ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Συνέχεια από Παρασκευή, 21 Απριλίου 2023
Jacob Burckhardt
ΤΟΜΟΣ 3ος
ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ: ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΗ
IΙ. ΕΞΑΜΕΤΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ
6. ΒΟΥΚΟΛΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ. ΥΣΤΕΡΗ ΕΠΟΠΟΙΙΑ
Ακόμη και κατά την αλεξανδρινή εποχή ήταν δυνατόν ένας ιδιαίτερα προικισμένος ποιητής να δημιουργήσει θαυμαστά έργα, ανανεώνοντας και εμπλουτίζοντας ορισμένες σκηνές από το μύθο, αναδεικνύοντας πλούσια σε ρεαλισμό στοιχεία συναισθηματικής τρυφερότητας, βουκολικής αλλά ακόμη και σατιρικής έμπνευσης. Πρόκειται για τον Θεόκριτο, λίγο μεγαλύτερο σε ηλικία από τον Καλλίμαχο και τον Απολλώνιο, που ανήκει εξ ολοκλήρου στην εποχή του Πτολεμαίου του Φιλάδελφου.
Τρία από τα αφηγηματικά του έργα πραγματεύονται Ηράκλειους μύθους, αλλά διαφέρουν μεταξύ τους και ασφαλώς δεν αποτελούν αποσπάσματα μιας και μόνης Ηρακλειάδας: Ύλας (XII), Ηρακλίσκος (XXIV), και Ηρακλής Λεοντοκτόνος (XXV). Το πρώτο απευθύνεται στον ιατρό Νικία και είναι ασύγκριτα ανώτερο από το αντίστοιχο απόσπασμα του Απολλώνιου· αναφέρουμε μόνο την θαυμαστή απεικόνιση του έφηβου που βυθίζεται στο νερό «σαν ένα πεφταστέρι που σβήνει στη θάλασσα», ενώ οι ναύτες χαίρονται για το ευοίωνο σημείο μιας ακίνδυνης πλεύσης. Στον Ηρακλίσκο σκιαγραφείται μια ζωντανή εικόνα της παιδικής ηλικίας του Ηρακλή με την περιπέτεια του όφεως, την ερμηνεία της από τον Τειρεσία, και την μετέπειτα διαπαιδαγώγηση του ήρωα. Το ποίημα Ηρακλής Λεοντοκτόνος, του οποίου η αρχή και το τέλος έχουν ακρωτηριαστεί, και του οποίου η γλώσσα δεν απηχεί το δωρικό στίχο, αλλά ανήκει ολοσχερώς στην επική διάλεκτο, περιγράφει σε 281 στίχους, με κάθε λεπτομέρεια και ευσυνειδησία, τα πλούτη του Αυγεία, την άφιξη του Ηρακλή και την εξολόθρευση του λέοντος της Νεμέας, την οποία ο Ηρακλής αφηγείται στο γιο τού Αυγεία, Φιλέα· το έργο αυτό διαφέρει ελαφρώς από το ύφος του Θεόκριτου, πιθανότατα όμως είναι και αυτό δικό του. Ο Κύκλωψ, (XI), που απευθύνεται επίσης στον Νικία, είναι ένα ειδύλλιο· αποτελείται από το μονόλογο ενός μυθικού προσώπου, του Πολύφημου, προς την Γαλάτεια· παρόμοια και το Ελένης Επιθαλάμιος (XVIII), που περιορίζεται σε ένα χωρικό δώδεκα γυναικών από τη Λακωνία. Οι Διόσκουροι (XXII) είναι ένας ύμνος σύμφωνα με τους κανόνες το ομηρικού έπους, όπως αποδεικνύουν ο πρόλογος και το επιμύθιο, στον οποίο παρεμβάλλεται ένας διάλογος σε μεμονωμένους στίχους· αφηγείται τη νίκη του Πολυδεύκη επί του βασιλέως των Βεβρύκων, Άμυκου, και τη μάχη του Κάστορα με τον Λυγκέα για τις Λευκιππίδες. Οι Βάκχες (XXVI) αφηγούνται με συντομία το θάνατο του Πενθέα, και καταλήγουν με έναν λυρικό ύμνο στο Διόνυσο. Και το Εις Νεκρόν Άδωνιν (XXXI), που θεωρείται ψευδεπίγραφο, αποτελεί σάτιρα, καταλήγοντας με την αθώωση του κάπρου.
Αλλά και η βουκολική ποίηση του Θεόκριτου εξακολουθεί να έχει ευδιάκριτο επικό χαρακτήρα, υπό την έννοια ότι υπό την μορφή ενός απλού ή αλλοιωμένου άσματος καλύπτεται η παρέμβαση ηθοποιών που αναδεικνύουν γεγονότα και καταστάσεις. Στο υπόβαθρο της διακρίνονται τα άσματα των Σικελών βοσκών, προερχόμενα ασφαλώς από τους πρωτόγονους πληθυσμούς της νήσου και της Μεγάλης Ελλάδας, τα οποία συναντάμε ακόμη και στον αιώνα μας, ως αμοιβαίες ωδές (carmen amoebaeum). Πιθανότατα οι αγρότες και οι ποιμένες, μαζί με τους θρησκευτικούς ύμνους τους, τα ρομαντικά άσματα και τις επωδούς, να ασκούνταν στην διφωνία, την οποία διευκολύνει η επωδός, χάρη στις εναλλαγές της, και όταν είχαν ανάγκη να εκφράσουν τα συναισθήματά τους, και τη θέαση των συνθηκών του βίου τους, να χρησιμοποιούσαν, εξαιρουμένου του ερωτικού θρήνου, αυτό το είδος άσματος, που από μόνο του συνιστά και κάποιου είδους παίγνιο. Όταν αργότερα οι έντεχνοι ποιητές υιοθέτησαν το βουκολικό ύφος συνάντησαν ήδη μια προϋπάρχουσα εκδοχή του. Το εξάμετρο, αυτό το παραδοσιακό μέτρο που προσφέρθηκε σε κάθε είδους χρήση, συναντά και εδώ την ποιμενική του έκφραση, που ανήκει στο μακρινό παρελθόν, με την χαρακτηριστικά αποκαλούμενη «βουκολική» εκδοχή του μετά το τέταρτο πόδι.
Στη Σικελία, όπου ο ποιμενικός βίος είχε αποκτήσει εξ αρχής τη μορφή ενός σύντομου μύθου, και μια ιδεατή φυσιογνωμία, στη μορφή του Δάφνι , η βουκολική ποίηση αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα, ενώ ο πρώτος που την χρησιμοποίησε ήταν ο Στησίχορος από την Ιμέρα: πρόκειται για έναν πολύ μεγάλο ποιητή και διδάσκαλο την χορικής λυρικής, ο οποίος χρησιμοποίησε το βουκολικό στοιχείο· δεν γνωρίζουμε όμως ποια υπήρξε ακριβώς η ανανεωτική συνεισφορά του. Είναι πάντως εμφανής η επίδρασή του αργότερα στους μίμους του Σώφρονα, που έζησε τον 5ο αιώνα, στην απεικόνιση δηλαδή άλλοτε σοβαρών και άλλοτε σατυρικών σκηνών από τη ζωή του σικελικού λαού, με τη μορφή διαλόγων, σε δωρικό πεζό λόγο· οι διάλογοι αυτοί είναι τόσο χαρακτηριστικοί ώστε να τους υιοθετήσει ως πρότυπα ακόμη και ο Πλάτων, ενώ ο Θεόκριτος τους μιμείται σε δύο από τα ειδύλλια αυτού του είδους, τις Φαρμακεύτριες, και το Εις νεκρόν Άδωνιν. Η βουκολική ποίηση όμως δεν ήταν δυνατόν να συνδεθεί άμεσα με την αρχαία εποποιία, διότι στον Όμηρο, τον Εύμαιο, τον Μελάνθιο, οι διάλογοι των ποιμένων υπάρχουν μόνο σε συνάρτηση με τα γεγονότα της ζωής του αφέντη τους, στο βαθμό που και στον ίδιο το βίο τους απηχείται ο δικός του κόσμος · στις υπόλοιπες περιπτώσεις οι ποιμένες αναφέρονται μόνο στις περιγραφές.
Όποια και αν υπήρξε η επιρροή του Στησιχόρου στη βουκολική ποίηση, το είδος καλλιεργήθηκε σε μιαν ύστερη παροξυμμένη και κορεσμένη εποχή, όταν ο μύθος είχε ήδη φθαρεί, και μόνο ως αντίδοτο απέναντι στη νωθρότητα και την αμετροέπεια της καθιερωμένης ποίησης. Το σημαντικό είναι πάντως ότι στο πρόσωπο του Θεόκριτου εμφανίστηκε ένας ταλαντούχος στιχουργός που έδωσε νέα πνοή στη βουκολική ποίηση. Παρ’ όλες τις επιτυχίες του στην επική ποίηση, διαισθάνθηκε το τέλος της καθαυτό ηρωικής εποχής και την εξάντληση του μύθου, και άντλησε τη θεματολογία του από το αληθινό άσμα των ποιμένων, καθιστώντας το τη βάση των συνθέσεών του, ενώ παράλληλα ανέδειξε την ποίηση που εξυμνεί τη φύση. Και ενώ ο βίος των αγροτών είχε αποτελέσει αντικείμενο της διδακτικής ποίησης, ήδη από της εποχή του Ησιόδου, πρόκειται τώρα για την ποίηση των ειλώτων, την τόσο υποτιμημένη, που αποκτά ιδιαίτερη λάμψη, σε μια εποχή χωρίς κανένα άλλο ποιητικό είδος, εκτός από ψυχρές απομιμήσεις, και επιγράμματα.
Κατ’ αρχάς το βουκολικό ειδύλλιο δεν συνιστά αφήγηση του αγροτικού βίου, αλλά μετά από μια σύντομη περιγραφή των συνθηκών της ζωής, αναπτύσσεται αποκλειστικά με τη μορφή διαλόγων και ασμάτων, εκ των οποίων οι πρώτοι απηχούν τυπικά χαρακτηριστικά της ζωής, και τα δεύτερα τον συναισθηματικό κόσμο. Και στις δύο περιπτώσεις μονόλογος και διάλογοι εναλλάσσονται. Ενώ, για παράδειγμα, η φαρμακεύτρια προφέρει τα λόγια του άσματος, το πρώτο Ειδύλλιο περικλείει μια μονωδία, ακολουθούμενο από ένα δεύτερο, ενώ το τρίτο έχει αποκλειστικά μορφή καντάδας με επαναλαμβανόμενες επωδούς, και ο διάλογος που συχνά κυριαρχεί, συνοδεύεται στο πέμπτο και όγδοο Ειδύλλιο από εναλλασσόμενο μέλος. Τα ομορφότερα άσματα των ποιμένων είναι αυτά στα οποία εξυμνούνται τα προσωπικά τους συναισθήματα, ή τα συναισθήματα κάποιου τρίτου, όπως στο έβδομο Ειδύλλιο, που δεν περιλαμβάνει πλέον ένα μόνο άσμα, αλλά μια ακολουθία από ολοκληρωμένα άσματα, στα οποία το συναισθηματικό στοιχείο αντλείται από την ίδια τη ζωή των ποιμένων· στο πρώτο Ειδύλλιο, στο οποίο η μελαγχολία του Δάφνι εκφράζεται με μια θαυμαστή υπερβολή, χαρακτηριστική πιθανότατα αυτού του είδους ποιητικής έκφρασης, ο ποιητής αναφέρει ότι ακόμη και ο Ερμής και η Αφροδίτη έσπευσαν να παρηγορήσουν και να εξετάσουν τον πάσχοντα, και ότι τα ζώα και τα φυτά παραβρέθηκαν στο θάνατό του. Ευτυχώς πάντως δεν πρόκειται εδώ για ρητορικές υπερβολές.
Μερικά από αυτά τα συναισθηματικά άσματα αποκτούν σαρκαστικό περιεχόμενο και καταλήγουν ενίοτε σε ασεβείς αμοιβαίες ωδές, ή στον απλό διάλογο. Ο κίνδυνος για το ποιητή αρχίζει με τις μυθολογικές παρεμβολές, σε βαθμό που οι ποιμενικοί διάλογοι να αποτελούν πλέον καθαρό πρόσχημα. Ήδη ο Θεόκριτος υποκύπτει σε υπερβολές (Ειδύλλιο III) όταν υποχρεώνει τους ποιμένες να αφηγηθούν, αν και περιληπτικά, τις ιστορίες της Αταλάντης και του Μέλαμπου. Οι διάδοχοί του κινδυνεύουν να χαρακτηριστούν κενόδοξοι· είναι η περίπτωση του Βίωνα που αναθέτει στο βουκόλο Μύρσωνα να παρακαλέσει τον συνάδελφό του Λυκίδα να τραγουδήσει την ιστορία των ερώτων του Αχιλλέα στη Σκύρο, πρόταση που οδηγεί σε μια παρατεταμένη μυθική παρεμβολή. Ιδιαίτερα αγαπητές είναι οι συναισθηματικές ιστορίες, όπως του Υάκινθου και του Άδωνι. Και στις περιγραφές όμως συναντάμε αρκετές υπερβολές. Στον Θεόκριτο (Ειδύλλιο I) το ξύλινο δοχείο ταιριάζει ακόμη αρκετά με ορισμένα έργα τέχνης· αλλά στο Μόσχο (Ειδύλλιο ΙΙ), το μάλλινο καλάθι της Ευρώπης, με τις κεντημένες ή ζωγραφισμένες κατά μήκος ιστορίες, αρχίζει να δημιουργεί ερωτήματα. Στους βουκολικούς ποιητές εμφανίζονται συχνά ορισμένα ομηρικά στοιχεία: η Περσεφόνη με τις Νύμφες της στην Έννα, η Ευρώπη πριν της απαγωγή της, θυμίζουν αρκετά τη Ναυσικά με τις θεραπαινίδες της· η εξύμνηση του πρωινού ενυπνίου, με τα προφητικά του όνειρα συνιστά το αριστοτεχνικό ξεκίνημα του Ειδυλλίου του Μόσχου, Ευρώπη.
Σχετικά με την ύστερη ελληνική εποποιία θα είμαστε κάπως σύντομοι. Την εποχή των Αυτοκρατόρων, μέχρι και το Βυζάντιο, υπήρξαν πολλές επιτυχείς απομιμήσεις. Μεταξύ αυτών που διασώθηκαν είναι τα Ορφικά Αργοναυτικά ενός εθνικού της χριστιανικής εποχής, του Νόννου, που έζησε τον 5ο αιώνα, και τα Καθ’ Ηρώ και Λέανδρον, έργο που αποδίδεται στον Μουσαίο (αρχές του 6ου αιώνα) και συνιστά απομίμηση του Νόννου. Αλλά και το έργο Διονυσιακά του τελευταίου μοιάζει να έχει αρκετούς προκατόχους. Ήδη ο Διονύσιος ο Περιηγητής, ο οποίος σύμφωνα με τον Σουίδα έζησε στις αρχές της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, συνέθεσε τα Βασσαρικά του, θέμα που πραγματεύθηκε και ο Σωτέριχος την εποχή του Διοκλητιανού. Αργότερα, ο Κόλουθος από τη Λυκόπολη της Αιγύπτου, την εποχή του Αναστάσιου, συνέθεσε τα Καλυδωνιακά σε έξη τόμους. Το έργο αυτό όπως και πολλά από αυτά που αναφέρει ο Σουίδας έχουν χαθεί, αλλά διασώζεται το Ελένης αρπαγή.
Την εποποιία πήρε υπό την προστασία της η Ευδοκία, σύζυγος του Θεοδοσίου Β΄, η οποία εξετίμησε το έργο του επικού ποιητή Κύρου. Όταν η Ευδοκία εγκατέλειψε την αυλή για τα Ιεροσόλυμα, ο Κύρος αισθάνθηκε απειλούμενος και κατέφυγε ως επίσκοπος Κοτυαίου στη Φρυγία, όπου και παρέμεινε μέχρι την εποχή του Λέοντα. Κάποιοι ποιητές συνέχισαν να συνθέτουν Αργοναυτικά και Θηβαϊδες χωρίς να είναι πλέον δυνατή η χρονολογική τους κατάταξη· αλλά η επισταμένη ενασχόληση των φιλολόγων με τον Όμηρο βοήθησε την εποποιία να επιβιώσει για μεγάλο χρονικό διάστημα. Παράλληλα με όλες τις γραπτές και αξιόλογες εποποιίες, πιθανότατα ορισμένοι ραψωδοί, ή τουλάχιστον αφηγητές και δημιουργοί αυτοσχέδιου δημόσιου λόγου, να συνέχισαν το έργο τους την εποχή της Αυτοκρατορίας, και εκτός από ερωτικές ιστορίες και άλλα παρόμοια, να απήγγειλαν στις δημόσιες πλατείες και μύθους των θεών κα των ηρώων.
(συνεχίζεται)
Τρία από τα αφηγηματικά του έργα πραγματεύονται Ηράκλειους μύθους, αλλά διαφέρουν μεταξύ τους και ασφαλώς δεν αποτελούν αποσπάσματα μιας και μόνης Ηρακλειάδας: Ύλας (XII), Ηρακλίσκος (XXIV), και Ηρακλής Λεοντοκτόνος (XXV). Το πρώτο απευθύνεται στον ιατρό Νικία και είναι ασύγκριτα ανώτερο από το αντίστοιχο απόσπασμα του Απολλώνιου· αναφέρουμε μόνο την θαυμαστή απεικόνιση του έφηβου που βυθίζεται στο νερό «σαν ένα πεφταστέρι που σβήνει στη θάλασσα», ενώ οι ναύτες χαίρονται για το ευοίωνο σημείο μιας ακίνδυνης πλεύσης. Στον Ηρακλίσκο σκιαγραφείται μια ζωντανή εικόνα της παιδικής ηλικίας του Ηρακλή με την περιπέτεια του όφεως, την ερμηνεία της από τον Τειρεσία, και την μετέπειτα διαπαιδαγώγηση του ήρωα. Το ποίημα Ηρακλής Λεοντοκτόνος, του οποίου η αρχή και το τέλος έχουν ακρωτηριαστεί, και του οποίου η γλώσσα δεν απηχεί το δωρικό στίχο, αλλά ανήκει ολοσχερώς στην επική διάλεκτο, περιγράφει σε 281 στίχους, με κάθε λεπτομέρεια και ευσυνειδησία, τα πλούτη του Αυγεία, την άφιξη του Ηρακλή και την εξολόθρευση του λέοντος της Νεμέας, την οποία ο Ηρακλής αφηγείται στο γιο τού Αυγεία, Φιλέα· το έργο αυτό διαφέρει ελαφρώς από το ύφος του Θεόκριτου, πιθανότατα όμως είναι και αυτό δικό του. Ο Κύκλωψ, (XI), που απευθύνεται επίσης στον Νικία, είναι ένα ειδύλλιο· αποτελείται από το μονόλογο ενός μυθικού προσώπου, του Πολύφημου, προς την Γαλάτεια· παρόμοια και το Ελένης Επιθαλάμιος (XVIII), που περιορίζεται σε ένα χωρικό δώδεκα γυναικών από τη Λακωνία. Οι Διόσκουροι (XXII) είναι ένας ύμνος σύμφωνα με τους κανόνες το ομηρικού έπους, όπως αποδεικνύουν ο πρόλογος και το επιμύθιο, στον οποίο παρεμβάλλεται ένας διάλογος σε μεμονωμένους στίχους· αφηγείται τη νίκη του Πολυδεύκη επί του βασιλέως των Βεβρύκων, Άμυκου, και τη μάχη του Κάστορα με τον Λυγκέα για τις Λευκιππίδες. Οι Βάκχες (XXVI) αφηγούνται με συντομία το θάνατο του Πενθέα, και καταλήγουν με έναν λυρικό ύμνο στο Διόνυσο. Και το Εις Νεκρόν Άδωνιν (XXXI), που θεωρείται ψευδεπίγραφο, αποτελεί σάτιρα, καταλήγοντας με την αθώωση του κάπρου.
Αλλά και η βουκολική ποίηση του Θεόκριτου εξακολουθεί να έχει ευδιάκριτο επικό χαρακτήρα, υπό την έννοια ότι υπό την μορφή ενός απλού ή αλλοιωμένου άσματος καλύπτεται η παρέμβαση ηθοποιών που αναδεικνύουν γεγονότα και καταστάσεις. Στο υπόβαθρο της διακρίνονται τα άσματα των Σικελών βοσκών, προερχόμενα ασφαλώς από τους πρωτόγονους πληθυσμούς της νήσου και της Μεγάλης Ελλάδας, τα οποία συναντάμε ακόμη και στον αιώνα μας, ως αμοιβαίες ωδές (carmen amoebaeum). Πιθανότατα οι αγρότες και οι ποιμένες, μαζί με τους θρησκευτικούς ύμνους τους, τα ρομαντικά άσματα και τις επωδούς, να ασκούνταν στην διφωνία, την οποία διευκολύνει η επωδός, χάρη στις εναλλαγές της, και όταν είχαν ανάγκη να εκφράσουν τα συναισθήματά τους, και τη θέαση των συνθηκών του βίου τους, να χρησιμοποιούσαν, εξαιρουμένου του ερωτικού θρήνου, αυτό το είδος άσματος, που από μόνο του συνιστά και κάποιου είδους παίγνιο. Όταν αργότερα οι έντεχνοι ποιητές υιοθέτησαν το βουκολικό ύφος συνάντησαν ήδη μια προϋπάρχουσα εκδοχή του. Το εξάμετρο, αυτό το παραδοσιακό μέτρο που προσφέρθηκε σε κάθε είδους χρήση, συναντά και εδώ την ποιμενική του έκφραση, που ανήκει στο μακρινό παρελθόν, με την χαρακτηριστικά αποκαλούμενη «βουκολική» εκδοχή του μετά το τέταρτο πόδι.
Στη Σικελία, όπου ο ποιμενικός βίος είχε αποκτήσει εξ αρχής τη μορφή ενός σύντομου μύθου, και μια ιδεατή φυσιογνωμία, στη μορφή του Δάφνι , η βουκολική ποίηση αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα, ενώ ο πρώτος που την χρησιμοποίησε ήταν ο Στησίχορος από την Ιμέρα: πρόκειται για έναν πολύ μεγάλο ποιητή και διδάσκαλο την χορικής λυρικής, ο οποίος χρησιμοποίησε το βουκολικό στοιχείο· δεν γνωρίζουμε όμως ποια υπήρξε ακριβώς η ανανεωτική συνεισφορά του. Είναι πάντως εμφανής η επίδρασή του αργότερα στους μίμους του Σώφρονα, που έζησε τον 5ο αιώνα, στην απεικόνιση δηλαδή άλλοτε σοβαρών και άλλοτε σατυρικών σκηνών από τη ζωή του σικελικού λαού, με τη μορφή διαλόγων, σε δωρικό πεζό λόγο· οι διάλογοι αυτοί είναι τόσο χαρακτηριστικοί ώστε να τους υιοθετήσει ως πρότυπα ακόμη και ο Πλάτων, ενώ ο Θεόκριτος τους μιμείται σε δύο από τα ειδύλλια αυτού του είδους, τις Φαρμακεύτριες, και το Εις νεκρόν Άδωνιν. Η βουκολική ποίηση όμως δεν ήταν δυνατόν να συνδεθεί άμεσα με την αρχαία εποποιία, διότι στον Όμηρο, τον Εύμαιο, τον Μελάνθιο, οι διάλογοι των ποιμένων υπάρχουν μόνο σε συνάρτηση με τα γεγονότα της ζωής του αφέντη τους, στο βαθμό που και στον ίδιο το βίο τους απηχείται ο δικός του κόσμος · στις υπόλοιπες περιπτώσεις οι ποιμένες αναφέρονται μόνο στις περιγραφές.
Όποια και αν υπήρξε η επιρροή του Στησιχόρου στη βουκολική ποίηση, το είδος καλλιεργήθηκε σε μιαν ύστερη παροξυμμένη και κορεσμένη εποχή, όταν ο μύθος είχε ήδη φθαρεί, και μόνο ως αντίδοτο απέναντι στη νωθρότητα και την αμετροέπεια της καθιερωμένης ποίησης. Το σημαντικό είναι πάντως ότι στο πρόσωπο του Θεόκριτου εμφανίστηκε ένας ταλαντούχος στιχουργός που έδωσε νέα πνοή στη βουκολική ποίηση. Παρ’ όλες τις επιτυχίες του στην επική ποίηση, διαισθάνθηκε το τέλος της καθαυτό ηρωικής εποχής και την εξάντληση του μύθου, και άντλησε τη θεματολογία του από το αληθινό άσμα των ποιμένων, καθιστώντας το τη βάση των συνθέσεών του, ενώ παράλληλα ανέδειξε την ποίηση που εξυμνεί τη φύση. Και ενώ ο βίος των αγροτών είχε αποτελέσει αντικείμενο της διδακτικής ποίησης, ήδη από της εποχή του Ησιόδου, πρόκειται τώρα για την ποίηση των ειλώτων, την τόσο υποτιμημένη, που αποκτά ιδιαίτερη λάμψη, σε μια εποχή χωρίς κανένα άλλο ποιητικό είδος, εκτός από ψυχρές απομιμήσεις, και επιγράμματα.
Κατ’ αρχάς το βουκολικό ειδύλλιο δεν συνιστά αφήγηση του αγροτικού βίου, αλλά μετά από μια σύντομη περιγραφή των συνθηκών της ζωής, αναπτύσσεται αποκλειστικά με τη μορφή διαλόγων και ασμάτων, εκ των οποίων οι πρώτοι απηχούν τυπικά χαρακτηριστικά της ζωής, και τα δεύτερα τον συναισθηματικό κόσμο. Και στις δύο περιπτώσεις μονόλογος και διάλογοι εναλλάσσονται. Ενώ, για παράδειγμα, η φαρμακεύτρια προφέρει τα λόγια του άσματος, το πρώτο Ειδύλλιο περικλείει μια μονωδία, ακολουθούμενο από ένα δεύτερο, ενώ το τρίτο έχει αποκλειστικά μορφή καντάδας με επαναλαμβανόμενες επωδούς, και ο διάλογος που συχνά κυριαρχεί, συνοδεύεται στο πέμπτο και όγδοο Ειδύλλιο από εναλλασσόμενο μέλος. Τα ομορφότερα άσματα των ποιμένων είναι αυτά στα οποία εξυμνούνται τα προσωπικά τους συναισθήματα, ή τα συναισθήματα κάποιου τρίτου, όπως στο έβδομο Ειδύλλιο, που δεν περιλαμβάνει πλέον ένα μόνο άσμα, αλλά μια ακολουθία από ολοκληρωμένα άσματα, στα οποία το συναισθηματικό στοιχείο αντλείται από την ίδια τη ζωή των ποιμένων· στο πρώτο Ειδύλλιο, στο οποίο η μελαγχολία του Δάφνι εκφράζεται με μια θαυμαστή υπερβολή, χαρακτηριστική πιθανότατα αυτού του είδους ποιητικής έκφρασης, ο ποιητής αναφέρει ότι ακόμη και ο Ερμής και η Αφροδίτη έσπευσαν να παρηγορήσουν και να εξετάσουν τον πάσχοντα, και ότι τα ζώα και τα φυτά παραβρέθηκαν στο θάνατό του. Ευτυχώς πάντως δεν πρόκειται εδώ για ρητορικές υπερβολές.
Μερικά από αυτά τα συναισθηματικά άσματα αποκτούν σαρκαστικό περιεχόμενο και καταλήγουν ενίοτε σε ασεβείς αμοιβαίες ωδές, ή στον απλό διάλογο. Ο κίνδυνος για το ποιητή αρχίζει με τις μυθολογικές παρεμβολές, σε βαθμό που οι ποιμενικοί διάλογοι να αποτελούν πλέον καθαρό πρόσχημα. Ήδη ο Θεόκριτος υποκύπτει σε υπερβολές (Ειδύλλιο III) όταν υποχρεώνει τους ποιμένες να αφηγηθούν, αν και περιληπτικά, τις ιστορίες της Αταλάντης και του Μέλαμπου. Οι διάδοχοί του κινδυνεύουν να χαρακτηριστούν κενόδοξοι· είναι η περίπτωση του Βίωνα που αναθέτει στο βουκόλο Μύρσωνα να παρακαλέσει τον συνάδελφό του Λυκίδα να τραγουδήσει την ιστορία των ερώτων του Αχιλλέα στη Σκύρο, πρόταση που οδηγεί σε μια παρατεταμένη μυθική παρεμβολή. Ιδιαίτερα αγαπητές είναι οι συναισθηματικές ιστορίες, όπως του Υάκινθου και του Άδωνι. Και στις περιγραφές όμως συναντάμε αρκετές υπερβολές. Στον Θεόκριτο (Ειδύλλιο I) το ξύλινο δοχείο ταιριάζει ακόμη αρκετά με ορισμένα έργα τέχνης· αλλά στο Μόσχο (Ειδύλλιο ΙΙ), το μάλλινο καλάθι της Ευρώπης, με τις κεντημένες ή ζωγραφισμένες κατά μήκος ιστορίες, αρχίζει να δημιουργεί ερωτήματα. Στους βουκολικούς ποιητές εμφανίζονται συχνά ορισμένα ομηρικά στοιχεία: η Περσεφόνη με τις Νύμφες της στην Έννα, η Ευρώπη πριν της απαγωγή της, θυμίζουν αρκετά τη Ναυσικά με τις θεραπαινίδες της· η εξύμνηση του πρωινού ενυπνίου, με τα προφητικά του όνειρα συνιστά το αριστοτεχνικό ξεκίνημα του Ειδυλλίου του Μόσχου, Ευρώπη.
Σχετικά με την ύστερη ελληνική εποποιία θα είμαστε κάπως σύντομοι. Την εποχή των Αυτοκρατόρων, μέχρι και το Βυζάντιο, υπήρξαν πολλές επιτυχείς απομιμήσεις. Μεταξύ αυτών που διασώθηκαν είναι τα Ορφικά Αργοναυτικά ενός εθνικού της χριστιανικής εποχής, του Νόννου, που έζησε τον 5ο αιώνα, και τα Καθ’ Ηρώ και Λέανδρον, έργο που αποδίδεται στον Μουσαίο (αρχές του 6ου αιώνα) και συνιστά απομίμηση του Νόννου. Αλλά και το έργο Διονυσιακά του τελευταίου μοιάζει να έχει αρκετούς προκατόχους. Ήδη ο Διονύσιος ο Περιηγητής, ο οποίος σύμφωνα με τον Σουίδα έζησε στις αρχές της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, συνέθεσε τα Βασσαρικά του, θέμα που πραγματεύθηκε και ο Σωτέριχος την εποχή του Διοκλητιανού. Αργότερα, ο Κόλουθος από τη Λυκόπολη της Αιγύπτου, την εποχή του Αναστάσιου, συνέθεσε τα Καλυδωνιακά σε έξη τόμους. Το έργο αυτό όπως και πολλά από αυτά που αναφέρει ο Σουίδας έχουν χαθεί, αλλά διασώζεται το Ελένης αρπαγή.
Την εποποιία πήρε υπό την προστασία της η Ευδοκία, σύζυγος του Θεοδοσίου Β΄, η οποία εξετίμησε το έργο του επικού ποιητή Κύρου. Όταν η Ευδοκία εγκατέλειψε την αυλή για τα Ιεροσόλυμα, ο Κύρος αισθάνθηκε απειλούμενος και κατέφυγε ως επίσκοπος Κοτυαίου στη Φρυγία, όπου και παρέμεινε μέχρι την εποχή του Λέοντα. Κάποιοι ποιητές συνέχισαν να συνθέτουν Αργοναυτικά και Θηβαϊδες χωρίς να είναι πλέον δυνατή η χρονολογική τους κατάταξη· αλλά η επισταμένη ενασχόληση των φιλολόγων με τον Όμηρο βοήθησε την εποποιία να επιβιώσει για μεγάλο χρονικό διάστημα. Παράλληλα με όλες τις γραπτές και αξιόλογες εποποιίες, πιθανότατα ορισμένοι ραψωδοί, ή τουλάχιστον αφηγητές και δημιουργοί αυτοσχέδιου δημόσιου λόγου, να συνέχισαν το έργο τους την εποχή της Αυτοκρατορίας, και εκτός από ερωτικές ιστορίες και άλλα παρόμοια, να απήγγειλαν στις δημόσιες πλατείες και μύθους των θεών κα των ηρώων.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου