Και η σημασία του για μια χριστιανική φιλοσοφία.
Συνέχεια από Δευτέρα 17 απριλίου 2023Ας περιοριστούμε όμως σ’ αυτά που είπαμε ως εδώ. Το θέμα μας ήταν η χριστιανική φιλοσοφία, και σύμφωνα με τη δική μου τοποθέτηση – αρκετά παρ’ όλα αυτά σκανδαλώδη για ορισμένους θωμιστές – ο άγ. Θωμάς υπήρξε χριστιανός φιλόσοφος. Ο ίδιος επεδίωξε φυσικά να διακρίνει τη φιλοσοφία από τη θεολογία, παρατηρώντας ότι η φιλοσοφία δεν βασίζεται στην αποκάλυψη, όπως η θεολογία. Διέκρινε δε τα δυό γνωστικά αντικείμενα κατά τη μέθοδο. Όταν επρόκειτο για προβλήματα που λύνονται με τη λογική, τα χειριζόταν ως φιλόσοφος, κι έκανε σταθερά χρήση των επιχειρημάτων των Ελλήνων φιλοσόφων. Αυτό που ανακαλύπτουμε ωστόσο σ’ αυτόν δεν είναι επ’ ουδενί καθ’ εαυτή ελληνική φιλοσοφία. Πρόκειται για ελληνική σκέψη, κυριαρχούμενη από ένα χριστιανικό πνεύμα .Μελετώντας τον άγ. Θωμά, ο μη χριστιανός γνώστης της αρχαίας φιλοσοφίας βρίσκεται κατά κάποιον τρόπο σ’ ένα πεδίο καθαρά ελληνικής φιλοσοφίας. Αναγνωρίζει αρχαία ελληνικά στοιχεία σε κάθε του βήμα. Αλλά καθώς εκπλήσσεται ανακαλύπτοντας σ’ αυτόν τον χριστιανό του 14ου αιώνα μια τόσο βαθειά εξοικείωση με τη σκέψη της αρχαίας Ελλάδας και των όψιμων καρπών της, όπως ο νεοπλατωνισμός του Πλωτίνου, θα αισθανθεί έντονα την αλλαγή του πνευματικού κλίματος : η ελληνική φιλοσοφία δεν είναι πλέον στον άγ. Θωμά η καθ’ εαυτό ελληνική φιλοσοφία. Κυριαρχείται πραγματικά από ένα νέο πνεύμα, που βλέπει μακρύτερα κι έχει τις δικές του βεβαιότητες. Συνοψίζοντας θα λέγαμε πως δεν είναι διόλου προφανές ότι ο γνώστης της ελληνικής φιλοσοφίας θα αισθανθεί, αν δεν είναι ο ίδιος χριστιανός, «άνετα» διαβάζοντας για παράδειγμα το πρώτο μέρος της Summa theologica. Ας υποθέσουμε όμως ότι αισθάνεται αρκετό ενδιαφέρον κι όχι τόσο μεγάλη ταραχή, και συνεχίζει για λίγο τη μελέτη του : είναι πιθανό ωστόσο πως στα αισθήματά του δεν θα κυριαρχεί επ’ ουδενί ο θαυμασμός, αλλά μάλλον ένα είδος ενόχλησης. Και για ποιον λόγο; Όχι επειδή υπάρχει κάποια έλλειψη διανοητικής δύναμης ή ακρίβειας στον άγ. Θωμά, ούτε επειδή κυριαρχούν στη σκέψη του παράλογα «συναισθήματα» αντί για τη λογική. Αλλ’ επειδή αυτό το τόσο καθαρό και λογικό πνεύμα είναι ένα πνεύμα χριστιανικό, το οποίο διαθέτει σαν τέτοιο προοπτικές και βεβαιότητες ξένες σ’ αυτούς που δεν γνωρίζουν τη χριστιανική πίστη και απωθητικές σε όσους την έχουν απαρνηθεί.
Ο άγ. Θωμάς είναι λοιπόν –ας το παραδεχτούμε – ένας χριστιανός φιλόσοφος. Κι αυτό σημαίνει ότι είναι η χριστιανική αποκάλυψη, παρούσα στο πνεύμα του, εκείνη που τον οδηγεί, με κάποιον τρόπο που εγώ αγνοώ, στην ανακάλυψη των φιλοσοφικών του λύσεων, στην απόρριψη μιας άποψης και στην αποδοχή κάποιας άλλης. Και μήπως δεν είναι αυτό, σε τελευταία ανάλυση, απολύτως φυσικό; Η χριστιανική πίστη δεν είναι, στο σύνολό της, μια ενδιάθετη μόνο κατάσταση εμπιστοσύνης; Περιλαμβάνει επίσης βεβαιότητες θεωρητικής φύσης, που δεν περιορίζονται σε μια γνώση προβλημάτων που υπερβαίνουν απόλυτα την ανθρώπινη κατανόηση. Είναι επίσης μια γνώση που αφορά στο καθαρό πεδίο της διάνοιας. Γιατί υπάρχουν αρκετά ερωτήματα στα οποία έχει πρόσβαση η ανθρώπινη διάνοια και τα οποία απέκτησαν, φωτισμένα απ’ την αποκάλυψη, δεδομένη κατά κάποιον τρόπο, μορφή γι’ αυτούς που έχουν πίστη.
Επιτρέψτε μου να σας αναφέρω ένα σύγχρονο παράδειγμα. Κάποιος που έμαθε να σκέφτεται με τη μέθοδο του Καντ είναι εξοικειωμένος με την άποψη ότι αυτό που αποκαλούμε πραγματικότητα, δηλαδή η φύση ή το σύμπαν, είναι κατά κάποιον τρόπο δημιούργημα του ανθρώπινου πνεύματος κι ότι η καθ’ εαυτό πραγματικότητα δεν είναι προσιτή στη διάνοιά μας. Εισέρχεται λοιπόν αργότερα, με τη θεία χάρι, στον πνευματικό κόσμο της χριστιανικής πίστης και αντιλαμβάνεται τις νέες του βεβαιότητες. Μελετά επισταμένως το κείμενο της Γενέσεως : Εν αρχή εδημιούργησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην, και παρατηρεί κάποιες αλλαγές. Υπάρχει κατ’ αρχάς μια πραγματικότητα έξω από μας, που δεν εξαρτάται απ’ το πνεύμα μας. Υπάρχει όμως και κάτι ακόμη. Εφόσον εξαρτώνται η ύπαρξη κι οι ιδιότητες αυτής της σχετικής πραγματικότητας απ’ την απόλυτη Πραγματικότητα, που είναι ο Θεός, πρέπει να δεχθούμε ότι υπάρχει μια αναλογία ανάμεσα στο απόλυτο Είναι και τη σχετική πραγματικότητα. Οι όροι τού είναι και της αιτίας που αφορούν αποκλειστικά στη δική μας πραγματικότητα, σύμφωνα με τον Καντ, εμφανίζονται εφαρμόσιμες στο απόλυτο Είναι του Θεού σύμφωνα με μιαν έννοια αναλογίας και δια της υπεροχής (τού Είναι τού Θεού).
Η δομή της φιλοσοφίας μεταβάλλεται έτσι για τον Καντιανό μας που έγινε χριστιανός. Βρίσκεται μπροστά στην ανάγκη να ανακατασκευάσει το σύστημά του. Ορισμένες θέσεις και αρνήσεις κεφαλαιώδους σημασίας που αποδέχθηκε προηγουμένως σαν αληθινές και απαραίτητες, αποδεικνύονται τώρα εσφαλμένες.
Παρόμοια φαινόμενα εμφανίζονται χωρίς αμφιβολία και στους νέους χριστιανούς των πρώτων αιώνων της εποχής μας. Αν ήσαν μορφωμένοι, το πνεύμα τους θα είχε διαμορφωθεί απ’ την ελληνική φιλοσοφία, είτε τη στωϊκή, είτε την πλατωνική, είτε τη νεοπλατωνική. Κι αυτοί μελέτησαν επίσης το κείμενο «Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην». Το αποτέλεσμα το βρίσκουμε, για παράδειγμα, στον Θεόφιλο Αντιοχείας (13) και στον συγγραφέα της Cohortatio ad Graecos, που διαμαρτύρονται έντονα κατά της θεωρίας του Πλάτωνα και των Πλατωνικών, όπως την αντιλήφθηκαν, ότι η ύλη αντιτίθεται δηλαδή στον Θεό με την έννοια μιας θετικής και αντίστοιχης αρχής. Ο άγ. Αυγουστίνος μελέτησε επισταμένως αυτό το κείμενο. Ερμηνεύει τον «ουρανό» ως τις καθαρά πνευματικές υπάρξεις, δηλαδή τους αγγέλους. Με τον ίδιον τρόπο το ερμήνευσε πριν απ’ αυτόν κι ο Ωριγένης. Γιατί αδυνατούν να κάνουν, ως χριστιανοί, αυτό που έκανε πριν απ’ αυτούς ο Φίλων ο Αλεξανδρεύς, για τον οποίον «ουρανός» σημαίνει τον καθαρό κόσμο των παραδειγματικών Ιδεών, που είναι ο Λόγος, πρωτότοκος υιός του Θεού. Ούτε ο Ωριγένης, ούτε ο άγ. Αυγουστίνος θα μπορούσαν να δώσουν παρόμοια ερμηνεία, γιατί ο Λόγος, που είναι ο Υιός, δεν είναι γι’ αυτούς δημιούργημα. Οι Ιδέες ανήκουν λοιπόν γι’ αυτούς στην ίδια την ουσία του Θεού. Ταυτίζονται με τη Σοφία, που ανήκει στην ουσία του Θεού (15) και συμπεριλαμβάνονται έτσι στη θεία σκέψη.
Το απόσπασμα της Εξόδου ΙΙΙ 14, Εγώ ειμί ο ών ,προσφέρει επίσης ένα σημαντικό αντικείμενο προς μελέτη σε όλους τους χριστιανούς συγγραφείς της Αρχαιότητας και του Μεσαίωνα. Πώς το αντιλήφθηκαν όμως ;
Ας εξετάσουμε τα κείμενα (16).
Άγ. Αθανάσιος, στο De synodis 35 : Όταν ακούμε να λέγεται: « Εγώ ειμί ο ών» (17) και «Ακουσε Ισραήλ, ο Κύριος ο Θεός σου είναι ο μόνος Κύριος» (18), και «εγώ ειμί ο παντοδύναμος Θεός» (19), την απλήν και μακαρίαν και ακατάληπτον του Όντος ουσίαν νοούμεν (20). – Διότι ακόμη κι αν δεν είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε αυτό που Εκείνος είναι, παρ’ όλα αυτά, όταν αναφέρονται ο Πατήρ, ο Θεός και ο Παντοδύναμος, αυτήν την του όντος ουσίαν σημαινομένην νοούμεν.
Το αξιοσημείωτο στο απόσπασμα αυτό του αγ. Αθανασίου είναι ότι γι’ αυτόν τον χριστιανό του 4ου αιώνα ο Θεός είναι απλούστατα «η ίδια η ουσία του Οντος». Ερμηνεύει λοιπόν κατ’ αυτόν τον τρόπο και το απόσπασμα της Εξόδου ΙΙΙ 14, αλλά και άλλα αποσπάσματα απ’ την Πεντάτευχο, που αναφέρονται στον Κύριο και στον Παντοδύναμο. Αυτό που χαρακτηρίζει κυρίως το ανεξερεύνητο είναι, δηλαδή τον Θεό, είναι για τον άγ. Αθανάσιο η ουσία του Όντος.
Ο άγ. Εφραίμ λέει στο Adv. Haereses, sermo 53, πως το ουσιαστικότερο όνομα του Θεού είναι ο Ων. Γιατί διατηρεί το όνομα αυτό ο ίδιος για τον Εαυτό του. Δεν το χρησιμοποιεί για να καλέσει καμμιάν άλλην ύπαρξη, όπως συμβαίνει με τα άλλα του ονόματα.
Ουσία είναι αυτό που αποκαλεί ο Πλάτων το όντως ον : το ον με την απόλυτη έννοια, το τέλειο και καθαρό ον.
Ο άγ, Ιλαρίων θεωρεί επίσης την ονομασία ο Ων ως την πλέον κατάλληλη για τον Θεό (21). «Αντιλαμβάνεται κανείς ότι τίποτε δεν είναι πιο αντιπροσωπευτικό του Θεού από το ο Ων (non enim aliud proprium magis Deo quam esse intellegitur). Το γεγονός ότι είναι ο Ων σημαίνει ότι δεν μπορεί ούτε να σταματήσει ούτε να έχει αρχίσει κάποτε να υπάρχει. Αλλ’ αυτό που είναι, χάρις στη δυνατότητα μιας άφθαρτης μακαριότητας, χωρίς διακοπή, δεν ήταν ποτέ και δεν θα είναι ποτέ δυνατόν να μην υπάρχει. Γιατί δεν υπόκειται ούτε στην κατάργηση ούτε στη δημιουργία αυτό που είναι θείο. Κι εφόσον είναι απόλυτη η αιωνιότητα του Θεού, μόνο η λέξη ο Ων μπορεί να δείξει αξιόπιστα ότι είναι άφθαρτα αιώνιος».
Ας ακούσουμε τώρα και τον άγ. Γρηγόριο τον Νανζιανζηνό, στην 4η θεολογική του ομιλία (22). «Στον βαθμό που μπορούμε να το κατανοήσουμε, τα ονόματα ο Ων και ο Θεός είναι αυτά που πλησιάζουν περισσότερο την ουσία Του. Και ιδιαίτερα το ο Ων. Όχι μόνο γιατί αυτό το όνομα έδωσε ο Θεός εντολή στον Μωυσή να μεταφέρει στον λαό του, αλλά και γιατί αυτό το όνομα θεωρούμε το πλέον κατάλληλο. Γιατί το όνομα «Θεός» προέρχεται από το θέειν η αίθειν, απ’ τα οποία τον μεν πρώτο σημαίνει το αεικίνητο, ενώ το δεύτερο αυτό που κατακαίει τις κακές έξεις. Γι’ αυτό και ονομάζεται «πύρ καταναλίσκον» ο Θεός. Αυτές οι ονομασίες είναι ωστόσο ακόμη μερικές, δεν έχουν δηλαδή απόλυτη έννοια. Παρόμοια και ως προς το «Κύριος», που θεωρείται κι αυτό όνομα του Θεού. Γιατί λέει: «Εγώ κύριος ο Θεός σου, τούτο εστί το όνομά μου». Εμείς όμως αναζητούμε τη φύση που είναι το Είναι καθ’ εαυτό, και δεν σχετίζεται προς κάτι άλλο· το δε ον είναι πράγματι ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του Θεού και ολόκληρο, μη περατούμενο ή περικοπτόμενο από κάτι πριν ή μετά απ’ αυτόν».
(Συνεχίζεται)
Αμέθυστος
Ο άγ. Θωμάς είναι λοιπόν –ας το παραδεχτούμε – ένας χριστιανός φιλόσοφος. Κι αυτό σημαίνει ότι είναι η χριστιανική αποκάλυψη, παρούσα στο πνεύμα του, εκείνη που τον οδηγεί, με κάποιον τρόπο που εγώ αγνοώ, στην ανακάλυψη των φιλοσοφικών του λύσεων, στην απόρριψη μιας άποψης και στην αποδοχή κάποιας άλλης. Και μήπως δεν είναι αυτό, σε τελευταία ανάλυση, απολύτως φυσικό; Η χριστιανική πίστη δεν είναι, στο σύνολό της, μια ενδιάθετη μόνο κατάσταση εμπιστοσύνης; Περιλαμβάνει επίσης βεβαιότητες θεωρητικής φύσης, που δεν περιορίζονται σε μια γνώση προβλημάτων που υπερβαίνουν απόλυτα την ανθρώπινη κατανόηση. Είναι επίσης μια γνώση που αφορά στο καθαρό πεδίο της διάνοιας. Γιατί υπάρχουν αρκετά ερωτήματα στα οποία έχει πρόσβαση η ανθρώπινη διάνοια και τα οποία απέκτησαν, φωτισμένα απ’ την αποκάλυψη, δεδομένη κατά κάποιον τρόπο, μορφή γι’ αυτούς που έχουν πίστη.
Επιτρέψτε μου να σας αναφέρω ένα σύγχρονο παράδειγμα. Κάποιος που έμαθε να σκέφτεται με τη μέθοδο του Καντ είναι εξοικειωμένος με την άποψη ότι αυτό που αποκαλούμε πραγματικότητα, δηλαδή η φύση ή το σύμπαν, είναι κατά κάποιον τρόπο δημιούργημα του ανθρώπινου πνεύματος κι ότι η καθ’ εαυτό πραγματικότητα δεν είναι προσιτή στη διάνοιά μας. Εισέρχεται λοιπόν αργότερα, με τη θεία χάρι, στον πνευματικό κόσμο της χριστιανικής πίστης και αντιλαμβάνεται τις νέες του βεβαιότητες. Μελετά επισταμένως το κείμενο της Γενέσεως : Εν αρχή εδημιούργησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην, και παρατηρεί κάποιες αλλαγές. Υπάρχει κατ’ αρχάς μια πραγματικότητα έξω από μας, που δεν εξαρτάται απ’ το πνεύμα μας. Υπάρχει όμως και κάτι ακόμη. Εφόσον εξαρτώνται η ύπαρξη κι οι ιδιότητες αυτής της σχετικής πραγματικότητας απ’ την απόλυτη Πραγματικότητα, που είναι ο Θεός, πρέπει να δεχθούμε ότι υπάρχει μια αναλογία ανάμεσα στο απόλυτο Είναι και τη σχετική πραγματικότητα. Οι όροι τού είναι και της αιτίας που αφορούν αποκλειστικά στη δική μας πραγματικότητα, σύμφωνα με τον Καντ, εμφανίζονται εφαρμόσιμες στο απόλυτο Είναι του Θεού σύμφωνα με μιαν έννοια αναλογίας και δια της υπεροχής (τού Είναι τού Θεού).
Η δομή της φιλοσοφίας μεταβάλλεται έτσι για τον Καντιανό μας που έγινε χριστιανός. Βρίσκεται μπροστά στην ανάγκη να ανακατασκευάσει το σύστημά του. Ορισμένες θέσεις και αρνήσεις κεφαλαιώδους σημασίας που αποδέχθηκε προηγουμένως σαν αληθινές και απαραίτητες, αποδεικνύονται τώρα εσφαλμένες.
Παρόμοια φαινόμενα εμφανίζονται χωρίς αμφιβολία και στους νέους χριστιανούς των πρώτων αιώνων της εποχής μας. Αν ήσαν μορφωμένοι, το πνεύμα τους θα είχε διαμορφωθεί απ’ την ελληνική φιλοσοφία, είτε τη στωϊκή, είτε την πλατωνική, είτε τη νεοπλατωνική. Κι αυτοί μελέτησαν επίσης το κείμενο «Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην». Το αποτέλεσμα το βρίσκουμε, για παράδειγμα, στον Θεόφιλο Αντιοχείας (13) και στον συγγραφέα της Cohortatio ad Graecos, που διαμαρτύρονται έντονα κατά της θεωρίας του Πλάτωνα και των Πλατωνικών, όπως την αντιλήφθηκαν, ότι η ύλη αντιτίθεται δηλαδή στον Θεό με την έννοια μιας θετικής και αντίστοιχης αρχής. Ο άγ. Αυγουστίνος μελέτησε επισταμένως αυτό το κείμενο. Ερμηνεύει τον «ουρανό» ως τις καθαρά πνευματικές υπάρξεις, δηλαδή τους αγγέλους. Με τον ίδιον τρόπο το ερμήνευσε πριν απ’ αυτόν κι ο Ωριγένης. Γιατί αδυνατούν να κάνουν, ως χριστιανοί, αυτό που έκανε πριν απ’ αυτούς ο Φίλων ο Αλεξανδρεύς, για τον οποίον «ουρανός» σημαίνει τον καθαρό κόσμο των παραδειγματικών Ιδεών, που είναι ο Λόγος, πρωτότοκος υιός του Θεού. Ούτε ο Ωριγένης, ούτε ο άγ. Αυγουστίνος θα μπορούσαν να δώσουν παρόμοια ερμηνεία, γιατί ο Λόγος, που είναι ο Υιός, δεν είναι γι’ αυτούς δημιούργημα. Οι Ιδέες ανήκουν λοιπόν γι’ αυτούς στην ίδια την ουσία του Θεού. Ταυτίζονται με τη Σοφία, που ανήκει στην ουσία του Θεού (15) και συμπεριλαμβάνονται έτσι στη θεία σκέψη.
Το απόσπασμα της Εξόδου ΙΙΙ 14, Εγώ ειμί ο ών ,προσφέρει επίσης ένα σημαντικό αντικείμενο προς μελέτη σε όλους τους χριστιανούς συγγραφείς της Αρχαιότητας και του Μεσαίωνα. Πώς το αντιλήφθηκαν όμως ;
Ας εξετάσουμε τα κείμενα (16).
Άγ. Αθανάσιος, στο De synodis 35 : Όταν ακούμε να λέγεται: « Εγώ ειμί ο ών» (17) και «Ακουσε Ισραήλ, ο Κύριος ο Θεός σου είναι ο μόνος Κύριος» (18), και «εγώ ειμί ο παντοδύναμος Θεός» (19), την απλήν και μακαρίαν και ακατάληπτον του Όντος ουσίαν νοούμεν (20). – Διότι ακόμη κι αν δεν είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε αυτό που Εκείνος είναι, παρ’ όλα αυτά, όταν αναφέρονται ο Πατήρ, ο Θεός και ο Παντοδύναμος, αυτήν την του όντος ουσίαν σημαινομένην νοούμεν.
Το αξιοσημείωτο στο απόσπασμα αυτό του αγ. Αθανασίου είναι ότι γι’ αυτόν τον χριστιανό του 4ου αιώνα ο Θεός είναι απλούστατα «η ίδια η ουσία του Οντος». Ερμηνεύει λοιπόν κατ’ αυτόν τον τρόπο και το απόσπασμα της Εξόδου ΙΙΙ 14, αλλά και άλλα αποσπάσματα απ’ την Πεντάτευχο, που αναφέρονται στον Κύριο και στον Παντοδύναμο. Αυτό που χαρακτηρίζει κυρίως το ανεξερεύνητο είναι, δηλαδή τον Θεό, είναι για τον άγ. Αθανάσιο η ουσία του Όντος.
Ο άγ. Εφραίμ λέει στο Adv. Haereses, sermo 53, πως το ουσιαστικότερο όνομα του Θεού είναι ο Ων. Γιατί διατηρεί το όνομα αυτό ο ίδιος για τον Εαυτό του. Δεν το χρησιμοποιεί για να καλέσει καμμιάν άλλην ύπαρξη, όπως συμβαίνει με τα άλλα του ονόματα.
Ουσία είναι αυτό που αποκαλεί ο Πλάτων το όντως ον : το ον με την απόλυτη έννοια, το τέλειο και καθαρό ον.
Ο άγ, Ιλαρίων θεωρεί επίσης την ονομασία ο Ων ως την πλέον κατάλληλη για τον Θεό (21). «Αντιλαμβάνεται κανείς ότι τίποτε δεν είναι πιο αντιπροσωπευτικό του Θεού από το ο Ων (non enim aliud proprium magis Deo quam esse intellegitur). Το γεγονός ότι είναι ο Ων σημαίνει ότι δεν μπορεί ούτε να σταματήσει ούτε να έχει αρχίσει κάποτε να υπάρχει. Αλλ’ αυτό που είναι, χάρις στη δυνατότητα μιας άφθαρτης μακαριότητας, χωρίς διακοπή, δεν ήταν ποτέ και δεν θα είναι ποτέ δυνατόν να μην υπάρχει. Γιατί δεν υπόκειται ούτε στην κατάργηση ούτε στη δημιουργία αυτό που είναι θείο. Κι εφόσον είναι απόλυτη η αιωνιότητα του Θεού, μόνο η λέξη ο Ων μπορεί να δείξει αξιόπιστα ότι είναι άφθαρτα αιώνιος».
Ας ακούσουμε τώρα και τον άγ. Γρηγόριο τον Νανζιανζηνό, στην 4η θεολογική του ομιλία (22). «Στον βαθμό που μπορούμε να το κατανοήσουμε, τα ονόματα ο Ων και ο Θεός είναι αυτά που πλησιάζουν περισσότερο την ουσία Του. Και ιδιαίτερα το ο Ων. Όχι μόνο γιατί αυτό το όνομα έδωσε ο Θεός εντολή στον Μωυσή να μεταφέρει στον λαό του, αλλά και γιατί αυτό το όνομα θεωρούμε το πλέον κατάλληλο. Γιατί το όνομα «Θεός» προέρχεται από το θέειν η αίθειν, απ’ τα οποία τον μεν πρώτο σημαίνει το αεικίνητο, ενώ το δεύτερο αυτό που κατακαίει τις κακές έξεις. Γι’ αυτό και ονομάζεται «πύρ καταναλίσκον» ο Θεός. Αυτές οι ονομασίες είναι ωστόσο ακόμη μερικές, δεν έχουν δηλαδή απόλυτη έννοια. Παρόμοια και ως προς το «Κύριος», που θεωρείται κι αυτό όνομα του Θεού. Γιατί λέει: «Εγώ κύριος ο Θεός σου, τούτο εστί το όνομά μου». Εμείς όμως αναζητούμε τη φύση που είναι το Είναι καθ’ εαυτό, και δεν σχετίζεται προς κάτι άλλο· το δε ον είναι πράγματι ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του Θεού και ολόκληρο, μη περατούμενο ή περικοπτόμενο από κάτι πριν ή μετά απ’ αυτόν».
(Συνεχίζεται)
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου