ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Συνέχεια από Τρίτη, 25 Απριλίου 2023
Jacob Burckhardt
ΤΟΜΟΣ 3ος
ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ: ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΗ
IΙ. ΕΞΑΜΕΤΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ
7. ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ
Δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια πόσο παλαιά υπήρξε η συνήθεια ρυθμικής ή έμμετρης απαγγελίας κανόνων και εντολών στους διαφορετικούς λαούς. Αλλά και στους Έλληνες, το αξίωμα που συνόδευε την έκφραση μιας επίσημης προσταγής ευνόησε αυτή τη μορφή έκφρασης, και οι χρησμοί των Δελφών απαγγέλλονταν συνήθως σε εξάμετρο. Δεν υπήρξε όμως ποτέ, τουλάχιστον στους ιστορικούς χρόνους, κανενός είδους λατρευτική, ή πολιτική απαίτηση θεσμοθέτησης μιας ποιητικής μορφής αυτού του είδους· δεν γνωρίζουμε αν οι σπαρτιατικές ρήτρες, που ήταν εξ άλλου σπάνιες, συντάσσονταν σε πεζό ή έμμετρο λόγο. Αλλά η διδακτική ποίηση των Ελλήνων είναι κάτι εντελώς διαφορετικό· αφορά ρητά και αποφθέγματα που σχετίζονται συχνά με τον αγροτικό βίο, αλλά είναι δυνατόν να προεκτείνονται ως τη δημιουργία της λεγόμενης γνωμικής ποίησης.
Το όνομα του Ησίοδου αποτελεί ίσως έναν εμβληματικό όρο· οι Έλληνες πάντως είχαν την απόλυτη βεβαιότητα της ύπαρξης ενός συγκεκριμένου αρχαίου ποιητή, ο οποίος ασφαλώς είχε χρησθεί από της Μούσες, αλλά εμφανίσθηκε στον κόσμο για να διδάξει το έθνος του. Και θεωρούσαν ότι αυτό ήταν γεγονός υψίστης σημασίας. Ως προς τη γνώμη τους για τον ποιητή τον θεωρούσαν έναν άνθρωπο συνετό, με συγκεκριμένες απόψεις και ιδιαίτερη σαφήνεια.
Ο Ησίοδος είναι εξίσου αρχαίος όσο και ο Όμηρος. Σε ότι αφορά την εποχή του, τον τόπο του και τον χαρακτήρα του λαού του, τη γενέτειρά του, τη ζωή του και τις περιπέτειές της, παραπέμπουμε στην εξαίρετη μελέτη του O. Müller. Ως προς τα καθ’ ημάς, το πρώτο ερώτημα που τίθεται είναι το ακόλουθο: ποια είναι η άποψη που θα πρέπει να σχηματίσουμε γι’ αυτόν τον λαό των Βοιωτών, ικανό να διδάσκεται και να αφομοιώνει – και κατά συνέπεια για ολόκληρο τον ελληνικό λαό – που κατέστη πρωτοπόρος αυτής της ποίησης, σε μια εποχή κατά την οποία δεν υπήρχε ακόμη γραπτός λόγος; Το ερώτημα τίθεται κατ’ αρχάς σε σχέση με τα Έργα και Ημέραι, και η απάντησή μας, μαζί με τον Müller, είναι ότι αυτό το κοινό δεν ένοιωθε ακόμη καμία αποστροφή για τη χειρωνακτική εργασία, και ότι οι Έλληνες δεν είχαν ακόμη μετατραπεί «από καλλιεργητές, σε πολιτικούς». Αυτός ακριβώς ο λαός των Βοιωτών χωρικών ήταν που διέσωσε την ποίηση, η οποία ενδεχομένως αρκετά αργότερα αποδώθηκε στον Ησίοδο. Είναι προς μεγάλη τιμή αυτού του λαού το γεγονός ότι διέθετε μια τόσο υψηλή πνευματικότητα, ώστε να διασώσει όλη αυτή την κληρονομιά του παρελθόντος μέσω του προφορικού λόγου· και αποδεικνύει παράλληλα, ότι υπήρξε σ’ εκείνους τους χρόνους ένας λαός άξιος αυτού του τόσο σημαντικού ποιητή, ικανός να αφομοιώσει το έργο του.
Η ποίηση του Ησίοδου είναι υπόθεση υποκειμενική, και με αυτή την έννοια τόσο στους αντίποδες όσο και συμπληρωματική της αντικειμενικής ομηρικής ποίησης. Στη Θεογονία ο ποιητής υποδεικνύει, πώς αυτός ο ίδιος, ο Ησίοδος, κλήθηκε και χρήσθηκε από τις Μούσες στον Ελικώνα, και στα Έργα και Ημέραι χρησιμοποιεί παραινετικό λόγο σε πρώτο πρόσωπο, ενώ οι μύθοι που αφηγείται (Προμηθέας, Πανδώρα, οι πέντε ανθρώπινες φυλές), είναι – κάτι που οι ομηρικοί μύθοι δεν υπήρξαν ποτέ – μύθοι μεροληπτικοί, προοριζόμενοι να προσφέρουν αποδείξεις. Η σχέση του με τον «ακαμάτη» αδελφό του Περσέα, είναι τεταμένη και αρχαϊκή, και ενδέχεται η αντίθεση του προς αυτόν να τροφοδότησε την άνθηση του ποιητικού ταλέντου του. Προσπαθεί ειλικρινά να εξυψώσει την καρδιά και το πνεύμα αυτού του αδελφού, να τον απαλλάξει από το πάθος του να προσπορίζεται χρήματα μέσα από μάταιους δικαστικούς αγώνες και να τον προσανατολίσει προς την τίμια εργασία, μοναδική πηγή μιας διαρκούς ευημερίας. Οι μυθικές αφηγήσεις, οι μύθοι των ζώων, τα αποφθέγματα κ.λ.π χρησιμεύουν ως ενίσχυση της κεντρικής ιδέας. Το δεύτερο μέρος του ποιήματος αφορά τα έργα που θα πρέπει να επιτελέσει, αν αποφασίσει να επιλέξει αυτό το δρόμο, ακολουθώντας τη διαδοχή των εποχών, ενώ διακόπτει παραδόξως το λόγο του για να παρεμβάλει άλλου είδους παραινέσεις, οικιακού και ηθικού περιεχομένου, και τέλος απαριθμεί τις κατάλληλες για κάθε εργασία ημέρες. Το περιεχόμενο είναι καθαρά παραινετικό, χωρίς ίχνος βουκολικού ύφους. Διότι ακριβώς ο Ησίοδος δεν επιθυμεί να υμνήσει τη γοητεία της αγροτικής ζωής, ή τα συναισθήματα των χωρικών. Η ζωή είναι σκληρή, και ο αγρότης δεν έχει τα πλεονεκτήματα του βοσκού. Ο ποιητής παραπονείται επίσης για το κλίμα της πατρίδας του της Άσκρης. Σύμφωνα με τον βασιλέα Κλεομένη, που εκφράζει την καθαυτό σπαρτιατική εκδοχή, ο Όμηρος υπήρξε ποιητής των ελεύθερων ανθρώπων και ο Ησίοδος των ειλώτων.
Το θεμελιακό χαρακτηριστικό στοιχείο, που ανυψώνει ολόκληρο το ποίημα πάνω από το απλό διδακτικό επίπεδο και εξασφαλίζει τη συνοχή του, θεωρείται δικαίως, από τον O. Müller, ότι είναι θρησκευτικό : «οι εντολές και οι οδηγίες των θεών είναι αυτές που εξασφαλίζουν τη δικαιοσύνη στον ανθρώπινο βίο, που καθιστούν την εργασία την μόνη οδό προς την ευημερία, και διευθετούν τη ροή του έτους με τρόπο ώστε κάθε απασχόληση να τοποθετείται στον κατάλληλο χρόνο, και να αναγνωρίζεται από τους ανθρώπους», και έτσι ολόκληρο το ποίημα, ξεκινώντας από τους εισαγωγικούς μύθους διαπερνάται από ένα πνεύμα απαισιοδοξίας. Αλλά ενώ στους Ανατολικούς λαούς, οι παραινέσεις και τα γνωμικά, που συναντώνται σε όλους του αρχαίους λαούς, εμφανίζονται με τη μορφή ιερατικών κανόνων, τα Έργα και Ημέραι, παρ’ όλες τις θρησκευτικές προθέσεις τους, παραμένουν ένα «εγκόσμιο» έργο, η προσωπική δημιουργία ενός ποιητή, θα μπορούσαμε ακόμη να προσθέσουμε, ενός χωρικού. Ο Ησίοδος δεν φιλοδοξεί να γίνει ούτε βασιλεύς, ούτε ένας Σολομών, ή έστω ένας ψευδο-Σολομών.
Ένα άλλο ερώτημα αφορά τον τρόπο με τον οποίο παρουσίασε γενικά τα ποιήματα του στο κοινό, και αν υπήρξε ο ίδιος αοιδός. Η ιδιότητα αυτή θα μπορούσε να του αποδωθεί για την παρουσίαση του έργου του σε ποιητικούς αγώνες, στη μνήμη του Αμφιδάμαντος, βασιλέως της Χαλκίδας. Περιεχόμενο του ποιήματός του ήταν τότε ασφαλώς ένας ύμνος στη δόξα και τη θεϊκή καταγωγή αυτής της οικογενείας, και γι’ αυτό μπορούμε να υποθέσουμε ότι υπηρέτησε ως αοιδός και τα άλλα επικά έργα που συνέθεσε, μεταξύ των οποίων και τη Θεογονία – αν πραγματικά του ανήκει – όπως και τους εισαγωγικούς μύθους των Έργων. Αλλά το τελευταίο του ποίημα δεν συνιστά ποίηση αοιδού, ο ποιητής εμφανίζεται πραγματικά με τη μορφή ενός χωρικού, γεγονός που δεν τον εμπόδισε να καταστεί, με την πλήρη έννοια του όρου, παιδαγωγός του έθνους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το εξάμετρο διατηρείται εδώ ως φυσικό μέτρο για τις παρατηρήσεις, τις προειδοποιήσεις και τους κανόνες που απευθύνονται στο λαό. Αλλά σε ότι αφορά το ύφος του, παραπέμπει στην εξαιρετική απλότητα των πολύ αρχαίων χρόνων. Διακρίνουμε ένα αναδυόμενο ύφος, τα χαρακτηριστικά μιας αρχαϊκής έκφρασης που δεν έχει βρει ακόμη την ισορροπία της. Ο Ησίοδος είναι πολύ αρχαιότερος ως προς την τέχνη του – ή τουλάχιστον αυτή την εντύπωση δημιουργεί – από ότι ως προς στην δική του ο Όμηρος.
Η μορφή στην οποία διασώζονται τα Έργα είναι αποσπασματική. Η παραινετική ποίηση που επιβιώνει μέσα από τον προφορικό λόγο αναγκαστικά συρρικνώνεται, ενώ η επική ποίηση διευρύνεται, και αυτός είναι ο λόγος που στις καταγραφές γραπτών έργων συναντάται ένας πολύ ατελής Ησίοδος, ενώ η συγκεκριμένη καταγραφή που έγινε πολύ αργότερα, υπήρξε επιπλέον ατελής και αυθαιρέτως αποσπασματική. Εκείνο που προέχει για μας είναι να διακρίνουμε τί υπάρχει στο βάθος αυτής της λαϊκής ποίησης – ανεξάρτητα από το αν η σύγχρονη εκδοχή της περιέκλειε τα ίδια τα λόγια του Ησιόδου, ή όχι – · αυτό που ίσως να επιθυμούσε κανείς να συγκρατήσει, ήταν η επίκληση των Μουσών στο δοξασμό του Δία, το εγκώμιο της ιερής άμιλλας, δηλαδή της άμιλλας στη ζωή των χωρικών και των αστών, μια επίκριση των θεών όταν κατέστρεφαν τη σοδειά των ανθρώπων, χωρίς να παραλείψουμε το μύθο του Προμηθέα και της Πανδώρας, που ήταν ασφαλώς πολύ δημοφιλής, και εδώ περιγράφεται με περισσότερες λεπτομέρειες από ότι στη Θεογονία, καθώς και ένα άσμα για τις ανθρώπινες φυλές (πέντε εδώ), ένα πλήρες σχεδιάγραμμα απαισιοδοξίας. Τα υπόλοιπα αποτελούν παραινέσεις με την ευρύτερη έννοια του όρου, σε ένα πολύ διαφορετικό ύφος, και επιπλέον (στη μέση του έργου), παρεμβαίνουν κανόνες για την καθημερινή ζωή των αγροτών. Ασφαλώς όλα αυτά ήταν απολύτως συμβατά με το πνεύμα του λαού, διότι διαφορετικά δεν θα τα είχε διασώσει η προφορική παράδοση. Η επιλογή των ημερών, στο τέλος του ποιήματος απαρτίζεται εν μέρει από versus memorials (αναμνηστικούς στίχους) που μεταδώθηκαν δια στόματος των αγροτών, ακόμη και αν δεν τους είχε συνθέσει κανένας αρχαίος ποιητής.
Η Θεογονία, της οποίας υπογραμμίσαμε τη σημασία στο κεφάλαιο για την ιστορία της θρησκείας, παρότι δεν θεωρήθηκε από τους Βοιωτούς ως αυθεντικό έργο του Ησιόδου, και διαφέρει αισθητά ως προς το περιεχόμενό της, έχει πολλά κοινά σημεία με τα Έργα. Και εδώ πρόκειται επίσης για έναν πραγματικό διδακτικό ποιητή, παιδαγωγό του έθνους του· και επιπλέον για έναν Βοιωτό ραψωδό, είτε πρόκειται για τον ίδιο τον Ησίοδο, είτε για κάποιον από τους απογόνους του, ή κάποιον αοιδό της σχολής του, που μαζί με την εποποιία και τον ύμνο, προτείνει μια τρίτη κατηγορία: την κοσμογονία και τη θεογονία, που για τους Έλληνες είναι αξεχώριστες, επιτρέποντας του να αναπαραστήσει την αιτιότητα, τον τρόπο που η δημιουργία αναδεικνύει ότι είναι ωριμότερο και αρτιότερο.
(συνεχίζεται)
Το όνομα του Ησίοδου αποτελεί ίσως έναν εμβληματικό όρο· οι Έλληνες πάντως είχαν την απόλυτη βεβαιότητα της ύπαρξης ενός συγκεκριμένου αρχαίου ποιητή, ο οποίος ασφαλώς είχε χρησθεί από της Μούσες, αλλά εμφανίσθηκε στον κόσμο για να διδάξει το έθνος του. Και θεωρούσαν ότι αυτό ήταν γεγονός υψίστης σημασίας. Ως προς τη γνώμη τους για τον ποιητή τον θεωρούσαν έναν άνθρωπο συνετό, με συγκεκριμένες απόψεις και ιδιαίτερη σαφήνεια.
Ο Ησίοδος είναι εξίσου αρχαίος όσο και ο Όμηρος. Σε ότι αφορά την εποχή του, τον τόπο του και τον χαρακτήρα του λαού του, τη γενέτειρά του, τη ζωή του και τις περιπέτειές της, παραπέμπουμε στην εξαίρετη μελέτη του O. Müller. Ως προς τα καθ’ ημάς, το πρώτο ερώτημα που τίθεται είναι το ακόλουθο: ποια είναι η άποψη που θα πρέπει να σχηματίσουμε γι’ αυτόν τον λαό των Βοιωτών, ικανό να διδάσκεται και να αφομοιώνει – και κατά συνέπεια για ολόκληρο τον ελληνικό λαό – που κατέστη πρωτοπόρος αυτής της ποίησης, σε μια εποχή κατά την οποία δεν υπήρχε ακόμη γραπτός λόγος; Το ερώτημα τίθεται κατ’ αρχάς σε σχέση με τα Έργα και Ημέραι, και η απάντησή μας, μαζί με τον Müller, είναι ότι αυτό το κοινό δεν ένοιωθε ακόμη καμία αποστροφή για τη χειρωνακτική εργασία, και ότι οι Έλληνες δεν είχαν ακόμη μετατραπεί «από καλλιεργητές, σε πολιτικούς». Αυτός ακριβώς ο λαός των Βοιωτών χωρικών ήταν που διέσωσε την ποίηση, η οποία ενδεχομένως αρκετά αργότερα αποδώθηκε στον Ησίοδο. Είναι προς μεγάλη τιμή αυτού του λαού το γεγονός ότι διέθετε μια τόσο υψηλή πνευματικότητα, ώστε να διασώσει όλη αυτή την κληρονομιά του παρελθόντος μέσω του προφορικού λόγου· και αποδεικνύει παράλληλα, ότι υπήρξε σ’ εκείνους τους χρόνους ένας λαός άξιος αυτού του τόσο σημαντικού ποιητή, ικανός να αφομοιώσει το έργο του.
Η ποίηση του Ησίοδου είναι υπόθεση υποκειμενική, και με αυτή την έννοια τόσο στους αντίποδες όσο και συμπληρωματική της αντικειμενικής ομηρικής ποίησης. Στη Θεογονία ο ποιητής υποδεικνύει, πώς αυτός ο ίδιος, ο Ησίοδος, κλήθηκε και χρήσθηκε από τις Μούσες στον Ελικώνα, και στα Έργα και Ημέραι χρησιμοποιεί παραινετικό λόγο σε πρώτο πρόσωπο, ενώ οι μύθοι που αφηγείται (Προμηθέας, Πανδώρα, οι πέντε ανθρώπινες φυλές), είναι – κάτι που οι ομηρικοί μύθοι δεν υπήρξαν ποτέ – μύθοι μεροληπτικοί, προοριζόμενοι να προσφέρουν αποδείξεις. Η σχέση του με τον «ακαμάτη» αδελφό του Περσέα, είναι τεταμένη και αρχαϊκή, και ενδέχεται η αντίθεση του προς αυτόν να τροφοδότησε την άνθηση του ποιητικού ταλέντου του. Προσπαθεί ειλικρινά να εξυψώσει την καρδιά και το πνεύμα αυτού του αδελφού, να τον απαλλάξει από το πάθος του να προσπορίζεται χρήματα μέσα από μάταιους δικαστικούς αγώνες και να τον προσανατολίσει προς την τίμια εργασία, μοναδική πηγή μιας διαρκούς ευημερίας. Οι μυθικές αφηγήσεις, οι μύθοι των ζώων, τα αποφθέγματα κ.λ.π χρησιμεύουν ως ενίσχυση της κεντρικής ιδέας. Το δεύτερο μέρος του ποιήματος αφορά τα έργα που θα πρέπει να επιτελέσει, αν αποφασίσει να επιλέξει αυτό το δρόμο, ακολουθώντας τη διαδοχή των εποχών, ενώ διακόπτει παραδόξως το λόγο του για να παρεμβάλει άλλου είδους παραινέσεις, οικιακού και ηθικού περιεχομένου, και τέλος απαριθμεί τις κατάλληλες για κάθε εργασία ημέρες. Το περιεχόμενο είναι καθαρά παραινετικό, χωρίς ίχνος βουκολικού ύφους. Διότι ακριβώς ο Ησίοδος δεν επιθυμεί να υμνήσει τη γοητεία της αγροτικής ζωής, ή τα συναισθήματα των χωρικών. Η ζωή είναι σκληρή, και ο αγρότης δεν έχει τα πλεονεκτήματα του βοσκού. Ο ποιητής παραπονείται επίσης για το κλίμα της πατρίδας του της Άσκρης. Σύμφωνα με τον βασιλέα Κλεομένη, που εκφράζει την καθαυτό σπαρτιατική εκδοχή, ο Όμηρος υπήρξε ποιητής των ελεύθερων ανθρώπων και ο Ησίοδος των ειλώτων.
Το θεμελιακό χαρακτηριστικό στοιχείο, που ανυψώνει ολόκληρο το ποίημα πάνω από το απλό διδακτικό επίπεδο και εξασφαλίζει τη συνοχή του, θεωρείται δικαίως, από τον O. Müller, ότι είναι θρησκευτικό : «οι εντολές και οι οδηγίες των θεών είναι αυτές που εξασφαλίζουν τη δικαιοσύνη στον ανθρώπινο βίο, που καθιστούν την εργασία την μόνη οδό προς την ευημερία, και διευθετούν τη ροή του έτους με τρόπο ώστε κάθε απασχόληση να τοποθετείται στον κατάλληλο χρόνο, και να αναγνωρίζεται από τους ανθρώπους», και έτσι ολόκληρο το ποίημα, ξεκινώντας από τους εισαγωγικούς μύθους διαπερνάται από ένα πνεύμα απαισιοδοξίας. Αλλά ενώ στους Ανατολικούς λαούς, οι παραινέσεις και τα γνωμικά, που συναντώνται σε όλους του αρχαίους λαούς, εμφανίζονται με τη μορφή ιερατικών κανόνων, τα Έργα και Ημέραι, παρ’ όλες τις θρησκευτικές προθέσεις τους, παραμένουν ένα «εγκόσμιο» έργο, η προσωπική δημιουργία ενός ποιητή, θα μπορούσαμε ακόμη να προσθέσουμε, ενός χωρικού. Ο Ησίοδος δεν φιλοδοξεί να γίνει ούτε βασιλεύς, ούτε ένας Σολομών, ή έστω ένας ψευδο-Σολομών.
Ένα άλλο ερώτημα αφορά τον τρόπο με τον οποίο παρουσίασε γενικά τα ποιήματα του στο κοινό, και αν υπήρξε ο ίδιος αοιδός. Η ιδιότητα αυτή θα μπορούσε να του αποδωθεί για την παρουσίαση του έργου του σε ποιητικούς αγώνες, στη μνήμη του Αμφιδάμαντος, βασιλέως της Χαλκίδας. Περιεχόμενο του ποιήματός του ήταν τότε ασφαλώς ένας ύμνος στη δόξα και τη θεϊκή καταγωγή αυτής της οικογενείας, και γι’ αυτό μπορούμε να υποθέσουμε ότι υπηρέτησε ως αοιδός και τα άλλα επικά έργα που συνέθεσε, μεταξύ των οποίων και τη Θεογονία – αν πραγματικά του ανήκει – όπως και τους εισαγωγικούς μύθους των Έργων. Αλλά το τελευταίο του ποίημα δεν συνιστά ποίηση αοιδού, ο ποιητής εμφανίζεται πραγματικά με τη μορφή ενός χωρικού, γεγονός που δεν τον εμπόδισε να καταστεί, με την πλήρη έννοια του όρου, παιδαγωγός του έθνους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το εξάμετρο διατηρείται εδώ ως φυσικό μέτρο για τις παρατηρήσεις, τις προειδοποιήσεις και τους κανόνες που απευθύνονται στο λαό. Αλλά σε ότι αφορά το ύφος του, παραπέμπει στην εξαιρετική απλότητα των πολύ αρχαίων χρόνων. Διακρίνουμε ένα αναδυόμενο ύφος, τα χαρακτηριστικά μιας αρχαϊκής έκφρασης που δεν έχει βρει ακόμη την ισορροπία της. Ο Ησίοδος είναι πολύ αρχαιότερος ως προς την τέχνη του – ή τουλάχιστον αυτή την εντύπωση δημιουργεί – από ότι ως προς στην δική του ο Όμηρος.
Η μορφή στην οποία διασώζονται τα Έργα είναι αποσπασματική. Η παραινετική ποίηση που επιβιώνει μέσα από τον προφορικό λόγο αναγκαστικά συρρικνώνεται, ενώ η επική ποίηση διευρύνεται, και αυτός είναι ο λόγος που στις καταγραφές γραπτών έργων συναντάται ένας πολύ ατελής Ησίοδος, ενώ η συγκεκριμένη καταγραφή που έγινε πολύ αργότερα, υπήρξε επιπλέον ατελής και αυθαιρέτως αποσπασματική. Εκείνο που προέχει για μας είναι να διακρίνουμε τί υπάρχει στο βάθος αυτής της λαϊκής ποίησης – ανεξάρτητα από το αν η σύγχρονη εκδοχή της περιέκλειε τα ίδια τα λόγια του Ησιόδου, ή όχι – · αυτό που ίσως να επιθυμούσε κανείς να συγκρατήσει, ήταν η επίκληση των Μουσών στο δοξασμό του Δία, το εγκώμιο της ιερής άμιλλας, δηλαδή της άμιλλας στη ζωή των χωρικών και των αστών, μια επίκριση των θεών όταν κατέστρεφαν τη σοδειά των ανθρώπων, χωρίς να παραλείψουμε το μύθο του Προμηθέα και της Πανδώρας, που ήταν ασφαλώς πολύ δημοφιλής, και εδώ περιγράφεται με περισσότερες λεπτομέρειες από ότι στη Θεογονία, καθώς και ένα άσμα για τις ανθρώπινες φυλές (πέντε εδώ), ένα πλήρες σχεδιάγραμμα απαισιοδοξίας. Τα υπόλοιπα αποτελούν παραινέσεις με την ευρύτερη έννοια του όρου, σε ένα πολύ διαφορετικό ύφος, και επιπλέον (στη μέση του έργου), παρεμβαίνουν κανόνες για την καθημερινή ζωή των αγροτών. Ασφαλώς όλα αυτά ήταν απολύτως συμβατά με το πνεύμα του λαού, διότι διαφορετικά δεν θα τα είχε διασώσει η προφορική παράδοση. Η επιλογή των ημερών, στο τέλος του ποιήματος απαρτίζεται εν μέρει από versus memorials (αναμνηστικούς στίχους) που μεταδώθηκαν δια στόματος των αγροτών, ακόμη και αν δεν τους είχε συνθέσει κανένας αρχαίος ποιητής.
Η Θεογονία, της οποίας υπογραμμίσαμε τη σημασία στο κεφάλαιο για την ιστορία της θρησκείας, παρότι δεν θεωρήθηκε από τους Βοιωτούς ως αυθεντικό έργο του Ησιόδου, και διαφέρει αισθητά ως προς το περιεχόμενό της, έχει πολλά κοινά σημεία με τα Έργα. Και εδώ πρόκειται επίσης για έναν πραγματικό διδακτικό ποιητή, παιδαγωγό του έθνους του· και επιπλέον για έναν Βοιωτό ραψωδό, είτε πρόκειται για τον ίδιο τον Ησίοδο, είτε για κάποιον από τους απογόνους του, ή κάποιον αοιδό της σχολής του, που μαζί με την εποποιία και τον ύμνο, προτείνει μια τρίτη κατηγορία: την κοσμογονία και τη θεογονία, που για τους Έλληνες είναι αξεχώριστες, επιτρέποντας του να αναπαραστήσει την αιτιότητα, τον τρόπο που η δημιουργία αναδεικνύει ότι είναι ωριμότερο και αρτιότερο.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου