Τετάρτη 2 Μαρτίου 2022

Η οντολογία του προσώπου στη νεότερη θεολογική σκέψη: Ν. Νησιώτης, Χρ. Γιανναράς, Ι. Ζηζιούλας. Μια κριτική αποτίμηση (9)

 Συνέχεια από: Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2022

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ - ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ 

ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ Συστηματικής – Δογματικής Θεολογίας 

Διπλωματική εργασία Η οντολογία του προσώπου στη νεότερη θεολογική σκέψη: Ν. Νησιώτης, Χρ. Γιανναράς, Ι. Ζηζιούλας. Μια κριτική αποτίμηση.

Καθηγητής: Χρ. Σταμούλης 

Φοιτητής : Περικλής Αγγελόπουλος - Θεσσαλονίκη 2020

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

3. Η Δημιουργία

Για τον Ν. Νησιώτη η Δημιουργία αποτελεί το διδασκαλείο του Θεού για τον άνθρωπο. Η μελέτης της Κτίσης είναι δυνατόν να μας οδηγήσει στην γνώση του Θεού και να νοηματοδοτήσει την ύπαρξη του κόσμου. Υιοθετώντας την αριστοτελική μεθοδολογία158 θα παραμείνει στο έδαφος της οντολογίας και εγκαταλείποντας την απολογητική, θα υποστηρίξει ότι η απάντηση στα ερωτήματα τι, πως και για ποιο σκοπό δημιουργεί ο Θεός, είναι δυνατόν να μας επιτρέψει να αποκτήσουμε γνώση του έργου του Θεού και κατ΄επέκταση γνώση του ίδιου του Δημιουργού159.

3.1 Το «τι» της Δημιουργίας

Ερευνώντας το «τι» της δημιουργίας θα τονίσει ότι η Δημιουργία παραμένει μια ελλειπτική γνώση, που καλεί τον άνθρωπο στην περαιτέρω αναζήτηση του Θεού και στην τελική επίγνωση της παρουσίας Του160. Η Δημιουργία που διαχωρίζεται σε αόρατη και αισθητή αποτελεί την οδό της μελέτης που είναι δυνατόν να υποβάλλει στον ανθρώπινο νου την ιδέα του Δημιουργού. Η αόρατη Δημιουργία που αναφέρεται στις πνευματικές οντότητες δεν είναι δυνατόν να προσεγγιστεί με τις γνωστικές δυνάμεις του ανθρώπου. Ο αισθητός κόσμος, η υλική πραγματικότητα με ανώτερη βαθμίδα την παρουσία του ανθρωπίνου σώματος, αποτελεί την οδό για την δημιουργία της ιδέας του Θεού στην ανθρώπινη συνείδηση. Η έμφυτη ιδέα περί Θεού σε σχέση με την έλλογη αναζήτηση μέσω των αρχών της αιτιότητας και της υπεροχής, οδηγούν τον αναζητητή που αποδέχεται την συμπερασματική μέθοδο, στην αναγνώριση της ύπαρξης του Θεού161.

Η σχέση αιτιότητας ανάμεσα στο δημιούργημα και τον Δημιουργό, επισημαίνεται, καθώς κάθε δημιουργία προϋποθέτει ένα δημιουργό. Ακόμα, καθώς κάθε δημιουργία είναι πτώση, τα χαρακτηριστικά του δημιουργήματος που υπόκειται στη γέννηση, τη φθορά, τη στέρηση την έλλειψη, το πάθος και την μεταβολή, προϊδεάζουν για την ύπαρξη ενός Δημιουργού που να χαρακτηρίζεται από την αϊδιότητα, την πληρότητα, την απάθεια, την ακινησία. Επιπλέον, ο Θεός διακρίνεται από τη δημιουργία, καθώς αυτή αποτελεί αποτέλεσμα των ενεργειών Του και όχι επέκταση της ουσίας του Θεού στον κόσμο. Ο Θεός παραμένει διακριτός από την Κτίση, ενώ ταυτόχρονα ενεργεί σε αυτήν. Έτσι, ενώ δεν αποκλείεται η συμπερασματική αναγνώριση της ύπαρξης του Δημιουργού του κόσμου, ταυτόχρονα η ουσία του Θεού παραμένει απρόσιτη στο νου του ανθρώπου. Η απάντηση στο «τι» της δημιουργίας ωθεί τον άνθρωπο στην περαιτέρω αναζήτηση της πραγματικότητας του Θεού, η οποία αφορά την επίγνωση της παρουσίας Του. Ο κόσμος έτσι γίνεται πεδίο διδασκαλίας και θεογνωσίας162. Ο Θεός ως πρόσωπο δημιουργεί τον κόσμο εκ του μηδενός ελεύθερα και από αγάπη και δίχως να περιορίζεται από τη φυσική νομοτέλεια, επικοινωνεί με την Κτίση και τον άνθρωπο. Η εξ αγάπης δημιουργία νοηματοδοτεί την ύπαρξη του κόσμου, καθώς τελικός σκοπός είναι ένωση των πάντων. Η θυσία του Χριστού επιτυγχάνει την ένωση των δύο φύσεων και πραγματώνει το σκοπό αυτό. Ο Ν. Νησιώτης έτσι μεταθέτει την συζήτηση για τον «τελειότερο κόσμο», από τη σχολαστική, νοησιαρχική προσέγγιση στην υπαρξιακή. Ο κόσμος είναι ο τελειότερος δυνατός όχι για την αισθητική του αξία, αλλά γιατί αποτελεί το πεδίο συνάντησης του ανθρώπου με τον Θεό163.

Ο τελειότερος κόσμος έτσι, γίνεται αντιληπτός ως ένας κόσμος το νόημα και ο σκοπός του οποίου εκτείνεται στα έσχατα. Η πορεία της ένωσης με τον Θεό, ως μια μεταμορφωτική πορεία αποκτά δυναμικό χαρακτήρα και αναφέρεται στον έσχατο προορισμό της Κτίσης και του ανθρώπου, ο οποίος είναι η απελευθέρωση από τη φθορά και την περατότητα που επήλθαν ως αποτέλεσμα του χωρισμού από τον Θεό. Ο άνθρωπος μέσα από την ελεύθερη εκλογή συμβάλλει είτε στην υπέρβαση της πρωταρχικής παρακοής, της απώλειας, της ματαιότητας, της παρακμής, της καταστροφής και στην αποκατάσταση της ζωής είτε στην απώλεια ολόκληρης της Δημιουργίας164. Η τελειότητα του κόσμου δεν γίνεται αντιληπτή ως μια ολοκληρωμένη ακίνητη μορφή, αλλά ως μια δυναμική πορεία ομοίωσης με το αρχέτυπο που είναι ο Χριστός. Η προοπτική της νέας κτίσης, της νέας ζωής και της απολύτρωσης από τη δουλεία της φθοράς, συνυφαίνεται με την πραγμάτωση του τελικού σκοπού της Δημιουργίας που είναι η ένωση μαζί Του165. Η παρουσία του Χριστού στον κόσμο, η ενσάρκωση Του, δηλώνει την σχέση, την ενότητα και την συνένωση μεταξύ Θεού και ανθρώπου. «…Το Είναι της Δημιουργίας, εν προσωπική υποστάση ερχόμενον, ως η ουσία της Δημιουργίας εν ζωή αποκαλυπτόμενο…» εμφαίνεται και ταυτόχρονα καλεί σε σχέση μαζί Του166. Η τελειότητα του κόσμου συνίσταται στην μετοχή σε αυτό το Είναι και απαιτεί απόφαση εν ελευθερία και αγάπη για κίνηση προς την πραγμάτωση του σκοπού. Το εν δυνάμει τέλειο πραγματώνεται ως ενεργεία τέλειο, καθώς μετέχει και γνωρίζει την αρχική τελειότητα. Η γνώση του Θεού δεν πραγματοποιείται και πάλι με τις κατηγορίες της νόησης, αλλά με τη μετοχή στην αποκάλυψη του Θεού167. Η ελευθερία, η ευθύνη, η φανέρωση της προσωπικής υπόστασης, η γνώση ως μετοχή, η κίνηση, η ανοικτότητα, η δυνατότητα αποτελούν τα οντολογικά χαρακτηριστικά που θεμελιώνουν τη δυναμική υπαρξιακή αυτή προσέγγιση του Δημιουργού και της Δημιουργίας.[ΔΕΝ ΔΙΑΚΡΙΝΕΤΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ]

3.2 Το πως της Δημιουργίας.

Η δυναμική αυτή θεώρηση της γνώσης ως μετοχής στις ενέργειες του Θεού, αποτυπώνεται και στο πώς της Δημιουργίας. Ο τρόπος που ο Θεός δημιουργεί τον κόσμο αποτελεί μια κίνηση αγάπης και προσφοράς προς τον άνθρωπο, καθώς η Δημιουργία όλη μετατρέπεται σε τόπο συνάντησης του Θεού με τον άνθρωπο. Η Δημιουργία εκ του Μηδενός σηματοδοτεί την κίνηση συνάντησης ενός προσώπου προς ένα άλλο πρόσωπο168. Η κτίση όλη είναι γεμάτη από το πλήρωμα του Θεού, ο οποίος καλεί τον άνθρωπο στην έξοδο από την ανυπαρξία που επιφέρει ο χωρισμός και στην μεταμορφωτική ενέργεια που απαλλάσσει από την ενοχή της διαιρέσεως169. Το πέρασμα από την ύπαρξη στην ανυπαρξία ορίζει την δημιουργική δύναμη του Θεού. Η δημιουργία δεν αποτελεί αποτέλεσμα της διαμόρφωσης της προϋπάρχουσας ύλης, αλλά μια κίνηση γέννησης από το απόλυτο Τίποτα. Η έννοια του Μηδενός δεν αντιπροσωπεύει κάποιο κενό χώρο, ή ένα σημείο εκκίνησης ανάμεσα στη δυνατότητα ύπαρξης ή μη ύπαρξης, όπως συμβαίνει στην ανθρώπινη εννόηση του Μηδενός. Το Μηδέν πριν τη Δημιουργία αναφέρεται στο απόλυτο Τίποτα και παραμένει ασύλληπτο νοητικά, όπως επίσης η οντολογική του αποτύπωση βρίσκεται έξω από τα όρια του ανθρώπινου νου170.

Η Δημιουργία λοιπόν, εκ του Μηδενός, σημαίνει ότι ο Θεός ως πρόσωπο που βρίσκεται εκτός της Δημιουργίας, εκφράζει το άπειρο ενδιαφέρον και την αγάπη Του για την Κτίση, καθώς συλλαμβάνει, σχεδιάζει, αποφασίζει και υλοποιεί το δημιουργικό Του σχέδιο. Η Δημιουργία δια του Λόγου του Θεού σημαίνει τη δημιουργική πράξη του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδας171. Ο Λόγος του Θεού, ως υπόσταση που προβαίνει σε μια δημιουργική πράξη, αποτελεί το Είναι, της Δημιουργίας, καθώς αποτελεί την αιτία, το σκοπό, το νόημα αλλά και την ουσία της. Ο κόσμος δεν δημιουργείται δια της υλοποιήσεως της λεκτικής εντολής του Θεού, αλλά με την ενσάρκωση και την δημιουργική ενέργεια του Λόγου, που χορηγεί ζωή στον κόσμο και καλεί σε σχέση αγάπης, ζωής, σοφίας και πρόνοιας.

Η Θεός λοιπόν, δια της Δημιουργίας δεν περιορίζεται στην λειτουργία των φυσικών νόμων, ούτε η ενέργεια του Θεού στην συντήρηση του κόσμου. Ο Θεός ως αγάπη, σαρκώνεται δια του Λόγου εντός της Κτίσης. Η Αγάπη ως ουσία του Θεού και η δημιουργία εξ αγάπης, θέτουν και πάλι το ζήτημα της γνώσης, στη σχέση μεταξύ Θεού και ανθρώπου. Η γνώση του Θεού δεν είναι γνώση μεταξύ αντικειμένου και υποκειμένου, αλλά είναι μέθεξη και αποκάλυψη του Είναι του Θεού172. Η αποκάλυψη αυτή απαντά και στο ερώτημα : γιατί ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο, που θα εξετάσουμε στην συνέχεια και θεμελιώνει την οντολογία που διαμορφώνει ο Ν. Νησιώτης, καθώς απαντά στο ερώτημα για την αιτιώδη αρχή του κόσμου.

3.3 Η αιτία και ο σκοπός της Δημιουργίας.

Ο Ν. Νησιώτης απαντώντας στο ερώτημα για την αιτία και τον σκοπό της Δημιουργίας παραμένει στο έδαφος της γνωσιολογίας αναδεικνύοντας ως σκοπό και αίτιο της Κτίσης τη σχέση μεταξύ Δημιουργού και δημιουργημάτων. Απορρίπτοντας κάθε ανθρωπομορφική προσπάθεια κατανόησης του Θείου, θα προτείνει την απομάκρυνση από τον θετικισμό και θα υποστηρίξει ότι το μυστήριο της Δημιουργίας αποκαλύπτεται μέσα από την αδιάσπαστη κοινωνία του Δημιουργού με τα δημιουργήματα Του173.

Ο Θεός δεν δημιουργεί από αγαθότητα, αλλά από Αγάπη. Δεν πρόκειται απλώς για τη χορήγηση της ζωής από την αγαθή προαίρεση του Θεού, αλλά για την ενσάρκωση και την αποκάλυψη του Λόγου του Θεού στον κόσμο. Η ουσία του Θεού είναι η Αγάπη, η οποία υποστασιάζεται στο πρόσωπο του Χριστού που προσφέρεται εκούσια για να επιτύχει την ένωση των Δημιουργημάτων174. Η Δημιουργία εκ του Μηδενός έχει την αιτία της στην προσωπική ενέργεια του Θεού, ο οποίος ως πρόσωπο κινείται προς τα έξω σε συνάντηση ετέρου προσώπου και στη διαμόρφωση μιας σχέσης Εγώ -Εσύ. Η ουσία του Θεού υποστασιάζεται ως ενέργεια, εν ελευθερία από κάθε αναγκαιότητα και δημιουργεί τον άνθρωπο, ως την υψηλότερη μορφή δημιουργίας, καθ΄εικόνα και ομοίωση Του.

Σκοπός της Δημιουργίας είναι η κοινωνία μεταξύ του Δημιουργού και του δημιουργήματος, η οποία στην περίπτωση του ανθρώπινου προσώπου, που ανταποκρίνεται στην προσωπική σχέση επιφέρει την μεταμόρφωση του προσώπου, αλλά και της Κτίσης ολόκληρης175. Η σχέση αυτή καταργεί κάθε διάκριση μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου και η γνώση του Θεού πραγματοποιείται στη προσωπική και αποκαλυπτική συνάντηση και στον διάλογο μεταξύ Θεού και κόσμου που συντελείται εν Αγάπη. Η ένωση λοιπόν, του Θεού με τον άνθρωπο δια του Λόγου και η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος που ολοκληρώνει και τελειοποιεί το μυστήριο της σωτηρίας δια της αποκατάστασης της σχέσεως Θεού και ανθρώπου υποδεικνύει το σκοπό της Δημιουργίας.

Συνοψίζοντας τη σκέψη του καθηγητή, θα λέγαμε ότι η απάντηση στα ερωτήματα του τι, πως και γιατί, δημιουργεί ο Θεός, θεμελιώνει την χριστοκεντρική οντολογία. Ο Θεός ως πρόσωπο δημιουργεί ελεύθερα έξω από κάθε αναγκαιότητα εκ του μηδενός και εξ αγάπης τον κόσμο. Ο Θεός δια του Λόγου προσφέρεται θυσιαστικά για την ενότητα του κόσμου και η ανταπόκριση του ανθρώπου στην κλήση του Θεού συμβάλλει στην αποκατάσταση της κοινωνίας μεταξύ Δημιουργού και δημιουργήματος.

Η χριστολογική οντολογία μεταφέρει το πεδίο της μελέτης στην ανθρωπολογία, καθώς ο άνθρωπος είναι αυτός που δια της ελευθερίας σώζεται από την ενοχή του χωρισμού του από τον Θεό ή καταπίπτει σε αυτή. Η προσέγγιση αυτή επιτρέπει και τη διαμόρφωση μιας ανθρωπολογίας ικανής να απαντά στις βαθύτερες υπαρξιακές αναζητήσεις του σύγχρονου ανθρώπου και να διαλέγεται με τις σύγχρονες επιστημονικές θεωρίες.

Στη συνέχεια της μελέτης μας θα εξετάσουμε την ανθρωπολογία του Ν. Νησιώτη.


Σημειώσεις

158. Ο Αριστοτέλης υποστηρίζει ότι η επιστήμη διακρίνεται από την εμπειρία κατά το ότι γνωρίζει το διότι και την αιτία της ύπαρξης των όντων, ενώ η δεύτερη γνωρίζει το ότι των όντων. Διακρίνει λοιπόν, τέσσερα είδη αιτιών με τα οποία είναι δυνατή η απάντηση στο γιατί είναι ή συμβαίνει κάτι. Τα αίτια είναι α) η ουσία και το τη ήν είναι,β) η ύλη και το υποκείμενο γ)η αρχή και αιτία της κίνησης και δ) ο σκοπός της κίνησης που όπως έχουμε δει στη μελέτη μας είναι κίνηση προς το Αγαθό. Αυγελής Ν. ό.π., Εισαγωγή στη φιλοσοφια, σ. 232. Η συσχέτιση της μορφικής αιτίας, με την υλική, την κινούσα και την τελική (του σκοπού) αναδεικνύουν την σχέση αιτίου αιτιατού και επιτρέπουν την τελική εκτίμηση για το σκοπό της διεργασίας. Οι τελεολογικές ερμηνείες προϋποθέτουν ότι μια μελλοντική κατάσταση προσδιορίζει τον τρόπο με τον οποίο μια κατάσταση υφίσταται. J.,Losse, Φιλοσοφία της επιστήμης. Μια ιστορική εισαγωγή. (Χρηστίδης, Θ.Μ., Μτφρ, σχόλια, εισαγωγή), Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1993,σ.28. Ο Ν. Νησιώτης αξιοποιεί την αριστοτελική θεωρία για να θεμελιώσει οντολογικά το γεγονός ότι η Δημιουργία έχει ως σκοπό τη θεογνωσία και την ενότητα με τον Θεό. Ν. Νησιώτης, Προλεγόμενα εις την θεολογικήν γνωσιολογίαν. Το ακατάληπτον του Θεού και η δυνατότητα γνώσις αυτού. Μήνυμα, Αθήνα, 1986, σ.72.


159. Νησιώτης, Προλεγόμενα εις την θεολογικήν γνωσιολογίαν. Το ακατάληπτον του Θεού και η δυνατότητα γνώσις αυτού. Μήνυμα, Αθήνα, 1986, σ.48.

160. Στο ίδιο, σ. 50.

161. Στο ίδιο, σ. 49.

162. Στο ίδιο, σ.,48-51.

163. Στο ίδιο, σ. 51 και Αγία Γραφή, . Βιβλική Εταιρεία, Αθήνα 1997, Ψλ. 19, 1-6.

164. Νησιώτης, Προλεγόμενα εις την θεολογικήν γνωσιολογίαν. Το ακατάληπτον του Θεού και η δυνατότητα γνώσις αυτού. Μήνυμα, Αθήνα, 1986, σ.53.

165. Ρωμ. 8, 19-24

166. Νησιώτης, Προλεγόμενα εις την θεολογικήν γνωσιολογίαν. Το ακατάληπτον του Θεού και η δυνατότητα γνώσις αυτού. Μήνυμα, Αθήνα, 1986, σ.53.

167. Στο ίδιο, σ. 54

168. Στο ίδιο, σ.56

169. Στο ίδιο, σ. 57

170. Στο ίδιο, σ. 55

17.1 Στο ίδιο,σ.58 και Ιωαν. Α΄,2-3

172. Στο ίδιο, σ.58, και Πρμ.8,22-36 Να σημειώσουμε ότι το Ν. Νησιώτης θεωρεί ότι η σχέση της αγάπης του Θεού με τα δημιουργήματα Του εκφράζει την ουσία του Θεού. Όπως και ο ίδιος αναφέρει: «… ήτοι ως επαληθεύοντος την σχέσιν αγάπης ως της ουσίας του Θεού και των δημιουργημάτων Αυτού εξ αγάπης.» Στο ίδιο, σ. 59.

173. Στο ίδιο, σ. 63.

174. Στο ίδιο, σ.65.

175. Στο ίδιο, σ. 64-65.

Δεν υπάρχουν σχόλια: