Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2025

Χρήστος Γιανναράς - ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ (10)

Συνέχεια από: Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2025

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ

§ 5. Τὸ μονοειδές τῶν αἱρέσεων (4η συνέχεια)

Ἡ κατανόηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας ὡς γεγονότος ἀντικειμενικῆς ὁμοείδειας (συμπτώσεως ἐξωτερικῶν ἀτομικῶν γνωρισμάτων – συγκεκριμένα: ἰδεολογικῶν πεποιθήσεων καὶ ἠθικῶν προτερημάτων) ἐμφανίζεται σήμερα στὸν πνευματικὸ χῶρο τῶν ὀρθόδοξων Ἐκκλησιῶν μὲ τὴ μορφὴ τοῦ θεολογικοῦ ἀκαδημαϊσμοῦ καὶ τοῦ πιετισμοῦ.

Ονομάζουμε θεολογικὸ ἀκαδημαϊσμὸ τὸ χωρισμὸ τῆς θεολογίας ἀπὸ τὴ ζωὴ καὶ τὴν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ἀντικειμενοποίηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀλήθειας σὲ ἀφηρημένα διανοητικά σχήματα μὲ «δογματικό», δηλαδὴ ἀξιωματικό χαρακτήρα, ἢ σὲ θεωρητικές «ἀρχὲς» ποὺ μπορεῖ νὰ τὶς ἀποδέχεσαι σὰν ἰδεολογικὲς πεποιθήσεις χωρὶς ἡ ζωή σου νὰ μεταβάλλεται σὲ τίποτα. Χωρίζεται ἡ θεολογικὴ ἀλήθεια ἀπὸ τὴ ζωή, χάνει τὸ δυναμικό χαρακτήρα τῆς γνώσης ποὺ ἐξασφαλίζει ἡ μετοχὴ στὸ ὑπαρκτικὸ γεγονὸς τῆς Ἐκκλησίας. Εξαντλεῖται ἡ θεολογικὴ ἀλήθεια στὴν ἐννοιολογική διατύπωση, αὐτονομεῖται σὲ νοητική κατασκευὴ καὶ ἰδεολογικό «σύστημα», γίνεται «ἐπιστήμη» ὑποταγμένη στοὺς νόμους καὶ τὶς ἀρχὲς τῆς νοητικῆς - συλλογιστικῆς συνέπειας31.

Μὲ τὰ δεδομένα τοῦ θεολογικοῦ ἀκαδημαϊσμοῦ μπορεῖ κανεὶς νὰ μετέχη στὴν Ἐκκλησία ὅπως μετέχει σὲ ὁποιαδήποτε ἰδεολογία : μὲ τὴ νοητική ἀποδοχὴ θεωρητικῶν «ἀρχῶν» καὶ «ἀξιωμάτων», δίχως νὰ μεταβάλλεται ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου, ὁ τρόπος ὑπάρξεώς του. Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι πιὰ ἕνα ὑπαρκτικό γεγονός, μιὰ «καινὴ» φύση, ὁ τρόπος ὑπάρξεως ἐν Χριστῷ. Εἶναι μιὰ ἰδεολογικὴ ὁμοιογένεια, σύμπτωση κοινῶν ἀτομικῶν «μεταφυσικῶν» πεποιθήσεων, προσαρμοσμένων στὶς ἀρχὲς καὶ προϋποθέσεις τῆς διανοητικῆς κατανόησης.

Οπωσδήποτε ὁ ἀκαδημαϊσμὸς τῆς θεολογίας εἶναι τυπικὸ ἱστορικὸ παράγωγο τοῦ θεολογικοῦ ὀρθολογισμοῦ τῶν Σχολαστικῶν τοῦ δυτικοῦ μεσαίωνα 32. Οἱ Σχολαστικοὶ καθιέρωσαν μιὰ γνωσιολογία ποὺ ἐξαντλεῖ τὴ γνωστικὴ δυνατότητα στὶς συμβατικές κατηγορίες τῶν ἀντικειμενικῶν συλλογισμῶν καὶ περιορίζει τὴν ἀλήθεια στὴ σύμπτωση τῆς ἔννοιας μὲ τὸ νοούμενο (adaequatio rei et intellectus) ἢ ἀνοίγει τὸ δρόμο πρὸς ἕνα μυστικισμὸ τῆς οὐσίας, μιὰ contemplatio [θεωρία, ενατένιση] τοῦ ἀπρόσωπου ᾿Απολύτου. Η θεολογία μεταβάλλεται σὲ «ἐπιστήμη» μὲ ἀποδεικτική μεθοδολογία, ποὺ ἀντικειμενοποιεῖ τὴν ἐρευνώμενη ἀλήθεια καὶ τὴν ὑποτάσσει στοὺς στόχους καὶ τὶς ἀρχὲς (regulae, axiomata, principia: κανόνες, αξιώματαμ, αρχές) τῆς θετικιστικής γνωσιολογίας.

᾿Αλλὰ μὲ τὴ συγκεκριμένη μορφὴ ποὺ τὸν προσδιορίζουμε σήμερα, ὁ ἀκαδημαϊσμὸς τῆς θεολογίας ἐμφανίζεται στοὺς αἰῶνες μετὰ τὴ Μεταρρύθμιση33. Οἱ καινούργιες «ἐκκλησίες» ποὺ ἀποσχίζονται ἀδιάκοπα ἀπὸ τὸν κορμὸ τῆς Ρώμης ἀναζητοῦν τὴ δικαίωση τῆς ἱστορικῆς τους γένεσης καὶ ὕπαρξης σὲ μιὰ θεωρητική, πρὶν ἀπὸ ὅλα, διαφοροποίηση, δηλαδὴ σὲ μιὰ ὀρθότερη ἐρμηνεία τῆς παραποιημένης ἀπὸ τὸν παπισμὸ χριστιανικῆς ἀλήθειας. Τὸν κάθε μεταρρυθμιστὴ ἀκολουθοῦν ὅσοι συμμερίζονται τὶς ἀτομικές του ἀπόψεις καὶ ἰδέες γι' αὐτὴ τὴν ὀρθότερη ερμηνεία. Καὶ ἡ ἰδεολογική τους συμφωνία, διατυπωμένη τελικὰ σὲ ἐπίσημες «ὁμολογίες» καὶ ἄρθρα πίστεως, συγκροτεῖ τὴν πνευματική ταυτότητα ὡς κοινότητα πεποιθήσεων κάθε καινούργιας διαμαρτυρόμενης «ἐκκλησίας»34.

Ἔτσι ἡ θεολογία στρατεύεται στην προσπάθεια γιὰ ὅσο τὸ δυνατὸ ἀντικειμενικώτερη, δηλαδὴ «ἐπιστημονική» κατοχύρωση τῶν «ὁμολογιακῶν» διαφορῶν, ὅλο καὶ περισσότερο ἄσχετη μὲ τὴν ἐμπειρία τοῦ γεγονότος τῆς σωτηρίας, τὴν καθολικὴ ἐμπειρία ποὺ ἐνοποιεῖ τὴν Ἐκκλησία – ἐμπειρία ὑπαρκτικῆς ἑνότητας καὶ κοινωνίας στὰ ὅρια τῆς λατρείας καὶ τῆς ἄσκησης καὶ τῆς συνοδικῆς ὁμοφωνίας. Καὶ ἡ προσπάθεια γιὰ τὴν ἐπιστημονική κατοχύρωση αὐτῆς τῆς ὁμολογιακῆς θεολογίας ἀνοίγει ἀναπόφευκτα τὸ δρόμο καὶ γιὰ τὴν ὀρθολογικὴ καὶ ἱστορικὴ κριτικὴ ἀμφισβήτηση θεμελιωδῶν ἀληθειῶν τῆς βιωματικῆς βεβαιότητας τῆς Ἐκκλησίας35. Η σχιζοειδής διάσταση ἀνάμεσα στὴν πίστη καὶ στὴ γνώση, στὸ θαῦμα καὶ στη λογική, στὴν ἐμπειρικὴ ἀποδοχὴ καὶ στὴν ὀρθολογική κατανόηση, θὰ γίνη τὸ κεντρικό πρόβλημα τῆς προτεσταντικῆς θεολογίας.

Ἡ ἀντίληψη τῆς θεολογίας ὡς αὐτόνομης ἐπιστήμης, ἡ ἀλλοίωσή της σὲ θεωρητικό κλάδο καὶ ἰδεολογικό σύστημα, ἐμφανίζεται στὸν πνευματικό χῶρο τῶν ὀρθόδοξων ἀνατολικῶν Ἐκκλησιῶν ἀπὸ τὸν 17ο αἰώνα. Εἶναι ἡ ἐποχὴ ποὺ στὴν τουρκοκρατούμενη ᾿Ανατολή, ὅπως καὶ στὴν Πολωνία, Λιθουανία, Ρωσία, κορυφώνεται ἡ ὀργανωμένη προσπάθεια ρωμαιοκαθολικῶν καὶ προτεσταντῶν γιὰ τὸν προσηλυτισμὸ τῶν ὀρθοδόξων36. Στὸν διμέτωπο αὐτὸν ἀγώνα ἡ ὀρθόδοξη θεολογία ἀρχίζει νὰ χρησιμοποιῆ τὰ ὅπλα τῶν ἀντιπάλων της καὶ τὴν ἐπιχειρηματολογία τῆς δυτικῆς θρησκευτικῆς διαμάχης, γιὰ νὰ ὑπερασπιστῆ τὴ δική της παράδοση καὶ ἀλήθεια. Υιοθετεῖ τὴν τακτικὴ καὶ τὴ νοοτροπία τῶν «ὁμολογιακῶν» θεολόγων τῆς Δύσης, ἐκφράζεται καὶ αὐτὴ μὲ «ὁμολογίες», μεταθέτοντας τὸ κέντρο τῆς πνευματικῆς της αὐτοσυνειδησίας ἀπὸ τὴ λειτουργικὴ ζωὴ καὶ τὴ βιωματικὴ ἀμεσότητα στὴ διακήρυξη ἰδεολογικῶν θέσεων καὶ ἄρθρων πίστεως 37. Ἡ Θεολογία, ὡς ἔκφραση τῆς ὑπαρκτικῆς καθολικότητας τοῦ γεγονότος τῆς σωτηρίας, ἐνσαρκωμένη στὴ διαχρονική ἑνότητα τοῦ σώματος τῆς Εὐχαριστίας – ἑνότητα πίστεως καὶ βιώματος καὶ ἀποστολικῆς διαδοχῆς – ἡ συνείδηση αὐτῆς τῆς ἑνότητας ποὺ διαφοροποιοῦσε πάντοτε τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν αἴρεση, παραχωρεῖ τὴ θέση της σὲ μιὰ ἀποσπασματική - ὁμολογιακὴ ἀντίληψη καὶ αὐτῆς τῆς Ὀρθοδοξίας.

Σημειώσεις

31. Η θεολογικὴ ἐπιστήμη ἦλθεν εἰς τὴν Ρωσίαν ἀπὸ τὴν Δύσιν. Παρέμεινε ξένη ἐπὶ μακρότατον διάστημα. Μὲ πεῖσμα ἐπέμεινε νὰ ὁμιλῆ μίαν ἰδιαιτέραν γλῶσσαν (ἡ ὁποία δὲν ἦτο γλῶσσα οὔτε τοῦ κόσμου, οὔτε τῆς προσευχῆς). Έτσι παρέμενεν ὡς ἕνα ξένον σῶμα μέσα εἰς τὸν ἐκκλησιαστικὸν ὀργανισμόν. Καλλιεργουμένη καὶ ἀναπτυσσομένη μέσα εἰς ἕνα τεχνητὸν καὶ ἀπομεμονωμένον περιβάλλον, ἐγίνετο διαρκώς περισσότερον ὑπόθεσις ἀκαδημαϊκή· διαρκῶς περισσότερον «διδακτέα ύλη»· διαρκῶς ὁλιγώτερον ἀναζήτησις τῆς ἀληθείας καὶ ὁμολογία τῆς πίστεως. Η θεολογική σκέψις έχανε τὴν ικανότητα νὰ ἀκούη καὶ νὰ συλλαμβάνη τοὺς ζωντανούς παλμοὺς τῆς Ἐκκλησίας... Δὲν προσείλκυεν οὔτε τὴν προσοχήν οὔτε τὴν συμπάθειαν τῶν κοινωνικῶν καὶ λαϊκῶν κύκλων τῆς Ἐκκλησίας. Εἰς τὰς εὐνοϊκωτέρας τῶν περιπτώσεων ἐθεωρεῖτο ἄχρηστος: Γεωργ. ΦΛΩΡΟΒΣΚΥ, Η πορεία τῆς ρωσικῆς θεολογίας, στὸν τόμο: Θεολογία. ᾿Αλήθεια καὶ Ζωή, ᾿Αθῆναι («Ζωή») 1962, σελ. 17 - 18. -La théologie grecque d' aujourd'hui souffre du divorce des monastères et de la vie intellectuelle de l' Eglise; c'est une théologie de sale de conférences, mais pas une théologie mystique, comme à l' époque byzantine, lorsqu' on trouvait des théologiens aussi dans les cellules des monastères que dans les universités [Η ελληνική θεολογία σήμερα πάσχει από το διαζύγιο μεταξύ των μοναστηριών και της πνευματικής ζωής της Εκκλησίας· είναι μια θεολογία των αμφιθεάτρων, αλλά όχι μια μυστική θεολογία, όπως στους βυζαντινούς χρόνους, όταν οι θεολόγοι μπορούσαν να βρεθούν στα κελιά των μοναστηριών καθώς και στα πανεπιστήμια.]: Timothy WARE, L' Orthodoxie, (Desclée de Brouwer) 1968, σελ. 194 (γαλλική μετάφραση ἀπὸ τὸ ἀγγλικό πρωτότυπο: The Orthodox Church, Penguin Books). Βλ. ἐπὶσης, Χρήστου ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Ορθοδοξία καὶ Δύση - Η θεολογία στην Ελλάδα σήμερα, ᾿Αθήνα («Αθηνά») 1972.
32. Θεμελιώδη γιὰ τὴν ἱστορία τῆς γένεσης τοῦ θεολογικοῦ ὀρθολογισμοῦ καὶ ἀκαδημαϊσμοῦ εἶναι τὰ δύο βιβλία τοῦ Μ.-D. CHENU, La théologie au Douzième Siècle [Η θεολογία στον δωδέκατο αιώνα], Paris (Vrin) 1966, καὶ La théologie comme science au XIIIe siècle [Η θεολογία ως επιστήμη τον 13ο αιώνα], Paris (Vrin) 1969 – Βλ. ἐπίσης Το Πρόσωπο καὶ ὁ Έρως, §§ 34 καὶ 71. – Martin GRABMANN, Die Geschichte der scholastischen Methode [Η ιστορία της σχολαστικής μεθόδου], τόμος 1, σελ. 4, 133, 275, 287. Τόμος 1, σελ. 35, 190, 319, 475.
33. Depuis la formule de Concorde (1577), le luthéranisme est dominé par une théologie “orthodoxe” qui donne à la foi et à la piété une orientation intellectualiste. L'adhésion à la lettre des confessions de foi est exigée. Cette théologie de la «pure doctrines joue un rôle important dans la polémique contre catholiques et réformés et dans l'élaboration d'un système dogmatique. La méthode des théologiens de l' époque s' apparente au formalisme rigoureux de la logique aristotélicienne qui caractérise la neo-scolastique catholique du 17e siècle [Από τη συμφωνία θρησκευτικής συμφιλίωσης που υπεγράφη στη Γαλλία το 1577 κατά τη διάρκεια των θρησκευτικών πολέμων μεταξύ Καθολικών και Προτεσταντών (Ουγενότων) , ο λουθηρανισμός κυριαρχείται από μια «ορθόδοξη» θεολογία που δίνει στη πίστη και την ευσέβεια μια διανοητική κατεύθυνση. Απαιτήθηκε η προσήλωση στο γράμμα των ομολογιών της πίστης. Αυτή η θεολογία της «καθαρής» διδασκαλίας παίζει σημαντικό ρόλο στην πολεμική κατά των καθολικών και των μεταρρυθμιστών, καθώς και στη διαμόρφωση ενός δογματικού συστήματος. Η μέθοδος των θεολόγων της εποχής ήταν παρόμοια με τον αυστηρό φορμαλισμό της αριστοτελικής λογικής που χαρακτηρίζει τον καθολικό νεο-σχολαστικισμό του 17ου αιώνα.]: Karl HEUSSI/Eric PETER, Précis d' Histoire de l' Eglise, Neuchatel (Delachaux et Niestlé) 1967, § 94, 1. – Βλ. ἐπίσης, Ε. LAU, (altprotestantische) Orthodoxie (3), στο RGG, τόμος IV, στ. 1722. – J. Τ. Mc NEIL, The History and Character of Calvinism, 1954, σελ. 154, κ.ε. – E. WEBER, Die philosophische Scholastik des deutschen Protestantismus im Zeitalter der Orthodozie, Leipzig 1907.
34. B. HEUSSI/PETER, Précis d'Histoire de l' Eglise [Σύνοψη της Εκκλησιαστικής Ιστορίας], §§ 75.2-75.5-80.2-80.5-99.2.
35. B. Liselotte RICHTER, Immanenz und Transzendenz im nachreformatorischen Gottesbild [Η εμμένεια και η υπερβατικότητα στην εικόνα του Θεού μετά τη Μεταρρύθμιση], Göttingen (Vandenhoeck u. Ruprecht) 1955. – R. BULTMANN, Die liberale Theologie und die jüngste theologische Bewegung [Η φιλελεύθερη θεολογία και το πιο πρόσφατο θεολογικό κίνημα], στὸν τόμος Glauben und Verstehen I, Tübingen (Mohr) 1964, σελ. 1 - 25. – W. NIGG, Geschichte des religiösen Liberalismus [Ιστορία του θρησκευτικού φιλελευθερισμού], Zürich-Leipzig, 1937.A. SCHWEITZER, Geschichte der Leben - Jesu-Forschung, Tübingen (Mohr-Verl.) 1951.
36. Βλ. Tibor SZAMUELY, The Russian Tradition, London (Secker and Warburg) 1974, σελ. 105 - 107. – Βλασ. ΦΕΙΔΑ, ᾿Επίτομος ᾿Εκκλησιαστικὴ Ἱστορία τῆς Ρωσίας, ᾿Αθῆναι 1967, σελ. 86 κ. ἑ. καὶ 135 κ.ἐ. – Alexander SCHMEMANN, The Historical Road of Eastern Orthodoxy, 1963, σελ. 324, κ.ά. – Χρ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, ᾿Ορθοδοξία καὶ Δύση - Η θεολογία στὴν Ἑλλάδα σήμερα, σελ. 57 κ.ἐ.
37. Βλ. Ιωάν. ΚΑΡΜΙΡΗ, Ετερόδοξοι ἐπιδράσεις ἐπὶ τὰς Ὁμολογίας τοῦ ΙΖ' αἰῶνος, Ἱερουσαλήμ 1949. – Steven RUNCIMAN, The Great Church in Captivity, Cambridge (Univ. Press) 1968, σελ. 338. – Timothy WARE Eustratios Argenti, A Study of the Greek Church under Turkish Rule, Oxford (Univ. Press) 1964, σελ. 8.

Δεν υπάρχουν σχόλια: