Συνέχεια από Σάββατο 13 Απριλίου 2024
P I E R R E A U B E N Q U EΗ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
Τις απαιτήσεις αυτές τις καταγράφει στην αρχή του 2ου κεφαλαίου: η υπό μελέτη μέθοδος θα πρέπει να χρησιμεύσει «στην διανοητική εκπαίδευση, στους διαλόγους και στις φιλοσοφικού χαρακτήρα επιστήμες (πρός τάς κατά φιλοσοφίαν ἐπιστήμας)» (101a 27-28).Δεν θα χρειαστεί να επιμείνουμε στις δύο πρώτες λειτουργίες της διαλεκτικής: από την ίδια τη φύση της προκύπτει ότι αποτελεί μια καλή διανοητική εξάσκηση και ταυτόχρονα μια τεχνική του διαλόγου. Εκπλήσσει αντίθετα το γεγονός ότι η διαλεκτική έχει επίσης επιστημονική και φιλοσοφική χρησιμότητα. Θα χρειαστεί να διευκρινίσουμε όμως τους όρους της φράσης κατά φιλοσοφίαν ἐπιστήμαι: την εποχή που ο Αριστοτέλης συγγράφει τα Τοπικά δεν έχει ακόμη αναπτύξει την θεωρία της επιστήμης που θα εμφανίσει στα Αναλυτικά Ύστερα· η λέξη επιστήμη έχει ακόμη την τρέχουσα σημασία της «γνώσης», και για να δείξει ακριβώς ότι αναφέρεται σε «επιστήμες» με την ρητή έννοια, δηλαδή την αποδεικτική, προσθέτει: το κατά φιλοσοφίαν, έκφραση στην οποία η λέξη φιλοσοφία δεν προσδιορίζει την φιλοσοφία με την καθαρή της έννοια, αλλά απλώς τον χαρακτήρα μιας γνώσης που θα αποκαλούσαμε σήμερα (και ο Αριστοτέλης ο ίδιος θα αποκαλέσει αργότερα) «επιστημονικό», σε αντίθεση προς ένα είδος γνώσης εμπειρικό ή τεχνικό. Οι αποκαλούμενες «φιλοσοφικές επιστήμες» δεν είναι επομένως εδώ η φιλοσοφία, αλλά αυτό που ο Αριστοτέλης αποκαλεί σε άλλες περιπτώσεις επιστήμες θεωρητικές.
Η υπηρεσία που η διαλεκτική προσφέρει στις θεωρητικές επιστήμες, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, είναι δύο ειδών. Διδάσκοντας αφ’ ενός, μέσα από ένα είδος διανοητικού πειραματισμού, που ο Αριστοτέλης απεκάλεσε «διαπορία», την ανάπτυξη των υπέρ και των κατά επί ενός δεδομένου ζητήματος, επιτρέπει την ορθότερη διάκριση του αληθούς από τον ψευδές. Η λειτουργία αυτή της διαλεκτικής είναι απολύτως αυτονόητη: επειδή η επιστήμη καθίσταται αποδεικτική μόνο στην τελική της φάση, θα πρέπει να έχει προετοιμαστεί, μέσα από μια κριτική μελέτη των τοποθετήσεων που εκτίθενται, να αποκαλύψει τις εσφαλμένες απόψεις, και επομένως αντιφατικές, είτε ενδογενώς, είτε σε σχέση με προτάσεις των οποίων έχει αναγνωρισθεί το αληθές (για παράδειγμα προτάσεις εμπειρίας), και επομένως να καταλήξει δια της απαλείψεως, στις «αληθινές και πρώτες» υποθέσεις, στις οποίες θα στηριχθεί το καθαυτό επιστημονικό συμπέρασμα. Αυτό είναι το είδος της καθαρτικής που ο Αριστοτέλης εφαρμόζει συστηματικά στα εισαγωγικά μέρη των επιστημονικών πραγματειών του.
Αλλά σε σχέση με τις διαφορετικές επιστήμες, η διαλεκτική διαθέτει μια ευγενέστερη λειτουργία, την οποία ο Αριστοτέλης διακρίνει απολύτως από την προηγούμενη: αυτή η νέα λειτουργία αφορά στις πρώτες αρχές (τά πρῶτα) της κάθε επιστήμης. «Είναι πράγματι αδύνατον να πούμε οτιδήποτε βασιζόμενοι στις ιδιαίτερες αρχές μιας δεδομένης επιστήμης, διότι οι αρχές είναι ακριβώς αυτές που προηγούνται από οτιδήποτε· για να τις προσεγγίσουμε θα πρέπει να ανατρέξουμε σε αυτές που αποκαλούνται γενικά αποδεκτές απόψεις (ἐνδόξων) σχετικά με την κάθε συγκεκριμένη αρχή. Η αναζήτηση αυτή είναι αποκλειστικά και μόνο έργο της διαλεκτικής, ή τουλάχιστον της διαλεκτικής κατά κύριο λόγο» (Τοπ., ι, 2, 101a 36- b 3).
Η πρόταση αυτή αναφέρεται, για πρώτη φορά στο έργο του Αριστοτέλη, σε μια δυσκολία που θα αναπτύξει εκτενέστερα στα Αναλυτικά Ύστερα. Κάθε απόδειξη βασίζεται σε υποθέσεις «πρώτες και αληθείς», αλλά, εξ αιτίας της αποδεικτικής μορφής της επιστήμης, δεν μπορεί να θεωρηθεί αληθές παρά μόνο αυτό που έχει αποδειχθεί: για το λόγο αυτό η κάθε επιστήμη αποτελείται από μια αλληλουχία συλλογισμών ο καθένας από τους οποίους δέχεται ως μείζονα την πρόταση που έχει προηγουμένως αποδειχθεί από έναν άλλο συλλογισμό (η έλασσον πρόταση είναι συνήθως προϊόν εμπειρίας). Η επ’ άπειρον αναδρομή δεν είναι όμως εφικτή, και για τούτο θα πρέπει να καταλήξουμε σε υποθέσεις πρώτες και μη επιδεκτικές αποδείξεως (Αναλ. Ύστ., Ι, 2, 71b 26), που δεν είναι άλλες από τις «καθαυτό υποθέσεις» της δεδομένης επιστήμης (για παράδειγμα τα αξιώματα της αριθμητικής και της γεωμετρίας). Μια δεδομένη επιστήμη δεν μπορεί επομένως να αποδείξει της πρώτες προτάσεις στη βάση των δικών της αρχών, όπως θα μπορούσε το κάνει για οποιαδήποτε άλλη έγκυρη πρόταση μέσα στο ίδιο το πεδίο της· διότι τότε το αντικείμενο της απόδειξης (ὃ), και το σημείο εκκίνησης της απόδειξης (ἐξ οὗ), θα συνέπιπταν: πράγμα που σημαίνει ότι θα μπορούσαμε να αποδείξουμε της αρχές χωρίς αναφορά στην αρχή. Δεν μένει παρά να αναζητήσουμε μια μερική λύση την οποία ο Αριστοτέλης προσεγγίζει στα Αναλυτικά Ύστερα, αλλά όχι στα Τοπικά. Συνίσταται στην παραδοχή μιας ιεράρχησης των επιστημών και στην αποδοχή του ότι οι «καθαυτό αρχές» μιας επιστήμης μπορούν να αποδειχθούν από μια ανώτερη επιστήμη, δηλαδή γενικότερη: έτσι οι καθαυτό αρχές της μηχανικής ή της οπτικής θα μπορούσαν να αποδειχθούν δια της γεωμετρίας (Αναλ. Ύστ., Ι, 9, 76a 24), της γεωμετρίας δια της αριθμητικής, ή της γενικής μαθηματικής. Αλλά και σ’ αυτή την περίπτωση, η επ’ αόριστον αναδρομή καθίσταται αδύνατη: ακόμη και αν δεχτούμε μια ιεράρχηση των προτάσεων εντός μιας επιστήμης, ή μια ιεράρχηση των επιστημών, θα πρέπει και τότε να καταλήξουμε σε πρώτες και αναπόδεικτες αρχές. Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε γι’ αυτές τι πρώτες προτάσεις κάτι ανάλογο με αυτό που ο Αριστοτέλης ανέφερε προηγουμένως σχετικά με τις υποθέσεις του εν γένει αποδεικτικού συλλογισμού: είναι «πρώτες και αληθείς», διότι «εμπεριέχουν την βεβαιότητα καθαυτές». Αλλά ο Αριστοτέλης δεν ανατρέχει εδώ σ’ αυτή την εξαιρετικά απλή λύση, την οποία αποδέχεται σε άλλες περιπτώσεις, τουλάχιστον ως κάτι απαιτούμενο, και συνίσταται στην αποδοχή ως προφανούς, δηλαδή ως μη υπαγόμενου σε απόδειξη, αυτού που σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να αποδειχθεί: αντίθετα, υποστηρίζει ρητά, ότι εκεί όπου η επιστήμη σιωπά (και φυσικά δεν μπορεί να έχει λόγο επί των ίδιων των θεμελίων της), επεμβαίνει η διαλεκτική, διότι ελλείψει προηγούμενη απόδειξης, μπορούμε να βασιστούμε μόνο σε γενικά αποδεκτές προτάσεις. Η αρχή της αποδείξεως δεν ανήκει στην απόδειξη αλλά στη διαλεκτική.
Ο Αριστοτέλης θέτει έτσι, με ακριβείς όρους, ένα πρόβλημα που οι σύγχρονοι έχουν συχνά την τάση να αποδίδουν στον Ευκλείδη (ο οποίος είναι αλήθεια δεν το έθεσε με τόση ακρίβεια): είναι τα αξιώματα μιας επαγωγικής θεωρίας προφανή ή όχι; Ο Αριστοτέλης, παρότι σε ορισμένες περιπτώσεις καταφάσκει ( και εννοεί εδώ τις «περί ενοράσεως» θεωρίες ), στην αρχή των Τοπικών απαντά καθαρά αρνητικά (καθιστάμενος ο πρόγονος των «φορμαλιστών» ή «λογικιστών»). Αλλά δεν οδηγείται στα συμπεράσματα που κατέληξαν οι σύγχρονοι: ότι δηλαδή μια επαγωγική θεωρία δεν είναι στην πραγματικότητα παρά υποθετικο-επαγωγική, δηλαδή εξαρτώμενη από το αυθαίρετο της άποψής της. Η λύση που μας προτείνει είναι εντελώς πρωτότυπη: το σημείο εκκίνησης της θεωρίας δεν είναι ούτε αναγκαίο ούτε αυθαίρετο, «ούτε τελείως σκοτεινό, ούτε απόλυτα διαυγές», όπως ακριβώς έχει πει και για τους «διαλεκτικούς» ορισμούς: πρόκειται, θα μπορούσαμε να πούμε, για μια «λογική συνθήκη», στην οποία δηλαδή συναντώνται οι γνώμες των ανθρώπων, από τους οποίους οι σοφοί και οι επαΐοντες είναι οι κύριοι εκφραστές. Εκεί όπου τίθεται το ζήτημα των αρχών, η αυθεντία της επιστήμης παραχωρεί εξ ανάγκης τη θέση της στο επιχείρημα της αυθεντίας, με την επεξήγηση όμως ότι η αυθεντία των σοφών βασίζεται στην αναγνωρισμένη εξοικείωσή τους με το λογικό (εὔλογον).
Στο τέλος του 2ου κεφαλαίου του 1ου βιβλίου των Τοπικών, ο Αριστοτέλης προσθέτει μια τελευταία παρατήρηση: η διαλεκτική μπορεί να έχει πρόσβαση στις «αρχές όλων των επιστημών», εξ αιτίας του κριτικού (εξεταστικού) – και όχι γνωστικού – χαρακτήρα της (101b 3-4). Για να κατανοήσουμε αυτή την φράση θα πρέπει να θεωρήσουμε ως «αρχές όλων των επιστημών», όχι το σύνολο των αρχών που αναλογούν σε κάθε επιστήμη – διότι «οι επιστήμες είναι άπειρες» και δεν θα καταλήγαμε ποτέ – αλλά μάλλον τις κοινές σε όλες τις επιστήμες αρχές, αυτές δηλαδή που ο Αριστοτέλης αποκαλεί στα Αναλυτικά Ύστερα «κοινές αρχές (ή αξιώματα)». Είδαμε νωρίτερα γιατί αυτού του είδους οι αρχές δεν αποδεικνύονται επιστημονικά. Στο παράλληλο και εκτενέστερο απόσπασμα των Ύστερων Αναλυτικών, ο Αριστοτέλης μας προσφέρει μια διαφορετική αιτία: οι αρχές αυτού του είδους δεν ισχύουν για ένα συγκεκριμένο γένος, αλλά, όπως η αρχή της αντιφάσεως (που αληθεύει σε όλες τις εφαρμογές της), ισχύουν για όλα τα γένη, ή τουλάχιστον για πολλά απ’ αυτά. Και επομένως, επειδή κάθε επιστήμη αναφέρεται σε ένα ορισμένο γένος, καμιά επιστήμη δεν μπορεί να αποδείξει αυτά τα αξιώματα. Ο μη επιστημονικός χαρακτήρας ακριβώς της διαλεκτικής, ο οποίος την απαλλάσσει από την αναγωγή σε ένα γένος, είναι αυτός που, όπως βεβαιώνεται στα Αναλυτικά Ύστερα, συνιστά την ισχύ της: εάν αληθεύει ότι «όλες οι επιστήμες επικοινωνούν μεταξύ τους δια των κοινών αρχών», «η διαλεκτική επικοινωνεί με όλες τις επιστήμες, όπως ακριβώς και μια επιστήμη, εάν υπάρχει κάποια, που θα ήταν σε θέση να αποδείξει τις κοινές αρχές, για παράδειγμα ότι η θέση και η άρνηση ισχύουν για όλα τα πράγματα» (Αναλ. Ύστ., Ι, ΙΙ, 77a 26-30). Η διαλεκτική μοιάζει εδώ να συναγωνίζεται την επιστήμη των κοινών αρχών, «εάν υπάρχει κάποια» (εἴ τις). Υπάρχει όμως τέτοια επιστήμη, και αν υπάρχει, μπορεί να επιτύχει τον σκοπό της; Το ερώτημα αυτό είναι κρίσιμο, διότι εάν αυτή η επιστήμη δεν υπάρχει, ή δεν μπορεί να αποδείξει τις αρχές, τότε η διαλεκτική από μόνη της θα επωμιστεί το βαρύ φορτίο της επεξεργασίας των κοινών αρχών, όχι ασφαλώς προκειμένου να τις αποδείξει, αλλά προκειμένου να «αναρωτηθεί» περί αυτών.
Οι περισσότεροι από τους σχολιαστές αναγνώρισαν ότι η επιστήμη στην οποία αναφέρεται το 2ο κεφάλαιο των Ύστερων Αναλυτικών, προσεγγίζοντάς την προς την διαλεκτική, δεν είναι άλλη από την επιστήμη του καθαυτό όντος. Η επιστήμη αυτή, έχει από κοινού με την διαλεκτική το ότι ορίζεται στην αρχή του βιβλίου Γ των Μεταφυσικών, δια της αντιθέσεώς της προς τις ιδιαίτερες επιστήμες, που αφορούν σε ένα συγκεκριμένο γένος (ενώ το όν δεν είναι ένα γένος, αλλά υπερβαίνει κάθε είδους γεννητική καθολικότητα). Εάν μια τέτοια επιστήμη υπάρχει, σε αυτήν ανήκει η απόδειξη «των αρχών όλων των επιστημών», η τουλάχιστον η επιδίωξή της. Μπορεί όμως να το πετύχει; Πιστεύουμε πως όχι, τουλάχιστον ως «επιστήμη», δηλαδή ως αποδεικτική επιστήμη, διότι δεν είναι δυνατόν να αποδείξουμε τις πρώτες αρχές, ή – κάτι που είναι ταυτόσημο – τις αρχές εκείνες των οποίων η σημασία δεν περιορίζεται σε ένα ορισμένο γένος. Στο βιβλίο Γ των Μεταφυσικών, ο Αριστοτέλης αναπτύσσει, σε σχέση όμως με την επιστήμη του καθαυτό όντος, την προοπτική στην οποία έχει εντάξει εν συντομία την διαλεκτική, στο 1ο βιβλίο των Τοπικών: είναι η υπέρβαση της πολλαπλότητας των ειδικών επιστημών μέσα από έναν διευρυμένο λόγο, ο οποίος θα επικοινωνεί με όλες, και κυρίως η θέσπιση, μέσα από διαδικασίες εντελώς ανεξάρτητες από τις ειδικές επιστήμες, κοινών αρχών, όπως η αρχή της αντίφασης. Σε αυτήν ακριβώς την τελευταία αρχή είναι αφιερωμένο το βιβλίο Γ. Δεν θα πρέπει όμως να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι, σύμφωνα με τις προειδοποιήσεις των Τοπικών και των Ύστερων αναλυτικών, τα Μεταφυσικά δεν κατορθώνουν να αποδείξουν αυτή την αρχή, που αποτελεί και το θεμέλιο της κάθε απόδειξης: μπορούν μόνο να προτείνουν μια έμμεση λύση, που συνίσταται στην ανασκευή (ἔλεγχος) των θέσεων των αρνητών της, σύμφωνα με μια διαδικασία που είναι ασφαλώς περισσότερο διαλεκτική από ότι αποδεικτική.
Μήπως θα έπρεπε να καταλήξουμε ότι η επιστήμη του καθαυτό όντος συγχέεται με την διαλεκτική; Δεν το πιστεύουμε. H αφομοίωσή τους είτε θα περιόριζε την πρώτη σε ένα είδος διανοητικής άσκησης, χωρίς καμιά περεταίρω θεωρητική προοπτική, καθιστώντας τον Αριστοτέλη πιθανολόγο ή σκεπτικιστή – είτε αντίθετα, θα καθιστούσε την διαλεκτική μια «επιστήμη», υπεράνω όλων των επιστημών, αναγνωρίζοντάς της, με την χεγκελιανή έννοια, μια άμεσα θεωρητική διάσταση που δεν διαθέτει. Ο Αριστοτέλης εξ άλλου εξηγείται ο ίδιος για την σχέση της διαλεκτικής με την φιλοσοφία στο ίδιο το βιβλίο Γ των Μεταφυσικών. «Η διαλεκτική και η φιλοσοφία αφορούν στα ίδια αντικείμενα· η πρώτη τα θέτει σε δοκιμασία (πειραστική), ενώ η δεύτερη τα γνωρίζει (γνωριστική) (Μετ., Γ,2,1004b25-26). Ενώ η φιλοσοφία είναι ή επιδιώκει να είναι μια γνώση, η διαλεκτική παραμένει πειραστική, ξεσκεπάζει, κατά το παράδειγμα του Σωκράτη, την επιφανειακή γνώση, και επίσης προετοιμάζει το έδαφος στην πραγματική επιστήμη. Δεν μπορεί επομένως να υπάρξει σύμπτωση, σε επίπεδο ορισμού, της διαλεκτικής και της φιλοσοφίας. Μπορεί όμως να υπάρξει σύμπτωση εκ των πραγμάτων, στην περίπτωση που η φιλοσοφία δεν θα κατόρθωνε να συστήσει επιστήμη και θα παρέμενε στο επίπεδο της έρευνας και της απόπειρας. Σε αυτή ακριβώς την περίπτωση πιστεύουμε ανήκει η επιστήμη του καθαυτό όντος, αυτή η «ζητούμενη» επιστήμη, που δεν είναι άλλη απ’ αυτήν η οποία σύμφωνα με τα Ύστερα Αναλυτικά «πασχίζει» να αποδείξει τις κοινές αρχές. Εάν δεχτούμε ότι η έρευνα και η επιδίωξη είναι υποθέσεις της διαλεκτικής, τότε και η επιστήμη του καθαυτό όντος θα είναι διαλεκτική, στον βαθμό που αδυνατεί – για λόγους που δεν σηματοδοτούν αποτυχία αλλά αφορούν στην ίδια την ουσία της – να συστήσει επιστήμη.
Μήπως πρόκειται για υποβιβασμό της φιλοσοφίας, για αποκατάσταση της διαλεκτικής; Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για κάτι τέτοιο, αλλά μάλλον για την αυστηρή συνέπεια της αριστοτελικής θεώρησης της φιλοσοφίας. Ο Αριστοτέλης είναι ο πρώτος που απέδωσε στον όρο φιλοσοφία έναν ακριβή προσδιορισμό, που περιλαμβάνει τους αποκαλούμενους κανόνες της εξάρτησης και του μονοσήμαντου. Σύμφωνα με τον πρώτο, κάθε επιστημονική πρόταση απορρέει αναγκαστικά από προηγούμενες προτάσεις, καταλήγοντας στα πρώτα αξιώματα· σύμφωνα με τον δεύτερο, κάθε επιστημονική πρόταση είναι μονοσήμαντη, δηλαδή δεν αποκτά νόημα παρά μόνο μέσα από ένα συγκεκριμένο γένος. Κάθε προσπάθεια διεύρυνσης ή ευελιξίας της αριστοτελικής έννοιας της επιστήμης, με στόχο να περιληφθούν σ’ αυτήν η «επιστήμη» των πρώτων αρχών, ή του όντος ως όντος, μπορεί να συναντούσε ένα ή δύο αριστοτελικά έργα που θα την στήριζαν, αλλά θα πρόδιδε την λογική συνέπεια, και σε τελική ανάλυση την ιστορική γονιμότητα της αριστοτελικής αντίληψης της επιστήμης, ως αποδεικτικής θεωρίας. Αυτής όμως η συνέπεια και ο γονιμότητα στοίχισαν στην επιστήμη την εξειδίκευση και την απαγκίστρωση από τα ίδια της θεμέλια, και έτσι η σαφής αναγνώριση και αποδοχή αυτού του περιορισμού υποχρέωσαν ακριβώς για πρώτη φορά έναν φιλόσοφο να αναγνωρίσει στη φιλοσοφία, όχι πλέον την καθολική επιστήμη, ή το άθροισμα των επιστημών, αλλά την κατά την προέλευση και την πληρότητα υπέρβασή τους.
Εάν η επιστήμη είναι αυτό ακριβώς που λέει ο Αριστοτέλης, δεν μπορούμε να μιλήσουμε επιστημονικά ούτε για την πληρότητα ούτε για τις πρώτες αρχές. Αν επιθυμούμε όμως να αναφερθούμε σ’ αυτές τις έννοιες, δεν θα αποτελούσε βλασφημία κατά της φιλοσοφίας το να συμπεράνουμε, ακολουθώντας τα βήματα του Αριστοτέλη, ότι θα πρέπει να μιλήσουμε διαλεκτικά, δηλαδή σύμφωνα με τις τεχνικά κωδικοποιημένες διαδικασίες του λογικού διαλόγου. Ασφαλώς, θα πούμε, η φιλοσοφία δεν είναι μόνο λόγος, αλλά μπορεί να είναι και ενόραση. Ενδεχομένως ναι, αλλά η ενόραση είναι μοναχική και μπορεί να πλανηθεί· ας υποθέσουμε ότι θα μπορούσε να συλλάβει αυτά που ο Πλάτων αποκάλεσε τα «ύψιστα πράγματα»· θα έπρεπε στη συνέχεια να την θέσουμε σε δοκιμασία, και να την μοιραστούμε με άλλους ανθρώπους, κάτι που θα καθιστούσε αναγκαία και πάλι την προσφυγή στην διαλογική μορφή του λόγου. Η διασύνδεση στην πραγματικότητα της αριστοτελικής αντίληψης της διαλεκτικής και της πρώτης φιλοσοφίας, εξουδετερώνει τον πειρασμό, στον οποίο δεν αντιστάθηκε ούτε ο Αριστοτέλης, της επέκτασης στην φιλοσοφία του προνομίου που σφετερίστηκε η επιστήμη. Αυτή η διασύνδεση δεν είναι παρά η συνέπεια του γεγονότος ότι η επιστήμη δεν μπορεί να αντιπροσωπεύσει την ολότητα του ανθρώπου, διότι το αντικείμενό της, πάντοτε μερικό και πάντοτε δευτερεύον, δεν θα είναι ποτέ το όλον του όντος.
Η αριστοτελική διαλεκτική διατηρεί ανοιχτό έναν κενό χώρο: αυτόν που διαχωρίζει από την ολότητα ή την προέλευση, όχι μόνο κάθε ιδιαίτερη επιστήμη ξεχωριστά, αλλά και όλες τις ιδιαίτερες επιστήμες μαζί. Ο χώρος αυτός όμως στον Αριστοτέλη δεν είναι κατειλημμένος, αλλά κατά κάποιο τρόπο κατοχυρωμένος. Εάν το καθαυτό όν αντιπροσωπεύει την γενική ονομασία αυτού του ανοίγματος, θα πρέπει να προσδιοριστεί επίσης, τόσο ως απαίτηση μιας υπέρβασης, όσο και ως έκφραση μιας υπερβατικής προϋπόθεσης της δυνατότητας. Η διαλεκτική του Αριστοτέλη αναγγέλλει τόσο τον Πλωτίνο και τον Χέγκελ, όσο και τον Καντ. Θα πρέπει ασφαλώς να αποδώσουμε τόσο στην θεωρητική ουδετερότητά της, όσο και στο γεγονός ότι ο Αριστοτέλης τής αρνείται την «γνώση», την αδυναμία της να προεκτείνει σε ένα σύστημα, το πρόβλημα που ακατάπαυστα θέτει. Τα επερχόμενα συστήματα θα πρέπει τουλάχιστον να της αναγνωρίσουν το ότι το έθεσε. Χωρίς την απαίτηση της υπέρβασης, της οποίας η διαλεκτική διατηρεί ζωντανή και κατευθύνει τη συνείδηση, δεν θα υπήρχε στο χώρο της σκέψης θέση, παρά μόνο για μιαν αντιπαράθεση αποσπασματικών γνώσεων, ούτε και για μιαν άλλη πιθανή φιλοσοφία, πέρα από την θετικιστική δικαιολόγηση αυτών των γνώσεων.
(ΤΕΛΟΣ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου