ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Συνέχεια από Πέμπτη, 23 Ιουνίου 2022
Jacob Burckhardt
ΤΟΜΟΣ 2ος
ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ: ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΛΑΤΡΕΙΑ
Μια ακόμη μεγαλειώδης εκδήλωση του ελληνικού εγωισμού, το δικαίωμα στο ψεύδος, όπως το εξάσκησαν οι Έλληνες, τους στοίχισε τον χαρακτηρισμό τής Graeca fides από τούς Ρωμαίους. Και θα ήταν εντελώς μάταιο να επιχειρήσουμε μια στατιστική σύγκριση του ποσοστού τού ψεύδους και της εξαπάτησης όλων τών υπολοίπων λαών σε σχέση με τους αρχαίους Έλληνες, παρότι οι συγκεκριμένες δηλώσεις που θα ακολουθήσουν βεβαιώνουν ότι η ζυγαριά κλίνει μάλλον προς το μέρος τών Ελλήνων. Ενώ δεν έλειψαν και οι σχετικές παραινέσεις και συμβουλές: ο Πυθαγόρας δηλώνει π.χ. με έμφαση, ότι «η αλήθεια και οι καλές πράξεις είναι τα πολυτιμότερα δώρα τών θεών, κι αυτά που ταιριάζουν περισσότερο στον τρόπο που εκείνοι ενεργούν».
Θα πρέπει να αναγνωρίσουμε κατ’ αρχάς, χωρίς καμία επιφύλαξη, σ’ έναν λαό ευφάνταστο, που διατηρεί τη νεανική του νοοτροπία, ότι είναι εξίσου ανίκανος, όσο και ένα προικισμένο παιδί, να διακρίνει στις αναφορές του όσα πραγματικά συνέβησαν από αυτά που απλώς ονειρεύτηκε. Κάποιος αφηγητής με υπερβάλλουσα φαντασία αναγκάστηκε κάποτε να διακόψει την ομιλία του, όταν ένας ακροατής παρενέβη αναφωνώντας: «Και στο σημείο αυτό ξύπνησα», σαν να επρόκειτο για την περιγραφή κάποιου ονείρου. Η απουσία αλήθειας στις περιγραφές τών Ελλήνων ιστορικών αντιμετωπίζεται συνήθως από πολλούς νεώτερους συγγραφείς ως μια εντελώς μεροληπτική παρουσίαση της ιστορίας. Αλλά η απόδοση, για παράδειγμα, σ’ ένα φημισμένο πρόσωπο της αρχαιότητας κάποιου κατά πολύ νεώτερου κειμένου ήταν τότε μια πολύ πιο ανώδυνη διαδικασία από ό,τι στις μέρες μας. Διαφορετική είναι όμως η αντιμετώπιση του ψεύδους και της αλήθειας στις μεγάλες και τις μικρές υποθέσεις τής καθημερινότητας.
Η αλήθεια κατείχε πάντως έναν πιστό, κατά τα φαινόμενα, σύμμαχο στην περίπτωση των πολυαρίθμων επισήμων όρκων, και κανένας άλλος λαός δεν διαθέτει πλουσιότερη, πιθανότατα, συλλογή «ορκωμοσίας» από τούς Έλληνες. Ο θεός Όρκος διατηρεί μάλιστα έναν ιδιαίτερο μύθο· είναι o γυιός τού Αγώνα, στον οποίον ανήκει η πέμπτη ημέρα του κάθε μήνα· είναι τότε που οι περιπλανώμενες Ερινύες έρχονται να εκδικηθούν τούς επίορκους. Αμφιβολίες όμως δημιουργούνται όταν βλέπουμε τη σχετική ιεροτελεστία να εμπλουτίζεται σε σημαντικές περιπτώσεις με θεαματικές διαδικασίες, σαν να μην ενέπνεε καμιάν εμπιστοσύνη ένας κοινός όρκος. Στις Συρακούσες ετελείτο ο αποκαλούμενος «μεγάλος όρκος» μέσα στο ιερό τών θεσμοφόρων γυναικών· στη Σπάρτη, και αλλού ασφαλώς, ένα μέλος τής οικογένειας δεσμευόταν να ομολογήσει, μετά τη δέουσα θυσία στο βωμό τού Ερκείου Διός (του Δία προστάτη τού περιβόλου τού ναού) την απόλυτη αλήθεια· όποιος διακινδύνευε έναν ψευδή όρκο στην κρύπτη τού αδύτου τής Κορίνθου, όπου είχε ταφεί μυστικά ο Παλαίμων, έπρεπε τουλάχιστον να γνωρίζει, ότι δεν θα απέφευγε την τιμωρία· στην Ολυμπία οι αθλητές καλούνταν σε έλεγχο συνείδησης, με την επίκληση ενός όρκου μέσα στο βουλευτήριο, μπροστά στο άγαλμα του Δία, που κρατούσε κεραυνούς στα δυο του χέρια, «το πιο τρομακτικό από όλα τα αγάλματα του Δία για τους απατεώνες», στου οποίου τη βάση ήταν χαραγμένα διάφορα δίστιχα πάνω σε μεταλλική πλακέτα, ικανά να προκαλέσουν τρόμο σε κάθε επίορκο. Όταν οι χωρικοί είχαν πλέον πωρωθεί απέναντι στους «ανεπιτήδευτους» τοπικούς θεούς, όποιος επιθυμούσε να αποσπάσει έναν ασφαλή όρκο από κάποιον συγχωριανό του, τον οδηγούσε στην πόλη, όπου οι εντός τών τειχών θεοί ήταν ακόμη «αληθινοί» και κυρίαρχοι. Στην Ιλιάδα εμφανίζεται βέβαια ο ίδιος ο Ζευς ως ο διδάσκαλος του ψεύδους, ενώ οι θεοί και οι θεές είχαν ήδη υποχρεωθεί σε διάφορες ευκαιρίες – όπως είδαμε νωρίτερα – να προφέρουν τον τρομερό όρκο τής Στυγός, προκειμένου να εμπνεύσουν εμπιστοσύνη· και η επίδραση της ομηρικής παράδοσης εξακολουθούσε να επενεργεί στους Έλληνες. Όποιος έδινε τον λόγο του σε κρίσιμες στιγμές, βεβαίωνε με όρκο ότι θα καταστραφεί, αν τον παραβεί, κι αυτός και τα παιδιά του, και ο Λυσίας πρόσφερε ένα τάλαντο στον Πείσωνα για έναν τέτοιον όρκο, αναγκαζόμενος να δώσει πολύ περισσότερα στη συνέχεια, παρότι γνώριζε «ότι αυτό το πρόσωπο δεν σέβεται ούτε θεούς ούτε ανθρώπους». Γίνεται ήδη δύσκολο να αποσπάσει κανείς έναν ισχυρό όρκο χωρίς τη συνδρομή τών θεών, κι ακόμη δυσκολότερο, από το στόμα ενός απατεώνα.
Δεν θα ήταν επομένως αναγκαίο να ανατρέξουμε στη γνώμη άλλων εθνών και άλλων εποχών για να γνωρίσουμε την ελληνική πρακτική τού όρκου. Η παιδεία τών νεαρών Περσών περιελάμβανε, για παράδειγμα, τη διδασκαλία τής αλήθειας, και δεν μας εκπλήσσει το γεγονός ότι ο γηραιός Κύρος αντιμετώπισε κάποτε έναν Έλληνα αγγελιοφόρο λέγοντάς του: «Δεν φοβήθηκα ποτέ ως τώρα ανθρώπους που στο κέντρο τής πόλης τους διατηρούν έναν τόπο συνάντησης, όπου εξαπατούν ο ένας τον άλλον χρησιμοποιώντας τούς όρκους». Ας σημειώσουμε ωστόσο, ότι η αφήγηση αυτή προέρχεται από τον Ηρόδοτο. Ο όρκος υπήρξε επιπλέον για πολλούς ένα μέσον για την επίτευξη των στόχων τους, και μια διαδικασία χωρίς μεγάλη επομένως σημασία, όσον αφορά τις πολιτικές κυρίως συναλλαγές. Όταν ο Θέογνις συμβουλεύει «την αποφυγή τών δόλιων όρκων», αναφέρεται στον κύκλο τών ανθρωπίνων ασφαλώς σχέσεων, αφού έχει προηγουμένως υποδείξει την ανάγκη τού «σεβασμού τών φίλων». Ο Θουκυδίδης υπογραμμίζει απ’ την πλευρά του τη ματαιότητα των όρκων συμφιλίωσης ως ένα από τα συμπτώματα της πλήρους ηθικής κατάρρευσης, όπως αυτή που γνώρισε η Ελλάδα κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο: αυτοί οι όρκοι «δεν είχαν παρά μια προσωρινή ισχύ, βασισμένη στην αμηχανία τών κομμάτων και την αδυναμία παράβασής τους». Ενώ ο Λυσίας έλεγε την ίδια εποχή ότι: «Όπως τα παιδιά παραπλανούνται με τα ζάρια, έτσι και οι ενήλικες με τους όρκους».
Στο όνομα της επιτυχίας και της δόξας, της κυριαρχίας και της απόλαυσης, πολλά είναι αυτά που θεωρούνται ανεκτά όταν είναι κανείς Έλληνας, ή φυσικά όταν τα πράττουν άλλοι· πρόκειται για ενέργειες, που άλλοι λαοί θα καταδίκαζαν, τουλάχιστον δημόσια, είτε στο όνομα κάποιων απαιτητικότερων θρησκειών, είτε θρησκειών στις οποίες οι συνέπειες προβάλλονται, στο όνομα θεμελιωδών ασφαλώς διατάξεων, εκ των υστέρων. Παρότι πολλοί όρκοι προφέρονται ακόμη και σήμερα ψευδώς ενώπιον της δικαστικής εξουσίας, αυτό είναι κάτι που δεν γίνεται με ελαφρά συνήθως συνείδηση, και η κοινή γνώμη δεν θα ενθάρρυνε ποτέ ασφαλώς κάτι τέτοιο. Η ελληνική τραγωδία δεν απαγόρευε ωστόσο στους πρωταγωνιστές της ψεύδη, που στις μέρες μας θα ήταν γενικώς απαράδεκτα, ενώ ακόμα και ο Αριστοφάνης μέμφεται τον Ευριπίδη, επειδή διακρίνει, στην περίπτωση ενός ψευδούς όρκου, τη γλώσσα που ορκίζεται απ’ την καρδιά που επαναστατεί. Η αλήθεια είναι ότι ο χορός διαμαρτύρεται στη Μήδεια με έμφαση: «Δεν υπάρχει πλέον σεβασμός τού όρκου. Η αιδώς αναχώρησε. Πέταξε μακριά από τη μεγάλη Ελλάδα, αναχώρησε στους ουρανούς». Εμείς θα αναφερθούμε μάλιστα, σε άλλο σημείο τής μελέτης μας, και στις ίδιες αυτές αρετές που «αναχώρησαν».
Οι Ρωμαίοι μιλάνε για την κακοπιστία τών Ελλήνων, αναδεικνύοντας την ανάδυση ενός έντονου κυρίως φαρισαϊσμού κατά την τελευταία περίοδο της δημοκρατίας· και οι χαρακτηρισμοί τού Κικέρωνα σε έναν από τούς δικανικούς του λόγους, παραμένουν ανεξίτηλοι. «Αναγνωρίζω γενικά στη φυλή τών Ελλήνων το λογοτεχνικό της έργο, την ποικιλόμορφη τέχνη της, τη χάρη και την αφθονία τού προφορικού λόγου, και δεν θα της αρνηθώ επίσης όλες τις υπόλοιπες αξίες που της αναλογούν, αλλά όσον αφορά στην ευαισθησία τής συνείδησης και την ειλικρίνεια των μαρτυρικών καταθέσεων, το έθνος αυτό ποτέ δεν τις επέδειξε, αγνοούσε μάλιστα και τη σημασία τους. Όταν ένας Έλληνας μάρτυρας καταθέτει με σκοπό να βλάψει, δεν αναλογίζεται ποτέ τη σημασία τού όρκου, αλλά μόνο το κακό που επιδιώκει. Αισχύνη τού προκαλεί μόνον η διάψευση και η απόρριψη, και οπλίζεται εναντίον τους· όλα τα υπόλοιπα, του είναι αδιάφορα. Ο όρκος είναι για ανθρώπους αυτού τού είδους ένας αστεϊσμός, και η μαρτυρία ένα παιχνίδι· η γνώμη που έχετε εσείς (οι Ρωμαίοι) γι’ αυτά, είναι κάτι το ασαφές για τους Έλληνες· τα εγκώμια, η ανταμοιβή, η εύνοια και οι εκ των υστέρων φιλοφρονήσεις, όλα αυτά μοιάζουν με αναίσχυντα ψεύδη». Είναι ήδη πολύ σημαντικό το ότι ένας ιδιαίτερα ευφυής Έλληνας ήταν σε θέση να γράψει, εκατό χρόνια νωρίτερα, τα εξής σχετικά με τη στρεψοδικία τών συμπατριωτών του: «Οι δημόσιοι λειτουργοί δεν τηρούν, ακόμη κι αν τους εμπιστευθούν μια και μόνον αρμοδιότητα, τη νομιμότητα, έστω κι αν υπάρχουν δέκα κοντά τους ελεγκτές, δέκα σφραγίδες και είκοσι μάρτυρες, ενώ οι Ρωμαίοι μένουν πιστοί, ως διοικητές ή πληρεξούσιοι πρεσβευτές, στον όρκο τους, ακόμα κι όταν διαχειρίζονται τεράστια ποσά. Σπάνια υπάρχει κάποιος που δεν θα βάλει χέρι στα κρατικά έσοδα, ενώ για τους Ρωμαίους σπάνιο είναι το ακριβώς αντίστροφο». Ο Πολύβιος συνδέει αυτή την κατάσταση, για την οποία και διαμαρτύρεται, με την απουσία πίστης στους θεούς και την κόλαση, και αναφέρεται γενικά σε εποχές μεγάλης εξαχρείωσης, ένα συμπέρασμα που είχε ήδη διαπιστωθεί προ πολλών χρόνων, ο δε Θεμιστοκλής δεν είχε μόνο χρησιμοποιήσει υπέρογκα ήδη ποσά για να στηρίξει την πολιτική του σταδιοδρομία στην Αθήνα, αλλά είχε επίσης φροντίσει να εξασφαλίσει εκ των προτέρων μια μελλοντική οικονομική άνεση. Η συχνά αναφερόμενη αγωνία του στο εδώλιο του κατηγορουμένου δεν οφειλόταν ασφαλώς στο γεγονός ότι γνώριζε απλώς, πως οι περισσότεροι Αθηναίοι ήταν αναξιόπιστοι.
Αν παραπέμψουμε, ολοκληρώνοντας την περιγραφή τής Graeca fides, σε κάποια πηγή όπως τα Στρατηγήματα του Πολύαινου, είναι πολύ πιθανόν να αμφισβητηθεί η αξία τους, επειδή τοποθετούνται σε μια μεταγενέστερη εποχή. Διαβάζοντας όμως ολόκληρο το έργο τού συγγραφέα, που υπήρξε πολεμιστής και ήταν Μακεδόνας ως προς την καταγωγή, ανακαλύπτουμε μιαν αρκετά πλούσια σε αρχαίες και νεότερες πηγές ιστορία, που αναδεικνύει την απουσία ενδοιασμών, όχι μόνον όσον αφορά στα πολεμικά τεχνάσματα, στους Έλληνες. Η τακτική που ακολουθείται σε περίοδο πολέμου είναι γενικά παρόμοια σε όλον τον κόσμο, και δεν θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι ο Πολύαινος επιδοκιμάζει όλα όσα περιγράφει· η γενική ωστόσο και κυρίαρχη εντύπωση είναι ότι πρόκειται για μια πλήρη εδώ αδιαφορία ως προς τα μέσα που χρησιμοποιούνται, προκειμένου να εξουδετερωθεί ο κάθε λογής αντίπαλος.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου