Τετάρτη 3 Μαρτίου 2021

Άννα Λάζου - ΑΝΘΡΩΠΟΣ, Ο ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ (7)

 Συνέχεια από: Κυριακή, 28 Φεβρουαρίου 2021

ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ΚΟΣΜΟΣ & Ο ΠΛΑΤΩΝΙΚΟΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ

Εισαγωγικά

Το θέμα της ύπαρξης του θεού – υπό την προϋπόθεση της δημιουργίας του κόσμου και του ανθρώπου από αυτόν – συνιστά κεντρικό φιλοσοφικό ζήτημα που διαφωτίζει και τη σχέση ανθρώπου – κόσμου. Μια επισκόπηση της καρτεσιανής φιλοσοφίας ή της νοησιαρχίας του George Berkeley μας επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι ο άνθρωπος διανοείται την ύπαρξη του θείου ως συνέπεια της έλλογης προσπάθειάς του να συλλάβει την απειρότητα του κόσμου και ακολουθεί δύο αντίστροφες μεταξύ τους διαδρομές είτε τον ορίζει ως το ον που εφοδιάζει τη συνείδησή του με τις κατάλληλες νοητικές δυνάμεις, για να αντιλαμβάνεται και να εννοεί την ουσία της δημιουργίας, όσο και του ίδιου του θείου, είτε τον εαυτό του ως την μοναδική πηγή των εννοιών αυτών και όλων των παραστάσεων. Ο άνθρωπος είναι εκείνος που δίνει υπόσταση, νόημα και σημασία στον κόσμο και στον θεό του, καθώς εμπλέκεται στο θρησκευτικό βίωμα. Θεός και λόγος, οι δυο πυλώνες της δυτικής μεταφυσικής είναι δημιουργικά προϊόντα του ανθρώπου και του πολιτισμού του, διανοήματα της έμπρακτης απτής πραγματικότητάς του. Υπό την προϋπόθεση αυτή, ο θεός – δημιουργικό υποκείμενο της κοσμογένεσης και ο λόγος – εννοιακή σύλληψη της ενιαίας φυσικομαθηματικής δομής, υπόκεινται σε κανόνες και εξηγούνται με βάση νόμους που προκύπτουν από την μελέτη, κατανόηση και ανάλυση του πολιτισμού, εντός του οποίου αναδύθηκαν με την ενεργό προσπάθεια της ανθρώπινης διάνοιας που – με αυτές τις έννοιες – φθάνει να γνωρίσει τον εαυτό της, να δει τον εαυτό της προβεβλημένο στον κόσμο. Τούτο στρέφει την προσοχή μας από τον δημιουργό εκτός του κόσμου, στον άνθρωπο ως δημιουργό της έννοιας του δημιουργού. Ο άνθρωπος με τη σημασία αυτή, είναι ένα ενεργό υποκείμενο, υποκείμενο φυσικο-πνευματικής δραστηριότητας, ένας ζωντανός οργανισμός που δρα εντός κοινωνίας και διαμορφώνει διαρκώς με τη δραστηριότητά του τις σχέσεις του με τη φύση και τους άλλους ανθρώπους και ακόμη με τις ίδιες τις έννοιές του. Την αφετηρία αυτής της τοποθέτησης ανιχνεύουμε στις πλατωνικές αντιλήψεις για το δημιουργό.

i. Δημιουργός και κόσμος κατά τον Πλάτωνα

Προσδιορισμούς της έννοιας του δημιουργού σε σχέση με τον κόσμο και την εξωτερική πραγματικότητα, μπορούμε να αντλήσουμε στην ιστορία των ιδεών, κατά προτεραιότητα από το πλατωνικό έργο: στην Πολιτεία, για παράδειγμα, σε σχέση με τη δικαιοσύνη και την πολιτειακή κατάταξη, η ανομοιότητα των φυσικών κλίσεων των ανθρώπων ανταποκρίνεται στη διαίρεση τριών τάξεων πολιτών, μία εκ των οποίων είναι αυτή των δημιουργών, τρίτη στη σειρά κατάταξης66. Με ανάλογο τρόπο γίνεται και ο διαχωρισμός στην περιοχή του νοητού: σε ένα τμήμα του νοητού η ψυχή χρησιμοποιεί τα πράγματα ως εικόνες, ενώ στο κατώτερο τμήμα αυτά, δηλαδή τα έμβια όντα, καθετί φυσικό και τα ανθρώπινα δημιουργήματα, θεωρούντο ως αντικείμενα μίμησης67. Η ψυχή είναι έδρα της δημιουργικότητας, η οποία στην πλατωνική Πολιτεία, ως δράση της ψυχής, στρέφεται είτε προς τα αληθινά κι αιώνια πράγματα είτε προς τα απατηλά φαινόμενα. Μάλιστα, η μίμηση, καθώς τοποθετείται στην κατώτατη θέση σε σχέση με τη δύναμή της να επηρεάζει το κατώτερο τμήμα της ψυχής, θα μπορούσε να εκληφθεί κατά μία έννοια, όψη της δημιουργίας68. O μιμητικός καλλιτέχνης εν τούτοις δεν απευθύνεται στο ευγενικό μέρος της ψυχής, στο λογιστικό, αλλά δυναμώνοντας το επιθυμητικό της μέρος, αφανίζει το λογικό69, καθώς από παλιά η ποίηση και η φιλοσοφία έχουν κάποια διένεξη («παλαιὰ μέν τις διαφορὰ φιλοσοφίᾳ τε καὶ ποιητικῇ») 70. Ο ζωγράφος δεν μιμείται κάθε φορά την πραγματικότητα, όπως αυτή υπάρχει στη φύση, αλλά μιμείται τα κατασκευάσματα των δημιουργών και μάλιστα όχι όπως αυτά είναι, αλλά όπως αυτά φαίνονται. Έχει στραμμένο το βλέμμα του όχι στο πραγματικό ον, αλλά στο φαινομενικό ον (598a1-b4). Μιμείται, επομένως, τις φαινομενικότητες, έτσι όπως φαίνονται και γι’ αυτόν τον λόγο είναι τρεις φορές απομακρυσμένος από την αλήθεια71. Η μόνη ποίηση, η οποία θα γίνεται αποδεκτή στην πόλη θα είναι οι ύμνοι στους θεούς και τα εγκώμια για τους άξιους ανθρώπους72. Η ίδια η δημιουργικότητα κατά τον Πλάτωνα διακρίνεται σε αυθεντική ή μιμητική73. Από τη στιγμή μάλιστα που οι τέχνες απευθύνονται στο κατώτερο και πιο ευάλωτο μέρος της ανθρώπινης ψυχής, το επιθυμητικό (Πολιτεία X 603b), ο πολίτης κινδυνεύει να παρασυρθεί στην ανηθικότητα και την πλάνη, κι αυτό για τον Πλάτωνα, που η ηθική και η αλήθεια αποτελούν θεμέλια της φιλοσοφίας του, είναι απαγορευτικό74. Η μίμηση, αντί να κατευνάζει, ισχυροποιεί τα πάθη, καθιστά την ψυχή οδηγό στη ζωή του ανθρώπου και τον υποβιβάζει στην ηθική κλίμακα. Ο Μανόλης Ανδρόνικος υποστηρίζει πως η έννοια της μίμησης αντιμετωπίζεται μονοδιάστατα από τον Πλάτωνα, εξετάζεται απογυμνωμένη, ως απλή απομίμηση75. Το γεγονός ωστόσο ότι αφιερώνει σημαντικό μέρος του συγγραφικού του έργου στην έννοια αυτή, δείχνει ότι της αναγνωρίζει κάποια αξία76. Τη στάση του Πλάτωνα απέναντι στη μίμηση αναδεικνύει ένα μεταγενέστερο της Πολιτείας έργο, ο Φαῖδρος. Μια συγκεκριμένη αναφορά του Σωκράτη στην καλή μίμηση του ωραίου, κάλλος εὖ μεμιμημένον, αποτελεί για τον Στέλιο Ράμφο αδιάψευστη μεταστροφή στον τρόπο που ο Πλάτωνας αντιμετωπίζει τη μίμηση. Εκεί, η μίμηση νομιμοποιείται, απ’ τη στιγμή που «ειδοποιεί τα αισθητά και τους εμφυσά τη ζωή της αλήθειας» 77. Πρόκειται για το αισθητό κάλλος, είδωλο και φωτεινό ομοίωμα του ιδεατού. Στη θέα της γήινης ομορφιάς, οι έκπτωτες σε ανθρώπινα σώματα ψυχές επαναφέρουν τη μνήμη της ουράνιας, και μέσω του έρωτα αναζητούν τα φτερά για την επανύψωσή τους στον αιώνιο ιδεατό κόσμο (Φαῖδρος 250– 251a).78

Για να κρατήσουμε το νήμα παρακολούθησης της έννοιας της δημιουργίας ως πράξης μιμητικής – με την οποία ξεκινήσαμε – συνεχίζουμε με τον μεταγενέστερο της Πολιτείας Τίμαιον, όπου μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι επιφυλάσσεται στα μιμήματα μια καλύτερη και σημαντικότερη από ό,τι στην Πολιτεία σημασία, καθώς παρουσιάζονται απαραίτητα για την κατανόηση των τεχνικών λεπτομερειών της κοσμικής δημιουργίας. Στο 40d του Τιμαίου, «μετὰ ταῦτα γενησομένων τοῖς οὐ δυναμένοις λογίζεσθαι πέμπουσιν, τὸ λέγειν ἄνευ δι’ ὄψεως τούτων αὖ τῶν μιμημάτων μάταιος ἂν εἴη πόνος», ο Τίμαιος παραδέχεται ότι χωρίς την στενή παρατήρηση των αστρονομικών διαγραμμάτων και άλλων οπτικών απεικασμάτων των ουράνιων σφαιρών και της διάταξής τους, δεν γίνεται παρά με λεκτικές μεταφορές και μύθους που περιγράφουν τον κόσμο, να μεταφερθεί η πολυπλοκότητα του έργου του δημιουργού, έτσι ώστε να γίνεται κατανοητή στον μέσο άνθρωπο της πόλης που μετείχε στη δημόσια γιορτή των Παναθηναίων. Είναι λοιπόν συνδεδεμένη η συζήτηση για τη μιμητική φύση των τεχνών με την χρήση του όρου δημιουργός, η οποία εμφανίζεται συχνότατα στο πλατωνικό έργο, τις περισσότερες φορές με την καθημερινή σημασία του χειρωνάκτη τεχνίτη διαφόρων ειδικοτήτων: ζωγραφικής, κεραμικής, γεωργίας, υφαντουργίας, μεταλλουργίας, κηροπλαστικής, υφαντικής κ.ά., σε όλες τις φάσεις του. Χαρακτηριστική μάλιστα είναι και η θεώρηση του ρήτορα στον Γοργία, του νομοθέτη γλώσσας στον Κρατύλο ή του πολιτικού στον Πολιτικό, ως δημιουργών. Ιδιαίτερα στον Τίμαιον (23b κ.ε.) προβάλλεται μια θετικότατη απεικόνιση των τεχνών και με την αναφορά σε προκατακλυσμιαίους πολιτισμούς που κατείχαν ανώτερες γνώσεις σε σχέση με τις τέχνες, τις επιστήμες, τη νομοθεσία ή τη φιλοσοφία: πριν τον κατακλυσμό, ισχυρίζεται ο Πλάτωνας, καλλιεργήθηκαν όλες οι τέχνες που μπορούν να βρουν εφαρμογή στην ανθρώπινη ζωή, με υψηλό βαθμό τεχνογνωσίας και ανεπτυγμένη δεξιότητα των τεχνιτών σε αυτές. Στις τέχνες συμψηφίζονται η μαντική, η ιατρική, ακόμη και η πολιτική ή διάφορες τέχνες που σήμερα τις θεωρούμε καλλιτεχνικής υφής: υφαντική, μουσική, χορός. Παρόμοια σχετικά επαναλαμβάνονται στον Κριτία (110c κ.ε.) και στους Νόμους (Γ 687c– 681). Στα αποσπάσματα αυτά τουλάχιστον διαπιστώνεται χωρίς αμφιβολία, η προκατακλυσμιαία καταγωγή κατά τον Πλάτωνα των γνωστών τεχνών της εποχής του από έναν πολιτισμό ανώτερο τεχνολογικά και αισθητικά. Οι τέχνες που ο Πλάτωνας διαβεβαιώνει ότι δόθηκαν στον άνθρωπο από κάποιο θεό, μαρτυρούν την υψηλή προέλευση του πολιτισμού του, την εξαφάνιση και επανανακάλυψή τους.79

Όπως ο Β. Κάλφας επισημαίνει στην εμπεριστατωμένη μελέτη του, με τη χρήση του όρου δημιουργός ο Πλάτωνας αντιπαραβάλλει τους σχετικούς όρους βάναυσος ή χειρῶναξ ανακεφαλαιώνοντας κατ’ άλλους πρότερες αξίες του ελληνικού πολιτισμού ή επειδή αντιμετωπίζει φιλοσοφικά τα κυρίαρχα κοινωνικά taboo της εποχής του80. Στη συνέχεια, ο Πλάτωνας χρησιμοποιεί τον όρο δημιουργός με εξέχουσα σημασία, για να χαρακτηρίσει τον ίδιο τον θείο τεχνίτη, τον κατασκευαστή του σύμπαντος. Στον Τίμαιον ειδικά, η έννοια αυτή συνδέεται χαρακτηριστικά με το ρόλο του δημιουργού θεού. Αξιοποιώντας τη γόνιμη κι ευφάνταστη κοσμολογική σκέψη των προσωκρατικών φιλοσόφων, ο Πλάτωνας επιχειρεί να δώσει τη δική του ευλογοφανή εκδοχή, όσον αφορά στην παγίωση της μορφής και τη γένεση του κόσμου, καταλήγοντας στο κοσμοείδωλο ενός σύμπαντος ενιαίου, ως κόσμου δημιουργημένου, ένα κοσμοείδωλο που θα δεσπόσει στη Δύση για πολλούς αιώνες. Η έννοια αυτή απαντά εξ άλλου και στον Σοφιστή, όταν ο Ελεάτης Ξένος απευθύνεται στον Θεαίτητο και θέτει το ερώτημα για την προέλευση του κόσμου, για να αντιπαραβάλει το θεό – δημιουργό με τις θέσεις των φυσικών φιλοσόφων, που αναπτύσσονται στους Νόμους. Ο θεός, κατά τον Θεαίτητο μάλιστα, είναι εκείνος που ρυθμίζει τα πάντα στον δημιουργημένο από αυτόν κόσμο81. Έτσι λοιπόν, η έννοια του δημιουργού θεού, κοινή αντίληψη των διαλόγων Τιμαιος, Σοφιστής, αλλά και Πολιτικός και Φίληβος82, χωρίς να αναλύεται μεν περαιτέρω, αφήνει εν τούτοις ανοιχτή σε ερμηνευτικές εκδοχές μια σημαντικότατη υπόθεση: ότι ο δημιουργός καθίσταται και ο ρυθμιστής διατήρησης της ισορροπίας του δημιουργήματος, φέρει δηλαδή ευθύνη απέναντι σε αυτό, στο διηνεκές.83

ΣΧΟΛΙΟ: ΧΩΡΙΣ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΟΣ, ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΤΩΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΓΚΗ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ, ΤΗΝ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΤΗΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΕΠΕΚΕΙΝΑ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΑΓΑΘΟΥ, Ο ΠΛΑΤΩΝ ΠΡΟΣΦΕΡΕΤΑΙ ΓΙΑ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΑΤΟΜΙΚΩΝ ΜΑΣ ΠΡΟ-ΘΕΣΕΩΝ.

Σημειώσεις


66. «ὅτι (…) μὲν ἡμῶν φύεται ἕκαστος οὐ πάνυ ὅμοιος ἑκάστῳ, ἀλλὰ διαφέρων τὴν φύσιν»: 370a8-b1 και 415a7.

67. «ὡς εἰκόσιν χρωμένη ψυχὴ ζητεῖν ἀναγκάζεται ἐξ ὑποθέσεων, οὐκ ἐπ᾽ ἀρχὴν πορευομένη ἀλλ᾽ ἐπὶ τελευτήν», 510b4-6 και αντιστρόφως «τὸ δ᾽ αὖ ἕτερον —τὸ ἐπ᾽ ἀρχὴν ἀνυπόθετον— ἐξ ὑποθέσεως ἰοῦσα καὶ ἄνευ τῶν περὶ ἐκεῖνο εἰκόνων, αὐτοῖς εἴδεσι δι᾽ αὐτῶν τὴν μέθοδον ποιουμένη», 510b6-9.

68. Η μίμηση «έρχεται σε συνάφεια με το στοιχείο της ψυχής μας που βρίσκεται πολύ μακριά από τη φρόνηση» («πόρρω δ᾽ αὖ φρονήσεως ὄντι τῷ ἐν ἡμῖν προσομιλεῖ», 603a12-b1), δηλαδή το επιθυμητικό στοιχείο.

69. «Εγκαθιδρύει», τελικά η μιμητική τέχνη «στην ψυχή του καθενός ένα κακό πολίτευμα» («κακὴν πολιτείαν ἰδίᾳ ἑκάστου τῇ ψυχῇ ἐμποιεῖν», 605b7-8).

70. 607b5-6, βλ. επίσης «παλαιᾶς ἐναντιώσεως τούτων», 607c3.  

71. Απέχει άρα πολύ από την αλήθεια η μιμητική και, καθώς φαίνεται, καταφέρνει να τα φτιάχνει όλα, επειδή καταπιάνεται με ένα μικρό μέρος κάθε πράγματος, και μάλιστα με ένα είδωλό του (598b6-8).

72. «ὕμνους θεοῖς καὶ ἐγκώμια τοῖς ἀγαθοῖς», 607a3-5.

73. Τα δημιουργήματα αντιμετωπίζονται ως φαινόμενα «των πραγμάτων κι όχι» τα «αληθινά όντα» («φαινόμενα, οὐ μέντοι ὄντα γέ που τῇ ἀληθείᾳ», 596e4). «Ένας από τους δημιουργούς αυτής της λογής είναι (…) και ο ζωγράφος» («τῶν τοιούτων γὰρ (…) δημιουργῶν καὶ ὁ ζωγράφος ἐστίν», 596e6). Ενώ και ο ζωγράφος ένα κρεβάτι ε τον δικό του τρόπο κατασκευάζει, το κρεβάτι αυτό είναι «φαινομενικό» («φαινομένην», 596e11).

74. Χ. Μπανάκου-Καραγκούνη, Τέχνη και πραγματικότητα, ό.π., σελ. 21.

75. Μ. Ανδρόνικος Ο Πλάτων και η τέχνη, Νεφέλη, Αθήνα, 1986, σελ. 57.

76. Ό.π., σελ. 61.

77. Στ. Ράμφος, Μίμησις Εναντίον Μορφής, εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 1992, σελ. 35.

78. Στην ύπαρξη αυτής της διατύπωσης στηρίζει ο Ράμφος τον ισχυρισμό ότι ο Αριστοτέλης, ακριβώς επειδή έχει κατά νου τον φιλόσοφο ποιητή του Φαίδρου και όχι τον φιλόσοφο μιμητή της Πολιτείας, δεν βάλλει ευθέως κατά του Πλάτωνα. Η φανερή πρόθεσή του είναι να αμβλύνει την αντίθεση μεταξύ των δυο φιλοσόφων και να τονίσει χαρακτηριστικά ότι, με τα νήματα που έλαβε από τον δάσκαλό του, ο Αριστοτέλης πλέκει με το δικό του υφάδι μια ξεχωριστή σκέψη. Ό.π., σελ. 40, 49. Ο Αριστοτέλης στην Ποιητική, όπως και στους πλατωνικούς διαλόγους, με τον όρο μίμηση προϋποθέτει ότι το καλλιτεχνικό έργο κατασκευάζεται σύμφωνα με προϋπάρχοντα πρότυπα στη φύση των πραγμάτων, χωρίς όμως να της αποδίδει τον υποτιμητικό ρόλο που απαντά στην πλατωνική Πολιτεία. Για τον Αριστοτέλη, τα μιμήματα αναπαριστούν δυναμικά και δημιουργικά τη φυσική πραγματικότητα και δεν την αντιγράφουν δουλικά και στατικά.  

79. Κριτίας 114e κ.ε. Επίσης για τον κατακλυσμό που διέκοψε την πρότερη μορφή του πολιτισμού, Τίμαιος 25d κ.ε., Κριτίας 112a κ.ε.

80. Β. Κάλφας, ό.π., σελ. 76, 77 κ.ε. σημ. 24, 96 κ.ε. Παραπέμπει στους Brisson, Vlastos κ. ά. Επίσης, επισημαίνεται από τον ίδιο, ότι δημιουργική δραστηριότητα και τεχνική χρησιμοποιούνται παρεμφερώς από τον Πλάτωνα, με αναφορά στις σχετικές παρατηρήσεις του Vidal – Naquet: Ο Μαύρος Κυνηγός, ελλ. μετάφρ. Αθήνα, 1983, και Β. Κάλφας, ό.π., σελ. 76 και 70.  

81. Νόμοι, Ι. Σοφιστής 265 c – d.

82. Β. Κάλφας, ό.π., σελ. 67. Για τους διαλόγους Σοφιστής, Τίμαιος, Φίληβος και Νόμοι, θεωρείται ότι πιστοποιούν μια ουσιαστική στροφή της πλατωνικής φιλοσοφίας.

83. Στον Πολιτικό, 269 c: «ὃ δ᾽ ἐστὶν πᾶσι τούτοις αἴτιον τὸ πάθος οὐδεὶς εἴρηκεν, νῦν δὲ δὴ λεκτέον: εἰς γὰρ τὴν τοῦ βασιλέως ἀπόδειξιν πρέψει ῥηθέν», καθώς ο Πλάτων προβαίνει στην διατύπωση του ορισμού του βασιλέως ως ποι-μένος της αγέλης των ανθρώπων, χρειάζεται - προκειμένου να αποδείξει τον ορισμό του - να βρεί το αἲτιον των πάντων. Στην προσπάθειά του, ο Ξένος δείχνει στον Νεώτερο Σωκράτη πως ο θεός είναι αυτός, στον οποίο οφείλει την περιστροφική κίνησή του το σύμπαν, μαζί με τα υπόλοιπα δώρα που φέρουν ο οὐρανὸς και ο κόσμος: Πολιτικὸς, 269c-270a.  


Δεν υπάρχουν σχόλια: