Του Adolf Trendelenburg.
Εισαγωγή τού Giovanni Reale.
Για τον Trendelenburg έχουμε να πούμε κατ'αρχάς ότι το όνομά του εισήλθε πλέον στην ιστορία τής φιλοσοφίας λόγω της οξύτατης κριτικής του στην διαλεκτική του Χέγκελ, και για την σπουδαιότητα που είχε αποκτήσει στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου, στην εποχή του. Έζησε απο το 1802 εώς το 1872. Τα μαθήματά του είχαν παρακολουθήσει διάσημοι στοχαστές, όπως ο Κίρκεγκαρντ, ο Φώϋερμπαχ, ο Μάρξ, ο Μπρεντάνο.
1. Το πρόβλημα των αριστοτελικών κατηγοριών στην μοντέρνα κριτική.
Οι κατηγορίες αντιπροσωπεύουν ένα ιδιαίτερο παράδειγμα θεωρίας η οποία αρχής γενομένης απο τον συγγραφέα της, διέσχισε τους αιώνες τεσσάρων εποχών : της Αρχαίας Εποχής, του Μεσαίωνος, της Αναγεννήσεως και της μοντέρνας Εποχής, παραμένοντας σχεδόν αναλλοίωτη, παρόλες τις διαφορετικές εκφράσεις με τις οποίες χρωματίστηκε στα πλαίσια των διαφόρων συστημάτων και των διαφόρων φιλοσοφικών συστημάτων, μέχρις ότου ο Κάντ, με την δική του Κοπερνίκεια επανάσταση, τής αλλάξει κατεύθυνση-την οποία ακολούθησαν όλοι οι στοχαστές του Ιδεαλισμού- με την οποία αλλαγή όμως η θεωρία έχασε πλήρως την καταγωγική της σημασία.
Συνεχίζεται
Εισαγωγή τού Giovanni Reale.
Για τον Trendelenburg έχουμε να πούμε κατ'αρχάς ότι το όνομά του εισήλθε πλέον στην ιστορία τής φιλοσοφίας λόγω της οξύτατης κριτικής του στην διαλεκτική του Χέγκελ, και για την σπουδαιότητα που είχε αποκτήσει στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου, στην εποχή του. Έζησε απο το 1802 εώς το 1872. Τα μαθήματά του είχαν παρακολουθήσει διάσημοι στοχαστές, όπως ο Κίρκεγκαρντ, ο Φώϋερμπαχ, ο Μάρξ, ο Μπρεντάνο.
Η Εγελιανή διαλεκτική, σύμφωνα με τον Τρεντέλενμπουργκ βρέθηκε μπροστά σε ένα δίλημμα αξεπέραστο καθαυτό, χωρίς να βρεί κάποια λύση. Και πράγματι η άρνηση η οποία, κατά τον Χέγκελ, σαν αντιθετική στιγμή τής θέσης, θέτει σε κίνηση την διαλεκτική πρόοδο η οποία οδηγεί στην ανώτερη σύνθεση, θα έπρεπε να είναι ένα απο τα δύο: ή καθαρή λογική άρνηση (Α και όχι -Α) ή πραγματική αντίθεση. Αλλά στην πρώτη περίπτωση η άρνηση δέν μπορεί να βάλει σε κίνηση την συνθετική μεσολάβηση της τρίτης στιγμής. Στην δεύτερη περίπτωση δέ, η αντίθεση δέν μπορεί να εισέλθη στην σφαίρα τής λογικής, διότι κινείται στην σφαίρα του εμπειρικού και σ'αυτή την περίπτωση η διαλεκτική θα έπαυε να είναι διαλεκτική τής καθαρής νοήσεως. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με τον Τρεντέλενμπουργκ, το σύστημα του Χέγκελ είναι κατασκευασμένο με έναν τύπο διαλεκτικής το οποίο συγχωνεύει και συγχέει τις μορφές τής αντιφάσεως και της αντιθέσεως δηλαδή την λογική αντίφαση και την πραγματική αντίθεση. Οι πραγματικές αντιπαραθέσεις ενδιαφερόντων και οι ιστορικές επαναστάσεις δέν ανάγονται σε απλές λογικές αντιφάσεις και δέν μπορούν να περιγραφούν και να κατανοηθούν με a'priori μεθόδους της λογικής, όπως απαιτούσε ο Χέγγελ με την διαλεκτική του.
Η θέση του Τρεντέλενπουργκ είναι πολύ δύσκολη και λόγω της επιθετικής της καινοτομίας την απώθησαν σχεδόν όλοι. Αλλά έστω και αν ήταν λάθος, ήταν ακόμη και για την εποχή του ένα γόνιμο λάθος, λόγω των εργασιών που γέννησε εναντίον της. Σήμερα όμως με θαυμαστό τρόπο η γραμματική του ερμηνεία επανήλθε στο προσκήνιο, μέσω του Benveniste, ο οποίος μάλιστα αγνοούσε την εν λόγω εργασία!
Γραμματικό καθοδηγητικό νήμα, λογικό και οντολογικό στην απαγωγή των αριστοτελικών κατηγοριών και πολυσήμαντες σημασίες αυτών σε οντολογιά θεμέλια.
1. Το πρόβλημα των αριστοτελικών κατηγοριών στην μοντέρνα κριτική.
Οι κατηγορίες αντιπροσωπεύουν ένα ιδιαίτερο παράδειγμα θεωρίας η οποία αρχής γενομένης απο τον συγγραφέα της, διέσχισε τους αιώνες τεσσάρων εποχών : της Αρχαίας Εποχής, του Μεσαίωνος, της Αναγεννήσεως και της μοντέρνας Εποχής, παραμένοντας σχεδόν αναλλοίωτη, παρόλες τις διαφορετικές εκφράσεις με τις οποίες χρωματίστηκε στα πλαίσια των διαφόρων συστημάτων και των διαφόρων φιλοσοφικών συστημάτων, μέχρις ότου ο Κάντ, με την δική του Κοπερνίκεια επανάσταση, τής αλλάξει κατεύθυνση-την οποία ακολούθησαν όλοι οι στοχαστές του Ιδεαλισμού- με την οποία αλλαγή όμως η θεωρία έχασε πλήρως την καταγωγική της σημασία.
Πρέπει να σημειώσουμε, όμως παρ'όλα αυτά, ότι παρά την μεταφορά τής θεωρίας σε ένα επίπεδο αντίθετο της κλασσικής φιλοσοφίας, η κριτική των κατηγοριών, παρά την υποτιμητική προβληματική του Κάντ, όπως παρουσιάζεται στην κριτική του καθαρού λόγου, όπως και στα προλεγόμενα, κέρδισε μία προοπτική του θέματος που επιτρέπει την επανεξέταση αυτών των ίδιων των αριστοτελικών κατηγοριών, η οποία οδηγήθηκε πιό βαθειά απο όσο έγινε δυνατό να γίνει μέχρι τότε και έδωσε ανέλπιστους καρπούς. Αναφερόμαστε, ιδιαιτέρως στο καθοδηγητικό νήμα και στην απαγωγή με όλη την σειρά των ερωτημάτων που συνδέονται με αυτά. Είναι γνωστό, ότι, γενικώς ο Αριστοτέλης, δέν έκανε γνωστή, τουλάχιστον στα έργα που έφτασαν σε εμας, την αρχή που τον οδήγησε στην ανακάλυψη ή στην απαγωγή των κατηγοριών, ούτε θεμελίωσε δέ ή δικαιολόγησε τον αριθμό τους, στο μέγεθος των οποίων φαίνεται να διστάζει κατά κάποιο τρόπο. Έτσι οι κριτικές που δημιουργήθηκαν για την προχειρότητα και αποσπασματικότητα, εναντίον του πίνακα των κατηγοριών απο τον Κάντ κι'έπειτα φάνηκαν στέρεες και βάσιμες.
Στην κριτική του καθαρού λόγου αφού ανέφερε ότι ο δικός του πίνακας των κατηγοριών απάγεται μέ συστηματικό τρόπο απο μία γενική αρχή και δέν εμφανίζεται με ραψωδικό ας πούμε τρόπο, ο Κάντ γράφει: "Η ανεύρεση αυτών των βασικών εννοιών ήταν μία προσπάθεια ταιριαστή σ'εκείνη την λεπτή νόηση του Αριστοτέλη. Όμως χωρίς καμμία αρχή ο Αριστοτέλης τις συγκέντρωσε βιαστικά, όπως του παρουσιάστηκαν, και τοποθέτησε μαζί δέκα, τις οποίες ονόμασε κατηγορίες. Στην συνέχεια πίστεψε πώς βρήκε άλλες πέντε, τις οποίες πρόσθεσε στις προηγούμενες με το όνομα ύστερες-κατηγορίες. Αλλά ο πίνακας του παρέμεινε πάντοτε ελαττωματικός. Εκτός αυτού βρίσκονται επίσης και τρόποι της καθαρής αισθήσεως όπως και του εμπειρικού τρόπου, οι οποίοι δέν ανήκουν ακριβώς σ'αυτό το γεγεαλογικό δένδρο της νοήσεως. Επι πλέον συναντούμε επίσης έννοιες παράγωγες, αναμεμειγμένες με καταγωγικές έννοιες και πολλές απο αυτές τις τελευταίες μάλιστα λείπουν" (Κριτική του Καθαρού Λόγου Α 81 Β 107, 1930).
Αυτό το πράμα επανελήφθη με διάφορους τρόπους και παραλλαγές, εκτός απο φιλοσόφους και απο ιστορικούς της φιλοσοφίας.
Χάριν αυτής της κριτικής όμως και χωρίς να υπάρχει πρόθεση κάποιας αθώωσης του Αριστοτέλη, αλλά περισσότερο για να εμβαθύνει το πρόβλημα στις νέες κατευθύνσεις που διατυπώθηκαν, είχαμε στην Γερμανία μία αληθινή άνθιση των ερευνών στις αριστοτελικές κατηγορίες, τις οποίες ξεκίνησε ο Τρεντέλενπουργκ, ακολουθούμενος απο διάσημα ονόματα όπως ο Hermann Bonitz, o Franz Brentano και πολλούς άλλους.
Η πρωτοτυπία των μελετών του Τρεντέλενπουργκ συνίσταται στην εγκατάλειψη της μεθόδου των αρχαίων σχολιαστών, οι οποίοι παρότι γόνιμοι σε ιδιαίτερες παρατηρήσεις, περιορίζοντο στην ψεύτικη γραμμή τής πραγματείας στις κατηγορίες και επομένως περιορίζοντο να βλέπουν στατικά το δόγμα, αντί να υπολογίσουν στο δυναμικό του έργο στο σύνολο του συστήματος και στις διάφορες συνέπειες του.
Στην πραγματικότητα παρατηρεί πολύ σωστά ο γερμανός μελετητής, είναι δυνατόν να δούμε το θεωρητικό μέγεθος των κατηγοριών μόνον εάν αυτές μελετηθούν μέσα στο πλαίσιο τού συστήματος και κυρίως είναι δυνατόν να δούμε αυτό που είχε σαν σκοπό του ο συγγραφέας, όταν τις παρατηρήσαμε να εργάζονται σαν όργανα ερεύνης με συστηματικό τρόπο στα χέρια του.
Αυτή η μέθοδος έρευνας, κάτω απο την επίδραση του Κάντ, έφερε σαν κέρδος την τοποθέτηση του προβλήματος τού καθοδηγητικού νήματος των κατηγοριών, την οποία διατύπωσε μάλιστα με πολύ γόνιμο τρόπο ο ίδιος ο Τρεντέλενπουργκ.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.
9 σχόλια:
''Η Εγελιανή διαλεκτική, σύμφωνα με τον Τρεντέλενμπουργκ βρέθηκε μπροστά σε ένα δίλημμα αξεπέραστο καθαυτό, χωρίς να βρεί κάποια λύση. Και πράγματι η άρνηση η οποία, κατά τον Χέγκελ, σαν αντιθετική στιγμή τής θέσης, θέτει σε κίνηση την διαλεκτική πρόοδο η οποία οδηγεί στην ανώτερη σύνθεση, θα έπρεπε να είναι ένα απο τα δύο: ή καθαρή λογική άρνηση (Α και όχι -Α) ή πραγματική αντίθεση. Αλλά στην πρώτη περίπτωση η άρνηση δέν μπορεί να βάλει σε κίνηση την συνθετική μεσολάβηση της τρίτης στιγμής. Στην δεύτερη περίπτωση δέ, η αντίθεση δέν μπορεί να εισέλθη στην σφαίρα τής λογικής, διότι κινείται στην σφαίρα του εμπειρικού και σ'αυτή την περίπτωση η διαλεκτική θα έπαυε να είναι διαλεκτική τής καθαρής νοήσεως. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με τον Τρεντέλενμπουργκ, το σύστημα του Χέγκελ είναι κατασκευασμένο με έναν τύπο διαλεκτικής το οποίο συγχωνεύει και συγχέει τις μορφές τής αντιφάσεως και της αντιθέσεως δηλαδή την λογική αντίφαση και την πραγματική αντίθεση. Οι πραγματικές αντιπαραθέσεις ενδιαφερόντων και οι ιστορικές επαναστάσεις δέν ανάγονται σε απλές λογικές αντιφάσεις και δέν μπορούν να περιγραφούν και να κατανοηθούν με a'priori μεθόδους της λογικής, όπως απαιτούσε ο Χέγγελ με την διαλεκτική του.''
Αγαπητέ Αμέθυστε! Πολλά από τα όσα γράφεις, εγείρουν πραγματικό ενδιαφέρον! Κάτι τέτοια όμως, σαν το παραπάνω, θυμίζουν σχολική επιχειρηματολογία σε έκθεση ιδεών!
Η πλευρά της κριτικής του Τρεντέλεμπουργκ που απέκτησε την μεγαλύτερη επιτυχία υπήρξε εκείνη που αφορούσε τις πρώτες κατηγορίες της λογικής του Χέγκελ, Είναι, τίποτα (μηδέν) και γίγνεσθαι. Συνίσταται δέ στην επισήμανση πώς αυτές οι κατηγορίες θα ήθελαν να αποτελέσουν τις στιγμές μίας προόδου καθαρά λογικής, δηλ, χωρίς προϋποθέσεις και χωρίς αναφορές στην εμπειρική πραγματικότητα, ενώ στην πραγματικότητα κατορθώνουν να ξεκινήσουν μία αυθεντική διαλεκτική κίνηση, μόνον εάν προσλάβουν πάνω τους αθέμιτα την αναπαράσταση της κινήσεως, που προέρχεται απο την αισθητή αντίληψη τών πραγμάτων! Όπως βλέπουμε πρόκειται για μία ιδιαίτερη εφαρμογή της γενικής κριτικής που δέχθηκε η λογική του Χέγκελ απο διαφόρους στοχαστές, της αδυναμίας της να αντλήσει την πραγματικότητα, δηλ, το γίγνεσθαι, απο την σκέψη, δηλαδή απο τις καθαρές έννοιες του Είναι και του Τίποτα. Η πρωτότυπη προσφορά του Τρεντέλενμπουργκ βρίσκεται στην φανέρωση πώς οι έννοιες που χρησιμοποιεί ο Χέγκελ είναι καθαρές μόνον φαινομενικώς, ενώ στην πραγματικότητα περιέχουν ήδη αυτό που απο αυτές τις έννοιες θα έπρεπε να εξαχθεί σαν συμπέρασμα μέσω της λογικής οδού και μόνον και πώς σιωπηλά εισήχθη αυτό το συμπέρασμα στις έννοιες αυτές εξαρχής μέσω της αισθητής αντιλήψεως.
Δέν είμαι σίγουρος φίλε άν καταλαβαίνεις τί διαβάζεις.
Ο συγγραφέας μπερδεύει την αυθεντική εγελιανή διαλεκτική με το επιπόλαιο σχήμα της πεπερασμένης διάνοιας: θέση, αντίθεση, σύνθεση, το οποίο κακώς αποδίδεται στον Hegel ως ουσιώδης κεφαλαίωση της διαλεκτικής του. Έτσι δεν κατανοεί ότι η κριτική περί αδυναμίας άντλησης της πραγματικότητας από το εν λόγω σύστημα, οφείλεται στην αδυναμία ορθής ανάγνωσής του. Πρόκειται για το ίδιο λάθος που επέλεξε να πράξει και η υπαρξιστική φιλοσοφία, αναμένοντας την εκπροσώπησή της από το σύστημα της φιλοσοφίας το οποίο κατανοούσε ως εγγυημένη δυνατότητα φορμαλιστικής αλήθειας, την οποία αρκούσε μόνο να αναγνώσει για να διασωθεί.
Δεν έχει γίνει ακόμα κατανοητή η κενή θέση που επιφυλάσσει στην υποκειμενικότητα το σύστημα της φιλοσοφίας και ότι αυτή ορίζεται από το τέλος που γίνεται αρχή και περαιώνεται εντός της διαδικασίας και όχι δια εκπροσωπήσεως.
Κατά τούτο ο συγγραφέας δεν έχει κατανοήσει ότι η παραπάνω διαδικασία έκανε την έναρξή της στον Αριστοτέλη δια του σχήματος ''νόησις νοήσεως νόησις''.
Ο συγγραφέας αποδίδει στον Αριστοτέλη όσα δεν κατορθώνει να αποδώσει στον Hegel! Είμαι βέβαιος ότι ο συγγραφέας δεν μπορεί να βρει μια θέση εντός του κόσμου για το πρώτο Κινούν Ακίνητον, όπως δεν μπορεί να βρει μια θέση στην πραγματικότητα για το σύστημα του Hegel.
Πώς φαίνεται ότι τήν μπερδεύει;
Πού συναντάται η έκφραση νόησις νοήσεως νόησις. Καί είναι σχήμα;
Το ουσιώδες του μοντέρνου κόσμου συνίσταται ακριβώς στο ότι έδωσε ζωή σε μία «εικόνα», δηλ. σε μία αναπαράσταση του κόσμου, δηλ. στο ότι μείωσε τον κόσμο, δηλ. το όλον του όντος, σε αναπαράσταση που παρήγαγε ο άνθρωπος. Αυτή είναι η σημασία που αποδίδεται στο υποκείμενο απο την μοντέρνα φιλοσοφία, στην οποία ακριβώς λαμβάνει την σημασία τού θεμελίου, ακόμη και αν αυτή δεν έχει πλέον καμμία σχέση με την αρχαία σημασία του όρου.
Μία επιπλέον απόδειξη της ακρίβειας της ερμηνείας είναι η διάσημη φράση της εισαγωγής της "Φαινομενολογίας του πνεύματος", όπου ο Hegel βεβαιώνει : «Κατά την δική μου άποψη, η οποία πρέπει να δικαιωθεί μόνον κατόπιν της εκθέσεως του συστήματος, όλα εξαρτώνται από την κατανόηση και από την έκφραση της αλήθειας όχι σαν ουσίας, αλλά με άλλη τόση αποφασιστικότητα σαν υποκειμένου» (τόμος I σ.13...). Δέν πρέπει να μας διαφεύγει πως, για τον Hegel, το αληθινό είναι το όλον και επομένως η ουσία στην οποία αναφέρεται δεν είναι εκείνη για την οποία κάνει λόγο ο Αριστοτέλης, αλλά εκείνη για την οποία μιλά ο Σπινόζα, δηλ. το σύνολο του πραγματικού, ο Θεός τής φύσεως. Αυτό ακριβώς συλλαμβάνεται στην φιλοσοφία του Hegel σαν υποκείμενο. Κάθε φορά λοιπόν που γίνεται λόγος για το υποκείμενο σαν θεμέλιο, θα πρέπει να δηλώνουμε πως πρόκειται για το υποκείμενο με την μοντέρνα σημασία του όρου, το οποίο έφτασε στο αποκορύφωμα της σημαντικής του σημασίας απο τον Hegel και το οποίο δεν έχει καμμία απολύτως σχέση με την αρχαία σημασία τού υποκειμένου, που ανέπτυξε ο Αριστοτέλης.
Σε ό, τι αφορά σε τούτη τη ριζική διαφοροποίηση μεταξύ αρχαίου και νεώτερου κόσμου, συμφωνώ μαζί σας, αν και η λέξη ουσία στο ανωτέρω χωρίο πρέπει να αντικατασταθεί από τον όρο υπόσταση. Επιμένω όμως ότι τούτη η αλλαγή της συνείδησης με την ταυτόχρονη μεταλλαγή των φιλοσοφικών εννοιών, είναι νόμιμη. Είναι δηλαδή σαφές αυτό που είπατε, ότι το υποκείμενο στον Αριστοτέλη έχει διαφορετική σημασία από εκείνη στον Hegel. Δεν μπορώ όμως να καταλάβω το λόγο για τον οποίο, τούτο το γεγονός συνιστά για εσάς, δαιμονική πλάνη και έκπτωση.
Είναι σαφές ότι ο Hegel δεν μεταβάλλει φιλοσοφικούς όρους απαλλοτριώνοντας την αρχική τους σημασία αφού και για τον ίδιο η φιλοσοφία δεν είναι τίποτα λιγότερο από την ίδια της την ιστορία η οποία χαρακτηρίζεται από βαθμίδες επίγνωσης. Αλλά η ίδια ιστορία της φιλοσοφίας δεν συνέχεται μόνο από την δύναμη της ανθρώπινης επίγνωσης αλλά και από εκείνη της ιδιοποίησης, γεγονός απόλυτα νόμιμο κατά τη γνώμη μου.
Τί πράγματι μεταβάλλεται; Μεταβάλλεται ο ορίζοντας της ερμηνευτικής λειτουργίας του πνεύματος, στο μέτρο που αυτός δεν είναι, τώρα πια, μόνο επίγνωση αλλά και επίγνωση ατής της επίγνωσης ως μεταστοχασμός της εμπειρίας την οποία το ίδιο το υποκείμενο θέτει για τον εαυτό του.
Ιστορικά, τούτο εγκαινιάζεται στην αφανή διαλεκτική περατού-απείρου και κάνει την εμφάνισή του ως πολλαπλότητα κατηγοριών σκέψης υπό την μορφή της συνέχειας και της ασυνέχειας.
Δεν ήταν ποτέ δυνατό, τούτο να ειπωθεί από τον Αριστοτέλη, αλλά όχι λιγότερο, τούτο σημαίνεται στο αναποδογύρισμα της φιλοσοφικής ερμηνείας που ο ίδιος επέβαλλε έναντι της πλατωνικής.
Επιμένω λοιπόν ότι τούτη η μεταστροφή στην νεώτερη υποκειμενικότητα, συμβαίνει στον Αριστοτέλη, ως μη ακόμα εγνωσμένη επειδή η έννοια του απείρου δεν έχει εσωτερικά αυτοδιαφοροποιηθεί παρά διαμένει επίμονα στον εαυτό της υπό την έννοια της αδιαφοροποίητης ολότητας που μπορεί να κινείται εδώ ή εκεί δίχως να χάνει το εννοιολογικό της περιεχόμενο.
Γι' αυτό ο Αριστοτέλης χρειάζεται ένα Ακίνητον Κινούν το οποίο ούτως ή άλλως συνιστά μια ενδολογική αντίφαση εάν τούτο δεν κατανοηθεί ορθά. Ο συμπερασμός του, είναι συμπερασμός της αιτιότητας την οποία κατανοεί σύμφωνα με το έργο της αρχαίας συνείδησης: να αποδίδεις κάθε φορά τα προσήκοντα κατηγορούμενα κατά τον ορισμό της ουσίας.
Τούτο είναι έργο της αρχαίας συνείδησης η οποία στους νεώτερους χρόνους αντιλαμβάνεται πλέον τον εαυτό της, ως το δικό της Είναι το οποίο όπως ορθά έχετε διαπιστώσει, δεν κατέχει ακόμα καμία υπόσταση. Αυτή είναι η δραματική έναρξη της νεώτερης υποκειμενικότητας, η οποία κατά τη γνώμη μου νομιμοποιείται ως προς την ύπαρξή της αλλά όχι ως προς το κεκτημένο της.
Δηλαδή, σκεπτόμενοι εξίσου καλά την υπόσταση ως υποκείμενο, εισερχόμαστε στο χώρο της αυθεντικής ιστορίας, εκεί όπου το δέον είναι δεν τρομοκρατεί πλέον την πραγματικότητα αλλά την ανυψώνει σε αυτοσυνείδηση.
Από ό, τι έχω καταλάβει, εσείς ονομάζετε ψευδή ύπαρξη την εν λόγω ύπαρξη, αντικειμενικοποίηση του αρνητικού και αυτονόμηση της φαντασίας, κάτι που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την αρχαία ελληνική σκέψη.
Θα ήθελα να μου πείτε, πού και πώς κατά τη γνώμη σας, ιστορικά παρήχθη αυτή η στρέβλωση και ποιά είναι η απάντηση στο αρχαίο οντολογικό ερώτημα, εάν υπάρχει τέτοια.
Αυτό το ζήτημα με ενδιαφέρει και γι'αυτό παρακολουθώ το ιστολόγιό σας.
Δέν ανέτρεψε ο Αριστοτέλης τήν Πλατωνική φιλοσοφία Είπε ότι ό άνθρωπος καί ένας άνθρωπος είναι τό ίδιο. Δέν νοείται υπόσταση κατά τόν Αριστοτέλη διότι τό Είναι πολλαχώς λέγεται. Η διάσταση τής αρχαίας φιλοσοφίας είναι κάθετη δέν είναι οριζόντια. Τό όλον δέν είναι η ιστορία τής φιλοσοφίας, η οποία εξάλλου έχει ένα τέλος, τήν επιστροφή τού πνεύματος στόν εαυτό του, στόν Νού. Ο Χέγγελ τελειώνει εκεί πού ξεκινούν οι Ελληνες. Τό άπειρο είναι τό Ενα τό οποίο είναι ξεχωριστό καί άσχετο. Ο θεός τού Αριστοτέλη είναι τό ενεργεία ΟΝ. Τό κινητό ακίνητο είναι αρχή κινήσεως, τού δυνάμει σέ ενεργεία. Η στρέβλωση παρήχθη από τόν Αυγουστίνο μέ τήν Πολιτεία τού Θεού.
Καλώς! Λαβαίνω σοβαρά υπόψη την απάντησή σας!
Δημοσίευση σχολίου