ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Συνέχεια από Τρίτη, 5 Ιουλίου 2022
Jacob Burckhardt
ΤΟΜΟΣ 2ος
ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ: ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΛΑΤΡΕΙΑ
V. ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΒΙΟΥ -4
Από την απαρίθμηση των σημαντικότερων κινήτρων τής ανθρώπινης δραστηριότητας δεν είναι δυνατόν να απουσιάζει η προστασία τής τιμής. Ο Θουκυδίδης τής αναγνωρίζει την πρώτη θέση, δίπλα στον φόβο και τη χρησιμότητα, ενώ ο Ισοκράτης την τοποθετεί μετά την τέρψη και το όφελος.
Η προστασία αυτή συνοδεύτηκε στον ελληνικό βίο από προϋποθέσεις που δεν ήταν πρόσφορες σε άλλες εποχές και για άλλους λαούς. Οι δημόσιες εκδηλώσεις στα πλαίσια της πόλης πρόσφεραν κατ’ αρχάς στον καθέναν την ευκαιρία και την άνεση να γνωρίσει, αφ’ ενός, τους συμπολίτες του, και να αναδειχθεί αφ’ ετέρου και ο ίδιος· τόσο η καλλιέργεια της προσωπικότητας, όσο και οι ανταλλαγές απόψεων για τις συνθήκες τής ζωής, χαρακτηρίζονταν από μιαν εγκαρδιότητα μεταξύ τών συνομιλητών, που δεν μπορούσε να ταιριάζει παρά σ’ έναν βέλτιστο τρόπο ζωής. Η συνομιλία τού Σωκράτη με τον γηραιό Κέφαλο στην Πολιτεία τού Πλάτωνα, ή ακόμη και το Συμπόσιο του Ξενοφώντα, μας προσφέρουν σχετικά παραδείγματα, ανάμεσα σε άλλα μνημειώδη έργα, που αναδεικνύουν έναν εκλεκτό κοινωνικό βίο. Το στοιχείο τής άμιλλάς σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, είτε στο πεδίο τών δημοσίων αθλοπαιδιών, είτε στην πολιτική αρένα, είχε απαλλάξει επιπλέον τούς ανθρώπους από τον φόβο, που στις μέρες μας δεν επιτρέπει κανενός είδους ανταγωνισμό, εκτός απ’ αυτόν που ενυπάρχει στις εμπορικές συναλλαγές, ενώ στις υπόλοιπες γενικές και ειδικές δραστηριότητες το άτομο οδηγείται σ’ ένα είδος αρνητικής αντίληψης. Αναγκαζόμενο να αποποιείται έτσι οτιδήποτε το μειονεκτικό, επιδιώκοντας την εκτίμηση, και αποφεύγοντας και την παραμικρή ακόμα πρόκληση· κάτι που ξεπερνά δε τα όρια είναι, ότι ο σημερινός αριβιστής δεν αποβλέπει επιπλέον στη δόξα, αλλά σε αξιώματα και χρήματα, και η επιδίωξη προβολής του τίθεται σχεδόν αποκλειστικά στην υπηρεσία αυτού τού σκοπού.
Ένας προικισμένος Έλληνας πολίτης επιθυμούσε αντίθετα, από την ομηρική ήδη εποχή, «να είναι πάντοτε πρώτος και παράδειγμα για τους άλλους», ενώ την ίδιαν εκείνην εποχή αναδύεται και η επιθυμία για την καλή φήμη, η οποία δεν ενδιαφέρει στις μέρες μας ούτε κι αυτούς που βρίσκονται στα υψηλότερα αξιώματα. Η πόλη επιθυμούσε πάντοτε διακαώς να θέσει αποκλειστικά στην υπηρεσία της τη «φιλοτιμία» τού ατόμου, αλλά εκείνη είχε διαλέξει έναν δικό της δρόμο. Ένας διακεκριμένος άνδρας αντιμετώπιζε με θάρρος τούς συγχρόνους του, ασκώντας την ευρύτερη δυνατή εξουσία, και επιτρέποντας συχνά ένα ειλικρινές εγκώμιο για τον ίδιον· αλλά οι Έλληνες επιδοκίμαζαν τη δράση μόνον όταν δεν υφίσταντο οι ίδιοι τις συνέπειες, ή όταν βρίσκονταν στο περιθώριο. Τα ζητήματα αυτά θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο λεπτομερούς μελέτης, προς το παρόν θα αναφερθούμε όμως μόνο στους αντιπάλους, που ένας διακεκριμένος άνθρωπος συναντούσε στο δρόμο του.
«Φθόνος είναι ο πόνος για το καλό που συμβαίνει στους άλλους, και το πάθος που συνοδεύει την περιέργεια είναι η χαρά για τη δυστυχία που βιώνουν» (Πλούταρχος). Ο ορισμός αυτός για συνθήκες που ισχύουν από καταβολής κόσμου, επιτρέπει τον ακριβή επίσης προσδιορισμό τού αληθούς κινήτρου αυτής τής αντιπαλότητας. Ο σύγχρονος ωστόσο φθόνος, που δεν ομολογείται ποτέ, οφείλοντας να καλύπτεται με όλα τα δυνατά προσωπεία, ενεργεί γενικώς πίσω από την πλάτη τού θύματος, ενώ ο φθόνος τών Ελλήνων ενεργούσε με τη μορφή μιας άμεσης επίθεσης και ενός απροκάλυπτου σαρκασμού, μόλις του δινόταν η ευκαιρία.
Οι Έλληνες ήταν εξ αρχής σύμφωνοι στην άσκηση της τέχνης προπηλακισμού τού αντιπάλου με τη χρήση ύβρεων. Αυτό αφορούσε στη λοιδορία κυρίως επιθυμιών και ενεργειών που είχαν αποτύχει· στον Όμηρο παρατηρούμε με ποιον τρόπο ο νικητής επαίρεται και ο ηττημένος ταπεινώνεται· βλέπουμε να εξαπολύεται η βίαιη οργή τού Οδυσσέα, ο οποίος θωρεί ότι έχει το δικαίωμα να εκδικηθεί με τρομακτικό τρόπο τον Κύκλωπα τυφλώνοντάς τον, και μαθαίνουμε να αναγνωρίζουμε την πικρόχολη θρασύτητα στο πρόσωπο του Θερσίτη. Οι ύβρεις καθίστανται στη μετα-ομηρική εποχή, χάρη στον Αρχίλοχο και τους Ιάμβους του, μια μορφή τέχνης, και υπάρχει η πεποίθηση ότι τα θύματα του Αρχίλοχου κατέφευγαν, όπως και του Ιππώνακτος, στην αυτοκτονία. Οι σύγχρονοι ιστορικοί τής λογοτεχνίας αναζήτησαν βέβαια κάποιους τρόπους για να δικαιολογήσουν αυτούς τούς συγγραφείς· η αρχαιότητα υπήρξε ωστόσο ελάχιστα επιεικής απέναντί τους, παρά τον θαυμασμό της για το σθένος τού ύφους τους. Ποιητές που υμνούν την εκδίκηση υπάρχουν σε όλα τα είδη λογοτεχνίας που διασώζονται, αλλά και σε μεταγενέστερες εποχές, όπως στους Προβηγκιανούς, αλλά η απήχηση και το κύρος που γνώρισαν αυτοί οι δύο συναντάται μόνο στους Έλληνες. Αργότερα υπήρξε και η διάδοση σατιρικών στίχων ένα μέσο εκδίκησης και έκφρασης μίσους. Πολλοί ήταν αυτοί που «σιγοψιθύριζαν σατιρικούς στίχους κατά τού Περικλή» στις αρχές τού Πελοποννησιακού Πολέμου, και τα αρχαιότερα σατιρικά επιγράμματα της Ανθολογίας ενδέχεται να χρονολογούνται από αυτήν ακριβώς την εποχή. Τη σημερινή θέση τού Τύπου, που δεν είχε κάνει βέβαια ακόμα την εμφάνιση του, την κατείχε η προφορική επικοινωνία στην Αγορά, αλλά και στα Συμπόσια, και όσοι ήθελαν να παραμείνουν οπωσδήποτε ανώνυμοι, μπορούσαν να αναγράψουν τις ύβρεις τους σε κάποιο δημόσιο κτίριο. Η γελοιογραφία κάποιου προσώπου στους τοίχους μπορούσε να φτάσει ακόμα και μέχρι το χώρο εργασίας τού θύματος, όσον αφορά δε την πλαστική της αναπαράσταση, το σύνολο σχεδόν τής ελληνικής τέχνης τού πορτραίτου ξεκίνησε από τη γελοιογραφία, όταν οι γλύπτες Μπούπαλος και Αθήνη διακωμώδησαν περί τα μέσα τού 6ου αιώνα τον ποιητή Ιππώνακτα, με αποτέλεσμα οι εκδικητικοί του ίαμβοι να τους οδηγήσουν στην αυτοκτονία. Την ίδια εποχή ο σοφός Κλεόβουλος της Λίνδου συμβούλευε τους ανθρώπους να μην ειρωνεύονται όσους γελοιοποιούνται, διότι προκαλούν το μίσος τους.
Αναφέροντας τον Περικλή αγγίξαμε ήδη τον περίφημο 5ον αιώνα, που συνοδεύτηκε από την παγίωση της αντίληψης περί τού καλού και του κακού, την απόλυτη δημοκρατία και τη γέννηση της αρχαίας κωμωδίας, κυρίως στους Αθηναίους. Όποιες κι αν υπήρξαν οι συνέπειες που προκάλεσαν στους υπόλοιπους Έλληνες η παράτολμη συμπεριφορά ορισμένων και ο αναίσχυντος πόλεμος των αντιπάλων τους, τα πληρέστερα κείμενα που διαθέτουμε προέρχονται από την Αθήνα.
Οι υπαρκτοί κίνδυνοι που αντιμετώπιζε κατ’ αρχάς ένας πολίτης, μόλις αποκτούσε κάποιου είδους φήμη, ήταν τόσο μεγάλοι, ώστε να παραμερίζεται κάθε ίχνος κοινωνικής ευαισθησίας. Οι συκοφάντες και οι ρήτορες, οι δημόσιες καταγγελίες, πάντοτε απειλητικές, κυρίως για φοροδιαφυγή και ελλείπεις εισφορές, καθώς και η ιδιαιτέρως επικίνδυνη κατηγορία τής ασέβειας, συνιστούσαν μια συνεχή τρομοκρατία. Συνήθης συνέπεια αυτής τής συμπεριφοράς ήταν ένα είδος εσωτερικής πώρωσης· επιπλέον, δεν είχαν όλες οι κατηγορίες θετική έκβαση, κι αν κάποιος ανήκε σε μιαν ισχυρή κλίκα, ήταν σε θέση όχι μόνο να αμυνθεί, αλλά και να περάσει στην αντεπίθεση· και οι συνεχείς όμως συνελεύσεις και προσαγωγές στα δικαστήρια έπρεπε να τροφοδοτούνται κι αυτές μ’ ένα υλικό, που να συντηρεί το ενδιαφέρον και τα πάθη.
Η αρχαία επομένως κωμωδία, που αναπτύχθηκε παράλληλα με το Κράτος, δεν περιορίστηκε κι αυτή ουδόλως στις ελλείψεις πάμπολλων Αθηναίων στον δημόσιο και ιδιωτικό βίο τους, αλλά επέλεξε αρκετά συχνά ως στόχο της το ίδιο το Κράτος και τους εκπροσώπους του, και εξακολουθεί να προκαλεί, παρ’ όλες τις σχετικές ερμηνείες, αμηχανία το γεγονός ότι η κατάσταση αυτή είχε την εξέλιξη που γνωρίζουμε. Ακόμη κι αν η κωμωδία ξεκίνησε σαν μια τελετή προς τιμήν τού Διονύσου, «που ήταν ο ίδιος θιασώτης τού γέλωτα», ακόμη κι αν όλες οι διονυσιακές τελετές περιείχαν πάντοτε πολλές αστειότητες και χλευασμούς, δεν υπήρξε αυτός ο μοναδικός λόγος που επέτρεψε στην κωμωδία να ασκήσει επί έναν ολόκληρο αιώνα τη μοχθηρία της απέναντι στους θεσμούς και την κρατική εξουσία με τον τρόπο που το έπραξε. Και μόνον οι Σφήκες τού Αριστοφάνη, αποτέλεσαν και αποτελούν ένα ανεξίτηλο όνειδος για την αθηναϊκή λαϊκή δικαιοσύνη· εφ’ όσον το ίδιο το Συμβούλιο, το σύνολο δηλαδή τών πρυτάνεων αποκαλούνται εκεί αργυρώνητοι και αλητήριοι· ενώ και ο λαός αναπαρίσταται με την εμφάνιση ενός εντελώς μικρονοϊκού χαρακτήρα στους Ιππείς, ώσπου να μας ενημερώσουν ή να αφήσουν προς το τέλος να εννοηθεί, ότι πρόκειται για τέχνασμα. Σε όλες αυτές τις προσβολές δεν αναφέρονται ωστόσο ονόματα, ούτε οι ύβρεις έχουν κάποιον συγκεκριμένο παραλήπτη έτσι, ώστε στο στόχαστρο να βρίσκεται κάθε φορά το σύνολο των Αθηναίων πολιτών. Πώς θα μπορούσαμε τότε να χαρακτηρίσουμε όλες εκείνες τις περιπτώσεις, όπου σφαγιάζονται κυριολεκτικά και ονομαστικά συγκεκριμένα άτομα απ’ τον ίδιον τον Αριστοφάνη, του οποίου μάλιστα η στάση υπήρξε, όπως μάς βεβαιώνουν, αρκετά συγκαταβατική, συγκρινόμενη με τις πύρινες και ποταπές ύβρεις ενός Κρατίνου και ενός Ευπόλεως (των οποίων οι κωμωδίες δεν διασώζονται) ; Δεν ήταν άλλωστε καν αυτός που εγκαινίασε το συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος, αλλά καλλιέργησε απλώς την ύψιστη εκδήλωση της έκφρασης του έτσι, ώστε να εμπνευστούν απ’ αυτόν, και όχι από τούς σατυρικούς ποιητές, αργότερα τους σαρκασμούς της η ποίηση και ο πεζός λόγος, ενώ και ο ίδιος ο Λουκιανός ήταν διαποτισμένος από τις αριστοφάνειες συλλήψεις.
(συνεχίζεται)
1 σχόλιο:
Se ayton ton lao prospathei o Elpidoforos na epivalei tin magia tou. Megalyteroi kai simantikoteroi den boresan. Otan xanaginoume Ellines me ta kala mas kai ta strava mas tha fane ta moutra tous oi Fanariotes. Den einai oti proothoun to poustriliki. Einai oti theloun oloi na proskimame tous pente parades kapoion xorigon tou Patriarxeiou. Vre ante ston Diaolo Kai akomi parapera. AM
Δημοσίευση σχολίου