Σάββατο 1 Αυγούστου 2020

ΠΕΡΙ ΣΚΟΤΕΙΝΩΝ ΟΨΕΩΝ ΤΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ (3)

Συνέχεια από :Τετάρτη 29 Ιουλίου  2020                              
Χανς Πρίμας
4. Διαίρεση τής πρωτογενούς πραγματικότητας

Ο χωρισμός τού εσωτερικού κόσμου τού ανθρώπου και τού περιβάλλοντός του δεν είναι μόνον αιτία για την παραβιασμένη σχέση φύσης και πολιτισμού (κουλτούρας), αλλά και για την αυταπάτη τής αυτονομίας τού ατόμου. Η συνείδηση προϋποθέτει τόσο μια διάκριση όσο και μια σχέση ανάμεσα στο υποκείμενο και το αντικείμενο. Η διάκριση τού γνωρίζοντος υποκειμένου και τού γνωσθέντος αντικειμένου είναι επιπλέον συστατική για τη φυσική επιστήμη, έτσι ώστε η αξίωση για μιαν απάρνηση ενός χωρισμού υποκειμένου-αντικειμένου να είναι πολύ αφελής. Χωρίς αυτόν τον δυαδισμό δεν θα υπήρχε γενικώς καμμιά γνώση. Η καρτεσιανή επιστήμη του res extensa και η μεταγενέστερη μετεξέλιξη της κλασσικής μηχανικής είναι εκ κατασκευής απαλλαγμένη (ελεύθερη) από τίς αξίες τής αίσθησης. Αυτή η τοποθέτηση δεν αντιστοιχεί σε μια φυσική αλήθεια, δεν μπορεί όμως και να υποτιμηθή απλώς ως «λανθασμένη». Η προβληματική αυτής τής ενέργειας είναι ωστόσο σήμερα πασίδηλη. Η εξάλειψη τής αντιληπτικής λειτουργίας δεν μπορούσε να αποφευχθή απ’ την επιστημονική συζήτηση, ήταν για λόγους αρχής σημαντική για μιαν επιτυχημένη μαθηματικοποίηση των φυσικών επιστημών, επέτρεψε όμως να προκύψη και ένα σημαντικό κενό. Ο καρτεσιανός δυαδισμός είναι ένα αδιέξοδο (Holzweg), όμως εμείς προοδεύουμε μόνον πάνω σ’ αυτό το αδιέξοδο – βεβαίως μόνον αν κατανοήσουμε, πως η καρτεσιανή τομή ήταν ένα απαραίτητο πρώτο βήμα . Ο ακραίος καρτεσιανισμός οδηγεί σε αβυσσαλέες δυσκολίες κι αυτό έχει τις θετικές του πλευρές, γιατί χωρίς αυτήν την ανάγκη δεν μπορούν να ενεργοποιηθούν καθόλου συμψηφιστικές αντίθετες δυνάμεις.
Πρέπει να ληφθή κατ’ αρχάς υπ’ όψιν, ότι τόσο η ύλη όσο και η επονομαζόμενη συνείδηση είναι κάτι πραγματικά άγνωστο. Δεν πρέπει να εγκαταλειφθή όμως η διάκριση αντικειμένου και υποκειμένου, πρέπει να εγκαταλειφθή η ιδέα, πως αυτός ο δυαδισμός αντικειμένου και υποκειμένου είναι θεόσδοτος ή προσδιορισμένος απ’ τον φυσικό νόμο. Κάθε διάκριση υποκειμένου και αντικειμένου απαιτεί (προϋποθέτει) έναν χωρισμό τής μιάς πρωτογενούς δυναμικής πραγματικότητας. Γράφει σ’ ένα γράμμα στον Πάουλι ο Γιουνγκ:
«Αν έχη συνενώσει όμως τώρα ο άνθρωπος, τις αντιθέσεις στον εαυτό του, τότε δεν εμποδίζει πια τίποτα τη γνώση του, να δη αντικειμενικά τη μιαν όψη του κόσμου όπως καί την άλλη. Ο εσωτερικός ψυχικός διχασμός αντικαθίσταται με μια διχασμένη κοσμοθεωρία και μάλιστα με αναπόφευκτον τρόπο, γιατί χωρίς αυτήν τη διάκριση θα ήταν αδύνατη η συνειδητή γνώση. Δεν είναι στην πραγματικότητα κανένας   κόσμος διχασμένος, γιατί απέναντι στον συνενωμένο άνθρωπο στέκεται ένας «unus mundus» («ένας κόσμος»). Πρέπει να διχάση αυτόν τον έναν κόσμο, για να μπορέση να τον γνωρίση, χωρίς να ξεχνά επιπλέον, ότι αυτό το οποίο διχάζει, είναι πάντα ο ένας κόσμος, κι ότι ο διχασμός είναι μια πρόληψη τής συνείδησης».
Για την έννοια του «unus mundus» λέει σ’ ένα γράμμα ο Γιουνγκ:
«Έχουμε… κάθε λόγο να αποδεχθούμε, ότι υπάρχει μόνον ένας κόσμος, στον οποίον ψυχή (Psyche) και ύλη είναι ένα και το ίδιο πράγμα, που το διακρίνουμε για τον σκοπό τής γνώσης».
Η πρωτογενής (πρωταρχική) πραγματικότητα είναι αμέριστη, πρέπει εμείς να τη μερίσουμε. Σ’ ένα γράμμα στον Χάιζενμπεργκ ο Πάουλι  τονίζει αυτήν τήν συνάρτηση μεταξύ θραύσης τής συμμετρίας και τομής με τα λόγια:
«Διχοτόμηση και μείωση της συμμετρίας, αυτή είναι η ουσία. Η διχοτόμηση είναι μια πολύ παλιά ιδιότητα του διαβόλου».

5. Για την τομή τής φυσικής τών κβάντων απ’ τον Χάιζενμπεργκ.

Οι εννοιολογικά και μαθηματικά  διατυπούμενες με ακρίβεια, στην κβαντική θεωρία, σχέσεις συμπλήρωσης τού καθαρά υλικού κόσμου υποβάλλουν, να υπερνικηθή με παρόμοιον τρόπο, ο ιστορικός δυαδισμός σώματος-ψυχής, όπως έχει υπερνικήσει η μοντέρνα φυσική τον ιστορικό δυαδισμό κύματος-σωματιδίων της παλιάς φυσικής τών κβάντων.
Λέγεται συχνά στην εκλαϊκευμένη φιλολογία για τη φυσική τών κβάντων, ότι η συμπερίληψη τού «ανθρώπινου» παρατηρητή είναι ένα ουσιαστικό και καινούργιο χαρακτηριστικό αυτής τής φυσικής. Εκφρασμένο σ’ αυτήν τη μορφή, είναι παραπλανητικό. Ακριβώς όπως και στην κλασσική φυσική ο πειραματιστής έχει τήν ελευθερία να διαλέξη την πειραματική διάταξη. Άλλες ιδιότητες τού παρατηρητή είναι και στην κβαντική φυσική ασήμαντες. Με τα σαφή λόγια τού Βόλφγκανγκ Πάουλι:
«Εντός τής φυσικής όμως  δεν χρειάζεται να χρησιμοποιηθή άμεσα η έννοια τής συνείδησης, καθώς μπορούμε να σκεφτούμε ως μέσο παρατήρησης κι ένα αυτόματο καταχωρητικό μηχάνημα. Απ’ αυτό πρέπει να αποδεχτούμε μόνον ότι είναι περιγραπτό στη συνήθη γλώσσα, συμπληρωμένη ενδεχομένως με την ορολογία τής κλασσικής φυσικής».
Και σε άλλο σημείο:
«Αφού έχει διαλέξει μια φορά την πειραματική του διάταξη ο φυσικός παρατηρητής, δεν έχει πια καμμιάν επίδραση πάνω στο αποτέλεσμα, το οποίο υφίσταται, αντικειμενικά καταχωρημένο, προσιτό σε όλους. Υποκειμενικές ιδιότητες τού παρατηρητή ή η ψυχική του κατάσταση εισέρχονται στους φυσικούς νόμους εξίσου λίγο όπως και στην κλασσική φυσική».
Διαβεβαιώνεται δυστυχώς συχνά – χωρίς γνώση τής πρωτότυπης φιλολογίας για τα πειραματικά δεδομένα – το αντίθετο στη φιλοσοφικά και ψυχολογικά προσανατολισμένη φιλολογία, ότι τυχόν προκαθορίζουν το αποτέλεσμά του οι ψυχικές προϋποθέσεις, με τις οποίες αρχίζει ο φυσικός ένα πείραμα. Πρέπει να επιμείνουμε γι’ αυτό κατηγορηματικά, ότι δεν υπάρχει μέχρι σήμερα ούτε ένα φυσικο-επιστημονικά αναγνωρισμένο πείραμα, που να παρουσιάζη μιαν υπερβαίνουσα την προκαθορισμένη με την ελευθερία τής βούλησης τού πειραματιστή εκλογή των όρων τού πειράματος, επίδραση της ψυχής στο αποτέλεσμα ενός κβαντο-φυσικού πειράματος. Προς συζήτηση τού προβλήματος παρατήρησης έχουν εισάγει οι φυσικοί τήν επονομαζόμενη τομή τού Χάιζενμπεργκ. Η κβαντική φυσική είναι  πάντοτε ακόμη μιά καρτεσιανή επιστήμη και προϋποθέτει σιωπηρά έναν αυστηρό χωρισμό πνεύματος και ύλης. Το αποφασιστικό καινούργιο σημείο απέναντι στην κλασσική φυσική είναι ότι εξαρτάται τό παρατηρηθέν φαινόμενο απ’ τη διανομή σε παρατηρηθέν σύστημα και μέσο παρατήρησης. Ο Χάιζενμπεργκ μιλάει σαφώς για υλικά μέσα παρατήρησης και όχι για «ανθρώπινους» παρατηρητές:
«Η τομή ανάμεσα στο υπό παρατήρηση σύστημα και τα μηχανήματα μέτρησης, παρέχεται φυσικά μέσα απ’ τη θέση των ερωτημάτων μας, δεν δηλώνει όμως προφανώς καμμιάν ασυνέχεια του φυσικού συμβάντος. Γι’ αυτόν τον λόγο πρέπει να είναι ελεύθερα εκλέξιμη μέσα σε ορισμένα όρια η θέση τής τομής: και η συμπεριφορά τού μηχανήματος μέτρησης δεν πρέπει να αντιφάσκη ασφαλώς στους νόμους τής μηχανικής τών κβάντων».
Το ουσιαστικό σημείο δεν είναι ο «ανθρώπινος» παρατηρητής, αλλ’ ότι στην κβαντοφυσική η τομή τού Χάιζενμπεργκ ανάμεσα στο εξεταζόμενο υλικό αντικείμενο και το υλικό όργανο μέτρησης δεν είναι βασικά αποφευκτή, δεν είναι όμως και καθορισμένη απ’ τον φυσικό νόμο. Η θέση αυτή οδηγεί στην καινούργια, έναντι της κλασσικής φυσικής, δυνατότητα ισότιμων βασικά  αλληλοαποκλειόμενων, όμως συμπληρωματικών περιγραφών της φύσης . Μια πιο συγκεκριμένη ανάλυση δείχνει, ότι συμπληρωματικές περιγραφές δεν είναι μόνο δυνατές, αλλά και αναγκαίες: ο υλικός κόσμος μπορεί να εννοηθή πλήρως μόνο μέσα από ένα πλήθος συμπληρωματικών περιγραφών. Κάθε μια είναι σωστή, καμμιά δεν αρκεί από μόνη της, είναι όλες αναγκαίες. Λανθασμένη γίνεται μια περιγραφή, μόλις διαβεβαιωθή ως η μοναδικά αληθινή. Μόνον η ολότητα όλων των συμπληρωματικών περιγραφών μπορεί να αντιπροσωπεύση την αμέριστη (αδιαίρετη) υλική πραγματικότητα.
Η αναγκαιότητα συμπληρωματικών περιγραφών είναι μια συνέπεια τής ίδιας τής φύσης τής υλικής πραγματικότητας, και δεν μπορεί να αναχθή σε τυχόν επιδράσεις τής ψυχής ή περιορισμούς του μετρητικού μας εξοπλισμού. Η δομή τού κόσμου, που για να εκφραστή πρέπει να περιγραφή συμπληρωματικά, αντανακλά μιαν ολικήν όψη της υλικής φύσης. Ολική σημαίνει εδώ κάτι που δεν συνίσταται από μέρη, μπορεί όμως αναμφίβολα να διαιρεθή μέσω βίαιων επεμβάσεων ή μέσω καταπίεσης ορισμένων όψεων σε μέρη. Η συμπληρωματικότητα είναι μια συνέπεια τού μη μονοσήμαντου τέτοιων βεβιασμένων διανομών.
Η ιδέα ενός αμέριστου κόσμου βρίσκεται σε αντίθεση προς την πολωτική πραγματικότητα της συνείδησής μας, που απαιτεί πάντα έναν χωρισμό υποκειμένου-αντικειμένου. Αυτή η βεβιασμένη διχοτόμηση δημιουργεί κατ’ αρχάς τόσο τα εμπειρικώς απομονούμενα φαινόμενα όσο και τις εικόνες στον εσωτερικό μας χώρο των ιδεών. Η σημερινή κβαντοφυσική εργάζεται ακόμη με την παραδοσιακή καρτεσιανή τομή, συζητά όμως το υλικό μέρος από μιαν ολική (ολιστική) όψη. Αυτό σημαίνει, ότι όλες οι πραγματικά υπάρχουσες συσχετίσεις των κβάντων ανάμεσα στο υλικό αντικείμενο και τα υλικά μέσα παρατήρησης καταπιέζονται και συσκοτίζονται με την τομή τού Χάιζενμπεργκ. Στην αργκό τής κβαντομηχανικής μιλάει κανείς για μια «θραύση τής ολιστικής συμμετρίας της ύλης» ή μιαν «επιστημική θραύση συμμετρίας». Μπορούμε να ανακαλύψουμε τις διάφορες συμπληρωματικές όψεις ενός συστήματος κβάντων, αν εφαρμόσουμε αλληλοαποκλειόμενους πειραματικούς όρους. Τέτοιες συμπληρωματικές περιγραφές τού υλικού κόσμου είναι απολύτως αντικειμενικές (με την έννοια τού διυποκειμενικά σωστού), γιατί όταν έχουμε αποφασίσει μια φορά για μιαν ορισμένη οπτική, κατασκευάζεται στο πλαίσιό της μια αντικειμενική πραγματικότητα.

6. Συμπληρωματικές τομές στην περιοχή ψυχής-ύλης.

Η κβαντομηχανική είναι μια θεωρία τής ύλης και δεν κάνει ως τέτοια δηλώσεις στο πρόβλημα πνεύμα/ύλη. Το γεγονός όμως, ότι η κβαντομηχανική είναι μια ολιστική θεωρία, που μπορεί να αντιληφθή τους ελεύθερους από αντίφαση αλληλοαποκλειόμενους τρόπους θεώρησης, υποβάλλει, πως οι συμπληρωματικές σχέσεις που έρχεται εδώ η σειρά τους θα μπορούσαν να έχουν μιαν εξικνούμενη πέρα απ’ τη φυσική ισχύ. Ερευνούσε λοιπόν σ’ ένα γράμμα της 10ης Αυγούστου 1954 στον Μάρκους Φίρτς ο Πάουλι:
«Θα μπορούσε βέβαια να ισχύη, ότι δεν χειριζόμαστε “σωστά” την ύλη, θεωρημένη π.χ. με την έννοια της ζωής, όταν την παρατηρούμε έτσι όπως το κάνουμε στην κβαντομηχανική, παραβλέποντας δηλαδή εντελώς εκεί την εσωτερική κατάσταση του “παρατηρητή” … Η περίφημη “ατέλεια (ελαττωματικότητα)” της κβαντομηχανικής (Άινσταϊν), υπάρχει βέβαια κάπου-κάπως πράγματι, εντελώς όμως μη αιρέσιμη φυσικά μέσω επιστροφής στην κλασσική φυσική πεδίου (αυτό είναι μόνο μια “νευρωτική παρανόηση” του Άινσταϊν), έχει πολύ περισσότερο να κάνη με ολιστικές σχέσεις ανάμεσα στο “μέσα” και το “έξω”, τα οποία δεν περιλαμβάνει η σημερινή φυσική επιστήμη (τα έχει όμως προδιαισθανθή η αλχημεία…)».
Στην εργασία του για τον Κέπλερ  ο Πάουλι μιλά για μια «διαφεύγουσα απ’ την αυθαιρεσία μας (ελεύθερη βούλησή μας) τάξη του Κόσμου (Kosmos)», στην οποίαν τόσο η ψυχή τού καθενός όσο και αυτό που γνωρίστηκε στην παρατήρηση υποτάσσονται σε μιαν αντικειμενικά προμνησθείσα τάξη» και λέει μετά στο τέλος της εργασίας: «Θα ήταν κατά το πλείστον ικανοποιητικό, αν μπορούσαν να εννοηθούν ως συμπληρωματικές όψεις τής ίδιας πραγματικότητας η Φύση και η Ψυχή (Physis und Psyche)». Αυτήν τη συνειδησιακά μεταφυσική, άχρονη ενότητα πίσω απ’ τον κόσμο τής πολλαπλότητας έχει χαρακτηρίσει, στηριγμένος στην έννοια τού «ενός κόσμου» τού αλχημιστή Gerhard Dorn (γύρω στα 1600), ως unus mondus ο Γιουνγκ. Θα είχε αναιρεθή έτσι ο δυαδισμός ψυχής και ύλης σ’ ένα περιέχον τρίτο.
Ένα πρώτο βήμα στο όραμα τού Πάουλι τής συμπληρωματικότητας ψυχής και ύλης είναι η ιδέα, ότι η τομή ανάμεσα στο πνεύμα και την ύλη δεν είναι, ανάλογα όπως η τομή του Χάιζενμπεργκ ανάμεσα στο υλικό αντικείμενο και τα υλικά μέσα παρατήρησης, a priori (εξ αρχής) προσδορισμένη. Αυτό σημαίνει, πως μια διχοτόμηση του unus mondus σε ψυχή και ύλη είναι αναπόφευκτη, αλλά αιρετή (εκλέξιμη) από ’μάς μέσα σε ορισμένα όρια. Υπάρχει μια αντίστοιχη παρατήρηση σ’ ένα γράμμα του Πάουλι στον Γιουνγκ:
«… Παρ’ όλο που πέραν τούτου η θέση τής “τομής” μεταξύ συνείδησης και ασυνείδητου επαφίεται (μέχρις έναν ορισμένον τουλάχιστον βαθμό) στην ελεύθερη εκλογή τού “ψυχολογικού παρατηρητή”, μένει μια αναπόφευκτη αναγκαιότητα η ύπαρξη αυτής τής “τομής”. Το “παρατηρηθέν σύστημα” θα αποτελούνταν άρα απ’ τη σκοπιά τής ψυχολογίας όχι μόνον από φυσικά αντικείμενα, αλλά θα συμπεριλάμβανε το ασυνείδητο, ενώ στη συνείδηση θα απόκεινταν ο ρόλος τού “μέσου παρατήρησης”».
Η τομή αυτή δεν είναι η παραδοσιακή καρτεσιανή τομή. Αν βλέπω σωστά, μια αναπόφευκτη αναγκαιότητα είναι στον Ντεκάρτ η θεόσδοτη τομή μεταξύ res cogitans και res extensa.  Απ’ τη δική μας όψη, είναι μεν η ρήξη της ολιστικής συμμετρίας του unus mundus αναγκαία, όχι όμως εκ των προτέρων προσδιορισμένη. Είναι αναμενόμενο, ότι υπάρχουν πολλές, διαφορετικές, ισότιμες κατ’ αρχήν (βασικά) τομές. Και τα δυό μέρη, που γεννιούνται μέσα από μιαν τέτοια ρήξη συμμετρίας του unus mundus, θα εμφανίζουν τόσο υλικές όσο και ψυχικές όψεις και δεν επιτρέπεται να ταυτιστούν απλώς με το πνεύμα και την ύλη ή τη res cogitans και τη res extensa. Διαφορετικές ρήξεις συμμετρίας του unus mundus θα οδηγούσαν τότε σε αλληλοαποκλειόμενες, λογικά όμως μη αντιφατικές, συμπληρωματικές όψεις του κόσμου.
Αν θεωρήση καποιος την κβαντομηχανική ως κατ’ αρχήν (βασικά) καθολικώς έγκυρη για ολόκληρη την υλική περιοχή, τότε είναι κατ’ αρχάς μια ολιστική θεωρία της ύλης, που δεν γνωρίζει a priori καμμιά διάκριση μεταξύ υλικού αντικειμένου και υλικού εξοπλισμού μέτρησης. Η περιγραφείσα μέσω τού συμβολισμού τής κβαντομηχανικής άρρηκτη ολότητα του υλικού κόσμου είναι προσδιοριστική. Αν θέλη να συνδέση κανείς αυτήν τη θεωρία με φυσικά πειράματα, τότε πρέπει να θραύση την ολιστική δομή της ύλης με μιαν τομή του Χάιζενμπεργκ. Η τομή αυτή ορίζει αντικείμενο και εξοπλισμό παρατήρησης και οδηγεί αναπόφευκτα σε μιαν μη αναγόμενη, μη προσδιοριστική περιγραφή, η οποία επιτρέπει πια μόνο δηλώσεις πιθανοτήτων. Ακριβώς ανάλογα, όπως εξαλείφει αυτή η τομή του Χάιζενμπεργκ τον προσδιορισμό του άρρηκτου κβαντικού κόσμου, έτσι καταστρέφει (αχρηστεύει) η ρήξη συμμετρίας του unus mundus την εννοιολογική ανταπόκριση ανάμεσα στα δυό ημίσεα, που μπορούν να χαρακτηριστούν κρυπτογραφικά ως πνευματικού είδους και υλικού είδους.

(συνεχίζεται)

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: