Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2023

Ο ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΙΤΣΕ - Michael Gillespie (54)

Συνέχεια από: Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2023

Nihilism Before Nietzsche

Michael Allen Gillespie

Μετάφραση: Γιώργος Ν. Μερτίκας

ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ο ΔΙΟΝΥΣΟΣ ΚΑΙ Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΟΥ ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΥ

Ο Έλληνας, εποπτεύοντας την ωμότητα και την καταστρεπτικότητα της φύσης, διασώζεται από τη βουδιστική άρνηση της βούλησης, δηλαδή από την κατεύθυνση του Εσταυρωμένου, χάρη στην απολλώνεια απόλαυση των εμφανειών: «Η τέχνη τον σώζει, και μέσω της τέχνης... ζωή». Ο Διόνυσος υιοθετεί το απολλώνειο πέπλο για να αποφύγει να γίνει Οιδίπους. Ο Σάτυρος και ο χορός αντιπροσωπεύουν τη φύση σε αντίθεση με το ψεύδος της κουλτούρας, που παραβάλλονται υπ' αυτή την έννοια με το πράγμα καθ' εαυτό και τον κόσμο της αναπαράστασης. Ο σατυρικός χορός εκφράζει τη μουσική σχέση αυτών των δύο. Η μουσική με αυτό τον τρόπο εκμηδενίζει τον πολιτιστικό φιλισταϊσμό της απολλώνειας ατομικότητας, επειδή αποκαλύπτει μια βαθύτερη μορφή σοφίας, τη διονυσιακή σοφία της αρχέγονης ενότητας. Και παρά ταύτα, η σοφία εμφανίζεται μέσω απολλώνειων ψευδαισθήσεων που ενθαρρύνουν τη χαρά και σώζουν τον άνθρωπο από την απελπισία. 

Το διονυσιακό όραμα της αρχέγονης ενότητας είναι τερατώδες και ανυπόφορο επειδή δεν αποκαλύπτει κάποιο στέρεο έδαφος αλλά μια άβυσσο. Ο άνθρωπος διασώζεται από την τρέλα που συνεπάγεται αυτό το όραμα χάρη στην τραγωδία, καθόσον «τραγωδία είναι η φυσική θεραπευτική δύναμη ενάντια στο διονυσιακό». Η απολλώνεια ερμηνεία αυτής της αποκάλυψης δημιουργεί μια απόσταση από τη διονυσιακή άβυσσο, που μας επιτρέπει να την εποπτεύουμε χωρίς να μας καταβροχθίσει. Τοποθετεί την άβυσσο σε απόσταση, καθιστώντας την έτσι ωραία, και άρα υποφερτή, και μας παρέχει έναν τρόπο για να επιστρέψουμε στην καθημερινή ζωή.

Αυτή η περιγραφή της τραγωδίας στο βασικό μέρος της Γένεσης θέτει υπό αμφισβήτηση τον αρχικό ισχυρισμό του Nietzsche για την ανεξαρτησία του Απόλλωνα. Είναι αυτόδηλο ότι το διονυσιακό, ως η αρχέγονη ενότητα, δεν μας αφήνει περιθώρια για μια δεύτερη αρχή έξω από το ίδιο. Άρα το απολλώνειο στοιχείο πρέπει να είναι προβολή του ίδιου του Διονύσου, της αρχέγονης ενότητας, που ως τέτοια γεννά την principium individuationis. Στην πραγματικότητα, ο Απόλλωνας από αυτή την προοπτική είναι μια στιγμή και μεταφορά για τον Διόνυσο, που αποκρύπτει και ως εκ τούτου καθιστά ανεκτή την αρχέγονη οδύνη της ύπαρξης.

Είναι ένα προσωπείο το οποίο προβάλλεται από τον Διόνυσο, τον θεό των προσωπείων. Αυτό το προσωπείο, ωστόσο, δεν είναι κάτι αρνητικό, διότι μόνο μέσω αυτού του απολλώνειου προσωπείου η αρχέγονη βούληση κατορθώνει να εξευγενίσει, να επιβεβαιώσει και άρα να αντισταθμίσει την οδύνη. Ο στόχος του διονυσιακού δεν είναι να θέσει τέλος στην εξατομίκευση, αλλά να δώσει τη δυνατότητα σε αυτή την τεμαχισμένη ενότητα να φανερωθεί μέσα από το άτομο. Αυτή η ατομικότητα επομένως κατανοείται ως στιγμή της καθαυτό αρχέγονης ενότητας, ως η στιγμή της δικής της αυτοϋπέρβασης.

Με τη συγκρότηση της έννοιας του διονυσιακού ο Nietzsche απομακρύνεται αποφασιστικά από τον Schopenhauer. Και για τους δύο στοχαστές η αρχέγονη βούληση χαρακτηρίζεται από οδύνη και αντίφαση. Και οι δύο πιστεύουν ότι η βούληση εκφράζεται με την τέχνη εν γένει, και ειδικά με τη μουσική. Για τον Schopenhauer, ωστόσο, αυτή η καλλιτεχνική παρουσίαση οδηγεί σε απελπισία και παραίτηση, επειδή ο άνθρωπος αναγνωρίζει ότι η ατομική ύπαρξή του είναι κατά βάση τραγική. Ο Nietzsche, αντίθετα, πιστεύει ότι η βούληση δεν είναι εχθρική προς τον άνθρωπο, και μάλιστα τον εξευγενίζει. Πράγματι, στο αποκορύφωμα της καλλιτεχνικής έκφρασής της και ενεργώντας μέσω της μουσικής μεγαλοφυΐας, μπορεί να μετατρέψει τον άνθρωπο, ακόμη και μέσα στα χειρότερα δεινά, σε κάτι υψηλό. Αυτή η μεταμόρφωση του ανθρώπου, ωστόσο, δεν είναι τίποτε άλλο από την αυτομεταμόρφωση της βούλησης. Η τραγωδία εξαγνίζει «την ύβρη του τραγικού ήρωα ως την απόκρυφη δραστηριότητα της ίδιας δύναμης στην οποία εναντιώνεται ο ήρωας». Η εμπειρία της τραγωδίας δικαιολογεί, λοιπόν, την ύπαρξη και είναι μία πηγή χαράς επειδή αναγνωρίζει ότι η ατομική ύπαρξη με όλα τα δεινά της είναι στιγμή του θεϊκού, ότι είμαστε αυτή η βούληση, ότι είμαστε ο Διόνυσος. 

Ο Nietzsche προσδοκούσε ότι αυτή η διονυσιακή σοφία, που είναι το θεμέλιο της ελληνικής κουλτούρας, θα χρησίμευε ως το θεμέλιο της μελλοντικής γερμανικής κουλτούρας, που αναπτυσσόταν με παρόμοιο τρόπο από το γερμανικό λαϊκό άσμα και αποκορυφωνόταν στη μουσική του Beethoven και του Wagner. Πίστευε ότι μέσω της μουσικής και της αναζωογονημένης αφοσίωσης στον Διόνυσο το τραγικό πάθος θα μπορούσε να μετασχηματιστεί σε έθος. Όμοια με τους Έλληνες, οι Γερμανοί θα μπορούσαν να ανασυγκροτήσουν τον εαυτό τους και να υπερβούν την κοινοτοπία της αστικής ζωής.

Αυτός ο μετασχηματισμός ήταν εφικτός, πίστευε ο Nietzsche, επειδή η πίστη στον Λόγο, που είχε θέσει τα μεγαλύτερα εμπόδια στην τραγική κουλτούρα, έφθανε στο τέλος της. Στη Γένεση υποστηρίζει ότι αυτή η πίστη είχε την καταγωγή της στον Σωκράτη, ο οποίος απέρριπτε την τραγωδία και τη μουσική χάριν της επιστήμης. Η διονυσιακή σοφία αντικαταστάθηκε έτσι από μια ευρεία εννοιολογοποίηση των σχέσεων ανάμεσα σε όλα τα πράγματα. Αυτή η σωκρατική απόρριψη του Διονύσου ήταν μια απόπειρα να αρθούν οι αντιφάσεις του τραγικού κόσμου με την καθυπόταξη των πάντων στον Λόγο. Το υπόλοιπο της ευρωπαϊκής σκέψης μέχρι τον Kant, κατά την άποψη του Nietzsche, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η επεξεργασία αυτού του προτάγματος.

Ο Nietzsche δεν παρουσιάζει κάποια λεπτομερή περιγραφή αυτής της ιστορίας στη Γένεση, και κυρίως δεν πραγματεύεται τον ρόλο που παίζει ο χριστιανισμός σε αυτό το πρόταγμα. Στην οψιμότερη «Αυτοκριτική» του δηλώνει ότι το σύγγραμμα αντιμετωπίζει τον χριστιανισμό με εχθρική σιωπή. Ο ρόλος που ο Nietzsche πιστεύει ότι παίζει ο χριστιανισμός στην ιστορία του ευρωπαϊκού ορθολογισμού επεξηγείται, ωστόσο, σε οψιμότερα έργα του λεπτομερώς. Κατά την άποψή του, ο χριστιανισμός είχε ανατολική προέλευση, συναφή με εκείνη του βουδισμού, αλλά μετασχηματίστηκε από τη σωκρατική πίστη στον Λόγο. Μέσω του Πλάτωνα και των λοιπών σωκρατικών το όνειρο του Σωκράτη για έναν ορθολογικό «πραγματικό» κόσμο χωρίς τον πόνο και την οδύνη του πραγματικού κόσμου είχε ευρεία και βαθιά επιρροή. Αποδείχτηκε εξαιρετικά ελκυστικό για όσους ήσαν λιγότερο ικανοί να υποφέρουν τον πόνο και την οδύνη της ζωής, για τους σκλάβους και τους καταπιεσμένους λαούς του αρχαίου κόσμου. Παρείχε το διανοητικό θεμέλιο για ό,τι ο Nietzsche αποκαλούσε ηθική εξέγερση των σκλάβων, κυριότερη έκφραση της οποίας ήταν ο χριστιανισμός.

Ο Nietzsche δεν συνταυτίζει τον χριστιανισμό με τον Χριστό. Κατά την άποψή του, ο ιστορικός Ιησούς δεν απέρριπτε αυτό τον κόσμο, ούτε επιδίωκε την εκδίκηση ενάντια στις άρχουσες τάξεις· πρέσβευε ένα δόγμα οικουμενικής αθωότητας και αποδοχής, που επιζητούσε να απελευθερώσει τα ανθρώπινα όντα από την ενοχή και το πνεύμα της εκδίκησης. Ο Nietzsche θαυμάζει αυτό το χριστιανικό πνεύμα και το απεικονίζει ως εγγενές στοιχείο του διατυμπανιζόμενου υπερανθρώπου του στον Ζαρατούστρα. Ο Ιησούς, ωστόσο, δεν ήταν ο πραγματικός ιδρυτής του χριστιανισμού. Όπως το θέτει συνοπτικά ο Nietzsche, ο τελευταίος χριστιανός πέθανε στον Σταυρό. Ο χριστιανισμός ως κοσμοϊστορική δύναμη ήταν η δημιουργία του αποστόλου Παύλου και δεν επικεντρωνόταν στις ηθικές επιταγές του Ιησού αλλά στη σταύρωσή του, στον Θεό του Σταυρού, στον Εσταυρωμένο. Στα χέρια του Παύλου ο χριστιανισμός μεταποιήθηκε σε θρησκεία της ευσπλαχνίας και της εκδίκησης, σε μια έκφραση της μνησικακίας των κατώτερων τάξεων, σε μια εξέγερση των δούλων ενάντια στην κυρίαρχη ηθική της αρχαιότη τας, σε μια εξέγερση ενάντια στον ερωτισμό, στη δύναμη και στην αυτοεπιβεβαίωση που με πλατωνικό τρόπο επιζητούσε την αδιατάρακτη ειρήνη ενός άλλου κόσμου, όπου όλες οι οφειλές ξεπληρώνονται και όλες οι τιμωρίες κατανέμονται. Κατά συνέπεια είναι μια θρησκεία η οποία αντιμετωπίζει τη ζωή εν γένει ως οδύνη και εξυμνεί την καθολική ενοχή και τον ασκητισμό. [Ο Nietzsche βλέπει τον χριστιανισμό μέσα από τους παραμορφωτικούς φακούς των Schopenhauer, Heine και Wellhausen απλώς ως μια θρησκεία της ευσπλαχνίας και όχι ως τρόπο ζωής. Επομένως ποτέ δεν συμβιβάζεται είτε με τον σχολαστικισμό είτε με τον μεσαιωνικό χριστιανισμό].

Η πίστη στον Λόγο που χαρακτηρίζει τον μοντέρνο κόσμο είναι παραφυάδα του χριστιανισμού. Σύμφωνα με τον Nietzsche, η χριστιανική αξίωση για αλήθεια σκόνταψε πάνω στον ίδιο τον χριστιανισμό. Το αποτέλεσμα ήταν η απόρριψη της πτολεμαϊκής θεώρησης του κόσμου χάριν της κοπερνίκειας προοπτικής. Αυτή η κοσμολογική επανάσταση μεταμόρφωσε εξ ίσου και τη θεώρηση του ανθρώπου για τον εαυτό του. Άρχισε να θεωρεί τον εαυτό του αυτοπροσδιοριζόμενο ον, απελευθερωμένο από τους περιορισμούς της παράδοσης και της θρησκείας. Ωστόσο, για να κατακτήσει αυτή τη νέα θέση, έπρεπε να παραιτηθεί από τη θεώρηση του εαυτού του ως θεανθρώπου στο επίκεντρο της δημιουργίας και αντ' αυτής να αναγνωρίσει ότι ήταν ένα ασήμαντο τεμάχιο της ύλης περιφερόμενο σε ένα άπειρο σύμπαν. Η χριστιανική αξίωση για αλήθεια υπονόμευσε τα κοσμολογικά και ανθρωπολογικά θεμέλια του ίδιου του χριστιανισμού. Έτσι, εμφανίστηκε ο Διαφωτισμός. Η αξίωση για αλήθεια που παρήγαγε τον Διαφωτισμό δεν ήταν δυνατόν να ικανοποιηθεί με την καθυπόταξη της δεισιδαιμονίας· αυτή στρεφόταν συνάμα ενάντια στα λογικά και οντολογικά θεμέλια του ίδιου του Διαφωτισμού. Ο σκεπτικισμός που προέκυψε αποκορυφώθηκε στην κριτική φιλοσοφία, η οποία οδήγησε στην παραδοχή ότι η ύψιστη αλήθεια είναι αντίφαση. Με αυτή την παραδοχή η μακροχρόνια τυραννία του Λόγου έφθασε στο τέλος της.

Η πίστη στον Λόγο τελειώνει, υποστηρίζει ο Nietzsche στη Γένεση, όταν ο Λόγος υποχρεώνεται να αναγνωρίσει τα όριά του: «Όταν βλέπουν μέσα στη φρίκη τους πώς η λογική περιελίσσεται σε αυτά τα όρια και τελικά δαγκώνει την ουρά της, εκδηλώνεται ξαφνικά η νέα μορφή της ενόρασης, η τραγική ενόραση, η οποία για να αντέξει χρειάζεται την τέχνη ως προστασία και γιατρικό». Ο Nietzsche εδώ αναφέρεται στις αντινομίες που διατυπώνει ο Kant και οι οποίες έπαιξαν τόσο σημαντικό ρόλο στη σκέψη του Schopenhauer. Αυτές οι αντινομίες φανερώνουν τα όρια της κατανόησης και αποκαλύπτουν μια νοούμενη σφαίρα την οποία η επιστήμη δεν θα κατανοήσει ποτέ: «Το εξαιρετικό θάρρος και η σοφία του Kant και του Schopenhauer απέσπασαν την πιο δύσκολη νίκη, τη νίκη πάνω στην αισιοδοξία που αποκρύπτεται στην ουσία της λογικής – αισιοδοξία η οποία είναι η βάση της κουλτούρας μας». Μέσω των αντινομιών οι κρυμμένες αντιφάσεις στα θεμέλια της ευρωπαϊκής παράδοσης γίνονται φανερές, και άρα τίθενται υπό συζήτηση. Ο Λόγος, η ανώτερη αξία, απαξιώνεται και εξαντλείται.

Ο Kant, σύμφωνα με τον Nietzsche, ήταν ο πρώτος ο οποίος αναγνώρισε τις αντινομίες, όμως ήταν απρόθυμος να αποδεχθεί τον θάνατο του Θεού που συνεπάγονταν. Προσπάθησε, λοιπόν, να διατηρήσει τη θεοκεντρική προοπτική του χριστιανισμού οροθετώντας τη σφαίρα του κριτικού Λόγου και αφήνοντας, έτσι, περιθώρια για την ηθική και τη θρησκεία. Οι προσπάθειές του, ωστόσο, ήσαν ανεπιτυχείς – ο υπερβατολογικός ιδεαλισμός δεν μπορούσε να συμπεριλάβει τον σκεπτικισμό και την απαισιοδοξία. Ενώ ο Kant προσπάθησε να αποφύγει το συμπέρασμα ότι ο Θεός και ο Λόγος πέθαναν, ο Schopenhauer το διακήρυττε από τις κορυφές των ορέων.

Η απαισιοδοξία του Schopenhauer, κατά την άποψη του Nietzsche, ήταν μια αυθεντική αντίδραση στην εμπειρία της αρνητικής βούλησης την οποία έβλεπε να εκδηλώνεται σε όλα τα πράγματα. Αυτή η βούληση όμως ήταν στην πραγματικότητα η τιποτένια βούληση του παρόντος, η βούληση του τελευταίου ανθρώπου, της δημοκρατικής κοινωνίας που θεωρεί ως βασικό στόχο της ανθρώπινης ζωής την αυτοσυντήρηση και την ευημερία. Η άρνηση της δυστυχίας, ωστόσο, είναι άρνηση της ζωής στη μεγαλύτερη και υπέρτατη στιγμή της. Η επιθυμία για αυτοσυντήρηση υπονομεύει την επιθυμία για αυτοϋπέρβαση. Η ηθική της ευσπλαχνίας, την οποία αντιπροσωπεύει ο Εσταυρωμένος, έχει τις ανώτερες ή υψηλές στιγμές της, για παράδειγμα, στη νικηφόρα αρνητική βούληση του ασκητισμού· όμως στο τέλος γίνεται ένα δημοκρατικό δόγμα το οποίο δημιουργεί τον ευσπλαχνικό φιλισταίο, τον τελευταίο άνθρωπο ο οποίος δεν τρέφει πλέον καμία εκτίμηση για ό,τι είναι μεγάλο και ωραίο, και τον απαισιόδοξο, ο οποίος θεωρεί την ευσπλαχνία ως τη μοναδική δικαιολογημένη συμπεριφορά απέναντι σε μια ζωή που δεν είναι τίποτε άλλο παρά δυστυχία και πλάνη. Αυτή η ηθικότητα τελικά αποδεικνύεται ανίκανη να στηρίξει τον Θεό τον οποίο επικαλείται. Ο Θεός, λοιπόν, πεθαίνει από ευσπλαχνία για τον άνθρωπο, δηλαδή επειδή ο άνθρωπος έγινε πολύ αδύναμος για να στηρίξει την πίστη στον Θεό. Η ηθικότητα της ευσπλαχνίας που αναπτύσσεται από έναν πλατωνικό χριστιανισμό είναι η πηγή για τον θάνατο του Θεού, και κατά συνέπεια για τον μηδενισμό. Κατ' ουσίαν ο μηδενισμός είναι η αυτοκαταστροφή του χριστιανισμού. Έτσι, ανατρέπεται ο προμαχώνας του Λόγου στον πυρήνα του Διαφωτισμού, αποκαλύπτοντας τη θεμελιώδη μυστηριακότητα της ύπαρξης. Με αυτό τον τρόπο δημιουργείται χώρος για τη γένεση ενός νέου θεού. Ο θάνατος του Θεού του Λόγου παράγει μηδενισμό, αλλά ο μηδενισμός προετοιμάζει το έδαφος για μια νέα αποκάλυψη. Ο θεός που πιστεύει ο Nietzsche ότι θα γεννηθεί ή μάλλον θα αναγεννηθεί από τον μηδενισμό είναι ο Διόνυσος.

Ο Nietzsche υποστήριζε στη Γένεση ότι το διονυσιακό πνεύμα σιγά σιγά αφυπνιζόταν στον σύγχρονο κόσμο, αναδυόμενο σαν δαίμονας από τα απροσμέτρητα βάθη του γερμανικού πνεύματος. Έτρεφε την ελπίδα ότι αυτό το δαιμονιακό πνεύμα θα καθιστούσε δυνατή την αναγέννηση της τραγωδίας και της τραγικής εποχής. Όταν έγραφε τη Γένεση είχε κατά νου τον Wagner ως φορέα αυτής της αναγέννησης. Στα χρόνια που ακολούθησαν όμως απογοητεύθηκε σταδιακά από τον Wagner. Το πρώτο φεστιβάλ του Βαϋρόντ εδραίωσε αυτή την απογοήτευση όχι απλώς επειδή απέτυχε να οδηγήσει στον πολιτιστικό μετασχηματισμό που ποθούσε ο Nietzsche, αλλά επίσης –και μάλλον κυρίως– επειδή ο Wagner ερωτοτροπούσε με τους μισητούς φιλισταίους. Ο Nietzsche συμπέρανε ότι ο ίδιος και ο Wagner ποτέ δεν επιδίωκαν το ίδιο πράγμα. Το αποτέλεσμα ήταν ότι κατέληξε να πιστεύει πως η πολιτιστική ανανέωση δεν ήταν δυνατόν να επιτευχθεί είτε μέσω του θεάτρου είτε μέσω της επικής μορφής. 

Παρά την τρομερή απογοήτευσή του, ο Nietzsche δεν εγκατέλειψε τις προσπάθειές του για τη δημιουργία μιας τραγικής κουλτούρας και μιας νέας τραγικής εποχής. Ούτε τον Διόνυσο εγκατέλειψε. Η αποτυχία του Wagner, κατά τη γνώμη του Nietzsche, οφειλόταν στο γεγονός ότι τελικά δεν είχε απελευθερωθεί από τις χριστιανικές αξίες, δηλαδή από τον Εσταυρωμένο. Δεν εκτίμησε δεόντως την καντιανή και σοπενχαουερική καταστροφή της καθολικότητας του Λόγου. Ό,τι χρειαζόταν δεν ήταν απλώς κάποια μουσική μεγαλοφυΐα αλλά μια μουσική μεγαλοφυΐα που θα ήταν επίσης φιλόσοφος. Αυτό το φαινομενικά αντιφατικό ον είναι η αινιγματική μορφή την οποία ο Nietzsche αναφέρει στα τελευταία μέρη της Γένεσης ως τον «Σωκράτη ο οποίος ασκεί τη μουσική», έναν τραγικό φιλόσοφο ο οποίος συνδυάζει τη διονυσιακή ενόραση του αρχέγονου βάθους με τη διαλεκτική γνώση της εννοιολογικής τάξης των ατομικών πραγμάτων. Ο Νίτσε περιγράφει αυτόν τον μουσικό φιλόσοφο σε μια σημείωση εκείνης της εποχής: “Είναι παραστατικός όπως ο καλλιτέχνης ο οποίος εργάζεται με μορφές, εμπαθής όπως ο θρησκευόμενος άνθρωπος, λογικός όπως ο επιστήμονας: Επιθυμεί να αφήσει να ηχήσουν όλοι οι τόνοι του κόσμου εντός του και να καταγράψει όλους αυτούς τους ήχους σε έννοιες”.

Μολονότι η μορφή αυτού του τραγικού φιλοσόφου επισκιάστηκε στη Γένεση από τον Wagner, δεν επρόκειτο για κάποια επιπόλαιη σκέψη. Την ίδια περίοδο ο Nietzsche εργαζόταν πάνω στη Φιλοσοφία της τραγικής εποχής των Ελλήνων και σε ένα δράμα για τον Εμπεδοκλή και οι δύο εργασίες αποσκοπούσαν στην παρουσίαση υποδειγμάτων για τέτοιους φιλοσόφους. Ο Ηράκλειτος είναι το κατ' εξοχήν παράδειγμα του τραγικού φιλοσόφου στο ανολοκλήρωτο προαναφερθέν σύγγραμμα, αλλά αναμφίβολα ο Εμπεδοκλής θεωρούνταν από τον νεαρό Nietzsche ως το καλύτερο υπόδειγμα για την εποχή μας. Ο Εμπεδοκλής του Nietzsche είναι μαθητής του Διονύσου. Είναι σοφός, αλλά είναι επίσης αφοσιωμένος στον Διόνυσο. Σε αντίθεση με την απόπειρα του Οιδίποδα να θεραπεύσει τον λοιμό στις Θήβες μέσω μιας σωκρατικής έρευνας, ο Εμπεδοκλής του Nietzsche αντιμετωπίζει τον λοιμό που συνέτριψε την πόλη του σαν «μέγα δράμα, σαν βακχεία». Είναι απαισιόδοξος, αλλά η απαισιοδοξία του, αντίθετα με εκείνη του Schopenhauer, παράγει δράση και όχι ησυχασμό. Ο ιστορικός Εμπεδοκλής παρείχε στους Έλληνες μια φιλοσοφική λύση για τις αντιφάσεις της ζωής τους που ήταν συμβατή με την πίστη του στον Διόνυσο. Κατ' ουσίαν, εάν ο Σωκράτης και οι σωκρατικοί δεν τους είχαν παραπλανήσει, οι Έλληνες, σύμφωνα με τον Nietzsche, θα κατανοούσαν την ύπαρξή τους με όλο τον παραλογισμό και τις δυστυχίες της μέσω τέτοιων στοχαστών, όπως ο Εμπεδοκλής και ο Δημόκριτος. Ο μελλοντικός Εμπεδοκλής ή ο μουσικός Σωκράτης που οραματιζόταν ο Nietzsche θα έπαιζε ανάλογο ρόλο στη δημιουργία μιας τραγικής κουλτούρας. Δεν θα απέρριπτε τη μουσική και τον μύθο, αλλά θα τα συνένωνε με τη φιλοσοφία για να ακεραιώσει και να ενοποιήσει την κουλτούρα. Αυτοί οι νέοι μύθοι θα στέκονταν ως δαιμονιακοί φρουροί της εκπαίδευσης των νέων, και άρα των ηθών της κοινωνίας. Ο Nietzsche, λοιπόν, φανταζόταν κάποιο είδος ενοποίησης του διονυσιακού και του απολλώνειου. Ο ιστορικός Εμπεδοκλής ήταν μια σημαντική μορφή η οποία στεκόταν ανάμεσα στη διονυσιακή εποχή του μύθου και στην εποχή της φιλοσοφίας. Ο Εμπεδοκλής του Nietzsche προοριζόταν να γίνει μια ανάλογη μορφή, η οποία θα στεκόταν ανάμεσα στη σωκρατική κουλτούρα του παρόντος και στην τραγική κουλτούρα του μέλλοντος. Όμως, όπως και ο Μπαζάροφ, ήταν απλώς μια μεταβατική μορφή, που ήταν σε θέση να φθάσει ίσαμε το κατώφλι της νέας εποχής, αλλά δεν αισθανόταν οικεία είτε με τον παλιό είτε με τον νέο κόσμο.

Ο Nietzsche δεν ολοκλήρωσε ποτέ αυτό το δράμα για τον Εμπεδοκλή. Εν μέρει αυτή η αποτυχία οφειλόταν στην ανικανότητα του Εμπεδοκλή να απαλύνει την τραγική θεώρησή του για την τεμαχισμένη αρχέγονη ενότητα. Η ευσπλαχνία, λοιπόν, τον οδήγησε να ριχτεί μέσα στην Αίτνα. Δεν κατανόησε τελικά πώς θα μπορούσε να μεταρσιώσει τις αντιφάσεις και τη δυστυχία. Ήταν φιλόσοφος και περιεργαζόταν τα αβυσσαλέα βάθη της ύπαρξης, αλλά δεν ήταν καλλιτέχνης, ή, εν πάση περιπτώσει, αρκετά καλλιτέχνης, και άρα ήταν ανίκανος να μεταμορφώσει αυτή τη δυστυχία σε κάτι υψηλό. Ο Nietzsche προσπάθησε να αναπτύξει πληρέστερα αυτή την ιδέα, αλλά απογοητεύθηκε με τα αποτελέσματα (επικέντρωσε τις προσπάθειές του στον Σαίξπηρ, τον οποίο περιέγραψε ως τον μουσικό Σωκράτη, που οδήγησε την ελληνική τραγωδία στην ολοκλήρωσή της). Δεν εγκατέλειψε, ωστόσο, αυτό το πρόταγμα. Στην πραγματικότητα, η εξέλιξη της σκέψης του Nietzsche ύστερα από τη Γένεση είναι σε μεγάλο βαθμό μια σειρά προσπαθειών για τη δημιουργία ενός τέτοιου τραγικού ή διονυσιακού φιλοσόφου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: