Ο ΔΙΟΝΥΣΟΣ ΚΑΙ Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΟΥ ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΥ
ΓΙΑ ΤΟΝ NIETZSCHE η βούληση για ζωή που περιέγραψε ο Schopenhauer και ενσαρκωνόταν στην αστική κοινωνία ήταν η απόληξη της χριστιανικής παράδοσης, της μακροχρόνιας παρακμής η οποία κατέληξε στον μηδενισμό. Σε αντίθεση με αυτή την παρακμασμένη μηδενιστική βούληση, ο Nietzsche αντιπροτείνει μια ανερχόμενη βούληση, την οποία ονομάζει Διόνυσο. Ο Διόνυσος είναι το μέγα ενάλλαγμά του στον χριστιανισμό και στον μηδενισμό. Ποιος είναι όμως ο Διόνυσος του Nietzsche; Αυτό το ερώτημα δεν είναι εύκολο να απαντηθεί. Η πραγμάτευση του Διονύσου είναι περίπλοκη και δυσνόητη. Επιπλέον, υπάρχουν λεπτές αλλά σημαντικές διαφορές ανάμεσα στον Διόνυσο που παρουσιάζει στην πρώιμη σκέψη του και στον Διόνυσο της όψιμης περιόδου. Προκειμένου να προσδιορίσουμε κατά πόσο ο Διόνυσος είναι πραγματικά ενάλλαγμα στον χριστιανισμό και η απάντηση στον μηδενισμό, θα πρέπει να διερευνήσουμε την εξέλιξη αυτής της έννοιας στη σκέψη του Nietzsche.
Η θεοποίηση της δαιμονιακής βούλησης: Ο Διόνυσος και η Γένεση της τραγωδίας
Ο Nietzsche διατύπωσε για πρώτη φορά την ιδέα του διονυσιακού σε μια σειρά δημόσιων διαλέξεων γύρω από την ελληνική τραγωδία και φιλοσοφία. Αυτές οι διαλέξεις αποτέλεσαν τη βάση για τη Γένεση της τραγωδίας από το πνεύμα της μουσικής. Αυτό το σύγγραμμα ήταν μέρος του προτάγματος των Wagner και Nietzsche για την πολιτιστική ανανέωση. Στόχος του ήταν να καταδείξει πώς γεννήθηκε η τραγική κουλτούρα των Ελλήνων από το πνεύμα της μουσικής και πώς θα ανανεωνόταν και θα εξευγενιζόταν η γερμανική κουλτούρα από κάποιο ανάλογο πνεύμα. Ο Schopenhauer αναγνώριζε επίσης αυτή τη δύναμη στη μουσική, αλλά πίστευε ότι οδηγούσε αποκλειστικά σε παραίτηση. Η τραγωδία, κατά την άποψή του, μας διδάσκει ότι ο κόσμος δεν είναι δυνατόν να μας παρέχει ικανοποίηση και δεν αξίζει τη συμπάθειά μας. Ο Nietzsche απορρίπτει αυτή τη θεώρηση ως το προϊόν μιας αδύναμης ή άρρωστης βούλησης. Η σθεναρή ή υγιής βούληση δεν αποβλέπει στην αυτοσυντήρηση αλλά στην αυτοϋπέρβαση. Αυτή την υπερβούληση ο Nietzsche τελικά την αποκαλεί βούληση για δύναμη. Δεν κατανοείται πλέον ως δαιμονιακή βούληση αλλά ως η βούληση κάποιου υπερδαίμονα ο οποίος δύναται να μεταμορφώσει τα ανθρώπινα δεινά σε χαρά μέσα από τη δύναμη της μουσικής του, και έτσι να γεννήσει μια τραγική κουλτούρα και μια τραγική εποχή. Το όνομα που δίνει ο Nietzsche σε αυτό τον υπερδαίμονα είναι Διόνυσος.
Σε οψιμότερο πρόλογό του στη Γένεση ο Nietzsche μας λέει ότι η θεμελιώδης ερώτηση στην οποία θέλει να απαντήσει είναι: «Τι είναι το διονυσιακό;». Στο πλαίσιο της σκέψης του Schopenhauer το ερώτημα διατυπώνεται ως εξής: «Ποια είναι η μορφή της βούλησης η οποία καταφάσκει στη ζωή μάλλον παρά την αρνείται μπροστά στα μεγαλύτερα δεινά;». Ο Nietzsche πίστευε ότι η απάντηση σε αυτό το ερώτημα βρισκόταν στη βούληση των Ελλήνων που εκφραζόταν στην τραγωδία και η οποία δεν υπέφερε από εξάντληση αλλά από υπερκορεσμό, δεν ήταν απαισιόδοξη λόγω αδυναμίας αλλά λόγω σθένους. Ήταν το «οξυδερκές θάρρος το οποίο διεγείρει την επιθυμία και αποτολμά, που λαχταρά το τρομακτικό για εχθρό, λαχταρά τον άξιο εχθρό, απέναντι στον οποίο μπορεί κανείς να δοκιμάσει τη δική του ρώμη». Αυτή είναι πιθανή λύση μόνο για όποιον υιοθετεί μια διονυσιακή προοπτική στη ζωή.
Ο Nietzsche γνώριζε ότι ο Schopenhauer είχε απορρίψει αυτό το ενδεχόμενο. Ο Schopenhauer επισημαίνει ότι
“ένας άνθρωπος ο οποίος ενσωμάτωσε στέρεα στον τρόπο σκέψης του τις τόσο εξελιγμένες αλήθειες [ότι προσδιοριζόμαστε από τη βούληση για ζωή], αλλά συγχρόνως δεν γνωρίζει, μέσω της εμπειρίας του ή μέσω κάποιας βαθύτερης ενόρασης, ότι η συνεχής οδύνη είναι ουσιώδης για τη ζωή εν γένει· ο οποίος βρήκε ικανοποίηση στη ζωή και απόλαυσε την απόλυτη χαρά· ο οποίος ήλπιζε, παρά τη γαλήνια σκέψη, ότι η πορεία της ζωής του όπως τη βίωσε ίσαμε τώρα θα πρέπει να έχει αιώνια διάρκεια ή να επαναλαμβάνεται ακατάπαυστα· και του οποίου το θάρρος να αντιμετωπίσει τη ζωή ήταν τόσο μεγάλο, ώστε σε αντάλλαγμα για τις ηδονές της ζωής θα υπέμενε εκούσια και ευχαρίστως όλες τις κακουχίες και τις δυστυχίες στις οποίες υπόκειται· αυτός ο άνθρωπος θα «πατούσε γερά και αποφασιστικά πάνω στη στέρεη γη» και δεν θα είχε τίποτα να φοβηθεί.”
Αυτό το ηρωικό πλάσμα, το οποίο ο Schopenhauer ταύτιζε με τον Προμηθέα του Goethe, δεν θα φοβόταν τον θάνατο ή τα δεινά, διότι θα γνώριζε ότι «ο ίδιος είναι εκείνη η βούληση για την οποία η ολότητα του κόσμου είναι η εξαντικειμενίκευση ή το αντίγραφο». Θα ήταν, κοντολογίς, θεός ή, εν πάση περιπτώσει, θα κατόπτευε τον κόσμο από κάποιο θεϊκό σημείο αναφοράς. Ο Schopenhauer απέρριπτε αυτό το ενδεχόμενο επειδή πίστευε ότι στηρίζεται στη λανθασμένη υπόθεση πως η ζωή ήταν κατ' ουσίαν καλή. Ο Nietzsche, αντιθέτως, προσπαθούσε να φανταστεί κάποιο ον το οποίο θα έλεγε «ναι» στη ζωή έστω κι αν είχε επίγνωση του αβυσσαλέου χαρακτήρα της. (Η επιμονή του Nietzsche στην κατάφαση στον τραγικό χαρακτήρα της ύπαρξης είναι εμφανής όταν απορρίπτει το τέλος που δίνει ο Goethe στο Φάουστ. Όπως απέδειξε ο Eric Heller, ο Nietzsche θεωρούσε ως προσήκον τέλος του Φάουστ τον μεγάλο θρήνο του Μεφιστοφελή για τη ματαιότητα κάθε αγώνα και όχι τον chorus mysticus της σωτηρίας του Φάουστ: «Το να επιμένουμε στην προοπτική του Μεφιστοφελή και παρά ταύτα να μην απελπιζόμαστε, και παρά ταύτα να εξυμνούμε και μάλιστα να εξιδανικεύουμε την ύπαρξη - αυτός είναι ο σκοπός της απεγνωσμένης στρατηγικής του Nietzsche. [...] Να φθάσουμε μέχρι το τέλος της απώλειας ψευδαισθήσεων [...] και τότε να επαναφέρουμε στη ζωή το όραμα του Goethe για την ένδοξη ακεραιότητα των πραγμάτων». The Importance of Nietzsche: Ten Essays (Σικάγο: University of Chicago Press, 1988), 35-37. Όπως τονίζει ο Rethy, ο Nietzsche επιδιώκει να αντικαταστήσει τη σοπενχαουερική έννοια της τραγωδίας ως παραίτησης με μια έννοια της τραγωδίας ως κατάφασης. «The Tragic Affirmation», 4-5).
Στους Έλληνες και στην αγάπη τους για την τραγωδία ο Nietzsche πίστευε ότι ανακάλυψε ένα λαό ο οποίος αναγνώριζε το αναπόφευκτο τέτοιων δεινών αλλά, παρ' όλα αυτά, διαμαρτυρόταν de capo. Ήσαν ικανοί να πουν το «ξανά» επειδή ήσαν αφοσιωμένοι στον Διόνυσο.
Ο Janz υποστηρίζει ότι εκκινώντας από τη σοπενχάουερική μεταφυσική ο Nietzsche αναζήτησε κάποιο υποκατάστατο για τον χριστιανισμό και το ανακάλυψε στον μύθο του Διονύσου, ο οποίος έχει τεμαχιστεί, στην αρχέγονη ενότητα που διαμελίστηκε εις τα εξ ων συνετέθη μέσα στον απολλώνειο κόσμο των εμφανειών. Ο Janz ορθά διαπιστώνει τη συνάφεια του διονυσιακού με τη σοπενχαουερική έννοια της βούλησης, αλλά δεν κατανοεί ότι ο Διόνυσος είναι η θεοποίηση αυτής της βούλησης.
Νίτσε: “Ενάντια στη θεωρία ότι το «καθ' εαυτό των πραγμάτων» πρέπει κατ' ανάγκη να είναι καλό, ευλογημένο, αληθές και ένα, η ερμηνεία του Schopenhauer για το «καθ' εαυτό» ως βούληση ήταν το ουσιώδες βήμα· όμως δεν κατανόησε πώς θα μπορούσε να θεοποιήσει αυτή τη βούληση: Παρέμεινε καθηλωμένος στο ηθικό-χριστιανικό ιδεώδες. Ο Schopenhauer καθοριζόταν σε τέτοιο βαθμό από τη δεσποτεία των χριστιανικών αξιών, ώστε, μόλις το πράγμα καθ' εαυτό δεν ήταν πια για τον ίδιο ο «Θεός», έπρεπε να το αντιμετωπίζει ως κακό, ανόητο και απολύτως μεμπτό. Δεν κατόρθωσε να συλλάβει ότι ενδέχεται να υπάρχει μια άπειρη ποικιλία τρόπων να είναι κανείς διαφορετικός, ακόμη και να είναι θεός.”
Ο Διόνυσος είναι η θεοποίηση της βούλησης στη ρωμαλεότητά της, όχι ως άρνηση της ζωής αλλά ως κατάφαση της ζωής, όχι ως παραίτηση αλλά ως έκσταση και μέθη.
Στη Γένεση το διονυσιακό αντιδιαστέλλεται από το απολλώνειο. Αυτή η πολικότητα μιμείται τη σοπενχαουερική πολικότητα βούλησης και αναπαράστασης. Το απολλώνειο και το διονυσιακό δεν είναι διανοητικές κατασκευές αλλά εκδηλώσεις της θεμελιώδους δύναμης για ζωή. Ως τέτοιες, ασκούν μια εξουσία πάνω μας που δεν μπορούμε να την ελέγξουμε. Υπό την επήρεια του Απόλλωνα ο άνθρωπος έχει ακλόνητη πίστη στην principium individuationis («η αρχή της εξατομίκευσης»), δηλαδή στην ατομική ύπαρξη όλων των πραγμάτων, συμπεριλαμβανομένου του εαυτού του. Υπό την επήρεια του Διονύσου, αντιθέτως, «καθετί υποκειμενικό εξαφανίζεται στην πλήρη αυτολησμοσύνη»· η ενότητα ανάμεσα στον άνθρωπο και στον άνθρωπο επανεπιβεβαιώνεται, καθώς και η συμφιλίωση της φύσης με τον απολωλότα υιό της, «λες και το πέπλο των ψευδαισθήσεων παραμερίστηκε και τώρα υπήρχαν απλώς κουρέλια που κυμάτιζαν εμπρός από τη μυστηριώδη αρχέγονη ενότητα».
Ο Nietzsche ισχυριζόταν ότι οι προκάτοχοί του είχαν κατανοήσει τους Έλληνες ως απολλώνειο λαό, ένα λαό της τάξης και της μορφής, του οποίου η υποκείμενη ευδιαθεσία δημιούργησε ό,τι ο Hegel και οι σύγχρονοί του αποκάλεσαν «ωραία ηθική ζωή». Ο Nietzsche προσπάθησε να παρουσιάσει τη σκοτεινή και βίαιη διονυσιακή βούληση η οποία υφίστατο πίσω από αυτό το εύθυμο προσωπείο. Το διονυσιακό, κατά την άποψή του, ήταν αρχικώς μια ασιατική αρχή. Στις οργιαστικές ανατολικές εορτές του Διονύσου κάθε τάξη εξαφανιζόταν και καθετί παραδινόταν στην αρχέγονη ενότητα. Η διονυσιακή αρχή έπαιξε παρόμοιο ρόλο στον προομηρικό ελληνικό κόσμο, όπου βλέπουμε «μόνο σκοτάδι και τρόμο, στις δημιουργίες μιας φαντασίας συνηθισμένης στη φρικαλεότητα [...] μια ζωή που κυριαρχείται από τα Τέκνα του Σκότους, συγκρούσεις, απάτες, θάνατο [...], μεταπτώσεις απέναντι στην ύπαρξη, την ύπαρξη ως τιμωρία, την ταυτότητα του είναι και της ενοχής [...], Ανατολή».[ΠΑΤΗΡ ΠΑΝΤΩΝ ΠΟΛΕΜΟΣ]
Σε συμφωνία με τον Schopenhauer, ο Nietzsche υποστηρίζει ότι υπάρχουν δύο διέξοδοι από τη διονυσιακή κατάσταση, εκείνη του αγίου και εκείνη του καλλιτέχνη. Οι ανατολικοί λαοί ακολούθησαν την πρώτη, οι Έλληνες τη δεύτερη. Η ελληνική κουλτούρα ερειδόταν σε διονυσιακό θεμέλιο, όμως αντί να βυθιστούν σε αυτά τα βάθη, όπως έκαναν οι ανατολικές κουλτούρες, ή να απαλλαγούν από αυτά, όπως έμελλε να κάνει η ευρωπαϊκή κουλτούρα, οι Έλληνες μετασχημάτισαν αυτή την εμπειρία σε κάτι υψηλό. Αυτός ήταν ο μεγάλος θρίαμβος της ομηρικής κουλτούρας, καθιδρύθηκε πάνω στις διονυσιακές δυνάμεις του προομηρικού κόσμου, πάνω στην άμετρη ύβρη και υπερβολή των Τιτάνων και των βαρβάρων. Οι Έλληνες, λοιπόν, ανακάλυψαν έναν τρόπο για να τιθασεύσουν τον καθαρό διονυσιασμό της Ανατολής, προσεταιριζόμενοι τη δύναμή του χωρίς να καταστραφούν από αυτή.
Η ελληνική εμπειρία για τον διονυσιακό τρόμο της ύπαρξης, σύμφωνα με τον Nietzsche, συνοψίζεται στην περιγραφή του κόσμου από τον Ησίοδο, ο οποίος γεννήθηκε από το χάος, την «άβυσσο». Αυτή η θεώρηση του κόσμου πιστεύει ότι η ατομικότητα εν γένει απορρέει από κάποια μυστηριώδη αρχέγονη ενότητα και επιστρέφει σε αυτή. Η επήρεια που άσκησε αυτή η ενόραση στους Έλληνες γίνεται σαφής, κατά την άποψη του Nietzsche, με την απόφανση που αποδίδεται από την ελληνική λαϊκή σοφία στον σύντροφο του Διονύσου Σειληνό ότι το καλύτερο πράγμα για τον άνθρωπο είναι να μη γεννηθεί ποτέ και το δεύτερο καλύτερο πράγμα είναι να πεθάνει σύντομα. Το να γεννηθεί σημαίνει πως θα γίνει άτομο, διαχωρισμένο και αποξενωμένο από την ολότητα. Αυτή η εμπειρία παράγει οδύνη και ο μόνος τρόπος για να ανακουφιστεί κανείς από την οδύνη είναι να πάψει να είναι άτομο, δηλαδή να πεθάνει και να επιστρέψει στην αρχική ενότητα. Οι Έλληνες, σε αντιδιαστολή με τον Schopenhauer, ήσαν ικανοί να αντέξουν το βάρος αυτής της απαισιοδοξίας και να το μετασχηματίσουν σε κάτι λαμπρό μέσω της κατασκευής ονειρικών ψευδαισθήσεων, δηλαδή μέσω μιας απολλώνειας τέχνης που παρεμβάλλει ανάμεσα σε αυτούς και στη ζωή το ακτινοβόλο όνειρο της γένεσης των αθάνατων ολύμπιων θεών, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν τον θρίαμβο του ατόμου επί των τιτάνιων και βαρβαρικών διονυσιακών δυνάμεων της φύσης. Με το απολλώνειο και μέσω αυτού ως principium individuationis, η αρχέγονη ενότητα πραγματοποίησε τον σκοπό της και διαφύλαξε το άτομο από την απελπισία μέσω της απόλαυσης της απλής εμφάνειας.
Ωστόσο αυτή η ομηρική νίκη ήταν εφήμερη, επειδή οι Έλληνες παρέμειναν ριζωμένοι στο διονυσιακό, στην αρχέγονη ενότητα της βούλησης που διαλύει κάθε απολλώνεια ατομικότητα. Έτσι, το κεφάλι της Γοργόνας που χρησιμοποίησε η ομηρική κουλτούρα για να καθυποτάξει το διονυσιακό δεν μπορούσε να περιορίζει επί μακρόν την πανίσχυρη τρομοκρατία του καθαυτό διονυσιακού. Η δεύτερη έφοδος του διονυσιακού αναχαιτίστηκε από το δωρικό κράτος και τη δωρική τέχνη, που καθίδρυσαν μια μόνιμη στρατιωτική παράταξη ενάντια στο διονυσιακό. Ωστόσο και αυτή η νίκη ήταν βραχυχρόνια και η ήττα της δωρικής κουλτούρας προκάλεσε τον τελικό και μεγαλύτερο αγώνα στην καρδιά της ελληνικής κουλτούρας, τον αγώνα που παρήγαγε την αττική τραγωδία και την τραγική εποχή.
Ο διονυσιακός ποιητής ο οποίος ηγήθηκε αυτής της τελικής εφόδου, σύμφωνα με τον Nietzsche, ήταν ο Αρχίλοχος. Ο Αρχίλοχος συνταυτίστηκε με τον Διόνυσο, με την τεμαχισμένη αρχέγονη ενότητα, και την αναπαρήγαγε ως μουσική. Υπό το βάρος της απολλώνειας ονειρικής έμπνευσης, αυτή η μουσική αποκαλύφθηκε ως συμβολική ονειρική εικόνα και του έδειξε την ταυτότητά του με την καρδιά του κόσμου εν είδει ονειρικής σκηνής που ενσαρκώνει την αρχέγονη οδύνη και ηδονή της σκέτης εμφάνειας. Με όρους του Schopenhauer, ο διονυσιακος καλλιτέχνης γίνεται ένα με τη μεγάλη αυτοαντίφαση και τον πόνο που χαρακτηρίζουν τη βούληση, μέσω της άμεσης ενόρασης της βούλησης στο δικό του σώμα, δηλαδή μέσω των αισθημάτων, των παθών και των επιθυμιών του. Εκφράζοντας αυτά τα αισθήματα με τη μουσική του, γίνεται ο τέλειος καθρέφτης της βούλησης και της οδύνης της. Αυτή η μουσική όμως συνδυάζεται με απολλώνειες εικόνες που αντλούνται
από τη σφαίρα της αναπαράστασης: «Οι εικόνες του λυρικού δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο ίδιος ο εαυτός του, και ως τέτοιες είναι μόνο διαφορετικές προβολές του εαυτού του· επομένως, όντας το συγκινησιακό κέντρο του κόσμου, δικαιολογείται να λέει “εγώ”: Βέβαια, αυτός ο εαυτός δεν είναι ίδιος με εκείνον του εν εγρηγόρσει, εμπειρικά πραγματικού ανθρώπου, αλλά με το γνήσια υπαρκτό και αιώνιο είναι στη βάση των πραγμάτων, [...] [είναι] ένα όραμα της μεγαλοφυΐας, που από αυτή τη στιγμή δεν είναι πλέον απλώς ο Αρχίλοχος, αλλά μια παγκόσμια μεγαλοφυΐα η οποία εκφράζει τον αρχέγονο πόνο της συμβολικά με το σύμβολο του ανθρώπου Αρχίλοχος». Ο διονυσιακός ποιητής δεν είναι, λοιπόν, κάποιο μεμονωμένο ανθρώπινο ον αλλά η καθαυτό βούληση, δηλαδή ο Διόνυσος.
Άρα ο άνθρωπος δεν είναι ο δημιουργός του κόσμου, δεν είναι ο κύριος και κάτοχος της φύσης, όπως τον ήθελε ο Descartes, αλλά το μέσο για την αυτοέκφραση και την αυτοδημιουργία της βούλησης:
“Εφ' όσον όμως το υποκείμενο είναι ο καλλιτέχνης, έχει ήδη απελευθερωθεί από την ατομική βούλησή του και έχει γίνει το μέσο με το οποίο το μόνο αυθεντικά υπαρκτό υποκείμενο εξυμνεί την απελευθέρωσή του, εμφανώς [...] μπορούμε να υποθέσουμε ότι είμαστε απλώς εικόνες και καλλιτεχνικές προβολές για τον αυθεντικό δημιουργό και ότι η ύψιστη μεγαλοπρέπειά μας αφορά τη σημασία μας ως έργα τέχνης –διότι μόνο ως αισθητικό φαινόμενο η ύπαρξη και ο κόσμος δικαιολογούνται σε μόνιμη βάση–, ενώ, βέβαια, η συνείδηση της σημασίας μας δεν διαφέρει και πολύ από εκείνη που έχουν οι ζωγραφισμένοι στον καμβά στρατιώτες για τη μάχη που αναπαριστά ο πίνακας. Επομένως το σύνολο της γνώσης μας για την τέχνη είναι ουσιαστικά ψευδαισθησιακό, επειδή ως γνωρίζοντα όντα δεν είμαστε ένα και το αυτό με εκείνο το ον το οποίο, ως ο αποκλειστικός δημιουργός και θεατής αυτής της καλλιτεχνικής κωμωδίας, προετοιμάζει μια αέναη ψυχαγωγία για τον εαυτό του. Μόνο καθό μέτρο η μεγαλοφυΐα στην τέχνη της καλλιτεχνικής δημιουργίας συμφύρεται με αυτό τον αρχέγονο καλλιτέχνη του κόσμου, γνωρίζει ορισμένα πράγματα για την αιώνια ουσία της τέχνης· διότι σε αυτή την κατάσταση είναι συγχρόνως υποκείμενο και αντικείμενο, συγχρόνως ποιητής, δρων και θεατής.”
Ο διονυσιακός ποιητής είναι η μεγαλοφυΐα η οποία συνταυτίζεται με τη βούληση και γίνεται το μέσο της για δημιουργια· διακατέχεται από αυτή. Ο καλλιτέχνης και ο ίδιος ο κόσμος, όπως τους γνωρίζουμε με την κατανόηση, δεν είναι κάτι καθ' εαυτό ή κάτι για μας, αλλά κάτι για την αρχέγονη βούληση, ο αρχέγονος εαυτός που βρίσκεται στην καρδιά του κόσμου. [Η ακριβής σχέση του Διονύσου με τη βούληση στη Γένεση δεν αποσαφηνίζεται εντελώς. Ο Rethy υποστηρίζει ότι, αν και ο Διόνυσος φαίνεται να είναι κάτι παραπάνω από απλή αναπαράσταση, στην πραγματικότητα είναι μια συναισθηματική αναπαράσταση του αρχέγονου πόνου, και άρα η τελευταία, αδύναμη σκιά της ήδη θολής μεταφυσικής βούλησης του Schopenhauer. Αντιθέτως, η Margot Fleischer υποστηρίζει ότι ο Διόνυσος είναι η εικόνα την οποία δημιουργεί ο αρχέγονος καλλιτέχνης του κόσμου που τον σώζει από τον αρχέγονο πόνο της αντίφασης καθιδρύοντας το χαρούμενο παιχνίδι της φαινομενικότητας. Άρα είναι το πράγμα καθ' εαυτό. Στη Γένεση ο Διόνυσος φαίνεται να είναι συνάμα μια εικόνα της βούλησης και η ίδια η βούληση. Όπως θα δούμε, όμως, τελικά είναι περισσότερο αρχέγονος απ' ό,τι η βούληση ή η αναπαράσταση].
Αυτός ο αρχέγονος εαυτός είναι ο Διόνυσος, και άρα άνθρωπος και κόσμος δικαιολογούνται μόνο μέσω της συμφιλίωσής του με τον εαυτό του, ως τα προϊόντα αυτής της μεγάλης κοσμικής αυτοδημιουργίας του καλλιτέχνη. [Η φύση αυτής της συμφιλίωσης είναι διαφιλονικούμενη. Πολλοί μελετητές υποστηρίζουν ότι αυτή η συμφιλίωση εκμηδενίζει την ατομικότητα. Στο The Dionysian Worldview o Nietzsche υποστηρίζει ότι «στην αυτολησμοσύνη των διονυσιακών καταστάσεων το άτομο με τα όρια και το μέτρο του αφανίστηκε». Αυτό το απόσπασμα, ωστόσο, απαλείφθηκε από τη Γένεση. Επιπροσθέτως, εάν το διονυσιακό είναι τόσο θεμελιώδες όσο υπαινίσσεται αυτή η ερμηνεία, τότε κάθε ατομικότητα πρέπει να απορρέει από τον Διόνυσο. Πιο πειστικός είναι ο ισχυρισμός ότι η συμφιλίωση σημαίνει την ανύψωση του ατόμου στο επίπεδο της αρχέγονης ενότητας. Ο Rethy, για παράδειγμα, υποστηρίζει ότι ο καλλιτέχνης ως άτομο, όταν συνταυτίζεται με τις δυνάμεις της γένεσης, συγχωνεύεται ως «μεγαλοφυΐα» με τον αρχέγονο καλλιτέχνη του κόσμου σε μια ενέργεια καλλιτεχνικής δημιουργίας].
Ο Nietzsche πίστευε ότι η διονυσιακή μουσική γέννησε την τραγική εποχή των Ελλήνων, που αποκορυφώθηκε στις μεγάλες τραγωδίες του Αισχύλου και του Σοφοκλή. Η απαρχή, ωστόσο, έγινε με την ποίηση του Αρχίλοχου. Επινόησε το λαϊκό άσμα, το οποίο ήταν η βάση για τα άσματα του σατυρικού χορού, απ' όπου εμφανίστηκε η τραγωδία. Αυτός ο χορός, κατά την άποψη του Nietzsche, παρέμεινε το επίκεντρο της τραγωδίας, γεννώντας το τραγικό όραμα με χορό, τόνους και λέξεις. Ο διονυσιακός συμποσιαστής είδε τον εαυτό του ως Σάτυρο· και όπως ο Σάτυρος, είδε τον θεό του, δηλαδή τον Διόνυσο, την αρχέγονη ενότητα. Το άτομο εκμηδενίστηκε έτσι από τη διονυσιακή λαϊκή σοφία αυτού του χορού και ξαναβυθίστηκε στην αρχέγονη ενότητα. Η διονυσιακή υπερβολή δεν απέβλεπε στον ηδονισμό ως τέτοιον, αλλά επιδίωκε να παραμερίσει το πέπλο που αποκρύπτει την άβυσσο στην καρδιά της πραγματικότητας. [Η ερμηνεία της διονυσιακής εμπειρίας από τον Nietzsche εδώ επηρεάζεται έντονα από την πρώιμη ρομαντική ιδέα ότι η ελευθερία και η σοφία θα κατακτηθούν μόνο με την καταστροφή των δεσμών της ηθικότητας. Ο διονυσιακός ήρωάς του μοιράζεται πολλά από τα χαρακτηριστικά του Ουίλλιαμ Λόβελ, του Μάνφρεντ, του Μπαζάροφ και άλλων ηρώων του ρομαντισμού].
Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ, ΤΟ ΚΟΣΜΗΜΑ ΠΟΥ ΣΤΟΛΙΣΕ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ ΤΗΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ, ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΚΑΠΟΙΟ ΤΡΟΠΟ, ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΣΩΚΡΑΤΗ.
ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ ΠΟΥ ΑΠΟΘΕΩΘΗΚΕ ΣΤΟΝ ΑΛΚΙΒΙΑΔΗ.
ΣΗΜΕΡΑ ΑΥΤΟΣ Ο ΥΠΕΡΒΑΤΙΚΟΣ ΝΑΡΚΙΣΣΙΣΜΟΣ, ΣΑΝ ΠΡΟΣΩΠΟ, ΕΞΟΣΤΡΑΚΙΖΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΤΟΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟ ΓΙΑ ΝΑ ΒΑΛΕΙ ΣΤΗΝ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΤΗΝ ΕΝΣΑΡΚΩΣΗ ΤΟΥ ΝΑΡΚΙΣΣΙΣΜΟΥ, ΟΠΩΣ ΤΗΝ ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΓΙΑΝΝΑΡΑ, ΤΟΝ ΖΗΖΙΟΥΛΑ, ΤΟΝ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟ..... ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΧΩΡΙΣ ΝΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου