Τετάρτη 26 Απριλίου 2023

Hegel, Heidegger και το θεμέλιο της Ιστορίας(9)

Hegel, Heidegger και το θεμέλιο της Ιστορίας

Κεφάλαιο 1: Το περί Ιστορίας ερώτημα η

Συνέχεια από 5. Απριλίου 2023

Michael Allen Gillespie
The University of Chicago Press, 1984


Ο Hegel αντιλαμβανόταν την εποχή του ως το τέλος της ιστορίας και θεωρούσε την προηγούμενη ιστορική εξέλιξη ως διαδικασία συμφιλίωσης, η οποία κορυφώθηκε στα λογικά κράτη και την απόλυτη γνώση. Ο δρόμος αυτός είχε καταστεί για τον Nietzsche ο δρόμος του μηδενισμού, που οδήγησε τον άνθρωπο, όχι στη λογική και τον Θεό, αλλά στη διαπίστωση πως ο Θεός είναι νεκρός, και κάθε μορφή γνώσης και πολιτικής ζωής είναι απλώς φανταστικές γέφυρες, ριγμένες πάνω από απροσμέτρητες αβύσσους. Ο Α’ ΠΠ φάνηκε σε πολλούς πως διασκόρπισε τις αραχνοΰφαντες φαντασιώσεις του μοντέρνου ανθρώπου, και πως αποκάλυψε την σκληρή αλήθεια περί της μοίρας του πέραν όλων αυτών των θρυμματισμένων φαντασιώσεων. Οδήγησε έτσι σε μια θεμελιώδη αναθεώρηση της ιστορίας και της νεωτερικότητας, της ίδιας μάλιστα της Δύσεως, η οποία έψαχνε μια διέξοδο από τα συντρίμμια, στα οποία βρέθηκε ξαφνικά ο μοντέρνος άνθρωπος. Ο Troeltsch θεωρούσε την κρίση αυτή ως αποτέλεσμα του εσφαλμένου χαρακτήρα της διδασκαλίας των μοντέρνων φυσικών δικαιωμάτων, και εισηγήθηκε την επιστροφή στην αρχαία ερμηνεία των φυσικών δικαιωμάτων. Ο Spengler αντιθέτως, την θεώρησε ως μοιραία και αναπόφευκτη κατάσταση της Δύσεως, και εισηγήθηκε οι άνθρωποι να αποδεχθούν τη μοίρα τους. Ο υπαρξισμός τέλος θεώρησε την κρίση ως αναγκαία συνέπεια των πνευματικών προϋποθέσεων της Δύσεως και εξέφρασε ακόμα πιο ριζικά την επιτακτική απαίτηση, οι άνθρωποι να απορρίψουν ολόκληρο τον δυτικό πολιτισμό. Η απόρριψη αυτή όμως, βασιζόταν σε μια περαιτέρω ριζοσπαστικοποίηση του ιστορικισμού.

Ο υπαρξισμός, ιδιαιτέρως όπως αναπτύχθηκε από τον Heidegger, ξεκινά με την προϋπόθεση του ιστορικισμού, πως η πραγματικότητα είναι εμπειρία, προσπαθεί (ο υπαρξισμός) όμως να ανακτήσει τη ζωή από μια ολοκληρωτική ιστορικοποίηση δια της επανασύνδεσης προς το αιώνιο. Η επανασύνδεση αυτή επιτυγχάνεται δια της φαινομενολογικής ή υπαρξιακής ανάλυσης της εμπειρίας, η οποία δεν επιδιώκει να θεμελιώσει την ιστορία στο Είναι ή στη λογική, ή να αποτυπώσει στο γίγνεσθαι τον χαρακτήρα του Είναι, αλλά να καταδείξει πως το ίδιο το Είναι είναι ιστορία ή χρόνος. Με τον τρόπο αυτό, ο υπαρξισμός ισχυρίζεται πως πάει πέραν κάθε μεταφυσικής και με τον τρόπο αυτό πέραν της Δύσεως, η οποία αντιλαμβάνεται το Είναι πάντοτε μόνο μεταφυσικά, ως αιώνια παρουσία. Ο υπαρξισμός πιστεύει πως αυτή η μεταφυσική αντίληψη περί αιωνιότητας, και όχι ο ιστορικισμός, είναι η πηγή του μηδενισμού. Η λύση στο πρόβλημα του μηδενισμού λοιπόν, δεν είναι η απόρριψη της ιστορίας και η επιστροφή στην αρχαία σκέψη, που είναι απλώς μια πρώιμη και λιγότερο ανεπτυγμένη μορφή μηδενισμού, αλλά η παραδοχή πως το Είναι ή η αιωνιότητα είναι ιστορία ή χρόνος. Το Είναι επομένως δεν είναι παρουσία, ούτε κάποιο είδος πράγματος, αλλά τίποτα, η άβυσσος ή το χάος από το οποίο γεννιούνται τα πάντα, η μοίρα που εγκαθιδρύει τον χαρακτήρα και τον ορίζοντα όλων των πραγμάτων.

Όλες οι ιστορικές μορφές ή εποχές, είναι σύμφωνα με την άποψη αυτή μοναδικές αποκαλύψεις του Είναι, που αναδύονται από την άβυσσο, και επομένως δεν μπορούν να προβλεφθούν ή ακόμα και να κατανοηθούν πλήρως, παρά μόνο να διαπιστωθούν και να γίνουν αποδεκτές, ως μοιραίες αποστολές του Είναι. Ο άνθρωπος βρίσκει πάντοτε τον εαυτό του ριγμένο μέσα στον κόσμο με ένα συγκεκριμένο ορίζοντα, που καθορίζει τον χαρακτήρα και τα όρια της γνώσης και των πράξεων του. Δουλειά του είναι η αποφασιστική αποδοχή της μοίρας που αποκαλύπτεται τη στιγμή του οράματος ή της ριζικής απόφασης, ένα άλμα στην εμπλοκή ή αφιέρωση, που δεν έχει καμιά βάση στην λογική, τη λογική ή την εμπειρία, αλλά αναδύεται από την παραδοχή πως η απλή απελευθέρωση είναι παράλογη , και πως η βάση για την επιλογή μπορεί να κατανοηθεί μόνο από εκείνους που είναι ήδη δια των πράξεων τους αφιερωμένοι.

Φαίνεται λοιπόν, πως ο υπαρξισμός δεν είναι τίποτε άλλο παρά ριζικός μηδενισμός, το τελευταίο και το πιο αβυσσαλέο στάδιο στην ιστορικοποίηση της ανθρώπινης ζωής. Ο Hegel ανακάλυψε την αλήθεια της ιστορίας στη διαλεκτική λογική, ο Nietzsche στις αιώνιες επαναλήψεις του γίγνεσθαι, ο ιστορικισμός στο γίγνεσθαι, και  εν τέλει στο τίποτα. Αν είναι απλώς η απόλυτη άρνηση των πάντων, η οποία αφήνει μια χαοτική και χωρίς νόημα πραγματικότητα, τότε ο υπαρξισμός είναι πράγματι η πιο ακραία μορφή ιστορικισμού και μηδενισμού. Αν όμως αυτό το τίποτα είναι εκδήλωση του αιώνιου στο πραγματικό, που δίνει στο καθετί μορφή και νόημα, χωρίς το ίδιο να παίρνει μορφή ή νόημα, τότε ο υπαρξισμός προσφέρει μια εναλλακτική στον ιστορικισμό, την νεωτερικότητα, και την ίδια την Δύση. Ο υπαρξισμός όμως μας πάει πέρα από το καλό και το κακό, και πέρα από τη λογική. Συνεπώς, δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε εάν αυτό το επέκεινα είναι πάνω ή κάτω από τη λογική. Ενώ ο υπαρξισμός υποδεικνύει με τον τρόπο αυτό ένα δρόμο έξω από την κρίση της νεωτερικότητας, μας κατευθύνει απλώς σε ένα σκοτεινό κλιμακοστάσιο και δεν μας λέει αν μας οδηγεί προς τα πάνω στο φως, ή προς τα κάτω σε ακόμα πιο τρομακτική νύχτα.

Όλες αυτές οι προσπάθειες όμως, να αντιμετωπιστεί ο μηδενισμός και η κρίση της Δύσεως, χάθηκαν σαν σωσίβια μέσα στην καταστροφή μιας βαριάς τρικυμίας, όταν η δεύτερη και μεγαλύτερη καταιγίδα του αιώνα μας, ο Β’ΠΠ, οδήγησε τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, ο οποίος είχε ήδη υποστεί πλήγματα από τον Α’ΠΠ και το Κραχ, στον πάτο. Ούτε όμως η απαισιοδοξία του Spengler, ούτε η εισήγηση του Troeltsch να ανοίξουμε πανιά προς τα πιο ήρεμα νερά του Αιγαίου, ούτε οι πιέσεις του υπαρξισμού να μπούμε μέσα στην καταιγίδα για να βρούμε τον ήλιο, μπόρεσαν να πείσουν πολλούς από τους συνταξιδιώτες τους. Δυο άλλες μορφές ιστορικής σκέψης, ο ρομαντικός εθνικισμός και μαρξισμός, προσπάθησαν να ελέγξουν το πλοίο, και ήταν η βία και ο φανατισμός τους, που στο τέλος το κατέστρεψαν.

Ο Nietzsche είχε προβλέψει, πως οι πόλεμοι του μέλλοντος δε θα είναι περί συμφερόντων, αλλά περί αρχών, και πως οι άνθρωποι θα εξοντώνουν τους συνανθρώπους τους, όχι από αγάπη προς καταστροφή ή φυσική κτηνωδία, αλλά από θρησκευτικό ζήλο, ως ιεραπόστολοι νέας ηθικής. Ο Β’ΠΠ ήταν μια επιβεβαίωση αυτής της πρόβλεψης, καθώς ήταν ουσιαστικά μια διαφωνία περί της φύσεως της ιστορίας. Ενώ ο ρομαντικός και επαναστατικός εθνικισμός των ναζί και των φασιστών, που αναδύθηκε από την εθνικιστική ιστορία της Ιστορικής Σχολής και την σκέψη του Nietzsche, αντιλαμβανόταν την ιστορία ως αγώνα των εθνών και φυλών, που πρέπει να καταλήξει στην κυριαρχία της ανώτερης άριας φυλής, ο μαρξισμός πίστευε πως η ουσία του ήταν ο αγώνας που θα μπορούσε να τελειώσει μόνο με τον θρίαμβο του προλεταριάτου. Επομένως, δεν τους χαρακτήριζε απλώς μια συγκεκριμένη αντίληψη περί ιστορίας, αλλά οι αντιλήψεις αυτές καθόρισαν το ιστορικό τους καθήκον και ενίσχυσαν το ιδεολογικό τους πάθος και φανατισμό, που τους οδήγησαν στον πόλεμο.

Ο Β’ΠΠ δεν φαίνεται με την πρώτη ματιά να έχει προκαλέσει τόσο μεγάλες αναταράξεις όσο ο πρώτος. Δεν υπήρχε αίσθηση κατάπτωσης της Δύσεως, χαμένης γενιάς, ή ξεσπάσματος υπαρξιακού τρόμου και απόγνωσης. Φαινόταν αντιθέτως στο τέλος του, σαν να είχε αρχίσει μια καινούργια μέρα, λες και κάποιος σαν τον Ορφέα να είχε επιστρέψει από τον κάτω κόσμο. Στην πραγματικότητα όμως, η επίδραση του Β’ΠΠ ήταν απλώς πιο λεπτή, πιο κρυφή, και επομένως πιο επικίνδυνη. Η απανθρωπιά του ήταν ταυτόχρονα απίστευτη και κοινότοπη. Κανένας δεν μπορούσε να συλλάβει το τεράστιο μέγεθος της, και κάθε περιστατικό, όσο τρομακτικό και ανώμαλο, γινόταν αντιληπτό ως ασήμαντο και τυχαίο, συγκρινόμενο προς το σύνολο. Ο πόλεμος λοιπόν προκάλεσε ένα τεράστιο φόβο που απέτρεψε τον άνθρωπο από το να αντιμετωπίσουν τον τρόμο του, και τον οδήγησε στο μέλλον σαν σε ασφαλές λιμάνι των ελπίδων του και προπύργιο κατά των φόβων του.

Το περί ιστορίας ερώτημα
δεν τέθηκε από τον πόλεμο, απλώς έγινε λιγότερο φανερό, και για τον λόγο αυτό πιο δύσκολο να κατανοηθεί. Ο ρομαντικός εθνικισμός και ο μαρξισμός επέστρεψαν μετά τον πόλεμο, πότε το καθένα μόνο του, πότε ενωμένα σε κινήματα εθνικής απελευθέρωσης, ακόμα και ενισχυμένα από ένα υπαρξισμό που βρίσκει την αλήθεια στον αγώνα και το θάνατο. Πέρα από την διαταραχή την οποία τα κινήματα αυτά τοποθετούν στην ιστορία, ο πόλεμος απλώς ενίσχυσε  τις πεποιθήσεις τους και επέτεινε τον ιεραποστολικό τους ζήλο.

Ο φιλελευθερισμός
αντιθέτως βρήκε λίγα στην αντίληψη του περί ιστορίας, για να παράσχει ως ανάχωμα στις πεποιθήσεις των αντιπάλων του. Ενώ στην αρχή βασίστηκε στην σύλληψη περί φυσικού δικαίου, ο μοντέρνος φιλελευθερισμός ταύτιζε ολοένα και πιο πολύ την κοινοτική και πολιτική αποστολή του με την οικονομική, κοινωνική και τεχνολογική πρόοδο. Η απαίτηση ανωτερότητας δεν οφείλεται μόνο στο ότι διασφαλίζει καλύτερα την ανθρώπινη ελευθερία, αλλά και επειδή είναι ο πιο αποτελεσματικός δρόμος προς την γενική ευημερία και ευτυχία. Η ιδέα της προόδου, η οποία κατάγεται από τον Διαφωτισμό δια της άγγλο-γαλλικής ιστορικής παράδοσης, είχε κατά περίεργο τρόπο μεταμορφωθεί από τους δυο παγκόσμιους πολέμους και τις συνέπειες τους. Η ελπιδοφόρα διάθεση ενός κόσμου που είχε ξεπεράσει τέτοιο τρόμο βρήκε την εκπλήρωση των ονείρων της στην αύξηση της ευημερίας στην Αμερική και την αναπάντεχα γοργή ανόρθωση της δυτικής Ευρώπης και Ιαπωνίας. Το μέλλον φαινόταν ένας ανοικτός δρόμος προς την κοινωνική δικαιοσύνη μιας μεγαλειώδους κοινωνίας. Είναι όμως φανερό, πως δεν είμαστε ικανοί να αποδεχθούμε την πρόοδο αυτή με τον καθαρό οπτιμισμό του 19ου αιώνα. Αυτό δεν είναι τυχαίο: κάθε βήμα προς την ευημερία, είναι ένα βήμα πιο κοντά στην εκμηδένιση-η αυξανόμενη ικανότητα μας να ικανοποιούμε τους εαυτούς μας συμβαδίζει μόνο με την αυξανόμενη ικανότητα μας να καταστρεφόμαστε. Χαιρετούμε λοιπόν το μέλλον με μια βαθιά και αδιάγνωστη σχιζοφρένεια. Ενώπιον του στρατευμένου μαρξισμού και στη σκιά της πυρηνικής καταστροφής, αγωνιζόμαστε να δούμε μόνο ένα ηλιόλουστο μέλλον, αλλά ριχνόμαστε επανειλημμένως στην απελπισία: άβουλοι να ανιχνεύσουμε το σκοτάδι, βασανιζόμαστε από τις σκιές μας που όλο μεγαλώνουν.

Καθώς το περί ιστορίας ερώτημα καθίσταται όλο και πιο επιτακτικό, εμείς γινόμαστε όλο και πιο απρόθυμοι ή ανίκανοι να το αντιμετωπίσουμε. Παρά τον αποφασιστικό ρόλο που η ιστορία παίζει σε όλες σχεδόν τις πτυχές της ζωής μας, το περί ιστορίας ερώτημα τείνει να εκλείψει. Η πεποίθηση του μαρξισμού, που δεν αφήνει περιθώρια ερωτηματικών για την παραδεδομένη διδασκαλία, και ο φόβος του φιλελευθερισμού, που αποφεύγει μια τέτοια διαδικασία, έχουν ρίξει την ερώτηση στην ακαδημαϊκή λήθη.

Η ιστορία έχει απορριφθεί ή υποτιμηθεί από πολλούς. Ο νεοθετικισμός για παράδειγμα, αρνείται πως η ιστορία είναι κάτι παραπάνω από μια διήγηση, και χαρακτηρίζει τον ιστορικισμό ως δεισιδαιμονία. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, το κύριο ερώτημα είναι, εάν η ιστορία είναι ένα είδος εξήγησης ή απλώς ένα είδος αφηγήματος. Η επίθεση όμως αυτή κατά της ιστορίας και του ιστορικισμού, αποτυγχάνει στο να πάρει στα σοβαρά τους ισχυρισμούς για την ιστορία, και η άρνηση μόλις που συνοψίζεται σε κάτι περισσότερο από την αποδοχή πως η ιστορία αποτυγχάνει να εκπληρώσει τα κριτήρια της αντικειμενικότητας και αιτιότητας, που χαρακτηρίζουν τις φυσικές επιστήμες. Η ιστορία δεν μπορεί απλώς να απορριφθεί: διαμορφώνει ένα αναπόσπαστο μέρος της ζωής μας και του κόσμου μας, που η απλή απόρριψη υπηρετεί μόνο την απόκρυψη της πραγματικής της σημασίας, και με τον τρόπο αυτό θολώνει την όραση μας, καθώς προσπαθούμε να αποφύγουμε την άβυσσο.

Απαραίτητη λοιπόν είναι μια θεμελιώδης αναθεώρηση του περί ιστορίας ερωτήματος. Είτε μας αρέσει, είτε όχι, ο κόσμος μας αντιλαμβάνεται την ιστορία ως την ανθρώπινη πραγματικότητα. Είναι επομένως όλο και πιο απογοητευτικό το γεγονός, πως είμαστε ανίκανοι να αρθρώσουμε μια αντίληψη περί ιστορίας, που να στηρίζει με συνέπεια την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Η αποτυχία αυτή μπορεί να ωθήσει κάποιον στο να εγκαταλείψει εξολοκλήρου την ιστορία και να στραφεί αντιθέτως στην προφανώς λιγότερο προβληματική και οπωσδήποτε λιγότερο επικίνδυνη αντίληψη της αρχαιότητας, πως η ανθρώπινη πραγματικότητα δεν καθορίζεται από την ιστορία αλλά από την τύχη ή την μοίρα, που λειτουργεί μέσα στις ευρείς παραμέτρους της φύσεως. Η αρχαία αυτή αντίληψη στηρίζεται στην άρνηση πως η ιστορία είναι res gestae. Τόσο διαφορετικές σχολές σκέψεις, όπως ο ιστορικισμός, ο υπαρξισμός και ο νεοθετικισμός, έφτασαν από διαφορετικούς δρόμους σε αυτό το συμπέρασμα. Η πραγματική «ιστορία», όπως την αντιλαμβάνονται, είναι κάτι λίγο παραπάνω από μια αυθαίρετη, ή στην καλύτερη περίπτωση μοιραία αλληλουχία γεγονότων, όπως την περιγράφει η αρχαιότητα. Η κρίσιμη διαφορά μεταξύ της αρχαίας αντίληψης και των μοντέρνων απόψεων, είναι πως σήμερα δεν έχουμε κοσμολογία ή θεολογία για να αναφερθούμε σε αυτές, πράγμα που θα έδινε νόημα στη ζωή μας. Ο Θεός είναι νεκρός, ή τουλάχιστο «μακριά την στιγμή που τον χρειαζόμαστε», και η φύση είναι απλή μηχανική αιτιότητα, μόνο τέλος της οποίας είναι η εντροπία. Ο σκοπός της ανθρώπινης ζωής πηγάζει σύμφωνα με την νεωτερικότητα, όχι από τη θρησκεία ή την φύση, αλλά από μόνο από την ανθρώπινη λογική και ελευθερία. Το να συμπεράνουμε πως η ιστορία, που είναι η πραγμάτωση αυτής της λογικής ελευθερίας, είναι χάος, σημαίνει παράδοση στον μηδενισμό.

Η ιστορία δεν μπορεί απλά να απορριφθεί, ούτε στην παρούσα κατάσταση της να γίνει αποδεκτή. Η ιστορία επομένως πρέπει να υπερβαθεί ή να λάβει ένα λογικό θεμέλιο. Για να υπερβούμε την ιστορία, είναι κατά πρώτον απαραίτητο να καταδείξουμε πως η ιστορία δεν είναι η ανθρώπινη πραγματικότητα, πως δεν είναι res, και επομένως δεν υπάρχει res gestae. Για να εγκαθιδρύσουμε ένα λογικό θεμέλιο για την ιστορία, είναι αντιθέτως απαραίτητο να καταδείξουμε την πραγματικότητα ενός τέτοιου res. Το ερώτημα για το res ή για το τι είναι η ιστορία, δεν είναι τίποτε άλλο, παρά το ερώτημα περί του θεμελίου της ιστορίας. Το πρώτο βήμα σε κάθε προσπάθεια αντιμετώπισης του προβλήματος της ιστορίας για την ανθρώπινη ζωή και σκέψη, είναι η ενασχόληση με το ερώτημα για το θεμέλιο της ιστορίας. Σε αυτό το ερώτημα είναι που πρέπει να στραφούμε.

Τέλος 1ου Κεφαλαίου 
Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: