Τρίτη 16 Μαρτίου 2021

Άννα Λάζου - ΑΝΘΡΩΠΟΣ, Ο ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ (10)

 Συνέχεια από: Τετάρτη, 10 Μαρτίου 2021

i Δυιστικές θεωρίες

Σύμφωνα με τις δυιστικές θεωρήσεις, η νόηση αποτελεί ένα πνευματικό στοιχείο διττής υπόστασης του ανθρώπινου όντος, όπου προϋποτίθεται της εξέτασης αυτού το δίπολο πνεύματος – άυλης ψυχής, νόησης – και μη πνευματικού στοιχείου – υλικού, φυσικού ή σωματικού. Από το φάσμα των προσηκόντων στο δυισμό φιλοσόφων, τα γνωστότερα παραδείγματα είναι η ανθρωπολογία του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη και ο Descartes, από τον οποίο εκκινεί σειρά δυιστών της νεότερης εποχής, όπως και εκείνων που απορρίπτουν τον δυισμό (Marx, Nietzsche, Scheler, Cassirer, Heidegger κ.ά.).

iα Προπλατωνικές αντιλήψεις

Η στοχαστική παράδοση που αντιμετωπίζει τον κόσμο ως διττότητα πηγαίνει πολύ μακριά στο βάθος των αιώνων και από αυτήν προκύπτει μια ιδιαίτερα δυναμική δημιουργιστική προσέγγιση, πρώτα του θεού και κατόπιν του ίδιου του ανθρώπου. Η δυαρχία της σύστασης του κόσμου, η διπλή διάσταση της δημιουργικής πράξης του θεού, η αναγκαιότητα αναφοράς σε μια τρίτη ενοποιητική δύναμη/οντότητα – όπως έρωτας, αριθμός, ἐντελέχεια ή πνεύμα – είναι διαφορετικές θέσεις που υιοθετεί η δυιστική συλλογιστική. Στην νεότερη εκδοχή της μάλιστα (Scheler, Cassirer) η διττότητα του ανθρώπου υπερβαίνεται από την έννοια της ψυχοπνευματικής ολότητας του προσώπου.

Μπορούμε να εντοπίσουμε παρόμοιες θεωρήσεις πριν από τον Πλάτωνα, στις κοσμογονίες και θεογονίες των Ορφικών, του Ησιόδου, στην Ηρακλείτεια διαλεκτική ή στη θρησκευτική γένεση της Παλαιάς Διαθήκης: από τον κυκεώνα των δυιστικών αντιλήψεων – της μεταιχμιακής περιόδου μεταξύ μύθου και φιλοσοφικού λόγου – ξεχωρίζουμε την έννοια της μεταβαλλόμενης φύσης, τη δράση του νείκους και της φιλότητας, την σύνθεση των αντιθέτων, την κοσμογονική επενέργεια του έρωτα ως κοσμικής έλξης, την έννοια της αρμονίας ως προϊόντος της δυναμικής των αντιθέσεων, αλλά και την έννοια του ενός και μοναδικού αρχικού αιτίου, του θεϊκού υποκειμένου της γένεσης.103

Τη διάσταση ανθρώπινου και κοσμικού λόγου τονίζει η φιλοσοφία του Ηράκλειτου, όταν προσδιορίζει μια ρυθμιστική αρχή, τον κοινό σε όλα τα πράγματα λόγο, που όμως οι άνθρωποι δεν μπορούν να τον κατανοήσουν104. Πρόκειται για την νομοτέλεια της κοσμικής Δίκης που διέπει την κανονικότητα των φυσικών φαινομένων και που δεν είναι δυνατόν να παραβιαστεί, καθώς δυνάμεις ανώτερες της ανθρώπινης υπόστασης – τοποτηρητές και προστάτες της Δίκης – εξασφαλίζουν την αρμονική συνέχιση και τήρησή της. Η ύψιστη δύναμη – ρυθμιστική αρχή, σύμφωνα με τα αποσπάσματα που αποδίδονται στον Ηράκλειτο, έχει αιώνια ισχύ και ύπαρξη.105

Η ενότητα της φύσης απασχολεί και τον Εμπεδοκλή, πράγμα που υποδηλώνει την συνειδητοποίηση συγκρούσεων και αντιθέσεων που δρουν σε αυτήν, κατά το πρότυπο ανθρωπολογικών φαινομένων και συμπεριφορών. Η κεντρική ιδέα του κοσμικού συστήματος που εισηγήθηκε ο Εμπεδοκλής, έγκειται στην παρουσία τεσσάρων βασικών δομικών στοιχείων της ύλης, τα οποία συμβολίζουν τα τέσσερα στοιχεία, η ανάμειξη και ο διαχωρισμός των οποίων συντελούν στην δημιουργία των όντων.106 

Το πιο ενδιαφέρον σημείο της κοσμολογίας του Εμπεδοκλή είναι το ζήτημα της προέλευσης των τεσσάρων στοιχείων, τα οποία δεν παραμένουν στατικά, αλλά αντιθέτως τελούν υπό την επίδραση ενός αντιθετικού ζεύγους δυνάμεων, της φιλότητος και του νείκους. Η φιλότης, η οποία συντελεί στην ένωση των τεσσάρων στοιχείων συγκροτεί έναν τέλειο κόσμο, εν αντιθέσει προς το νεῖκος, το οποίο διασπά αυτήν την ενότητα, δημιουργώντας έτσι τα τέσσερα στοιχεία. 

Η κατάσταση, κατά την οποία επικρατεί η φιλότης και τα τέσσερα στοιχεία είναι ενωμένα, ονομάζεται από τον Εμπεδοκλή Σφαῖρος, και διαθέτει τα εξής χαρακτηριστικά: 1) Αποτελεί ἄποιον ποιότητα, καθώς όλα τα στοιχεία εντός του αποβάλλουν το οἰκεῖον εἶδος107. Η φύση του επομένως, είναι διαφορετική εν σχέσει προς αυτήν των τεσσάρων στοιχείων. 2) Ο Σφαῖρος περιγράφεται ως νοητός κόσμος και ἀρχέτυπον του αισθητού108. Αντιπροσωπεύει ένα στάδιο του σύμπαντος το οποίο δεν είναι προσιτό στις αισθήσεις και προφανώς προϋπάρχει της υλικής δημιουργίας του σύμπαντος. 3) Είναι ἴσος αὑτῷ109, ιδιότητα που προφανώς οφείλεται στο σφαιρικό του σχήμα, το οποίο κατά τους αρχαίους Έλληνες ήταν συνώνυμο της τελειότητας. 4) Σύμφωνα με τον Σιμπλίκιο, ο Εμπεδοκλής υμνεί τον Σφαῖρον ως θεό110, γεγονός, το οποίο έρχεται σε αντίφαση με την φθαρτή του φύση λόγω της διάσπασης που υφίσταται από το νεῖκος.111

Οι Λεύκιππος (5ος αι. π.Χ.) και Δημόκριτος (460– 370 π.Χ.) υποστήριξαν ότι η φύση αποτελείται από το πλήρες και το κενόν, τα οποία αποκαλούν ὄν και μή ὄν (Αριστοτέλης, Μετά τά Φυσικά, 985, b 4– 10 και DK 67 a, 6). Επιπλέον η φύση στις θεμελιώδεις της μορφές διαθέτει άπειρες αρχές, οι οποίες είναι άτομες, αδιαίρετες και απαθείς, εξαιτίας του ότι είναι συμπαγείς, ενώ δεν διαθέτουν κενό, καθώς η διαίρεση αποδίδεται στο κενό που υπάρχει στα σώματα.112 Προφανώς επίσης, ο όρος ά–τομο (α στερητικό – τομή), καταδεικνύει ότι είναι αδύνατο να διαιρείται επ’ άπειρον, καθώς πρέπει να υπάρχει ένα τελικό όριο στην διαίρεσή του. Τα άτομα επίσης χαρακτηρίζονται ως ομοφυή, καθώς έχουν κοινές ιδιότητες, με τις μόνες διαφορές να παρουσιάζονται στο σχήμα, στην τάξη και στην θέση113, γεγονός που είναι σαφές ότι επηρεάζει και τις φυσικές διεργασίες. Χαρακτηριστικό των ατόμων είναι ότι παραμένουν αναλλοίωτα και δεν υφίστανται καμία επίδραση, όπως αυτές που γίνονται αντιληπτές από τον άνθρωπο μέσω των αισθήσεων114. Κατά συνέπεια, η ανθρώπινη διανόηση δεν δύναται να προσεγγίσει τις βασικές δομές της φύσης, ο άνθρωπος δεν αντιλαμβάνεται τη φύση στις θεμελιώδεις της μορφές. Σημαντικό στοιχείο της κοσμολογίας των ατομικών είναι η αναφορά στον δημιουργικό ρόλο του κενού. Ειδικότερα, εντός του μεγάλου αρχικού κενού δημιουργούνται μικρότερα κενά όπου πέφτουν τα άτομα που αποσπώνται από το αρχικό κενό, λόγω της ανομοιότητάς τους115. Ωστόσο, είναι φανερό ότι στην προκειμένη περίπτωση γίνεται λόγος για δύο είδη κενών. Συγκεκριμένα, το μεν πρώτο αντιστοιχεί στον κενό χώρο όπου κινούνται τα άτομα, ενώ τα δευτερογενή κενά είναι οι χώροι όπου συγκεντρώνονται τα αποσπώμενα άτομα, που μάλιστα αντιστοιχούν σε διαφορετικούς κόσμους που ενδέχεται να διαθέτουν διαφορετικά χαρακτηριστικά από τον δικό μας116.

Ο Πυθαγόρας (570– 496 π.Χ.) υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της προσωκρατικής φιλοσοφίας και η επίδρασή του ήταν φανερή όχι μόνο στην κλασική περίοδο της φιλοσοφίας και ιδιαίτερα στον Πλάτωνα, αλλά και σε μεταγενέστερες σχολές, ακόμη και κατά τα ρωμαϊκά χρόνια (νεοπυθαγόρειοι). Ο Πυθαγόρας και οι μαθητές έβλεπαν την πραγματικότητα σαν σύνολο δέκα αντίθετων διπόλων: πέρας – άπειρον, άρτιον – περιττόν, έν – πλήθος, δεξιόν – αριστερόν, άρρεν – θήλυ, ηρεμούν – κινούμενον, ευθύ – καμπύλον, φώς – σκότος, αγαθόν – κακόν, τετράγωνον – ετερόμηκες.117

Η σκέψη του Πυθαγόρα είναι συνυφασμένη με την περιγραφή του σύμπαντος βάσει των μαθηματικών, καθώς οι αριθμοί αποτελούν τις αρχές των πραγμάτων, ενώ ακόμη και ο ίδιος ο ουρανός αποτελεί αριθμό118. Δεν απέδιδε στους αριθμούς ποσοτική αξία, τους θεωρούσε φορείς της ουσίας των όντων. Ως αρχή των πάντων έθετε την αριθμητική μονάδα, η οποία αντιστοιχεί στον θεό, ενώ η δυάδα που αντιστοιχεί στον κόσμο, αποτελεί το επόμενο στάδιο της εξελικτικής διαδικασίας119. Κατά συνέπεια, από την μονάδα και δευτερευόντως από την δυάδα προέρχονται όλα τα όντα, η γη, τα ουράνια σώματα αλλά και όλοι οι αριθμοί, οι γραμμές και τα επίπεδα σχήματα120. Η τριάδα κατά τους Πυθαγορείους θεωρείται ο πρώτος αριθμός121. Χαρακτηριστική είναι επίσης και η αναφορά του Πυθαγόρα στην περίφημη αρμονία των σφαιρών, σύμφωνα με την οποία οι πλανήτες κατά την κίνησή τους παράγουν κάποιον ήχο, συνδυάζοντας με αυτόν τον τρόπο την μουσική με την κοσμική αρμονία122.[Η NASA αποκάλυψε τη “Μουσική των Σφαιρών” του Πυθαγόρα]

Η δομή της επικούρειας φυσικής – παρότι πολύ μεταγενέστερη της πλατωνικής – είναι θεμελιωμένη πάνω στην θεωρία των ατομικών φιλοσόφων: Λεύκιππος και Δημόκριτος, στο δεύτερο μισό του 5ου π.Χ. αιώνα, υποστήριξαν πώς ό,τι υπάρχει ανάγεται σε δύο και μόνο είδη πραγμάτων, στο πλήρες (που συγκροτείται από αδιαίρετα σώματα) και στο κενό (ο κενός χώρος)123. Άτομο και κενό είναι οι θεμελιώδεις έννοιες και της επικούρειας φυσικής φιλοσοφίας124. Επί πλέον, κατά τον Επίκουρο, τα πάντα κατέχονται από σώματα και τόπο125. Επομένως, στο επικούρειο σύμπαν υπάρχουν δύο στοιχεία: η ὕλη, η οποία αποτελούμενη από άτομα, γεννιέται και φθείρεται και ο κενός χῶρος, ο οποίος χαρακτηρίζεται ως ἀναφής φύσις126, οντότητα που δεν ψηλαφείται, είναι απροσπέλαστη.

Ο Σέξτος ο Εμπειρικός μάλιστα διαχωρίζει την επικούρεια θεωρία της φύσης από την στωική, επειδή η τελευταία ορίζει τη χώρα ως μερικώς άδειο και μερικώς γεμάτο χώρο127. Αντίθετα, ο χώρος του επικούρειου σύμπαντος είναι απόλυτα κενός και απροσπέλαστος. Ακόμη, ο κενός χῶρος είναι άπειρος, και ως εκ τούτου πρέπει και η ύλη να είναι άπειρη, διότι δεν θα ήταν δυνατόν να διασωθεί ύλη πεπερασμένη σε απέραντη έκταση και θα μηδενιζόταν. Τα έσχατα συστατικά της ύλης είναι τα άτομα, τα οποία είναι αδιαίρετα, διότι εάν επιδέχονταν επ’ άπειρον διαίρεση, θα είχαν μέσα τους κάποιο κενό και επομένως, η ύλη πάλι θα μηδενιζόταν. Τα άτομα κινούνται, όπως και στο δημοκρίτειο σύμπαν, αλλά ο Επίκουρος εισάγει τον όρο παρέγκλισις, μια ελάχιστη δηλαδή απόκλιση από την κάθετη κίνηση των ατόμων, στην οποία οφείλεται η σύγκρουση μεταξύ των απειροελαχίστων ατόμων (αποπαλμός), ενώ γίνεται η αιτία να δημιουργηθούν ποικίλοι συνδυασμοί μεταξύ τους. Με τον όρο της παρεγκλίσεως που εισηγείται ο Επίκουρος, έρχεται σε αντιπαράθεση με την αιτιοκρατία των στωικών επηρεάζοντας την εξέλιξη μεταγενέστερων κοσμοαντιλήψεων.

Ο Επίκουρος αναζητεί στη φιλοσοφία της φύσης και στην μελέτη των ουρανίων, την απαλλαγή του αδύνατου ανθρώπου από το φόβο και την ψυχική ανησυχία128. Και κυρίως της αποδίδει το ρόλο να βοηθήσει τον άνθρωπο να ανταποκριθεί στο φόβο του θανάτου, στην ανησυχία που του προξενεί το άγνωστο για τα συμβαίνοντα στον ουρανό. Σύμφωνα με τους επικούρειους κανόνες, θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ο φόβος του θανάτου, αλλά και να συνοδεύεται με ορθολογική διαχείριση των απολαύσεων και των πόνων129.

Δημόκριτος και Επίκουρος, όπως επισημαίνει ο Marx, καταλήγουν σε διαμετρικά αντίθετα αποτελέσματα, αλλά είναι άξιο λόγου να δούμε ότι ενώ για τον Δημόκριτο ο Marx επιφυλάσσει τα πλέον κριτικά σχόλια όσον αφορά στην ικανότητα του αρχαίου φιλοσόφου να συμφιλιώσει αντιφατικά στοιχεία του εγγενούς στη σκέψη του δυισμού μεταξύ αισθητού (αἰσθήσεως) και νοητού στοιχείου (ἀτόμου), για τον Επίκουρο δεν κρύβει την εκτίμησή του, κυρίως σε σχέση με την χωρίς αμφιβολία αποδοχή της πρωτοκαθεδρίας της γνωστικής αξίας των αισθήσεων130. Ο Επίκουρος προτείνει ένα εμπειριστικό επιστημολογικό σύστημα, σύμφωνα με το οποίο τα προσιτά από τις αισθήσεις μας φαινόμενα θεωρούνται αληθή και θεμελιώνει την επιστήμη σε μια εμπειρική μεθοδολογία131. Επιπλέον, το σύστημά του είναι νατουραλιστικό, γιατί εξηγητική προτεραιότητα έχει η συμπεριφορά των υλικών ουσιών καθώς και των ανθρώπινων πραγμάτων, με βάση τις παραδοχές της ατομικής θεωρίας για τη σύσταση και τη δομή τους. Πράγματι, ο Επίκουρος προσπαθεί να εξηγήσει όλα τα φυσικά φαινόμενα, ως αποτέλεσμα της κίνησης των ατόμων μέσα στο χώρο.

Σημειώσεις


103. Ευτ. Μπιτσάκης, Η φύση στη Διαλεκτική φιλοσοφία, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1974, σελ. 9 και 42: όπου η φύση αποκτά ηθικές προεκτάσεις, συνδέεται με την έννοια της ουσίας που χαρακτηρίζει το ανθρώπινο υποκείμενο, όπως είναι εμφανές στο προλογικό σημείωμα, όπου «θα μιλήσουμε για τη φύση που μέσα στην άχρωμη γενίκευσή της μπορεί να συλλάβει την ουσία της φύσης του χωρικού, του ποιητή και του επιστήμονα». Επίσης Ησιόδου, Θεογονία, 112 – 122, Γένεσις 1, 1 – 5. Σύγκρινε με την φυσιοκρατία των Ορφικών ως προς τη δημιουργία του κόσμου χωρίς υποκείμενο: G. Thomson, The First Philosophers: Studies in Ancient Greek Society, Lawrence & Wishart, London (πρώτη έκδοση 1955), 1972, σελ. 234 κ.ε. Πρβλε Ά. Λάζου – Κ. Καλαχάνης (επιμ.), Στοιχεία Φιλοσοφίας της φύσης, ό.π.

104. Σέξτος Εμπειρικός, Προς μαθηματικούς, 8, 132.

105. Ηράκλειτος, Απόσπ. Β 94.

106. Αέτιος, De Plac. Ι 30, 1 (Β8).  

107 Φιλόπονος, Π. Γεν κ. Φθορ. 19,3-6 (Α 41).

108 Σιμπλίκιος, Σχόλια εις φυσικά,31,18-19.

109. Ιππόλυτος, Έλεγχος, 7,29,13.

110. Σιμπλίκιος, Εις Π. Ψυχής, 70, 17.

111. Σε μία άλλη μαρτυρία μάλιστα, αναφέρεται ότι κατά τον Εμπεδοκλή υπάρχει μία αιτία - ὑπέρ νοῦν - που ονομάζεται Ἱερά φρήν. Επομένως η φθαρτότητα του Σφαίρου όχι μόνο δεν αναιρεί την παρουσία του θεϊκού στοιχείου στην κοσμική σύσταση, αλλά τονίζει ότι το σύμπαν θα πρέπει να βρίσκεται σε μία κατάσταση τελειότητας πριν καταστεί αισθητό από τις ανθρώπινες αισθήσεις: Αμμωνίου, Π. Ερμηνείας, 249, 9. Πρβλε Κ. Καλαχάνης, «Θεωρίες Ενότητας της Φύσης: από την αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία στην σύγχρονη Φυσική», Physics News, Ένωση Ελλήνων Φυσικών, τεύχος 11, 2015, σελ. 30-33.  

117. Αριστοτέλης, Μετά τα φυσικά, 986a, 22.

118. Ό.π., 985b 15-21.

119. Αέτιος, Αρεσκ.Ι 3, σελ. 276-282.

120. Διογένης Λαέρτιος, Βίοι, VIII, 25.

121. Υποστηρίζεται μάλιστα «ότι η λέξη αριθμός προέρχεται εκ του ρήματος αραρίσκω (=συνάπτω, ενώνω, συναρμόζω, βάλλω ομού) και της προστακτικής ίθι του ρήματος είμι (=ελθέ, ύπαγε). Κατά συνέπεια, αριθμός σημαίνει συνταιριάζω και προχωρώ ή/και συνενώνω και προχωρώ με σταθερό βηματισμό»: Χ. Σπυρίδης, «Περὶ τοῦ ζῳογονικοῦ ὀρθογωνίου τριγώνου οὕτινος οἱ ἀριθμοὶ τῶν πλευρῶν τριὰς τετρὰς πεντάς, ὁ ἐκ πάντων δυωδεκὰς καὶ τὸ ἐμβαδὸν ἑξάς», Τόμος πρακτικών 3ου Επιστημονικού Συνεδρίου Φιλοσοφία και Κοσμολογία, εκδ. Αιγηίς, Πειραιάς, 2015, σελ. 62.

122. Γράφει χαρακτηριστικά ο Ιάμβλιχος ότι «έχοντας μία ανείπωτη και δυσεξήγητη θεϊκότητα, επέτεινε την ακοή του στους ήχους και προσήλωνε τον νου του στις υπερκόσμιες συμφωνίες, ακούοντας βαθιά, όπως έδειχνε μόνος αυτός και καταλαβαίνοντας την παγκόσμια αρμονία των σφαιρών και των αστεριών, που κινοῦντο γύρω από αυτές και τη συμφωνία, που δημιουργούσε μελωδία πληρέστερη και τελειότερη από οποιονδήποτε άλλο επιτελούμενο από ήχους. Και αυτή η συμφωνία ήταν επίσης το αποτέλεσμα των ανομοίων και ποικιλόμορφα διαφορετικών ήχων, ταχυτήτων, μεγεθών και διαλειμμάτων. Όλα όμως αυτά διευθετημένα μεταξύ τους αρμονικά με κάποιον ωραιότατο μουσικό τρόπο, αποτελούμενο δηλαδή από κίνηση και περιστροφή μελωδικότατη και ταυτόχρονα κατά ποικίλους τρόπους πάρα πολύ ωραία»: Ιάμβλιχος, Πυθαγορικός βίος, 65. Πρβλε Κ. Καλαχάνης, «Η φύση στην Προσωκρατική σκέψη», στο Στοιχεία φιλοσοφίας της φύσης, ό.π., 2015.  

123. Ο Σιμπλίκιος αναφέρει σχετικά «… καί Δημόκριτος τό πλῆρες καί τό κενόν, ὦν τό μέν ὡς ὄν, τό δέ ὡς οὔκ ὄν εἷναί φησιν». Το πρώτο (τό πλῆρες) αντιστοιχεί στο ὄν και το δεύτερο στο μή ὄν. Simplic I. c. σελ.326, (b 1-2 = GAGIX, σελ.44, 16 - 17). Παραπομπή του Karl Marx, στην Διατριβή: Κ. Μαρξ, Διαφορά της δημοκρίτειας και επικούρειας φυσικής φιλοσοφίας (Differenz der demokritischen und epikureischen Naturphilosophie, 1841), μετάφρ., εισαγ., και σχόλ. από τον Π. Κονδύλη, εκδ. Γνώση, Αθήνα, 1983, Σημειώσεις – πρώτο μέρος, ΙV, σελ. 148. Πρβλε Ά. Λάζου – Κ. Καλαχάνης, Στοιχεία φιλοσοφίας της φύσης, τ. Α΄, ό.π., σελ. 129 – 146.

124. Η διδασκαλία του για την ατομική δομή της ύλης, διατυπώνεται σε δύο κύριες πηγές: στην Επιστολή πρός Ηρόδοτο και στο ποίημα του Λουκρητίου De rerum Natura (Περί φύσεως). Βλ. D.S. Hutchinson, ό.π, σελ. 11 – 17: «…η De natura rerum είναι, όπως επιβεβαιώνει ο τίτλος της, έργο της φυσικής, γραμμένο στη σεβάσμια παράδοση της ελληνικής πραγματείας».

125. «… ἀλλά μήν καί τό πᾶν ἐστί «σώματα καί κενόν», Epicurus, Ep Hdt. 39 – 40, εις A. A. Long & D. N. Sedley, The Hellenistic Philosophers: Volume 1, Translations of the Principal Sources with Philosophical Commentary, Cambridge University Press, Cambridge, 1987, σελ. 20. «…Επίκουρος ὀνόμασιν πᾶσιν παραλλάττειν κενόν τόπον χώρα…», Aetius I.20.1, εις A. A. Long & D. N. Sedley, The Hellenistic Philosophers, ό.π., 1987, σελ. 21. «…διό προληπτέον ὅτι κατά τον Επίκουρον τῆς ἀναφοῦς καλουμένης φύσεως τό μέν τί ὀνομάζεται κενόν τό δε τόπος τό δε χώρα, μεταλαμβανομένων κατά διαφόρους ἐπιβολάς τῶν ὀνομάτων…», Sextus Empiricus, M.10.219, εις M.10.219, εις A. A. Long & D. N. Sedley, ό.π., σελ. 25.

126. «κενόν ἐστι φύσις ἀναφής, τουτέστιν ἀψηλάφητος.»: H. Usener, Epicurus Epicurea, Cambridge Library Collection - Classics, Cambridge University Press, Cambridge, 2010, σελ. 129.  

127. A. A Long, Οι Προσωκρατικοί Φιλόσοφοι: Εισαγωγή Συστατικών Μελετημάτων, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα, 2007, σελ. 267.

128. R. W. Sharples, Στωικοί, Επικούρειοι και Σκεπτικοί. Μια εισαγωγή στην Ελληνιστική φιλοσοφία, μετάφρ. Μ. Λυπουρλή, Γ. Αβραμίδης, Θύραθεν, Θεσσαλονίκη, 2002, σελ. 45.

129. «…Εἰ μηθὲν ἡμᾶς αἱ τῶν μετεώρων ὑποψίαι ἠνώχλουν καὶ αἱ περὶ θανάτου͵ μήποτε πρὸς ἡμᾶς ᾖ τι͵ ἔτι τε τὸ μὴ κατανοεῖν τοὺς ὅρους τῶν ἀλγηδόνων καὶ τῶν ἐπιθυμιῶν͵ οὐκ ἂν προσεδεόμεθα φυσιολογίας.…». Διογένη Λαερτίου, Βίων και Γνωμῶν τῶν ἐν φιλοσοφίᾳ εὐδοκιμησάντων, τ. ΙΙ, X, Επίκ. Κύριαι Δόξαι, ΙΙ, Ι2, Ι3, Harvard University Press, Cambridge, Massachusetts, London, 1991. Πρβλε. D.S. Hutchinson, ό.π., σελ. 40. Σύμφωνα με τον Επίκουρο, «Πρέπει επίσης, να θεωρούμε ότι έργο της φυσιολογίας (φυσικής επιστήμης) είναι να εξακριβώσουμε την αιτία των κυριοτέρων φαινομένων και ότι η μακαριότητά μας εξαρτάται από τη γνώση των ουρανίων φαινομένων και της αληθούς φύσης των ουρανίων σωμάτων και όσα σχετίζονται με αυτήν τη γνώση. Ακόμη ότι δεν έχει σημασία η πολλαπλότητα των αιτιών και το ενδεχόμενο ότι μπορεί να είναι αλλιώς τα πράγματα, αλλά απλώς να πιστεύουμε ότι τίποτα, απ’ όσα προκαλούν αμφιβολία ή ταραχή, δεν συνδέεται με την άφθαρτη και μακάρια φύση, κάτι που είναι απλό γιά να το καταλάβει ή διάνοιά μας.» Διογένη Λαερτίου, Επιστολή προς Ηρόδοτο, 10.78, ό.π.  

130. Cicero, On the Nature of the Gods, I, 25. Πρβλε του ιδίου, On the Highest Goods and Evils, I, 7 και Ψευδο-Πλουτάρχου, On the Sentiments of the Philosophers, IV, σελ. 287, Περί των αρεσκόντων φιλοσόφοις φυσικών δογμάτων, δ’ βιβλίον, κεφ. ηʹ. Περὶ αἰσθήσεως καὶ αἰσθητῶν: «Ἐπίκουρος· τὸ μόριόν ἐστιν ἡ αἴσθησις, ἥτις ἐστὶν ἡ δύναμις, καὶ τὸ ἐπαίσθημα, ὅπερ ἐστὶ τὸ ἐνέργημα· ὥστε διχῶς παρ´ αὐτῷ λέγεσθαι, αἴσθησιν μὲν τὴν δύναμιν, αἰσθητὸν δὲ τὸ ἐνέργημα» και κεφ. θʹ. Εἰ ἀληθεῖς αἱ αἰσθήσεις καὶ φαντασίαι: « Ἐπίκουρος πᾶσαν αἴσθησιν καὶ πᾶσαν φαντασίαν ἀληθῆ, τῶν δὲ δοξῶν τὰς μὲν ἀληθεῖς τὰς δὲ ψευδεῖς· καὶ ἡ μὲν αἴσθησις μοναχῶς ψευδοποιεῖται (τὰ) κατὰ τὰ νοητά, ἡ δὲ φαντασία διχῶς· καὶ γὰρ αἰσθητῶν ἔστι φαντασία καὶ νοητῶν.». Παραθέτει ο Μ. George, στο K. Marx, The Difference between the Democritean and Epicurean Philosophy of Nature, μετάφρ. Μ. George, google books, Manchester, 2012, σελ. 24, υποσ. 52.

131. St. Everson, «Epicureanism», εις Routledge History of Philosophy, Volume II. From Aristotle to Augustine, επιμ. David Furley, RKP, London και New York, 1999, κεφ. 6, σελ. 188. Πρβλε Ά. Λάζου, «Η επικούρεια φιλοσοφία της φύσης κατά τον νεαρό Marx & οι συνέπειές της για τον άνθρωπο», στο Στοιχεία φιλοσοφίας της φύσης, τ. Α΄, ό.π., σελ. 237 – 262.

Δεν υπάρχουν σχόλια: