Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2025

Rahner. Από τον Maréchal στον Heidegger

 

Rahner. Από τον Maréchal στον Heidegger

https://www.youtube.com/watch?v=fZemBIzDD98&t=2s


Στη δεύτερη αυτή διάλεξη αναλύεται η σκέψη του Γερμανού ιησουίτη Rahner σε σχέση με εκείνη του δασκάλου του Maréchal και, κυρίως, με τον υπαρξισμό του Heidegger, εστιάζοντας ειδικότερα στην έννοια του Vorgriff (προ-αντίληψη ή προ-γνώση, «anticipazione»).

Το κεντρικό σημείο της ανάλυσης είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Rahner, ακολουθώντας τη γραμμή του σύγχρονου υπερβατολογικού (trascendentale moderno), αναδιαμορφώνει την έννοια της γνώσης, του Είναι και της υπέρβασης σε όρους ιστορικής και χρονικής εμμένειας.

Κατά τον Rahner, το Είναι είναι πάντοτε “Είναι γνωριζόμενο” — δηλαδή, το Είναι δεν υπάρχει ανεξάρτητα από τη συνείδηση που το γνωρίζει, αλλά αναδύεται μέσα στην ιστορική εμπειρία του ανθρώπου ως ύπαρξη, ως Είναι μέσα στον κόσμο και μέσα στον χρόνο.

Καλημέρα, αγαπητοί φίλοι.
Να ’μαστε λοιπόν στο δεύτερο μας μάθημα αυτού του τριπτύχου αφιερωμένου στη φιλοσοφία του Karl Rahner.

Πρώτα απ’ όλα, οφείλω να ευχαριστήσω τους πάρα πολλούς που συνδέθηκαν με το κανάλι μας στο YouTube· πραγματικά ένιωσα ευγνωμοσύνη για την ανταπόκριση που είχε το πρώτο μάθημα, και ελπίζω αυτό να επιβεβαιωθεί και σήμερα, και κατόπιν στο τρίτο μάθημα· εύχομαι, δηλαδή, αυτή η συμμετοχή να συνεχιστεί και για τις τρεις συναντήσεις. Για ένα θέμα τόσο, ας το πούμε, δύσκολο και κάπως τεχνικό, μου φαίνεται πως το αποτέλεσμα, η απήχηση της πρωτοβουλίας, είναι πράγματι αξιοσημείωτη.

Στο πρώτο μάθημα — επιτρέψτε μου μια σύντομη εισαγωγή πριν μπούμε κατευθείαν στην ουσία — την περασμένη Πέμπτη, είχα εκφράσει ορισμένες αξιολογήσεις σχετικά με ένα πρόσφατο βιβλίο του π. Salvatore Vitiello, Rahner oltre Rahner. Ontologia del simbolo reale, που κυκλοφόρησε από τον εκδοτικό οίκο Cantagalli ακριβώς φέτος, το 2025, επομένως είναι πολύ πρόσφατο.

Ο συγγραφέας, ο καθηγητής Vitiello, μου έγραψε έπειτα μια επιστολή, στην οποία διευκρίνισε κριτικά ορισμένα σημεία των παρατηρήσεών μου και παρουσίασε τα επιχειρήματά του, σύμφωνα με τα οποία οι αξιολογήσεις μου δεν είχαν θεμέλιο. Εγώ, με τη σειρά μου, απάντησα με μια νέα επιστολή, για να επαναδιατυπώσω τις δικές μου θέσεις. Και, καθώς ο καθηγητής είχε ζητήσει να δημοσιευθεί η επιστολή του από το παρατηρητήριό μας, σήμερα, στον ιστότοπο του Vantuan Observatory, έχουμε δημοσιεύσει και τις δύο επιστολές.
Σας το αναφέρω πληροφοριακά· αν έχετε χρόνο και διάθεση, μπορείτε να επισκεφθείτε τον ιστότοπό μας, www.vantuanobservatory.org, και να διαβάσετε τα επιχειρήματα του καθηγητή Vitiello και τα δικά μου αντεπιχειρήματα.

Μάλιστα, σας ενημερώνω ότι στο πλαίσιο αυτού του διαλόγου έλαβα πρόσφατα μια ακόμη επιστολή από τον καθηγητή Vitiello, την οποία θα δημοσιεύσουμε αύριο. Πρόκειται για έναν ενδιαφέροντα διάλογο, διότι αναδεικνύει καθαρά δύο διαφορετικές θέσεις απέναντι στον Karl Rahner, και κατ’ επέκταση απέναντι στη σύγχρονη φιλοσοφία της αρχής της εμμένειας.

Ας μπούμε λοιπόν στην ουσία του νέου μας μαθήματος, το οποίο, όπως ίσως είδατε, έχει τον τίτλο Da Maréchal a Heidegger — «Από τον Maréchal στον Heidegger».

Πρέπει να πω ότι το προηγούμενο μάθημα δεν εισήλθε πολύ εις βάθος στη φιλοσοφία του Rahner, αλλά έθεσε πολύ σημαντικά προοίμια και προκαταρκτικές παρατηρήσεις· ξεκινώντας από το γεγονός ότι ο Rahner είναι «παιδί της σχολής της Louvaine», όπως ήταν και ο τίτλος του προηγούμενου μαθήματος. Επομένως, από την αρχή κιόλας εντάχθηκε και κινήθηκε στη γραμμή που είχε ανοίξει ο Monsignor Maréchal.

Σήμερα, θα εισέλθουμε λίγο πιο συγκεκριμένα στην ίδια τη φιλοσοφία του Rahner, ώστε να ολοκληρώσουμε το σύνολο στο τρίτο μάθημα. Αν θέλουμε να το πούμε διαφορετικά, το πρώτο μάθημα ήταν εισαγωγικό, ενώ το σημερινό και το επόμενο, την ερχόμενη Πέμπτη, θα είναι πιο αναλυτικά και πλήρη.

Φυσικά, επαναλαμβάνω κάτι που είχα ήδη τονίσει: αυτά τα τρία μαθήματα δεν αποσκοπούν σε εξαντλητική ανάλυση, αλλά απλώς σε όσο το δυνατόν πιο σαφή και περιεκτική παρουσίαση του στοχασμού αυτού του φιλοσόφου και θεολόγου.

Στη σκέψη του Maréchal, στη λεγόμενη «υπερβατική παραγωγή» του (deduzione trascendentale), όπως ορίσαμε με τον τεχνικότερο όρο στο προηγούμενο μάθημα, βρίσκονται, όπως είδαμε, οι προϋποθέσεις για τις εξελίξεις που συναντούμε στον Rahner.

Ο Maréchal είχε ήδη καταστήσει σαφές ότι, γι’ αυτόν, το Είναι και το γνωστό Είναι αποτελούν το ίδιο πράγμα· και αυτό είναι επίσης το σημείο αφετηρίας του Rahner, ο οποίος έτσι τοποθετείται καθαρά μέσα στο σύγχρονο υπερβατισμό, δηλαδή μέσα σε εκείνη τη φιλοσοφική στάση που δεν αναγνωρίζει το Είναι καθαυτό, ανεξάρτητα από το υποκειμενικό πνεύμα που το σκέπτεται.

Ο Maréchal, υποστηρίζοντας ότι το αντικείμενο δεν είναι το «Είναι», αλλά το Είναι γνωριζόμενο, είχε ήδη ενταχθεί στον σύγχρονο υπερβατισμό· και ο Rahner προχωρεί πάνω σε αυτή τη γραμμή.

Όπως έχει επισημάνει ο πατήρ Fabro, στον Rahner — παραθέτω — «το Είναι εξαντλείται μέσα στην αντικειμενικότητα, η οποία θεμελιώνεται στις λειτουργίες της υποκειμενικότητας».
Η αντικειμενικότητα, δηλαδή, θεμελιώνεται στις λειτουργίες της υποκειμενικότητας. Αυτό ήταν ήδη σαφές στον Kant, έστω με πολλές επιφυλάξεις, και κατέστη ακόμη σαφέστερο στην πορεία της νεότερης φιλοσοφικής σκέψης. Αλλά ο Rahner διακηρύσσει ρητά και με απόλυτη σαφήνεια αυτή, τήν κατά τη γνώμη του, ταυτότητα μεταξύ Είναι και σκέψης. Για παράδειγμα, στο βιβλίο του Geist in der Welt («Πνεύμα εν κόσμω»), γράφει — παραθέτω:
«Το Είναι, ως έχει καθαυτό, είναι γνωριζόμενο.»
Και σε άλλο σημείο το επιβεβαιώνει:
«Το Είναι και η γνώση συνιστούν μια αρχική ταυτότητα.»


Σε ένα άλλο σημείο ακόμη ο Rahner λέει: «Το Είναι και η γνώση είναι το ίδιο πράγμα».
Είναι προφανές ότι εδώ βρισκόμαστε ασύγκριτα μακριά από τον μεταφυσικό ρεαλισμό και βρισκόμαστε ήδη ξεκάθαρα, χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, μέσα στον λεγόμενο σύγχρονο υπερβατισμό, στο a priori της νεότερης φιλοσοφίας.

Σε σχέση με τον Maréchal, στον Rahner υπάρχει ένα σημαντικό καινούργιο στοιχείο.

Αν θυμάστε, όταν μιλούσαμε για τη γνώση — τη γνωστική διαδικασία κατά τον Maréchal — είχαμε πει ότι εκείνος έθετε ως πρώτο στάδιο τη γνώση των αισθητών δεδομένων, ως δεύτερο στάδιο την αφαίρεση, και ως τρίτο στάδιο την κρίση.
Αν θυμάστε επίσης, είχαμε διευκρινίσει ότι, σύμφωνα με τον ίδιο, μόνο σε αυτό το τρίτο στάδιο — δηλαδή στην κρίση — η νόηση αποδίδει «Είναι» στο αντικείμενο.

Αντίθετα, για τον Rahner η γνώση είναι εντελώς διαφορετικής φύσεως. Όπως γράφει ο θεολόγος Don Mauro Gagliardi, «για τον Rahner η γνώση γίνεται η υπαρξιακή αντιστοιχία ανάμεσα στο γνωριζόμενο και τον γνωρίζοντα». Δηλαδή, ο Rahner τοποθετεί την πράξη της γνώσης μέσα στην ύπαρξη, όπως αυτή νοείται στις κατηγορίες του Heidegger, όπως θα δούμε σε λίγο.

Έτσι, εκείνη η πράξη που, σύμφωνα με τον Maréchal, συνέβαινε στο τρίτο στάδιο — η πράξη με την οποία η νόηση συλλαμβάνει το αντικείμενο ως «Είναι νοητό» — για τον Rahner συμβαίνει αμέσως, από την αρχή.

Όχι δηλαδή μετά την αισθητηριακή γνώση ή την αφαίρεση και μόνο μέσα στην κρίση· αλλά η κρίση, ας πούμε, είναι εκείνη η μεταφυσική πράξη με την οποία η νόηση συγκροτεί το ον, και η οποία συντελείται αμέσως, υπαρξιακά, και όχι μέσω μιας προηγούμενης γνώσης των αισθητών δεδομένων και της αφαίρεσης των ειδών, δηλαδή των ουσιών ή νοητών μορφών των πραγμάτων.

Για τον Rahner, όλα αυτά τα τρία στάδια που ο Monsignor Maréchal διέκρινε είναι μια ενιαία πράξη. Η αφαίρεση, τα phantasmata — για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο του αγίου Θωμά, δηλαδή της εποχής του Αγίου Θωμά — (τα phantasmata είναι οι αισθητές εικόνες των πραγμάτων)· λοιπόν, η αφαίρεση, τα phantasmata ή οι αισθητές εικόνες των πραγμάτων, και η κρίση, είναι το ίδιο πράγμα, η ίδια ενέργεια.

Αυτή η σημαντική διαφορά εξηγεί ένα σημείο που φαινομενικά είναι περίεργο, αλλά στην πραγματικότητα πολύ σημαντικό για να κατανοήσουμε τη φιλοσοφική δομή του Rahner:
την μεγάλη έμφαση που δίνει στην αρχή του αγίου Θωμά για τη conversio intellectus ad phantasmata (στροφή του νου προς τα φαντάσματα).


Σκεφτείτε ότι όλο το πρώτο μέρος του έργου του Rahner είναι αφιερωμένο σε αυτό το θέμα. Το θέμα της conversio ad phantasmata, το οποίο θα συζητήσουμε αμέσως τώρα, δεν ήταν κεντρικό στη σκέψη του αγίου Θωμά, ούτε στη μεταφυσική θεώρησή του.

Γι’ αυτό και πολλοί αναρωτήθηκαν γιατί ο Rahner, στη δική του αναθεώρηση του San Tommaso υπό το φως της σύγχρονης φιλοσοφίας, ξεκίνησε από ένα τόσο ειδικό και περιορισμένο ζήτημα. Ας προσπαθήσουμε να το εξηγήσουμε, γιατί αυτή η εξήγηση θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τη μετάβαση από τον Maréchal στον Heidegger, που δίνει και τον τίτλο στο σημερινό μάθημα.

Κατά τον San Tommaso, ο άνθρωπος έχει όχι μόνο εξωτερικές αισθήσεις, αλλά και μια εσωτερική αίσθηση, την οποία — για να χρησιμοποιήσουμε έναν ακριβή όρο — μπορούμε να ονομάσουμε «συνθετική φαντασία». Αυτή συγκεντρώνει τα δεδομένα των εξωτερικών αισθήσεων και τα ενοποιεί, σχηματίζοντας έτσι μια εικόνα του αντικειμένου.

Πρόκειται για αισθητή εικόνα, το λεγόμενο phantasma. Δεν πρόκειται για την έννοια της ουσίας του πράγματος, διότι η έννοια της ουσίας, όπως ξέρουμε, διαμορφώνεται από τη νόηση μέσω αφαίρεσης, δηλαδή παραμερίζοντας τα αισθητά δεδομένα.
Αντιθέτως, η εικόνα ή το phantasma παραμένει δεμένο με τα αισθητά δεδομένα.

Η νόηση, μέσω της αφαίρεσης, πρέπει να βασίζεται στα phantasmata, δηλαδή στα αισθητά δεδομένα που έχουν ενοποιηθεί από τη δύναμη της φαντασίας·
αλλά κατόπιν η νόηση τα υπερβαίνει, εκτινάσσεται άυλα, συλλαμβάνοντας την καθαρή νοητή μορφή του πράγματος ή την ουσία του, και διαμορφώνει την αντίστοιχη αφηρημένη έννοια.


Όμως, σύμφωνα πάντοτε με τον άγιο Θωμά, αφού καθοριστεί μέσω της αφαίρεσης η έννοια της ουσίας, η νόηση επιστρέφει στα αισθητά δεδομένα, στις αισθητές εικόνες, στα phantasmata — ιδού η conversio ad phantasmata — ώστε να μπορέσει να γνωρίσει καλύτερα τα επιμέρους όντα, και όχι μόνο τα είδη.

Αυτό σημαίνει ότι η αφαίρεση δεν είναι φυγή από την πραγματικότητα· αντιθέτως, η αφαίρεση που επιτελεί η νόηση υπηρετεί την καλύτερη γνώση και του συγκεκριμένου αντικειμένου, του συγκεκριμένου ανθρώπου, του Τίτου, του Γάιου ή του Σεμπρώνιου, και όχι μόνο των ειδών. Για να το επιτύχει αυτό, η νόηση επιστρέφει στα φαντάσματα.

Άρα, για τον San Tommaso, αυτή η conversio είχε μόνο γνωσιολογική σημασία.

Στον Rahner, όμως, γίνεται μεταφυσική — αλλά μεταφυσική, προσέξτε, όχι με την έννοια του μεταφυσικού ρεαλισμού, αλλά με τη νεότερη, υπαρξιστική έννοια της φιλοσοφίας, όπως θα πούμε αμέσως.

Στον Rahner, λοιπόν, γίνεται μεταφυσική γιατί εκφράζει, για εκείνον, το γεγονός ότι η γνώση του όντος λαμβάνει χώρα πάντοτε μέσα στον χώρο και τον χρόνο, εδώ και τώρα, και ότι δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ των διαφόρων στιγμών — των αισθητών δεδομένων, της αφαίρεσης και της κρίσης — όπως ήθελε ακόμη ο πατήρ Maréchal.

Κατά συνέπεια, ο άνθρωπος, σύμφωνα με τον Rahner, δεν μπορεί να αποσπαστεί από τη συνθήκη της ύπαρξης, και αυτό, κατά τη γνώμη του, αποδεικνύεται από αυτήν την θεμελιώδη ενότητα ανάμεσα στα phantasmata και τη νόηση· μια ενότητα που αρνείται ότι η νόηση μπορεί, μέσω αφαίρεσης, να συλλάβει καθολικές και αφηρημένες έννοιες. Αντίθετα, η νόηση βρίσκεται πάντοτε σε ενότητα, εδώ και τώρα, με την αισθητικότητα.

Έτσι προτείνεται μια μεταφυσική δεμένη με τον χρόνο και τον χώρο, δεμένη με την ιστορία, και επομένως — το αναφέρω εδώ συνοπτικά, γιατί θα το αναπτύξω αμέσως παρακάτω — συνδεδεμένη με μια υποκειμενική υπερβατική διάσταση, που τοποθετεί τον άνθρωπο πάντοτε μέσα στον χρόνο, στον χώρο και στην ιστορία.

Αυτή η υπερβατική διάσταση, που δεν ταυτίζεται πλέον με τις κατηγορίες του Kant, ονομάζεται από τον Rahner Vorgriff (προφέρεται forgrif), δηλαδή «προ-αντίληψη» ή «προ-γνώση», μια προληπτική επίγνωση. Όπως είπα, το αναφέρω εδώ μόνον επιγραμματικά, γιατί θα το εξετάσουμε πιο διεξοδικά στη συνέχεια. Επομένως, το Είναι είναι πάντοτε “γνωριζόμενο Είναι ”, πάντοτε ένα Είναι που γνωρίζεται μέσα στην άμεση χρονικότητα της ιστορίας. Το Είναι είναι ό,τι παρουσιάζεται στη συνείδηση μέσα στον χρόνο και τον χώρο της ύπαρξης. Το επαναλαμβάνω, γιατί αυτό είναι ένα θεμελιώδες συμπέρασμα:

Το Είναι είναι ό,τι παρουσιάζεται στη συνείδηση μέσα στον χρόνο και τον χώρο της ύπαρξης.

Και ο άνθρωπος είναι άνοιγμα προς όλο το Είναι, κατανοημένο με αυτήν την έννοια· όχι άνοιγμα προς το Είναι όπως το εννοούσε ο άγιος Θωμάς, δηλαδή προς το «σύμπλεγμα του όντος» (plesso dell’ente), προς το ον με την υπερβατική του σημασία ή προς την «πράξη του Είναι». Όχι· είναι άνοιγμα προς το Είναι κατανοημένο έτσι, δηλαδή στην επαφή με τα όντα της συνείδησης, μέσα στα οποία — λέει ο Rahner — το Είναι καθίσταται διαφανές προς τον εαυτό του, μέσα στη συνείδηση.

Με όσα έχουμε ως τώρα παρατηρήσει, μπορούμε να κατανοήσουμε τη θέση του Rahner σχετικά με τη γνώση του Είναι μέσα στην ιστορία. Γι’ αυτό έχει σημασία η - καταχρηστική βεβαίως — αναθεώρησή του της διδασκαλίας του San Tommaso περί conversio ad phantasmata. Ο σκοπός αυτής της αναθεώρησης ήταν να τοποθετήσει τη γνώση του είναι μέσα στην ιστορία, δηλαδή μέσα στον χρόνο και τον χώρο, δηλαδή μέσα στην ύπαρξη. Η ύπαρξη, όμως, όπως την εννοεί εδώ ο Rahner, δεν είναι πλέον όπως στον San Tommaso, αλλά συρρικνώνεται στον χρόνο.

Σύμφωνα με τον θωμιστικό ρεαλισμό, η ύπαρξη ήταν η παρουσία του Είναι, αλλά αυτή δεν εξαντλούσε το Είναι· όπως, για παράδειγμα, η δική μου ύπαρξη ως ανθρώπου δεν εξαντλείται στο «είμαι εδώ, τώρα». Αντιθέτως, αν υιοθετήσουμε τη χρονική προοπτική του χρόνου και του χώρου, το Είναι μειώνεται στην ύπαρξη, δηλαδή στο «είμαι εδώ, τώρα» — δηλαδή στο Dasein του Heidegger, στο «εκεί-είναι», στο οποίο αναπόφευκτα θα οδηγήσει η ραννεριανή σκέψη.

Είναι ενδιαφέρον ότι στον Kant η λεγόμενη υπερβατική παραγωγή δηλαδή η μείωση του αντικειμένου στο γεγονός του ότι είναι νοούμενο, επομένως η προτεραιότητα της υποκειμενικής νόησης έναντι του αντικειμενικού Είναι, και η μείωση του αντικειμένου στο γεγονός ότι είναι «σκεπτόμενο» όλα αυτά υπήρξαν στατικά, χωρίς σχέση με τον χρόνο, τον χώρο ή την ύπαρξη, όπως ακριβώς συμβαίνει τώρα με τον Rahner.

Στον Kant, οι δώδεκα κατηγορίες a priori, δηλαδή οι δώδεκα λειτουργίες που υπάρχουν εκ των προτέρων μέσα στη διάνοια, δεν προέρχονται από την εμπειρία· δεν μπορούν να συναχθούν από την εμπειρία· αντίθετα, καθιστούν την εμπειρία δυνατή.
Μέσω αυτών, μπορούμε να φτάσουμε σε επιστημονικές γνώσεις των φαινομένων, οι οποίες, ωστόσο, παραμένουν σταθερές, δεν υπόκεινται στην εξέλιξη του χρόνου.


Ο νόμος της παγκόσμιας έλξης του Newton, για παράδειγμα, που κατά τον Kant εξηγείται μέσω της εφαρμογής των κατηγοριών a priori στη γνώση των φαινομένων, παραμένει ο ίδιος· δεν μεταβάλλεται στον χώρο και τον χρόνο. Η καντιανή γνωσιολογία δεν γνωρίζει την έννοια της ιστορίας.

Όλο το σύστημά της ήταν ακόμη δεμένο με τη φύση — αν και πρέπει να το πούμε προσεκτικά, γιατί δεν πρόκειται πλέον για «φύση» με τη θωμιστική έννοια του αγίου Θωμά· ωστόσο, αυτή η σκέψη παρήγαγε γνώσεις σταθερών αντικειμένων, που «συνέβαιναν» μια για πάντα.

Στον Maréchal, αντίθετα, άρχιζε μια διαδικασία, όχι πια η στατικότητα του Kant, και το είναι γινόταν αχώριστα δεμένο με τη σκέψη — ενωμένο με τη σκέψη, σύμφωνα με τη σύγχρονη υπερβατική προοπτική.
Έτσι, το Είναι, δεμένο με τη σκέψη, γινόταν μια συνεχής αυτομεσολάβηση, γιατί η σκέψη δεν μένει ποτέ ακίνητη: η συνείδηση εξελίσσεται, και εφόσον είναι η συνείδηση που συνιστά το Είναι, και το Είναι καθίσταται διαφανές προς εαυτό μέσα στη συνείδηση, το Είναι γίνεται αυτομεσολάβηση μέσα στη σκέψη.


Ποιος είναι, λοιπόν, ο φιλόσοφος της νεωτερικότητας που έκανε την αυτομεσολάβηση της συνείδησης κεντρικό άξονα ολόκληρου του συστήματός του; Ο Hegel, φυσικά. Επομένως μπορούμε να πούμε ότι στον Maréchal υπήρχε ήδη ο Hegel, αλλά μπορούμε επίσης να πούμε ότι στον Rahner υπάρχει πολύς Hegel, αν και περασμένος μέσα από τον υπαρξισμό του Heidegger.

Στη διαδικασία της γνώσης, το είναι καθίσταται παρόν στον εαυτό του, καθώς — όπως λέει ο π. Cornelio Fabro, ερμηνεύοντας τον Rahner — το Είναι συνίσταται στην εμφάνιση κάθε όντος στη συνείδηση. Δηλαδή: το Είναι είναι η φανέρωση κάθε όντος στη συνείδηση. Δεν είναι, λέει ο Rahner, ότι πρώτα υπάρχει το Είναι και κατόπιν καθίσταται παρόν στον εαυτό του, φανερούμενο στη συνείδηση — όχι.
Το Είναι είναι αυτό ακριβώς το καθίστασθαι παρόν στον εαυτό του, αυτή η παρουσίαση στη συνείδηση· αυτό είναι το Είναι.


Το επαναλαμβάνω, γιατί το σημείο είναι κρίσιμο για να αποφύγουμε παρεξηγήσεις:
Δεν είναι ότι το Είναι υπάρχει και έπειτα καθίσταται διαφανές στον εαυτό του, παρουσιαζόμενο στη συνείδηση — όχι. Δηλαδή, το Είναι συνίσταται σε αυτό, σε αυτό ακριβώς μειώνεται. Όπως ήδη παρατηρήσαμε, για τον Maréchal η συνείδηση — αν θυμάστε — έχει μια προθετικότητα, προβάλλει πάνω στα αντικείμενα της γνώσης τη δική της δυναμική ανοιχτότητα προς το Είναι· έτσι ακριβώς το έλεγε ο Maréchal. Αυτό, όμως, απαιτεί να τοποθετηθεί το Είναι μέσα στον χρόνο, και επίσης να τεθεί στην αρχή αυτής της τάσης ένα a priori του άπειρου Είναι
.

Σε αυτό ακριβώς το σημείο τοποθετείται η ραννεριανή εξέλιξη της σκέψης του Maréchal — ως συνέχιση και ριζοσπαστικοποίησή της. Μια εξέλιξη που έπρεπε αναγκαστικά να περάσει μέσα από τον Heidegger. Γιατί; Διότι εκεί, στον Heidegger, έχουμε την ιστορικότητα του Είναι ως χρόνου. Essere e tempo — Είναι και Χρόνος — είναι το μεγάλο έργο του Heidegger.
Αλλά αυτή η σύνδεση, «Είναι–χρόνος», στο τέλος της πραγματείας μεταμορφώνεται σχεδόν σε ρήμα, σε συνδετικό ρήμα· δεν είναι πια μια σχέση, αλλά ταύτιση: Essere è tempo — το Είναι είναι χρόνος, όχι l’essere è nel tempo, δηλαδή «το Είναι βρίσκεται μέσα στον χρόνο». Επομένως, εάν η ανοιχτότητα του Maréchal και του Rahner τείνει να νοήσει το Είναι ως χρόνο, τότε η κατάληξη στον Heidegger είναι αναπόφευκτη.
Γιατί εκεί μπορεί κανείς να μιλήσει για ένα a priori, για μια υπερβατική διάσταση όχι πλέον στατική όπως στον Kant, αλλά δυναμική και ιστορική.


Ας επιστρέψουμε τώρα σε εκείνη τη «παράξενη» λέξη που αναγκάστηκα νωρίτερα να αναφέρω και που τώρα πρέπει να εξηγήσουμε καλύτερα: τη λέξη Vorgriff (ή Forgriff, όπως τη μεταγράφει ο Rahner**). Πρόκειται, θα λέγαμε, για το κεντρικό σημείο της φιλοσοφίας του Rahner. Όπως και στον Maréchal, έτσι και για τον Rahner υπάρχει στον άνθρωπο ένα γνωστικό a priori. Δηλαδή, δεν υπάρχει άμεση και αντικειμενική γνώση ενός Είναι που βρίσκεται «εκτός» και «καθ’ εαυτό» — έξω από τη νόηση· αντίθετα, κάθε γνώση έχει πίσω της ένα γνωστικό a priori, δηλαδή μια ανοιχτότητα προς το Είναι, την οποία ο Rahner ονομάζει Vorgriff, δηλαδή προ-αντίληψη, προ-σύλληψη, ή μπορούμε να πούμε και προσδοκία, προκαταβολική γνώση.

Αυτό εκφράζει τη βασική υποκειμενικότητα του ανθρώπου ως θεμέλιο της αποκάλυψης του Είναι. Δεν υπάρχει «είναι», εάν δεν αποκαλυφθεί στη ανθρώπινη υποκειμενικότητα. Αυτό προϋποθέτει μια υπερβατική και a priori ανοιχτότητα της ανθρώπινης συνείδησης προς το Είναι, προς όλο το Είναι. Αυτό είναι το πλαίσιο.

Η παρουσία μέσα στη συνείδηση αυτής της προ-αντίληψης, αυτού του Vorgriff, είναι η παρουσία ενός ανέκφραστου γνώθι του Είναι. Η συνείδηση δεν θα μπορούσε να στραφεί προθετικά προς το Είναι που παρουσιάζεται εμπρός της, εάν δεν διέθετε ήδη για αυτό το είναι μια μη εκπεφρασμένη, έστω και έμμεση γνώση. Αυτό αποτελεί, λοιπόν, την προϋπόθεση κάθε γνώσης, η οποία αργότερα στρέφεται προς την υπαρκτή πραγματικότητα: προς αυτόν τον λίθο, αυτό το δέντρο, αυτό το ζώο, αυτόν τον άνθρωπο.

Αυτή η ραννεριανή αντίληψη του Vorgriff μοιάζει κάπως με το “Io penso” (εγώ σκέπτομαι) του Kant, δηλαδή με την υπερβατική από-περίληψη (appercezione trascendentale) όπως την ονομάζει ο Kant· μια υποκειμενική–αντικειμενοποιούσα λειτουργία, μια διάσταση a priori παρούσα μέσα στη διάνοια, στο γνωρίζον υποκείμενο· υποκειμενική, αλλά ταυτόχρονα αντικειμενοποιητική, ικανή δηλαδή να παρέχει αντικειμενικότητα στα αντικείμενα.

Ο Kant περιόριζε αυτή τη λειτουργία του Io penso στο πεδίο των φαινομένων, και έτσι η αντιστοιχία σταματούσε εκεί. Ο Rahner, ακολουθώντας τη γραμμή του Heidegger, αποδίδει σε αυτήν τη υποκειμενική λειτουργία μια μεταφυσική δύναμη, δηλαδή τη δύναμη να καθιστά το Είναι διαφανές προς τον εαυτό του.

Έτσι, η Vorgriff, ή αυτή η υπερβατική διάσταση, αυτή η προθετική, υποκειμενική, αντικειμενοποιητική ανοιχτότητα, δεν μπορεί ποτέ να γίνει γνωστικό αντικείμενο, διότι αποτελεί την προϋπόθεση χάρη στην οποία κάθε αντικείμενο μπορεί να γίνει γνωστό. Δεν μπορεί, επομένως, να γίνει ποτέ “θέμα” — κάτι δηλαδή τοποθετημένο εμπρός μας, ώστε να το γνωρίσουμε αντικειμενικά και να το μελετήσουμε.
Πρέπει να παραμείνει πίσω μας, όπως λέει πολύ εύστοχα ο ίδιος ο Rahner με αυτά τα λόγια: Φέρνει το παράδειγμα — το οποίο θα επαναλάβω στο τρίτο μάθημα — από το θεμελιώδες του έργο για την πίστη, με την εικόνα του κοιτάγματος μέσα από την κλειδαρότρυπα. Αυτό που βλέπουμε, λέει, πέρα από την κλειδαρότρυπα, είναι τα επιμέρους πράγματα: εκείνη η καρέκλα, εκείνο το τραπέζι, εκείνο το ποτήρι, εκείνο το μπουκάλι, εκείνος ο πίνακας — αν, για παράδειγμα, κοιτάμε μέσα σε ένα δωμάτιο.

Όμως η δυνατότητα να βλέπουμε όλα αυτά εξαρτάται από εκείνο που βρίσκεται “από την πλευρά μας” της κλειδαρότρυπας, αυτό που μας επιτρέπει να βλέπουμε μέσα από αυτήν και να αντικρίζουμε ό,τι βρίσκεται πέρα.

Είναι φανερό ότι αυτό που βρίσκεται από τη δική μας πλευρά δεν μπορεί ποτέ να γίνει ορατό με τον ίδιο τρόπο που βλέπουμε εκείνο που είναι «από την άλλη πλευρά».
Αυτό που βρίσκεται εδώ, από τη δική μας πλευρά, είναι το υπερβατικό επίπεδο (piano trascendentale), ενώ εκείνο που βρίσκεται εκεί, πέρα, είναι το κατηγορικό επίπεδο (piano categoriale).


Το υπερβατικό επίπεδο δεν μπορεί ποτέ να μετατραπεί σε αντικείμενο του κατηγορικού επιπέδου, διότι είναι αυτό που καθιστά δυνατή τη γνώση μέσα στο κατηγορικό πεδίο·
είναι δηλαδή η υποκειμενική διάσταση που καθιστά δυνατή την αντικειμενική κατάσταση, και επομένως δεν μπορεί ποτέ η ίδια να γίνει αντικειμενική.


Για να κατανοήσουμε ακόμη καλύτερα την Vorgriff του Rahner, μπορούμε να αναφερθούμε σε όσα λέει ο Heidegger στο Essere e Tempo (Είναι και Χρόνος) σχετικά με την προκατανόηση (precomprensione). Στο Είναι και Χρόνος, ο Heidegger λέει ότι η γνώση μας δεν είναι μια γνώση εκείνου που βρίσκεται ουδέτερα απέναντί μας, γιατί στη γνώση μας πάντοτε προβάλλουμε κάτι από τον ίδιο μας τον εαυτό· έτσι, γνωρίζουμε και συν-γνωρίζουμε.[ΠΑΡΕΜΒΑΛΛΕΤΑΙ ΧΡΟΝΟΣ] Ενώ γνωρίζουμε το αντικείμενο, γνωρίζουμε ταυτόχρονα κάτι και για εμάς τους ίδιους, γιατί έχουμε ήδη προβάλλει τη δική μας a priori προθετικότητα, η οποία συνιστά το αντικείμενο· το αντικείμενο δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς αυτήν την προβολή της a priori προθετικότητας, η οποία στην πραγματικότητα είναι η Vorgriff, δηλαδή αυτή η a priori προθετικότητα.[ΠΡΟΘΕΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΑΝ ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ. ΜΙΑ ΠΟΤΑΠΗ ΚΛΟΠΗ ΚΑΙ ΕΚΚΟΣΜΙΚΕΥΣΗ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ Η ΚΑΘΕ ΧΑΙΔΩ ΝΑ ΠΕΙ ΕΓΩ ΕΙΜΙ Ο ΩΝ]

Ο Heidegger, λοιπόν, έλεγε ότι ο άνθρωπος πάντοτε κατανοεί, ο άνθρωπος είναι κατανόηση, γιατί καθώς υπάρχει, προβάλλει συνεχώς την υπαρξιακή του προθετικότητα πάνω στα αντικείμενα, πάνω στο Είναι, πάνω στα όντα του κόσμου, συνιστώντας τα ως «όντα». Όταν γνωρίζουμε, έλεγε ο Heidegger, δεν γνωρίζουμε κάτι εξωτερικό, γιατί κάθε γνώση μας, ακόμη και η πιο απλή διαίσθηση, προϋποθέτει μια ερμηνεία — δηλαδή προϋποθέτει μια πρόβλεψη. Προϋποθέτει ακόμη και μια προ-γνώση. Δεν γνωρίζουμε τίποτε «καθαρά» ή «ουδέτερα»· είμαστε κατανόηση, και επομένως ερμηνεία, επομένως πρόβλεψη, επομένως προ-γνώση.[ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ. ΕΝΟΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΣΩΜΑΤΟΣ. ΠΡΟΒΟΛΗ ΤΩΝ ΑΡΧΕΤΥΠΩΝ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΝΑ ΑΦΟΜΟΙΩΘΟΥΝ ΑΠΟ ΤΟ ΕΓΩ, ΘΕΣΕΙ ΨΥΧΗΣ]

Δεν υπάρχουν άμεσα δεδομένα· κάθε αντικείμενο λαμβάνεται από τον ερμηνευτή που προβάλλει επάνω του τη δική του ερμηνευτική προθετικότητα. Έτσι, κανένα δεδομένο δεν είναι ποτέ απλώς «δεδομένο», αλλά είναι ήδη ένα κατασκεύασμα. Κάθε δεδομένο, στην πραγματικότητα, είναι και κάτι που έχει ήδη τεθεί από το υποκείμενο. Οπότε, το νόημα των πραγμάτων δεν βρίσκεται στα πράγματα, αλλά στον άνθρωπο.

Δεν υπάρχει κατανόηση του κόσμου που να μην περιλαμβάνει και την κατανόηση της ολότητας της ύπαρξης. Και υπό το φως αυτής της κατανόησης της ολότητας της ύπαρξης, ο άνθρωπος κατανοεί και αυτό το συγκεκριμένο πράγμα και εκείνο το άλλο συγκεκριμένο πράγμα. Αλλά η κατανόηση της ολότητας της ύπαρξης δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς εκείνη την υποκειμενική προ-γνώση, χωρίς εκείνη την a priori προθετικότητα, που καθορίζει, επιτρέπει, θεμελιώνει και συνιστά την υπερβατική ανοιχτότητα του ανθρώπου προς τα πράγματα και τον κόσμο.

Αυτό που λέει ο Heidegger μας βοηθά πάρα πολύ να εξηγήσουμε την Vorgriff του Rahner. Οι δύο έννοιες δεν ταυτίζονται, για λόγους που θα αναφερθούν στην επόμενη διάλεξη· όμως, όσα γράφει ο Heidegger στο Είναι και Χρόνος για την προκατανόηση μπορούν να θεωρηθούν θεμέλιο ολόκληρης της σύγχρονης ερμηνευτικής, και γι’ αυτό υπήρξαν εξαιρετικά επιδραστικά. Το ίδιο, άλλωστε, ισχύει και στον Rahner. Αυτή η υπερβατική διάσταση του Vorgriff, όπως ήδη είπαμε — αλλά αξίζει να το επαναλάβουμε — δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο γνώσης, δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο, δεν είναι πράγμα καθ’ εαυτό, γιατί είναι αυτό που καθιστά δυνατή την κρίση περί του είναι.

Έτσι, για τον Rahner, η προθετικότητα του υποκειμένου δεν κατευθύνεται προς ένα αντικείμενο διαφορετικό από αυτήν, αλλά είναι η ίδια η αναφορά[ΤΟ ΟΜΟΟΥΣΙΟ]. Όπως γράφει ο πατήρ Cornelio Fabro, παραθέτω: «Αυτός ο Vorgriff είναι η αναφορά». Δηλαδή, η αναφορά της γνώσης είναι έμφυτη στο υποκείμενο, με την ισχυρή έννοια.
Συνίσταται στην ύπαρξη του γνωρίζοντος με τον εαυτό του· κι αυτή η «ύπαρξη με τον εαυτό» είναι το είναι του όντος.


Δηλαδή, ο άνθρωπος είναι πάντοτε ένα “Είναι με τον εαυτό” (Sein-bei-sich), για να χρησιμοποιήσουμε τους χαϊντεγκεριανούς όρους, επειδή είναι υποκείμενο, και ως τέτοιο είναι ανοιχτός προς το Είναι εν γένει, χάρη σε αυτή την προληπτική προθετικότητα, την Vorgriff. Έτσι, αυτό το «Είναι με τον εαυτό» είναι το Είναι του όντος, γιατί το Είναι ταυτίζεται με τη σκέψη και με τη συνείδηση. Το Είναι, επομένως, είναι η ύπαρξη του ανθρώπου, το Dasein, όπως θα έλεγε ο Heidegger.

Έτσι το κατανοεί ο Rahner, και είναι προφανές ότι αυτή η σκέψη του συνδέεται στενά με τη σκέψη του Heidegger, για τον οποίο το είναι είναι η ύπαρξη μέσα στον χρόνο, το είναι είναι ως χρόνος. Και η υπερβατική διάσταση που καθιστά αυτό δυνατό, η Vorgriff, πρέπει να γίνει κατανοητή ως η απεριόριστη ανοιχτότητα προς το Είναι, δηλαδή προς την αυτο-παρουσία του μέσα στον χρόνο, μέσα στον οποίο ο άνθρωπος είναι, όπως έλεγε ο Heidegger, “ερριμενότητα” (Geworfenheit). Όπως έγραφε ο πατήρ Cornelio Fabro, παραθέτω:

«Το Είναι, από την πλευρά του υπαρξισμού, νοείται ως η δυνατότητα προ-παρουσίασης για κάθε παρόν. Το Είναι είναι το παρόν. Το Είναι είναι αυτό που βρίσκεται εδώ και τώρα.
Το Είναι είναι η ύπαρξη». Εδώ, λοιπόν, φτάνουμε σε ένα σημείο θεμελιώδους σημασίας:
τη σχέση μεταξύ του “trascendente” και του “trascendentale”.


Τι συμβαίνει στον Rahner σχετικά με αυτές τις δύο έννοιες — το υπερβατικό και το υπερβατολογικό; Ο Rahner τις ταυτίζει, γιατί είναι υποχρεωμένος να το κάνει, έχοντας υιοθετήσει το σύγχρονο υπερβατολογικό πλαίσιο. Όμως γνωρίζουμε ότι το trascendente και το trascendentale είναι ασύμβατα. Αν μιλάμε, βέβαια, για το trascendentale moderno, το νεωτερικό υπερβατολογικό. (Αν πρόκειται για το υπερβατολογικό του αγίου Θωμά, τότε όχι, γιατί εκεί το trascendente προϋποθέτει ότι το Είναι υπερβαίνει τη σκέψη· ότι δηλαδή δεν είναι η σκέψη που συνιστά το Είναι, αλλά το γνωρίζει ως κάτι άλλο από τον εαυτό της.)

Αυτή είναι η πρώτη μορφή υπέρβασης (trascendenza). Από αυτήν απορρέουν όλες οι άλλες μορφές υπέρβασης, όπως, για παράδειγμα, εκείνη μεταξύ Θεού και κόσμου. Αντίθετα, το trascendentale, με τη σύγχρονη έννοια, δηλώνει — όπως έχουμε πει πολλές φορές — εκείνη τη διανοητική–υποκειμενική διάσταση a priori, η οποία αντικειμενοποιεί.

Τώρα, εάν υιοθετήσουμε αυτή τη υποκειμενική, apriorica, trascendentale διάσταση, είναι φανερό ότι δεν υπάρχει πλέον υπέρβαση· διότι το είναι θα συνιστάται από αυτήν και δεν θα υπάρχει καθαυτό, ως κάτι άλλο από τη σκέψη.
Άρα, όσο περισσότερο επεκτείνεται το trascendentale, τόσο περισσότερο εμποδίζεται η trascendenza. Στον Kant, για παράδειγμα, το trascendentale σταματούσε στο επίπεδο του φαινομενικού. Καθεαυτό, η ύπαρξη ενός κόσμου «πραγμάτων καθ’ εαυτά», του noumeno, μπορούσε ακόμη να γίνει δεκτή. Γιατί; Διότι η υπερβατολογική γνώση περιοριζόταν στα φαινόμενα· δεν μπορούσε να πάει πέρα από αυτά. Επομένως, ήταν δυνατό να σκεφτούμε ότι το είναι καθ’ εαυτό υπάρχει. Για παράδειγμα, μέσω των trascendentali (υπερβατολογικών) κατηγοριών, μπορούσαν να θεμελιωθούν οι νόμοι της φύσης, οι οποίοι, βεβαίως, τίθενται από το υποκείμενο. Ωστόσο, μπορούσε ακόμη να θεωρηθεί ότι υπάρχει μια φύση καθ’ εαυτή; Ναι, μπορούσε ακόμη να θεωρηθεί.

Συνεπώς, στον Kant, η εμβέλεια του trascendentale σταματούσε σε ένα συγκεκριμένο σημείο. Αλλά, με την εξέλιξη της σκέψης στον Hegel και κατόπιν στον Heidegger, αυτό το όριο ξεπεράστηκε. Σήμερα, με τον Heidegger και τον Rahner, έχουμε την πλήρη υιοθέτηση ενός μοντέρνου trascendentale, ωθημένου στα άκρα, σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην παραδέχεται πλέον καμία μορφή trascendenza (υπερβατικότητας).

Η προοπτική του Rahner είναι μια φιλοσοφία της εμμένειας (filosofia dell’immanenza). Θα το δούμε στην επόμενη διάλεξη: ο Θεός δεν συναντάται σε μια άλλη, μεταφυσική διάσταση, σε ένα “πέραν”. Δεν υπάρχει άλλος κόσμος. Ο Θεός συναντάται μόνο μέσα στην ιστορία, γιατί το Είναι είναι χρόνος. Και ο χρόνος καθίσταται δυνατός μέσω αυτής της υπερβατολογικής ανοιχτότητας του υποκειμένου, όπως έχουμε ήδη πει πολλές φορές — και δεν το επαναλαμβάνω για να μην κουράσω. Σε αυτό το σημείο, είναι χρήσιμο να θυμηθούμε και τη διάκριση του Heidegger ανάμεσα στο οντικό (ontico) και το οντολογικό (ontologico).

Μόλις είδαμε τη διάκριση ανάμεσα στο trascendente και στο trascendentale·
ας επανέλθουμε τώρα σε αυτήν μεταξύ ontico και ontologico. Ontico, σύμφωνα με τη ορολογία του Heidegger— η οποία περνά και στον Rahner — σημαίνει κατηγορικό, και αναφέρεται στη γνώση των πεπερασμένων όντων: της πέτρας, του λουλουδιού, του ζώου, του ανθρώπου, του σπιτιού, της θάλασσας, της σταγόνας του νερού, του ήλιου. Οντικό σημαίνει «κατηγορικό» και αφορά τα όντα που θεωρούμε ότι γνωρίζουμε με τα ουσιώδη και πραγματικά τους δεδομένα — δηλαδή τα πράγματα, τα πεπερασμένα, ατομικά όντα.

Οντολογικό, αντιθέτως, είναι η προ-κατηγορική διάσταση, γιατί προηγείται των κατηγοριών· είναι a priori, trascendentale, δηλαδή η διάσταση των δομών που υπάρχουν μέσα στο γνωρίζον υποκείμενο, όπως στην περίπτωση του Vorgriff του Rahner. Για τον Rahner, πέρα από το ότι είναι προ-κατηγορική, δηλαδή προϋπόθεση της εμπειρίας, αυτή η οντολογική διάσταση είναι επίσης και υπερ-κατηγορική, δηλαδή trascendente. Αλλά προσοχή: με τον όρο trascendente, ο Rahner δεν εννοεί πλέον μια άλλη, μεταφυσική διάσταση, όπως, για παράδειγμα, εκείνη του απείρου σε σχέση με το πεπερασμένο· εννοεί κάτι υπαρξιακό, μέσα στον χρόνο και στον χώρο, δηλαδή κάτι που υπερβαίνει τα αντικείμενα της κατηγορικής γνώσης, όχι όμως για να τα αντικαταστήσει με κάτι «άλλο» μεταφυσικό, αλλά για να τα υπερβεί μέσα στην ίδια τη ροή του χρόνου. Το «πέραν» εδώ δεν είναι μεταφυσικό, αλλά σημαίνει την τάση της συνείδησης προς όλο το Είναι, χάρη στην οποία υπερβαίνει κάθε μεμονωμένο Είναι που βιώνει μέσα στον χρόνο.

Η συνείδηση υπερβαίνει αυτό που βιώνει σε τούτη τη στιγμή, για να θέσει κάτι άλλο σε μια επόμενη χρονική στιγμή. Αυτή είναι η υπέρβαση, κατά τον Rahner — μια υπέρβαση που δεν οδηγεί σε ένα διαφορετικό μεταφυσικό επίπεδο, αλλά παραμένει μέσα στον χρόνο και μέσα στην ιστορία. Έτσι, για τον Rahner, το trascendente και το trascendentale είναι το ίδιο πράγμα. Τόσο πολύ, ώστε — όπως θα πούμε στην τρίτη διάλεξη —
ακριβώς μέσα στην υπερβατολογική διάσταση του Vorgriff, δηλαδή μέσα σε αυτήν την ανοιχτότητα προς το είναι, ο ίδιος θα τοποθετήσει τον Θεό. Δεν θα τον τοποθετήσει στο άπειρο υπερβατικό (trascendente), ούτε θα τον θεωρήσει ως το “Είναι καθαυτό” που θεμελιώνει τον εαυτό του.

Πρόκειται, φυσικά, για μια καταχρηστική μεταφορά, διότι το trascendentale τοποθετεί το Είναι μέσα στη σκέψη, και επομένως το καθιστά εμμενές. Έχουμε, λοιπόν, εδώ την παράδοξη περίπτωση ενός υπερβατολογικού που είναι εμμενές — εμμενές στη σκέψη και εμμενές στην ιστορία. Οι δύο αυτές λέξεις, φυσικά, συγκρούονται, εφόσον διατηρήσουμε την αυθεντικά θωμιστική σημασία των όρων. Συμπίπτουν — εφόσον υιοθετηθεί η σύγχρονη σημασία των όρων. Η νέα υπέρβαση που προτείνει ο Rahner, δηλαδή αυτή η ανοιχτότητα της συνείδησης προς όλο το Είναι, μέσω της οποίας η συνείδηση υπερβαίνει τις κατηγορικές γνώσεις κάθε στιγμής, αντικαθιστώντας τες με άλλες, αυτή η νέα υπέρβαση είναι εμμένεια (immanenza) εσωτερική στη συνείδηση.

Το υπερβατολογικό (trascendentale) του Rahner είναι το σύγχρονο trascendentale,
νοούμενο ως ανοιχτότητα του ανθρώπου προς το άπειρο Είναι· ως Είναι-μέσα-στον-κόσμο, ως Είναι-μέσα-στον-χρόνο, ως Είναι-εν-καταστάσει, ως Είναι-εδώ και εκεί (essere qui e là). Αφού, λοιπόν, το ανθρώπινο είναι νοηθεί ως το Είναι “εδώ και εκεί”,
ο άνθρωπος μπορεί να υπερβεί το “εδώ”, προβάλλοντας τη συνείδησή του προς ένα νέο “εδώ”, και να αντικαταστήσει το “εκεί” με ένα νέο “εκεί”. Αυτή είναι η υπέρβαση με την έννοια του υπαρξισμού του Rahner, όπως την εξηγήσαμε. Η υπέρβαση είναι η κατάσταση του ανθρώπου που, όπως λέει ο Rahner, συνεχώς ερωτά, θέτει ερωτήματα, σχεδιάζει, δηλαδή διαθέτει μια υπαρξιακή, υπερβατολογική, υποκειμενική, εμμενή ώθηση, η οποία παραμένει πάντοτε μέσα στον εαυτό της και στο επίπεδο της ιστορίας,
μια ώθηση να θέτει υπό αμφισβήτηση και να υπερβαίνει το υπάρχον, το “εδώ και τώρα”, για να προβληθεί προς ένα νέο υπάρχον.


Το trascendente, δηλαδή το «υπερβατικό», δεν έχει πλέον τη μεταφυσική σημασία του να αναφέρεται στο ipsum esse subsistens — το «καθ’ εαυτό ον» ή «αυτό-υπάρχον Είναι» —
του οποίου η ύπαρξη μπορεί να αποδειχθεί a posteriori. Αντίθετα, το trascendente γίνεται πλέον μια πρόταση, ένα postulato της συνείδησής μας.


Βρισκόμαστε ήδη μέσα στην ιστορία, μέσα στην ύπαρξή μας, μέσα στον χρόνο·
βρισκόμαστε ήδη μέσα στην υπέρβαση, ήδη μέσα σε έναν ορίζοντα υπερβατικό. Βλέπουμε μόνο τα πράγματα του κόσμου, ασκούμε μια κατηγορική γνώση, όπως όταν κοιτάμε πέρα από την κλειδαρότρυπα· όμως αυτή η κατηγορική γνώση, αυτό το «κοίταγμα πέρα από την κλειδαρότρυπα», είναι δυνατό μόνο χάρη στην υπερβατολογική διάσταση. Αυτή η υπερβατολογική διάσταση δεν μιλά ποτέ άμεσα· δεν μας λέει πράγματα στο αυτί, δεν μας δείχνει μορφές μπροστά στα μάτια, δεν μας μιλά ποτέ απευθείας. Αυτό είναι πολύ σημαντικό — όπως θα δούμε — για την αντίληψη του Rahner σχετικά με τη θεία αποκάλυψη.


Αυτή η υπερβατολογική διάσταση μιλά μόνο έμμεσα, μέσω των εμπειρικών, κατηγορικών, πεπερασμένων γνώσεων που αποκτούμε μέσα στην ύπαρξη. Αν μας μιλούσε άμεσα, θα μετατρεπόταν σε πράγμα. Γι’ αυτό ο Rahner λέει ότι είναι ανώνυμη·
δεν είναι κάποιος, δεν είναι κάτι, δεν έχει πρόσωπο, δεν μας μιλά άμεσα, είναι ανώνυμη. Θυμηθείτε, σας παρακαλώ, αυτόν τον όρο, γιατί — όπως θα εξηγήσουμε στην τρίτη διάλεξη — αποτελεί τη βάση της γνωστής έννοιας του Rahner περί “ανώνυμων χριστιανών” (cristiani anonimi). Διότι, όπως θα δούμε, αν ο Θεός δεν είναι υπερβατικός με την παραδοσιακή έννοια, αλλά είναι υπερβατικός με την υπερβατολογική έννοια, τότε και ο Θεός δεν θα μας μιλήσει ποτέ άμεσα, αλλά πάντοτε έμμεσα, μέσα από ιστορικά γεγονότα και ιστορικές εμπειρίες. Και, αφού όλοι οι άνθρωποι βρίσκονται ήδη μέσα στην υπέρβαση, εάν ο Θεός είναι αυτό, τότε όλοι οι άνθρωποι είναι επίσης “ανώνυμοι χριστιανοί”. Κλείνω αυτή τη σύντομη παρένθεση που θα αναπτύξουμε περισσότερο στο επόμενο μάθημα.


Εμείς βρισκόμαστε μέσα στην εμμένεια· η υπέρβαση είναι η υπερβατολογική διάσταση στην οποία ποτέ δεν μπορούμε να έχουμε άμεση πρόσβαση, γιατί ποτέ δεν μπορούμε να κοιτάξουμε “πίσω από τον εαυτό μας”· γίνεται ορατή μόνο έμμεσα, μέσα στην εμμένεια.

Αν ήταν δυνατό να γνωρίσουμε κάτι για τον Θεό με κατηγορικό τρόπο, τότε ο Θεός θα μετατρεπόταν σε πράγμα ανάμεσα σε άλλα πράγματα, λέει ο Rahner. Αυτό σημαίνει ότι, αν προσπαθήσουμε να “παγιώσουμε” ό,τι ο Θεός μάς λέει — για παράδειγμα, στις Δέκα Εντολές — και να το θεωρήσουμε ως άμεση επικοινωνία του Θεού, τότε θα μετατρέπαμε τον Θεό τον ίδιο σε πράγμα. Επομένως, οι Δέκα Εντολές δεν πρέπει να θεωρούνται ως άμεσο μήνυμα του Θεού, ως πληροφόρηση που προέρχεται από τον υπερβατικό κόσμο (με τη μεταφυσική έννοια) και εισέρχεται μέσα στην ιστορία για να μας δώσει κάτι που δεν ανήκει στην ιστορία· αλλά πρέπει να θεωρηθούν ως ιστορικά βιώματα.

Όλα αυτά απορρέουν από την εγκατάλειψη του υπερβατολογικού με τη θωμιστική–ρεαλιστική έννοια. Εκείνο το υπερβατολογικό περιελάμβανε τις τρεις γνωστές αρχές της συμμετοχής, της αιτιότητας και της αναλογίας, οι οποίες επέτρεπαν να αναχθούμε από τα πράγματα στον Θεό. Οδεύουμε, λοιπόν, προς το συμπέρασμα.

Αυτή του Rahner είναι μια ανθρωπολογική στροφή στη φιλοσοφία, που βρίσκεται στη βάση και της ανθρωπολογικής στροφής στη θεολογία.

Η λέξη “trascendenza”, νοούμενη τώρα με τη νέα έννοια, σημαίνει trascendentalità:
ο Θεός αυτο-επικοινωνείται μέσα στην ύπαρξη του ανθρώπου, και επομένως η αφετηρία δεν είναι πλέον ο Θεός, αλλά ο άνθρωπος. Το μόνο μέρος όπου ο Θεός Είναι, είναι μαζί μας· ο μόνος τρόπος πρόσβασης στη θεία υπέρβαση είναι μέσω της εμμένειας της ανθρώπινης ζωής. Είναι μια πολύ ισχυρή στροφή, κατά τη γνώμη μου τραγική για τη καθολική θεολογία και για την κατανόηση της καθολικής πίστης, και, πιστεύω, δύσκολο να θεμελιωθεί φιλοσοφικά.
Θα έλεγα μάλλον ότι πρέπει να θεωρηθεί ως μια “ανάληψη καθήκοντος”, σε μεγάλο βαθμό αδικαιολόγητη. Αυτή η «ανάληψη καθήκοντος» συνίσταται, κατά τη γνώμη μου, στο εξής: Αφού πρέπει να πω κάτι που να έχει νόημα για τον άνθρωπο του σήμερα, τότε πρέπει να ξεκινήσω από τη σημερινή κατάσταση
και να ξαναδιαβάσω τη φιλοσοφία και τη θεολογία ξεκινώντας από αυτήν.

Η σημερινή κατάσταση είναι η κατάσταση μιας ολοκληρωμένης νεωτερικότητας. Άρα, δεν μπορώ να την αμφισβητήσω ούτε να την κρίνω, αλλά πρέπει να την αποδεχθώ και να την υιοθετήσω, και πάνω σε αυτή τη βάση να αναθεωρήσω τη φιλοσοφία και τη θεολογία. Δηλαδή, η νεωτερικότητα γίνεται προκατανόηση κάθε φιλοσοφικής αλήθειας. Και αυτό φαίνεται να επιβεβαιώνεται από όσα έγραφε ο πατήρ Cornelio Fabro σχετικά με τον Rahner, στο περίφημο βιβλίο του — αν θυμάμαι καλά του 1974 — La svolta antropologica di Karl Rahner, εκδόσεις Del Verbo Incarnato – Edizioni IVI, Segni, 1974.

Ο Fabro έλεγε — και έτσι ολοκληρώνω το μάθημα — ότι το έργο που ο Rahner θέτει ως σκοπό του είναι ακριβώς αυτό που σήμερα ονομάζεται aggiornamento (εκσυγχρονισμός), δηλαδή η ερμηνεία και κατανόηση μιας σκέψης επτά αιώνων παλαιότερης — αναφέρεται φυσικά στην επανερμηνεία που δίνει ο Rahner στον San Tommaso — αποκλειστικά υπό το φως της σύγχρονης σκέψης. Σύμφωνα με τον Rahner, δεν υπάρχει άλλος λόγος να ασχοληθούμε με τον San Tommaso, παρά για τα ζητήματα που κινούν τη δική μας φιλοσοφία και τη φιλοσοφία της εποχής μας. Να λοιπόν: η σχέση μεταξύ αληθινής φιλοσοφίας, χριστιανικής φιλοσοφίας και σύγχρονης φιλοσοφίας παραμένει ακόμη ανοικτή. Πολλοί σύγχρονοι θεολόγοι, φιλόσοφοι και καθολικοί στοχαστές, έχουν επιλέξει αυτόν τον δρόμο: όχι να ερμηνεύσουν τη νεωτερικότητα με βάση την Παράδοση, αλλά να υιοθετήσουν τη νεωτερικότητα προκειμένου να επανερμηνεύσουν την Παράδοση — είτε πρόκειται για φιλοσοφική, είτε για θεολογική Παράδοση.

Λοιπόν, σας ευχαριστώ, αγαπητοί φίλοι, τελειώνω εδώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: