ΠΕΡΙ ΕΥΤΥΧΙΑΣ
Η θεωρία, η υπέρτατη πραγματοποίηση του Είναι του ανθρώπου, υπάρχει με τρόπο συμβατό προς την δυνατότητα του ανθρώπου και «υπερέχει και κατευθύνει την αίσθησή του στο κάλλος και στο θείο», «που είναι θείο καθαυτό ή το θείο σε μας» (Αριστ. Ηθικά Νικομάχεια, 1177 α 13…). Επομένως η ζωή η οποία αναπτύσσεται σύμφωνα με την διαλογιζόμενη σκέψη του πνεύματος είναι «τέλεια ευτυχία» (τέλεια ευδαιμονία, Νικομάχεια 1177 α 17).
Του Werner Beierwaltes
Η θεωρία, η υπέρτατη πραγματοποίηση του Είναι του ανθρώπου, υπάρχει με τρόπο συμβατό προς την δυνατότητα του ανθρώπου και «υπερέχει και κατευθύνει την αίσθησή του στο κάλλος και στο θείο», «που είναι θείο καθαυτό ή το θείο σε μας» (Αριστ. Ηθικά Νικομάχεια, 1177 α 13…). Επομένως η ζωή η οποία αναπτύσσεται σύμφωνα με την διαλογιζόμενη σκέψη του πνεύματος είναι «τέλεια ευτυχία» (τέλεια ευδαιμονία, Νικομάχεια 1177 α 17).
Ανήκει λοιπόν στην ευτυχία, όπως επίσης και στην σχόλη και στην θεωρία, το αυθύπαρκτο, το ότι υπάρχει καθαυτή και όχι για άλλο. Το ότι δεν έχει άλλο σκοπό. Ο άνθρωπος δεν επιθυμεί τίποτε πέραν αυτής καθότι αποτελεί την πραγματοποίηση και την ολοκλήρωση του Είναι του. «Αυτή είναι ο σκοπός», «εμείς σκεπτόμαστε – λέει στα Νικομάχεια – πως η ευχαρίστηση είναι στενά δεμένη με την ευτυχία, αλλά η πιο ευχάριστη από τις δραστηριότητες που συμφωνούν με την αρετή, και είμαστε όλοι σύμφωνοι σ’ αυτό, είναι εκείνη που συμφωνεί με την σοφία».
Ευτυχία, ευχαρίστηση και σοφία αποτελούν μια ξεχωριστή ενότητα αλλά όχι διαχωρισμένη, ενότητα τα στοιχεία τής οποίας αλληλοεπηρεάζονται. Η ευχαρίστηση κατευθύνεται προς αυτό που αγαπάμε. Εάν ο άνθρωπος αγαπά την ολοκλήρωση της υπάρξεώς του, την πραγματοποίηση αυτού που έχει την δυνατότητα, και εάν αυτή η αγάπη είναι ταυτόχρονα και η υπέρτατη δραστηριότητά του, εάν δηλαδή η αγάπη του για την σοφία (φιλοσοφία) γίνει σοφία της επιστήμης, τότε ανήκει στον άνθρωπο αυτόν και η υπέρτατη ευχαρίστηση. Δικαίως λοιπόν ο Αριστοτέλης δηλώνει πως η θεωρία είναι το ήδιστον και άριστον (Μεταφυσική 1072 b 24). Η αληθινή ευχαρίστηση λοιπόν δεν βασίζεται στην συνεχή ερώτηση και στην συνεχή έρευνα, τα οποία δεν μπορούν να φθάσουν ποτέ σε μιαν απάντηση ή σε ένα τέλος, αλλά στην απλή, καθαρή, συνεχή θεωρία της αλήθειας. «Η φιλοσοφία έχει καθαυτή χαρές μεγαλειώδεις, λόγω της σταθερότητός των και της καθαρότητός των, και είναι φυσικό η ζωή όσων γνωρίζουν, να κυλά μ’ έναν πιο ευχάριστο τρόπο από την ζωή εκείνων που ερευνούν» (Νικομάχεια 1177 α 25-27).
Αιτία της ευχαριστήσεως λοιπόν είναι η κατοχή του οντολογικού θεμελίου της ηδονής. Η έννοια της ευτυχίας περιέχει καθαυτή την επιθυμία, και την ευχή ας πούμε, πως αυτό που έγινε επιθυμητό και αποκτήθηκε, παραμένει μονίμως και συνεχώς. Αυτή η επιθυμία εάν είναι πραγματική, δεν μπορεί να ξεπηδήσει μόνον από την μονιμότητα και την συνέχεια του θεμελίου της. Ο τρόπος μέσω του οποίου ο άνθρωπος μπορεί να ξαναδημιουργήσει, δια της αναλογίας, την άχρονη σταθερότητα και την άχρονη δραστηριότητα του θεμελίου, της αρχής, είναι η θεωρητική σκέψη, ο στοχασμός. «Αυτή είναι η πιο συνεχής (συνεχεστάτη) των δραστηριοτήτων μας: και πράγματι μπορούμε να στοχαστούμε μ’ έναν πιο συνεχή τρόπο από όσο μπορούμε να κάνουμε οποιοδήποτε άλλο πράγμα». (Νικομάχεια 1177 α 21). Επομένως μόνον αυτή η υπέρτατη δραστηριότης της θεωρητικής σκέψης είναι η τέλεια ευτυχία του ανθρώπου. Αυτή και μόνον περιλαμβάνει όλη την ζωή του ανθρώπου μέσα στις διαφορετικές χρονικές του στιγμές, στην ξεχωριστή της χρονικότητα. (Μια εισαγωγή του θέματος της αθανασίας). «Μια ζωή αυτού του τύπου θα ήταν πολύ υψηλή για τον άνθρωπο (κρείττων ή κατ’ άνθρωπον): και πράγματι δεν μπορεί να ζήσει έτσι καθότι άνθρωπος, αλλά διότι υπάρχει σ’ αυτόν κάτι θείο» (1177 b 26-28).
Καθότι ο Θεός είναι ο «αιώνιος και υπέρτατος (Summum) ζωντανός» (Μεταφ. 1072 b 29). Ο ζων ο οποίος κατέχει μια ζωή συνεχή και αιώνια, ο οποίος είναι καθαρή ενέργεια σκέψης. Ακριβώς δε η συνέχεια της σκέψεως (το συνεχές της νοήσεως, Μετ. 1074 b 29) είναι αυτό που τον ανυψώνει πάνω από όλα τα όντα. Ο Αριστοτέλης μεταμορφώνει την μυθολογική εικόνα σύμφωνα με την οποία ο Θεός δεν κοιμάται ποτέ, στην φιλοσοφική έννοια σύμφωνα με την οποία ο Θεός είναι αυτός που σκέπτεται συνεχώς( διαρκώς) και μ’ έναν άγρυπνο τρόπο.
Αλλά τί πράγμα σκέπτεται ο Θεός;
Ο Αριστοτέλης επιχειρηματολογεί μ’ αυτόν τον τρόπο! Εάν ο Θεός είναι ο αγαθός και ο πιο άξιος τιμής, μπορεί να σκεφθεί μόνο αυτό που είναι αγαθό και άξιο τιμής. Ο Θεός επομένως σκέπτεται τον εαυτό του. Και πράγματι, εάν ο Θεός σκεπτόταν κάτι διαφορετικό από τον εαυτό του, η πρωτογενής ενότης νοήσεως και νοητού θα έσπαγε, το «πριν-μετά» θα χρονικοποιούσε την αιωνιότητά του. Η μεγαλύτερη ή μικρότερη αγαθότης θα μείωνε την δική του ενιαία αγαθότητα, και το δυνάμει του αντικειμένου της σκέψης, το νοητό δηλαδή του αντικειμένου που μπορεί να νοηθεί ενεργείᾳ, θα μείωνε την καθαρή ενέργεια της νοήσεως (Μετ. 1074 b 15…).
Τί πράγμα σκέπτεται επομένως ο Θεός όταν σκέπτεται τον εαυτό του;
«Εάν η θεία νόηση είναι ό,τι πιο τέλειο υπάρχει, σκέπτεται τον εαυτό της και η σκέψη της είναι σκέψη της σκέψης» (αυτόν άρα νοεί, εἴπερ εστί το κράτιστον, και έστιν η νόησις νοήσεως νόησις, 1074 b 33-35). Ακριβώς δε λόγω της συνέχειας της νοήσεώς του, ο Θεός είναι η καθαρή υπέρτατη ενέργεια, ο αποκλεισμός κάθε δυνάμεως ( δυνατότητος) που μπορεί να γίνει ενεργείᾳ, μόνιμη ενέργεια του Είναι του σαν άοκνη ζωή. Στην σκέψη της σκέψης του ίδιου, ο Θεός είναι πάντοτε καθαυτός, στραμμένος στον εαυτό του και γι’ αυτό ενσυνείδητος του εαυτού του. Ο Θεός κατέχει τον εαυτό του καθότι υπάρχουσα σκέψη και υπάρχον νοητό [το σημερινό αντικείμενο, μόνο που η νόηση δεν είναι υποκείμενο, το υποκείμενο έχει σαν κέντρο του το εγώ και η σκέψη του βρωμίζει με την φαντασία], και αυτή η κατοχή συμπίπτει με την ενέργειά του: ενεργεί δε έχων. [Εδώ ριζώνει η ιδέα του Αυγουστίνου,περί της Τριάδος, των υποστάσεων τής Τριάδος σαν σχέσεις, που είναι κάτω από το επίπεδο της απολύτου Τριάδος και τον αναγκάζει να ταυτίσει το Είναι και το Έχειν, γεννώντας το σύγχρονο υποκείμενο. Η αρχαία φιλοσοφία όπως και η Δυτική θεολογία που είναι η συνέχειά της, δεν μπορούσε παρά να εκλάβει σαν Αρχή του υπαρκτού ή της ζωής την Ενέργεια. Δεν μπορούσε να πάει παραπέρα, αυτά είναι τα όρια του νου και της νοήσεως. Αυτή την ενέργεια εξέλαβε σαν Ουσία ταυτίζοντας την Ουσία του Θεού με την Ενέργειά του, κάτι που επαναλαμβάνει ο Αυγουστίνος και θεσμοθετεί ο Ακινάτης. Διαφημιστής αυτής της προχειρολογίας είναι σήμερα ο Ζηζιούλας και στην συνέχεια ο Γιανναράς. Γι’ αυτό μιλούν για αιτιώδη αρχή, διότι ο θεός του Αριστοτέλη είναι ενεργείᾳ και όλα τα όντα που ουσιοποιεί στην συνέχεια είναι δυνάμει. Μ’ αυτόν τον τρόπο διακρίνουν την αιτία από το αιτιατό, που είναι όμως ταυτόσημα, φτάνοντας μέχρι την ταυτότητα, την αναλογία όπως λένε, εικόνος και ομοιώσεως, συστήνοντας την σύγχρονη ανθρωπολογία που καταλήγει στο πρόσωπο].
Αναφορικά μ’ αυτήν την ενότητα της νοήσεως και του νοητού που είναι Αρχή, μπορούμε να δηλώσουμε πως, επειδή η σκέψη είναι η ουσία αυτού που σκεπτόμαστε (του νοητού) και η σκέψη έχει το θεμέλιό της στο Είναι, αυτό το νοητό (το αντικείμενο) και η σκέψη ως το Είναι του νοητού συστήνουν την Απόλυτη Αρχή. Η Αρχή είναι χωρίς γίγνεσθαι, χωρίς πρόοδο, αυτοκίνηση της σκέψης που είναι στραμμένη προς τον εαυτό της. Ο χωρισμός ή διάκριση και η ενοποίηση ή ενότητα του Είναι, της νοήσεως και του νοητού είναι μ’ αυτόν τον τρόπο, με την απόλυτη σημασία μία και μόνη και η ίδια (ταυτόν) πραγματικότης. (Αυτή είναι η ερμηνεία του Χέγκελ, που περιέχεται στην Ιστορία της Φιλοσοφίας, ΙΙ, σ. 294, του 1842).
Αναφορικά με την θεία αυτογνωσία, η ανθρώπινη σκέψη η οποία πραγματοποιείται διαλογικά, με την συζήτηση, είναι μόνον «δεύτερη φιλοσοφία» [φιλο-φιλοσοφία], καθότι παγιδευμένη στον χρόνο,και δεν είναι ικανή να σκεφθεί ποτέ τον εαυτό της με συνεχή και άχρονο τρόπο, όπως αυτό που είναι το μέγιστο, το υπέρτατο! Ο τρόπος υπάρξεως της διαλογικής σκέψης είναι η γλώσσα: η γλώσσα η οποία είναι κατηγορική και κατηγορηματική και η οποία λέει πάντοτε «κάτι για κάτι (τι κατά τινος)» αλλά δεν λέει το όλον. Παρ’ όλα αυτά όμως η διαλογική σκέψη, κατά την (διάρκεια) ενέργεια της σκέψης, μπορεί να εισέλθει σε επαφή με το θείο θεμέλιο του Είναι και της σκέψης, το οποίο νοώντας τον εαυτό του «λάμπει, αστράφτει». Έτσι λοιπόν, επειδή η ανθρώπινη φύση είναι από πολλές απόψεις «δούλη», απομένει μόνον στον Θεό, όπως λέει και ο Σιμωνίδης, το οντολογικό δικαίωμα να διαθέτει και να κατέχει μία συνεχή σκέψη. η οποία θεμελιώνει όλα τα όντα και τα αγκαλιάζει (Μεταφ. 982 b 29).
Βασιζόμενοι λοιπόν στο θείο το οποίο είναι προκαταβολικώς σ’ αυτόν παρόν, ο άνθρωπος προσπαθεί να ζήσει την ζωή της θεωρίας, διότι αυτός στην θεωρία πραγματοποιεί την ανάγκη της φύσεώς του και μόνον στην θεωρία μπορεί να φτάσει στην ολοκλήρωση του Είναι του μέσω της ευτυχισμένης ζωής. Αυτό το θείο που θεμελιώνει το Είναι του ανθρώπου, επιτρέπει στον άνθρωπο να συλλάβει, να συγκεντρώσει το καθαυτό θείο μέσω της θεωρίας. [δηλαδή την Ουσία]. «Εάν λοιπόν η νόηση σε σύγκριση με τον άνθρωπο είναι μια θεία πραγματικότης, ακόμη και η δραστηριότης σύμφωνα με την νόηση (η ενέργεια) θα είναι θεία συγκρινόμενη με την ανθρώπινη δραστηριότητα» (Νικομάχεια 1177 b 30…). [Η αρχαία θέωση, η οποία διατηρείται κακόδοξα μέχρι σήμερα, ακόμη και στην Ορθοδοξία, κηρύττοντας πως η θέωση μέσω των ακτίστων ενεργειών είναι ο σκοπός της Χριστιανικής ζωής και η αγιότης].
Στις κλήσεις και στις προτάσεις, στις προτροπές που ακολουθούν, η πρόσκληση στην φιλοσοφία, και επομένως στην αυθεντική ευτυχία, λαμβάνει έναν χαρακτήρα πολύ βαθύ και τελειωτικό, έσχατο. «Δεν πρέπει να δώσουμε την προσοχή μας σε όσους συμβουλεύουν τον άνθρωπο να περιορίζεται να σκέφτεται, επειδή είναι άνθρωπος και θνητός, μόνο τα ανθρώπινα και πεπερασμένα πράγματα. Πρέπει να συμπεριφερόμεθα αντιθέτως, όσο είναι δυνατόν, σαν αθάνατοι και να προσπαθήσουμε με όλες μας τις δυνάμεις να ζήσουμε σύμφωνα με το πιο εκλεκτό, το πιο αριστοκρατικό μέρος τού Είναι μέσα μας, που βρίσκεται σε μας» (εφ’ όσον ενδέχεται αθανατίζειν και πάντα ποιείν προς το ζην κατά το κράτιστον των εν αυτώ)(Νικομάχεια b31-34). [Σαν πρόσωπα].
Αυτό λοιπόν που είναι θείο και υπερβαίνει τον άνθρωπο αποκαλύπτεται σαν αυτό που είναι αυθεντικά ανθρώπινο: ο άνθρωπος είναι άνθρωπος μόνον εάν οικειοποιηθεί την θεία δυνατότητα του Είναι του και γίνει ολοκληρωτικά ο εαυτός του μέσω του θείου του εν αυτώ, που είναι μέσα του. Η προτροπή προς το αθανατίζειν θέλει να πετύχει ώστε η σκέψη, που είναι σκλαβωμένη στον χρόνο, να βλέπει σε κάθε πραγματικότητα του γίγνεσθαι την ά-χρονη δομή τού Είναι και να κατορθώνει να έρχεται σε επαφή [σε σχέση] με την θεωρία, με το θεμέλιο αυτών των πραγμάτων που ανήκουν στο γίγνεσθαι, μέσω αυτών των ιδίων των πραγματικοτήτων. Για να είμαστε ευτυχείς είμαστε υποχρεωμένοι να ακολουθήσουμε αυτή την προτροπή και να γνωρίσουμε επομένως μέσω της θεωρίας τον Θεό, σαν καθαρή και απλή σκέψη και σαν ολοκληρωτικώς ενεργείᾳ.
Συνεχίζεται
Αυτό «που είναι θείο καθαυτό ή το θείο σε μας» (Αριστ. Ηθικά Νικομάχεια, 1177 α 13…) κατέληξε σάν η Βασιλεία τών Ουρανών μέσα μας.
Αυτό «που είναι θείο καθαυτό ή το θείο σε μας» (Αριστ. Ηθικά Νικομάχεια, 1177 α 13…) κατέληξε σάν η Βασιλεία τών Ουρανών μέσα μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου