται την κραυγή ενός πουλιού που καλεί τον γεωργό στο χωράφι, και φέρνει στη μνήμη του τα κτήματα που απώλεσε. Ορισμένα από τα ερωτικά αποσπάσματα (1231 κ. ε.) είναι αναμφισβήτητα δικά του και αποτελούν πραγματικά τμήματα ελεγείας, ακόμη και ολόκληρες ελεγείες· οι περισσότερες είναι παλαιές και διαφέρουν από τα ποιήματα της αυτής κατηγορίας που περιλαμβάνονται στην Ανθολογία.

Η «συμποτική» ελεγεία εκπροσωπείται θαυμάσια από τον Ξενοφάνη που έγραψε ένα ποίημα για τελετή προσφοράς θυσίας συνοδευόμενης από συμπόσιο, στο οποίο απλώς εύχεται οι συνδαιτυμόνες να καταφέρουν να επιστρέψουν οίκαδε, μετά την ευωχία, χωρίς να υποβαστάζονται. Οι όροι που χρησιμοποιεί ο Ξενοφάνης σε αυτό το είδος της ελεγείας είναι εντυπωσιακοί. Υπήρξε μάλιστα ένας από τους πρώτους που καταπολέμησε τη μυθική παράδοση, και γι αυτό μάλιστα το λόγο ζητούσε να υμνούνται κυρίως τα ωραία πράγματα, όπως η αρετή, και όχι οι μάχες μεταξύ Τιτάνων, Γιγάντων και Κενταύρων, «αυτές οι επινοήσεις των περασμένων αιώνων», ή ακόμη οι ενθυμήσεις βίαιων εμφυλίων συρράξεων, δηλαδή πολιτικά γεγονότα, διότι δεν προσφέρουν τίποτε το θετικό. Σε ένα άλλο απόσπασμα κατακρίνει όσους τοποθετούν τη φάρσα υπεράνω της πραγματικής σοφίας. Τα δύο αποσπάσματα του Ίωνα συνιστούν καθαυτό συμποτική ποίηση, ενώ το δεύτερο πιθανότατα απαγγέλθηκε σε συμπόσιο προς τιμήν των Προκλιδών, όπως και τα μυστηριώδη αποσπάσματα του Διονυσίου Χαλκού. Αντιθέτως στον Κριτία η απαρίθμηση γεγονότων εμφανίζεται ως ρητορική αλλοίωση της ποίησης, κάτι που δεν συνέβη ποτέ με την αρχαία εποποιία· μνημονεύει ένα μεγάλο αριθμό εφευρέσεων κατά γεωγραφικές περιοχές, για να καταλήξει ότι η νικήτρια πόλη στον Μαραθώνα (η Αθήνα), εφεύρε το κοιλόμορφο αγγείο που κατασκευάζεται από πηλό και φωτιά. Ενδεχομένως να πρόκειται απλώς εδώ για ένα ευφυολόγημα σχετιζόμενο με την γνωστή αλαζονεία των Αθηναίων, διότι ο ποιητής εξυμνεί στη συνέχεια την εγκράτεια των Σπαρτιατών ως προς τον οίνο, και τους τιμά που αποφεύγουν τις σπονδές και τις συστηματικές οινοποσίες, οι οποίες δεν ωφελούν το σώμα κ.τ.λ. Εντυπωσιακό είναι το απόσπασμα του Κριτία για τον Ανακρέοντα· ήδη όμως η εσωτερική αναγκαιότητα της ελεγείας αρχίζει βαθμιαία να υποχωρεί. Ένα μέρος του περιεχομένου της μεταβιβάστηκε ασφαλώς στην επιστολή και στο επίγραμμα, ήδη από τον Θέογνη, ενώ η γνωμική ποίηση απελευθερώνεται από το εξάμετρο και το δίστιχο, δεδομένου ότι στο μεταξύ έχει προ πολλού υιοθετήσει χαρακτηριστικά του ιάμβου, όπως η λόγια μορφή κυρίως, με την οποία εμφανίστηκε αργότερα στον Ευριπίδη, και τη νέα κωμωδία.

Στο έργο του Αντίμαχου η εσωτερική φλόγα της ποίησης αντικαθίσταται από μιαν απλή απαρίθμηση γεγονότων, όπως στην περίφημη ελεγεία του για το θάνατο της συζύγου του Λυδίας, στην οποία παραθέτει όλα τα πιθανά μυθικά δεινά – σαν να ήταν δυνατόν να τον παρηγορήσουν ! Λίγο αργότερα, με τον Κράτη, εμφανίζεται η παρωδία, μια από τις οποίες αναφέρεται στις Ελεγείες του Σόλωνα· ο ίδιος ποιητής, σε ένα έργο που αφηγείται τη συνάντησή του με διάφορους φιλοσόφους παρωδεί επίσης την Επίκληση των νεκρών του Ομήρου. Στη συνέχεια θα συναντήσουμε έναν πραγματικό Αλεξανδρινό, πριν ή μετά την ίδρυση της Αλεξάνδρειας, στο πρόσωπο του Ερμησιάνακτος, που απεβίωσε πριν από το 302 π. Χ. Έγραψε τρία βιβλία ελεγειών με τον τίτλο Λεόντιον. Ανάμεσα στους γνήσιους Αλεξανδρινούς συγκαταλέγεται ο Αλέξανδρος ο Αιτωλός, μέλος της Πλειάδας των τραγικών ποιητών του Αλεξανδρινού κανόνα, του οποίου τα ελεγειακά αποσπάσματα στερούνται διαύγειας, και ο Καλλίμαχος, τον οποίο γνωρίζουμε μόνο από μικρής έκτασης αποσπάσματα (παρότι πολυάριθμα), και για τον οποίο ο Οβίδιος είχε πει : «Quamvis ingenio non valet, arte valet» (Παρότι το ταλέντο του δεν αξίζει, αξίζει η τέχνη του). Η ελεγεία αναπτύσσεται εκ νέου ως καλλιτεχνική απομίμηση, και οι Ρωμαίοι είναι αυτοί που την επαναφέρουν στο προσκήνιο, ως ανταποκρινόμενη στην βαθύτερη φύση τους· ο Τίβουλλος και ο Προπέρτιος συνθέτουν εκ νέου μια προσωπική και αυθόρμητη ποίηση, και παρότι φοίτησαν στη σχολή των Αλεξανδρινών το έργο τους είναι αναμφίβολα πρωτότυπο· η ισχύς του διαπνέεται από το έθνος τους και όχι το ελληνικό.

(συνεχίζεται)

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Περιδιαβαίνοντας το διαδύκτιο, συνάντησα έναν οικο δημοπρασιών, και θαύμασα αντικείμενα μιας απίστευτης ομορφιάς, που παράχθηκαν σε άλλες εποχές, και τα συνέκρινα με τα σημερινά...
https://www.christies.com/en/auction/the-ann-and-gordon-getty-collection-temple-of-wings-30129/?loadall=true&page=2&sortby=lotnumber