Πέμπτη 20 Απριλίου 2023

Παύλος Χριστόπουλος - Η έννοια του θανάτου στον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή (11)

Συνέχεια από: Τετάρτη 19 Απριλίου 2023

ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ ΑΘ. ΠΑΥΛΟΣ - Πτυχιούχος ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ 

ΘΕΜΑ
«Η έννοια του θανάτου στον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΠΤΩΣΗ
Β. 2. Η πτώση
Β. 2. 2. 
Οι τρεις αιτίες της πτώσης: γνώμη – φιλαυτία – διάβολος

Σε πολλά σημεία της παρούσης μελέτης, με τελευταίο αυτό της προηγούμενης παραγράφου, αναδείξαμε την θεολογική σκέψη του αγίου Μαξίμου σχετικά με τον ρόλο της ανθρώπινης προαίρεσης. Η ελευθερία που ο Δημιουργός προίκισε το πλάσμα του είναι το κατ’ εξοχήν στοιχείο που διαφοροποιεί τον άνθρωπο από τα λοιπά κτίσματα αλλά και το μοναδικό μέσο για την πραγμάτωση του σκοπού του. Φυσικά, αυτή η κακή χρήση αποτέλεσε και κύρια αιτία της πτώσεως. Δεν είναι, βέβαια, το γνωμικό θέλημα ένα στοιχείο αρνητικό, αλλά η αλόγιστη χρήση του επέφερε και όλα τα εκ του μηδενός παρεπόμενα στην ανθρώπινη πραγματικότητα.[ΠΡΟΑΙΡΕΣΗ ΚΑΙ ΓΝΩΜΙΚΟ ΘΕΛΗΜΑ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΤΟΥ ΨΥΧΙΚΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΤΗΣ ΠΤΩΣΕΩΣ. ΠΩΣ ΝΑ ΤΙΣ ΕΚΛΑΒΟΥΜΕ ΣΑΝ ΑΙΤΙΕΣ ΤΗΣ ΠΤΩΣΕΩΣ; ΤΑ ΕΚ ΤΩΝ ΥΣΤΕΡΩΝ, ΕΚ ΤΩΝ ΠΡΟΤΕΡΩΝ; ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΜΕΝΟΣ ΚΑΙ Ο ΚΑΝΤ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΒΑΦΤΙΣΕ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΓΝΩΣΗ a'priori.]

Η ηθελημένη άγνοια του για τον Θεό, για την οποία κάναμε λόγο σε προηγούμενες σειρές είναι καρπός της γνώμης του ανθρώπου που χρησιμοποίησε με λάθος τρόπο. Πολύ εύστοχα ο όσιος σημειώνει: «Δύο γὰρ κατάρας εἶχον ἐγώ, μίαν μὲν καρπόν οὗσαν τῆς ἐμῆς προαιρέσεως‧ τουτέστι τὴν ἀμαρτίαν‧ δι’ ἧς εἰς τὴν γῆν τὸ κατ’ ἀρετὴν τῆς ψυχῆς ἀπέπεσε γόνιμον‧ ἐτέραν δὲ τὸν καταψηφισθέντα διακαίως διὰ τὴν ἐμὴν προαἰρεσιν θάνατον τῆς φύσεως‧ ἐκεῖσε πρὸς ἀνάγκης, καὶ μὴ βουλομένης τὴν φύσιν ὠθούμενον, ἔνθα τῆς ἐμῆς προαιρέσεως ἐνεσπάρη κατὰ γνώμην ἡ κίνησις»318. Φαίνεται πως ο άγιος υπερτονίζει πως  η προαίρεση ως γνωμικό θέλημα αποτελεί και τον κύριο λόγο της πτώσης.319[Ο ΑΓΙΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΚΡΙΒΩΣ Ο ΑΔΑΜ]

Πέραν όμως της προαιρέσεως του ανθρώπου ως την κύρια αιτία της εισχώρησης του θανάτου στην ζωή του, ο άγιος Μάξιμος δίνει ιδιαίτερη έμφαση και σε δύο ακόμα παράγοντες που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην κατιούσα πορεία του Αδάμ. Ο πρώτος εξ αυτών απαντάται στην φιλαυτία. Η αντιστροφή της ορθής πορείας των πραγμάτων με την προσκόλληση στην ύλη έχουν άμεση σχέση με την φίλαυτη 
κίνηση που με την σειρά της οδηγεί σε ου κατά φύση επιλογές. Η φιλαυτία «ἐστιν ἡ πρὸς τὸ σῶμα ἐμπαθὴς καὶ ἄλογος φιλία»320 και ουσιαστικά συνεπάγεται με την αυτοθέωση του ανθρώπου.

Αξίζει να σταθούμε στα λόγια του αγίου τα οποία συμπυκνώνουν το πόσο μεγάλο είναι το κακό που προξενεί αυτή η εμπαθής κατάσταση στην ζωή του ανθρώπου: «Ἡ φιλαυτία, ὡς πολλάκις εἴρηται, πάντων τῶν ἐμπαθῶν λογισμῶν αἰτία καθίσταται. Ἐκ γὰρ ταύτης γεννῶνται οἱ τρεῖς γενικώτατοι τῆς ἐπιθυμίας‧ ὁ τῆς γαστριμαργίας καὶ τῆς φιλαργυρίας καὶ τῆς κενοδοξίας. Ἐκ μὲν τῆς γαστριμαργίας γεννᾶται ὁ τῆς πορνεῖας‧ ἐκ δὲ τῆς φιλαργυρίας, ὁ τῆς πλεονεξίας‧ ἐκ δὲ τῆς κενοδοξίας, ὁ τῆς ὑπερηφανίας. Οἱ δὲ λοιποί πάντες ἑκαστῳ τῶν τριῶν ἀκολουθοῦσιν‧ ὅ τε τῆς ὀργῆς καὶ ὁ τῆς λύπης καὶ ὁ τῆς μνησικακίας καὶ ἀκηδίας καὶ φθόνου καὶ καταλαλιᾶς καὶ οἱ λοιποί. Ταῦτα οὖν τὰ πάθη συνδεσμοῦσι τὸν νοῦν τοῖς ὑλικοῖς πράγμασι καὶ κατέχουσιν αὐτὸν εἰς τὴν γῆν, λίθου δίκην βαρυτάτου αὐτῷ ἐπικείμενα, φύσει ὄντα αὐτὸν πυρὸς κουφότερον καὶ ὀκύτερον. Ἀρχη μἐν πάντων τῶν παθῶν, ἡ φιλαυτία‧ τέλος δέ, ἡ ὑπερηφανία. Φιλαυτία δὲ ἐστιν ἡ πρὸς τὸ σῶμα ἄλογος φιλία‧ ὁ ταὐτην ἐκκόψας, συνέκοψε πάντα τὰ ἐξ αὐτῆς».321[ ΤΑ ΜΥΡΜΗΓΚΙΑ.....ΜΠΟΜΠΟΣ]

Παρατηρούμε πως φιλαυτία δεν αποτελεί μονάχα ρήγμα στις σχέσεις με το Θεό αλλά ενεργοποιεί και ένα μεγάλο και δίχως τέλος πόλεμο με την φύση322. Είναι, δυστυχώς, το αναμενόμενο αποτέλεσμα αυτής της επιλογής. Δεδομένου πως η όντως Ζωή είναι ο συνδετικός κρίκος των πάντων, η απομάκρυνση από αυτόν συνεπάγεται με τη διάσπαση και την αλληλοεναντίωση στοιχείων που υπό άλλες συνθήκες δε θα συνέβαινε323. Πρακτικά, η εγωιστική φιλαυτία γέννησε τον θάνατο. Η άλογη κίνηση λοιπόν ταυτίζεται με φίλαυτη κίνηση, με τον άνθρωπο να μεταφέρει το κέντρο βάρος της ύπαρξής του από τον προορισμένο άκτιστο Θεό στην κτιστή φύση. Με τον τρόπο αυτό θεωρεί πως εξισώνει τον εαυτό του με το θείο, αν όχι να τον τοποθετεί υψηλότερα.

«Τὸ τοίνυν κακόν ἐστιν, ὡς προέφην, ἡ ἄγνοια τῆς ἀγαθῆς τῶν ὄντων αἰτίας, ἥτις, τὸν μέν νοῦν πηρώσασα τὸν ἀνθώπινον, τὴν αἴσθησιν δὲ τρανῶς διανοίξασα, τῆς μὲν θείας γνώσεως παντελῶς αὐτὸν ἀποξένωσεν, τῆς δἐ τῶν αἰσθητῶν ἐμπαθοῦς ἐπλήρωσε γνώσεως‧ ἧς πρὸς μόνην τὴν αἴσθησιν ἀνέδην μεταλαμβάνων, κτηνῶν ἀλογων δίκην, ὁ ἄνθρωπος καὶ εὑρὼν διὰ τῆς πεἰρας τῆς φαινομένης αὐτοῦ σωματικῆς φύσεως συστασικὴν τῶν αἰσθητῶν τὴν μετάληψιν, εἰκότως, οἷα τοῦ νοητοῦ κάλλους ἤδη τῆς θείας ὡραιότητος διαμαρτήσας, τὴν φαινομένην κτίσιν εἰς θεὸν παρεγνώρισεν, διὰ τὴν αὐτῆς πρὸς σύστασιν σώματος χρείαν θεοποιήσας, καὶ τὸ σῶμα τὸ ἴδιον, οἰκείως ἔχον κατά φύσιν, πρὸς τὴν νομισθεῖσαν εἶναι θεόν κτίσιν, κατὰ τὸ είκὸς ἡγάπησεν, κατὰ πᾶσαν σπουδὴν διὰ τῆς περὶ μόνον τὸ σῶμα φροντίδος τε καὶ ἐπιμελείας λατρεύων τῇ κτείσει παρά τὸν κτίσαντα. Οὐ γὰρ ἄλλως δύναταί τις λατρεύειν τῇ κτίσει, μὴ τὸ σῶμα περιποιούμενος, ὥσπερ οὔτε τῷ Θεῶ τὶς λατρεύειν, μὴ τὴν ψυχὴν ἀρεταῖς ἐκκαθαίρων…».324

Αυτήν την φιλαυτία, σε συνδυασμό με την άγνοια του σκοπού του, ήρθε και εκμεταλλεύτηκε ο διάβολος325. Στη θεολογία του οσίου μπορεί κανείς να διεισδύσει βαθιά στην προβληματική που σχετίζεται με τον διάβολο και το έργο του κατά του ανθρώπου. Ως εχθρός και εκδικητής του έργου του Θεού, ο διάβολος εχθρεύεται τη θέληση του, ώστε οι άνθρωποι να μην αποκτήσουν την τέλεια αγάπη, ενώ όταν τους ρίχνει στην αμαρτία ζητά την τιμωρία τους326. Ο άγιος, προσδίδει στο διάβολο μια σειρά από επίθετα με σκοπό να αποτυπώσει γλαφυρά την τις ενέργειές του. Προχωράει, λοιπόν, χαρακτηρίζοντας τον ως «σπορέα της αμαρτίας και πατέρα της κακίας»327, «αόρατο τύραννο, φονέα των ψυχών, αρχηγό της κακίας» 328, «κλέφτη, επίορκο, ληστή και ψεύτη»329 αλλά και «πατέρα της πλάνης»330, κάτι που περικλείει όλους τους υπόλοιπους χαρακτηρισμούς. Η αγιογραφική και η πατερική παράδοση αναλύει, άλλες φορές περισσότερο, άλλες φορές λιγότερο, το ρόλο και το έργο του διαβόλου στην ανθρώπινη ιστορία, τόσο στην προπατορική αστοχία όσο και στην εν συνεχεία πορεία του. 

Ο άγιος Μάξιμος, χωρίς να διαφοροποιείται από την προγενέστερη παράδοση, εισάγει ορισμένες πτυχές για τη δράση του διαβόλου ώστε να διαφυλάσσει την ανθρώπινη ελευθερία αλλά και την οντολογία του Θεού. Αρχικά, ο χώρος δράσης του διαβόλου είναι τα αισθητά331 και μέσω αυτών προωθεί την διαστροφή332. Αναφέρθηκε πως η στροφή προς τα αισθητά οδήγησε τον άνθρωπο στην απομάκρυνση από το στόχο του. Έτσι, ο διάβολος γνωρίζοντας πως ο άνθρωπος στην περίπτωση της αλόγου κινήσεως του θα στρεφόταν στα αισθητά χωρίς την απάθεια που ο Θεός θα προσέφερε, εκμεταλλεύεται αυτό το γεγονός και τον εξαπατά333. Ταυτόχρονα, εξ αιτίας του ότι φθονεί το Θεό και το έργο του334 είναι φυσικό ακόλουθο να μισεί και το «κατ’ εικόνα» κτίσμα του335 και με αποτέλεσμα να εξαπολύει πόλεμο εναντίον του, με σκοπό την κατ’ εξακολούθηση άρνηση του Θεού και την παραμονή στα αισθητά336. Παράλληλα, είναι σημαντικό να τονιστεί πως όλη η εξουσία του διαβόλου γίνεται κατά παραχώρηση από το Θεό διότι δε δύναται να έχει ένα κτίσμα περισσότερη εξουσία από τον Κτίστη337. [ΦΤΗΝΗ ΕΠΑΡΧΙΩΤΙΚΗ ΑΝΑΛΟΓΙΑ Η ΕΚΦΡΑΣΗ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ]

Ωστόσο, ο άγιος Μάξιμος χωρίς να αναιρεί το έργο του διαβόλου και των δαιμόνων του338, τοποθετεί στο κέντρο της πτώσης όχι το έργο του σατανά αλλά την ελευθερία του ανθρώπου. Μάλιστα, η συμβολή του διαβόλου μαρτυρείται ως τον τελευταίο παράγοντα που ωθεί τον άνθρωπο στην αποστασία339. Η προσωπική γνώμη και η φιλαυτία προηγούνται κάνοντας το έργο του διαβόλου ευκολότερο. Μπορεί ο πονηρός να προσπαθεί να τον αποξενώσει από την κατά Θεόν κίνηση, αλλά η εκούσια αποδοχή από πλευράς ανθρώπου είναι αυτή που τελικά ορίζει τα πράγματα. Είναι πολύ κατατοπιστική η περιγραφή του για τα τρία κακά που απειλούν τον άνθρωπο τα οποία βεβαίως είναι αλληλεξαρτώμενα340. Αυτά οροθετούνται και με μια χρονολογική σειρά και έτσι έχουμε τα πάθη, τους δαίμονες και την κακή προαίρεση. Τα πάθη341 ως παρά φύση κίνηση της ψυχής342 δίνουν την ευκαιρία στους δαίμονες να εισχωρήσουν σε πειρασμούς με τον άνθρωπο, πάντως, να είναι εκείνος ο οποίος επισφραγίζει κάθε πτώση λόγω κακής προαίρεσης343. Τον τελευταίο λόγο για κάθε τι καλό αλλά και κακό εκ μέρους των ανθρωπίνων επιλογών τον έχει ο άνθρωπος με κάθε τελική απόφαση να είναι δική του. 

Πέραν της σημασίας που λαμβάνει η ανθρώπινη ελευθερία, υπογραμμίζεται και προασπίζεται ως δωρεά που κατοχυρώνεται από την οντολογία του Θεού. Έτσι, μονάχα ο Θεός είναι αυτός ο οποίος δημιουργεί και ο διάβολος δε δύναται να παραχαράξει αυτή τη πράξη. Τα όποια αρνητικά αποτελέσματα στην κτίση δεν είναι παρασκευές του διαβόλου οντολογικά αλλά η λάθος επιλογές του ανθρώπου. Ακόμα και ο διάβολος ως προϊόν της δημιουργίας δεν είναι φύση κακός αλλά αντανακλάται σε αυτόν η έλλειψη του αγαθού. Ο καταλογισμός ευθυνών στο πρόσωπό του δεν διαφέρει από την αναζήτηση υπαιτιότητας στο πρόσωπο του Θεού344. Άλλωστε, η επιρροή του διαβόλου εμφανίζεται στις δυνάμεις που έχει ο άνθρωπος345, ο οποίος όμως μπορεί να αρνηθεί να την αντιθετική με τον Θεό ενέργεια346. Ο άνθρωπος είναι αυτός που εν τέλει αποφασίζει και εκείνος που δίνει «οντολογία» στο κακό.347 

Η θέση του αγίου Ομολογητή, δηλαδή της πλήρης ευθύνης της γνώμης του ανθρώπου, ισχυροποιείται και με την διάκριση της αμαρτίας348 σε δύο κατηγορίες: αυτές που διαπράττονται από συνήθεια και σε αυτές που υπόκεινται σε μια στιγμή349. Η διαφορά μεταξύ των δύο έγκειται στο ότι η «κατά συρπαγήν» αμαρτία γίνεται χωρίς να έχει ο άνθρωπος παραδώσει τη διάθεση του, ενώ η «από έξεως» γίνονται χωρίς ιδιαίτερη σκέψη και λόγω συνήθειας350. Επιπλέον, διαφοροποιεί το στιγμιαίο λάθος σε «κατά συρπαγήν, κατά απάτη και κατά αγνοία» οι οποίες αμέσως μπορούν να κατανοηθούν και να επέλθει μεταμέλεια351. Έτσι κατανοείται πως η αμαρτία που προξένησε η απάτη του διαβόλου μπορεί να συγχωρεθεί ευκολότερα επειδή πάτησε στην αδυναμία του ανθρώπου, εν αντιθέσει με εκείνη που αφορμάται από την υπερηφάνεια, αμάρτημα βαθιά ριζωμένο στον χαρακτήρα του352. Ακολουθώντας τον συλλογισμό του αγίου μπορούμε να ορίσουμε δύο αμαρτήματα κατά την διήγηση της Πτώσης. Το πρώτο είναι «κατά συρπαγήν» καθότι σε μία στιγμή ο άνθρωπος εξαπατημένος έπεσε, ενώ το δεύτερο είναι «από έξεως», πλέον, διότι ενώ ο Θεός του έδωσε την ευκαιρία μεταμέλειας, αυτός επέμεινε στην εγωκεντρική σε μια προσέγγιση. 

Μπορούμε να αντιληφθούμε ότι δε θα πρέπει να υποπέσει κανείς σε καμία υπερβολή σχετικά με τον διάβολο και τη «συνεισφορά» του στην αρνητική πορεία του ανθρώπου. Δηλαδή, δε θα πρέπει ούτε να υπερτονιστεί η δράση του υποσκιάζοντας την προαίρεση και την ελευθερία του ανθρώπου, αλλά και ούτε να υποτιμηθεί η δύναμη που έχει στον κόσμο, κατά παραχώρηση Θεού353. Δεν είναι λίγες οι φορές, άλλωστε, κατά τις οποίες η πτώση παρουσιάζεται ως έργο του διαβόλου354, σε συνάρτηση πάντα με την ανθρώπινη θέληση. Έτσι, εκμεταλλεύεται τα αδιάβλητα πάθη και προσπαθεί να τα κάνει διαβλητά355. Φυσικά, η μεταπτωτική αυτή κατάσταση, γίνεται υπό την εποπτεία του Θεού ο οποίος παραχωρεί την εξουσία στον διάβολο αλλά είναι και αυτός που με τη χάρη του Πνεύματος βοηθά στην αντιμετώπισή του. 

ΤΕΛΕΙΩΣΕ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΟΥΡΑΣΤΗΚΕ ΜΕ ΤΙΣ ΑΝΟΗΣΙΕΣ ΤΟΥ ΔΑΣΚΑΛΟΥ ΤΟΥ

Σημειώσεις
318. Προς Θαλάσσιον, PG 90, 652C.
319. Ο. π., PG 90, 457CD και Ερμηνεία εις το Πάτερ ημών, PG 90, 904C.
320. Κεφάλαια περί αγάπης, εκατοντάς γ΄, PG. 90, 1020A.
321. Ο. π., PG. 90, 1033BC.
322. Προς Θαλάσσιον, PG 90, 397C.
323. Βλ. Παναγιώτη Κ. Χρήστου, Το μυστήριο τοῦ ανθρώπου…,σελ. 27.
324. Προς Θαλάσσιον, PG 90, 257ΑΒ.
325. Για μια γενική και εμπεριστατωμένη παρουσίαση της στάσης του διαβόλου στον άγιο Μάξιμο βλ. Σωτηρίου Ν. Κόλλια, Ο διάβολος, οι δαίμονες και το έργο αυτών κατά την διδασκαλία του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, Αθήνα: Γρηγόρη, 2004.
326. Προς Θαλάσσιον, PG 90, 341ΑΒ.
327. Ο. π., PG 90, 633B.
328. Περί διαφόρων αποριών, PG 91, 1149.
329. Προς Θαλάσσιον, PG 90, 652.
330. Ο. π., PG 90, 653.
331. Προς Θαλάσσιον, PG 90, 453A.
332. Παύσεις και αποκρίσεις, PG 90, 841A.
333. Ερμηνεία εις το Πάτερ ημών, PG 90, 904C.
334. Προς Θαλάσσιον, PG 90, 633BC.
335. Κεφάλαια θεολογικά και οικονομικά δ΄, PG 90, 1325D.
336. Ο. π., PG 90, 1256A.
337. Προς Θαλάσσιον, PG 90, 340D – 341B και Νίκου Αθ. Ματσούκα, Ιωάννου Δαμασκηνού: Έκδοσις Ακριβής…, σελ. 106 – 109.
338. Κεφάλαια θεολογικά και οικονομικά, PG 90, 1213CD και Προς Θαλάσσιον, PG 90, 580C – 581A.
339. Βλ. Lars Thunberg, Man and Cosmos…, σελ. 57.
340. Κεφάλαια περί αγάπης, εκατοντάς β΄, PG 90, 996AB.
341. Ο. π. PG 90, 988D – 989A.
342. Ο άγιος δίνει πολύ συνοπτικά πλην όμως περιεκτικά τον ορισμό της εμπαθούς κατάστασης του ανθρώπου «Άλλο είναι το πράγμα, άλλο το νόημα και άλλο το πάθος. Πράγμα είναι π.χ. ο άνθρωπος, η γυναίκα, ο χρυσός κ.τ.λ. Νόημα είναι η απλή μνήμη κάποιου πράγματος. Πάθος είναι η άλογη φιλία κάποιου πράγματος ή το άκριτο μίσος απέναντί του. Εμπαθές νόημα τέλος είναι ο λογισμός που είναι σύνθετος από πάθος και νόημα. Πως μπορεί λοιπόν ο άνθρωπος να απαλλαγεί από τα εμπαθή νοήματα; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι απλή: Χρειάζεται να χωρίσει τα πάθη από τα νοήματα για να παραμείνουν απλοί και καθαροί οι λογισμοί» Βλ. Κεφάλαια περί αγάπης, εκατοντάς γ΄, PG 90, 1029A.
343. Κεφάλαια περί αγάπης, εκατοντάς β΄, PG 90, 996B. «ἐν γνώσει τοῦ καλοῦ, κακῶν ἀνθαιρώμεθα».
344. Χαρακτηριστικότατη είναι η απάντηση που δίνει ο Αδάμ όταν τον ρωτά ο Θεός εάν έφαγε από το τον καρπό του δένδρου που δεν έπρεπε με τον ίδιο να απαντά «ἡ γυνή, ἥν ἔδωκας μετ’ ἐμοῦ, αὕτη μοι ἕδωκεν ἀπὸ τοῦ ξύλου, καὶ ἔφαγον». Βλ. Γεν. 3:12. Το ιδιαίτερο «ἥν ἔδωκας μετ’ ἐμοῦ» φανερώνει πως ο Αδάμ όχι μόνο αποποιείται των ευθυνών του αλλά έμμεσα τις εναποθέτει και στο έργο του Θεού.
345. Επιστολή 2, PG 91, 396D – 400B.
346. Κεφάλαια περί αγάπης, εκατοντάς γ΄, PG 90, 1045B.
347. Βλ. Μεγάλου Βασιλείου, Ομιλία ότι ουκ έστιν αίτιος των κακών ο Θεός, PG 13, 329A – 353A.
348. Για την σκέψη του αγίου σχετικά με την αμαρτία αλλά και τον τρόπο αντιμετώπισής της βλ. Θεοδώρου Πιτταρά, Η σχέση του «κατά διανοίαν» προς το «κατ’ ενεργείαν» αμαρτάνειν και η επίτευξη απαθείας κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, στο Αγία Γραφή και Πολιτισμός: Τιμητικός τόμος στον Καθηγητή Χρήστο Οικονόμου, Τόμος Β, Θεσσαλονίκη – Λευκωσία: Κέντρο Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου, 2019, σελ. 417 – 451.
352. Προς Θαλάσσιον, PG 90, 585A.
353. Ο. π., PG 90, 497C.
354. Ο. π., PG 90, 341D.
355. Ο διαχωρισμός μεταξύ αδιάβλητων και διαβλητών παθών αποτελεί για τον όσιο ιδιαίτερο γνώρισμα της θεολογικής προσέγγισης του μυστηρίου της Πτώσης. Η διάκριση των δύο εδράζεται στο ότι τα μεν πρώτα αποτελούν φυσικές ορέξεις αναγκαίες για την βιολογική συντήρηση και εξέλιξη του ανθρώπου, ενώ τα δεύτερα αποτελούν προϊόντα της θελήσεως και ακινητοποιούν τον νου προς στην κατά Θεόν ανέλιξη. Για παράδειγμα, η πείνα αποτελεί πάθος αδιάβλητο σε αντίθεση με την γαστριμαργία η οποία είναι ένα διαβεβλημένο πάθος. Βλ. Προς Θαλάσσιον, PG 90, 541A και PG 90, 357A. 
349. Κεφάλαια περί αγάπης, εκατοντάς γ΄, PG 90, 1040C.
350. Βλ. Αθανασίου Β. Βλέτση, Το προπατορικό αμάρτημα στη θεολογία Μαξίμου…, σελ. 279.
351. Παύσεις και αποκρίσεις, PG 90, 789A.

Για την κενοδοξία (Άγιος Μάξιμος Ομολογητής)

 

Όταν νικήσεις κάποιο από τα πιο ατιμωτικά πάθη, τη γαστριμαργία, ας πούμε, ή την πορνεία ή την οργή ή την πλεονεξία, αμέσως σου έρχεται ο λογισμός της κενοδοξίας. Αν και αυτόν τον νικήσεις, τον διαδέχεται ο λογισμός της υπερηφάνειας.

Όλα τα ατιμωτικά πάθη της ψυχής διώχνουν τον λογισμό της κενοδοξίας. Όταν όμως όλα αυτά που είπαμε νικηθούν, τον ξαναφέρνουν στην ψυχή.

Την κενοδοξία τη θανατώνει η κρυφή εργασία, ενώ την υπερηφάνεια το να αποδίδει κανείς τα κατορθώματά του στον Θεό.

Εκείνος που καλλιεργεί τις αρετές για την κενοδοξία, είναι φανερό ότι και την πνευματική γνώση για την κενοδοξία την καλλιεργεί. Ένας τέτοιος άνθρωπος τίποτε δεν κάνει και τίποτε δεν λέει για την ωφέλεια των άλλων, αλλά σε όλα κυνηγά τη δόξα από αυτούς που τον βλέπουν ή τον ακούν.

Το πάθος του ωστόσο φανερώνεται, όταν μερικοί από αυτούς που είπαμε κατηγορήσουν σε κάτι τα έργα ή τα λόγια του. Αυτό τον κάνει να λυπηθεί πάρα πολύ, όχι επειδή εκείνοι δεν ωφελήθηκαν –άλλωστε δεν είχε τέτοιον σκοπό–, αλλά επειδή ο ίδιος ντροπιάστηκε.

Η κενοδοξία και η φιλαργυρία γεννούν η μία την άλλη· γιατί εκείνοι που είναι κενόδοξοι φροντίζουν να πλουτίσουν, και εκείνοι που είναι πλούσιοι είναι κενόδοξοι. Αυτό βέβαια ισχύει για τους κοσμικούς· γιατί ο μοναχός γίνεται περισσότερο κενόδοξος όταν είναι ακτήμων, ενώ όταν έχει χρήματα τα κρύβει, επειδή ντρέπεται να έχει κάτι που δεν ταιριάζει στο μοναχικό σχήμα.

Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της κενοδοξίας του μοναχού είναι να καμαρώνει για την αρετή και όσα τη συνοδεύουν· της υπερηφάνειάς του χαρακτηριστικό είναι να υπερηφανεύεται για τα κατορθώματά του, να περιφρονεί τους άλλους και να τα αποδίδει στον εαυτό του και όχι στον ΘεόΤο χαρακτηριστικό της κενοδοξίας και της υπερηφάνειας του κοσμικού είναι να υπερηφανεύεται και να καμαρώνει για την ομορφιά, τον πλούτο, την εξουσία ή την εξυπνάδα του.

Χρειάζεται μεγάλος αγώνας για να απαλλαγεί κανείς από την κενοδοξία. Και απαλλάσσεται με την κρυφή εργασία των αρετών και με τη συνεχή προσευχή. Το σημάδι της απαλλαγής είναι να μη νιώθει πλέον μνησικακία για εκείνον που τον κακολόγησε ή τον κακολογεί.


(Από το βιβλίο: ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, τόμος Γ’, Υπόθεση ΚΣΤ’ (26), σελ. 194. Εκδόσεις “Το Περιβόλι της Παναγίας”, Θεσσαλονίκη 2006)

ΝΥΧΤΩΣΕ ΧΩΡΙΣ ΦΕΓΓΑΡΙ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΜΑΣ


Δεν υπάρχουν σχόλια: