Τα όσα ακολουθούν δεν είναι παρά ορισμένα σκαριφήματα σχετικά με την φιλοσοφία της πράξης, που αφορμή παίρνουν από το πολύ ωραίο βιβλίο του Παύλου Σούρλα που διάβασα τελευταία: «Εξατομίκευση και γενίκευση στη φιλοσοφία της πράξης» (Παν/κες Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2021).
Για την πράξη έχουν πει πολύ ενδιαφέροντα πράγματα σπουδαίοι φιλόσοφοι του παρελθόντος, όπως ο Αριστοτέλης, ο Hume, ο Καντ κλπ. Θα ξεκινήσουμε τη συζήτηση από τις διδασκαλίες του Hume. Ο σκώτος φιλόσοφος θεωρείται κατά πολλούς ο πατέρας της κυρίαρχης σήμερα περί πράξεως αντίληψης περί ανθρωπίνης πράξεως, και μια ολόκληρη οικογένεια θεωριών περί την πράξη τον αναγνωρίζει ως εμπνευστή της. «Οι θεωρίες αυτές κινούνται γύρω από δύο βασικές παραδοχές: πρώτον, ότι η απόφαση προς τέλεση ορισμένης πράξης είναι το αποτέλεσμα της συνδρομής επιθυμιών και παραστάσεων του δρώντος∙ και δεύτερον, ότι μεταξύ των δύο, για την τέλεση της πράξης βαρύνουν αποφασιστικά και είναι απολύτως αναγκαίες οι επιθυμίες. Αυτές βέβαια, όντας οι ίδιες άλογες, χρειάζονται την επικουρική συνδρομή παραστάσεων στηριζόμενων στον ορθό λόγο, ο οποίος ωστόσο περιορίζεται απλώς στην καταγραφή της πραγματικότητας και κατ’ επέκταση στην υπόδειξη των καταλληλότερων μέσων προς ικανοποίηση των επιθυμιών, έχει δηλαδή χαρακτήρα υποβοηθητικό» (ό.π. σ. 71). Τι σημαίνει πράττω; Δεν θα μπλεχτούμε εδώ με τις περίπλοκες προσπάθειες ορισμού της πράξης από τους φιλοσόφους, θα πούμε όμως ότι για να έχουμε πράξη σύμφωνα μ’ αυτούς τους ορισμούς πρέπει να έχουν επισυμβεί ορισμένες ψυχονοητικές ενέργειες στον εγκέφαλο του δράστη και ότι είναι αναγκαίες κάποιες σωματικές κινήσεις, που επιφέρουν αλλαγές στο περιβάλλον του. Όταν αποφασίζω να παραδώσω στην αστυνομία το πορτοφόλι που βρήκα στον δρόμο, τότε μέσα μου βαραίνουν αρχές και αξίες και επιθυμίες για την δικαιοσύνη, ενώ ταυτόχρονα επιφέρω αλλαγές στον γύρω μου κόσμο, καθώς σκύβω, μαζεύω το πορτοφόλι, κινούμαι μέχρι την αστυνομία και παραδίδω το πορτοφόλι.
Δεν είναι όμως τα πράγματα πάντα έτσι. Καταρχήν πρόκειται για μια πράξη ή περισσότερες; Μπορούμε να περιγράψουμε την τελευταία πράξη ως «παράδοση ενός ευρεθέντος πορτοφολιού στην αστυνομία», αλλά να μιλήσουμε και για περισσότερες πράξεις: εύρεση του πορτοφολιού, σκύψιμο για την παραλαβή του, περπάτημα μέχρι το αστυνομικό τμήμα, παράδοση του πορτοφολιού. Πρόκειται λοιπόν για μια ή για περισσότερες πράξεις;
Ας ξεκινήσουμε από την εύρεση του πορτοφολιού. Αυτή άραγε θα μπορούσε να περιγράφει ως πράξη; Το βρήκα τυχαία, δεν είχα σχεδιάσει τίποτε στο μυαλό μου, δεν υπήρξαν ψυχονοητικά συμβάντα που να προηγήθηκαν της διαδικασίας αυτής. Ένα πρώτο γεγονός λοιπόν είναι το «εμπλέκεσθαι-εν-τω-κόσμω», το ότι είμαι μέρος ενός περιβάλλοντος, ενός κόσμου που με περιτριγυρίζει, και κάνω αλλά και μου συμβαίνουν πράγματα. Μια πρώτη διαφορά είναι λοιπόν ανάμεσα σε αυτά που εγώ ο ίδιος κάνω, οι πράξεις, και αυτά που μου συμβαίνουν. Η διαφορά ανάμεσα στις δύο αυτές θεωρήσεις είναι δυσδιάκριτη. Κάνει κρύο και βάζω το παλτό μου, αυτό είναι μια πράξη, τι γίνεται όμως με την περίπτωση όπου θέλω να δώσω χρήματα στον ζητιάνο, ψάχνω μες στην τσέπη μου και δεν βρίσκω να έχω καθόλου χρήματα, οπότε φεύγω χωρίς να δώσω τίποτα; Πρόκειται για μια πράξη ή όχι;
Βλέπουμε ότι υπάρχουν πράξεις οι οποίες είναι ολοκληρωμένες, όπως κάνει κρύο, βγάζω από την ντουλάπα το παλτό μου και το φορώ, και κατόπιν βγαίνω έξω, και άλλες που μένουν ανολοκλήρωτες. Αλλά και οι ολοκληρωμένες πράξεις δεν είναι χωρίς προβλήματα. Αποφασίζω να βγω έξω για να αγοράσω τσιγάρα από το περίπτερο, οπότε επειδή σκάφτομαι ότι κάνει κρύο, βάζω και φορώ το παλτό μου από την ντουλάπα. Η «ολοκληρωμένη» αυτή πράξη φαίνεται ν’ αποτελεί πια το μέρος μιας μεγαλύτερης, συνθετότερης πράξης, και όχι κάτι το αυτόνομο. Και τίθεται το ερώτημα: τελικά είναι όλες οι «πράξεις» μέρη μιας μεγαλύτερης, που βαρύνει στη ζωή μου; Ας υποθέσουμε επίσης ότι παραδίδω το πορτοφόλι που βρήκα στην αστυνομία. Βρίσκομαι στον δρόμο και μόλις έχω αποφασίσει να ζω πολύ λιτά στη ζωή μου, χωρίς καθόλου χρήματα, επιβιώνοντας σαν ένα είδος «κλοσάρ». Βρίσκω το πορτοφόλι, δεν με αφορούν πια τα χρήματα, οπότε με πλήρη αδιαφορία, τρέχω και το παραδίδω στην αστυνομία. Πρόκειται για ολοκληρωμένη πράξη ή για μέρος πάλι μιας μεγαλύτερης πράξης; Και η ίδια η απόφασή μου να ζω σαν κλοσάρ μέσα στην πόλη αποτελεί άραγε πράξη; Δεν έκανα, όπως θα απαιτούσε ο Χιουμ, κάποιες αλλαγές και μεταβολές στον κόσμο, ό,τι συνέβη συνέβη απλώς στο μυαλό μου, ήταν μια «απόφαση». Τι συμβαίνει ωστόσο με τις αποφάσεις; Είναι πράξεις; Η απόφαση είναι μια ψυχρονοητική ενέργεια που συμβαίνει στον εγκέφαλο μου, ξέρουμε όμως ότι οι αποφάσεις συχνά είναι για να παραβιάζονται. Άπειρες φορές έχω πάρει την «απόφαση» να κόψω το κάπνισμα, και άλλες τόσες το ξαναρχίζω. Επρόκειτο για αληθινές «αποφάσεις»; Εγώ ήμουν ειλικρινής στην απόφασή μου, μπορεί μάλιστα να ενθουσιάστηκα κιόλας από την δύναμη της απόφασης που ένιωθα ότι έχω, και ιδού, λίγο μετά, βρίσκομαι με το τσιγάρο στο χέρι. Τι είναι λοιπόν οι αποφάσεις;
Ας πάρουμε και ένα άλλο παράδειγμα. Πέφτει το παιδί μου στην θάλασσα και κινδυνεύει να πνιγεί. Πέφτω αμέσως, δίχως απολύτως καμία σκέψη, αντανακλαστικά μέσα στο νερό και το σώζω. Ήταν μια πράξη χωρίς καμία ψυχονοητικη διεργασία, ένα «ανακλαστικό»; Ή μήπως συμβαίνει κάτι άλλο; Και τέλος μεταβαίνω με ένα τρένο από Αθήνα στην Θες/κη. Πρόκειται για μια πράξη γιατί αγόρασα το εισιτήριο, έφτασα στην κατάλληλη ώρα στον σταθμό, εισήρθα στο τρένο, έδειξα το απαιτούμενο εισιτήριο για έλεγχο και κάθισα κάπου. Στην πορεία όμως μπορεί να αποφάσισα να κοιμηθώ λίγο, κατόπιν να φάω ένα σάντουιτς, πιο μετά να μετακινηθώ προς το διπλανό βαγόνι, κάποια στιγμή πρόσεξα ιδιαιτέρως το όμορφο τοπίο, πιο μετά κουβέντιασα με κάποιον κλπ. Τι γίνεται με όλες αυτές τις «πράξεις»; Υπάρχουν πράξεις που γίνονται μέσα σε άλλες πράξεις; Και αν αφαιρέσω όλες αυτές τις ενδιάμεσες πράξεις, τι άραγε θα μείνει από την πράξη «μετάβαση σε άλλη πόλη με το τρένο;».
Ας υποθέσουμε τώρα ότι βρίσκομαι πάλι μέσα στο τρένο και κάνω την γνωστή διαδρομή. Δεν θέλω να μιλήσω με κανέναν γιατί αισθάνομαι στενοχωρημένος, κάποιος όμως προσπαθεί να μου πιάσει συζήτηση, εγώ δεν ξέρω τι να κάνω, αν θα πρέπει να τον προσβάλω διακόπτοντας τη συζήτηση ή να συνεχίσω να του απαντώ, περνά έτσι αρκετή ώρα μέσα στην αναποφασιστικότητα αυτή, στο μεταξύ αποφασίζω να σκεφτώ μόνος μου κάποια πράγματα, αλλά πάλι διστάζω να διακόψω τη συζήτηση, και η κουβέντα τελειώνει όταν ο συνεπιβάτης μου αποκοιμήθηκε για λίγο. Είναι και η αναποφασιστικότητα μέρος μιας πράξης; Πράγματι, κουβέντιασα με τον συνεπιβάτη μου, ήταν όμως αυτό πραγματική πράξη;
Από ορθόδοξη άποψη, ολόκληρη η ζωή μου είναι μια πράξη. Με οτιδήποτε κάνω ή παραλείπω να κάνω, δημιουργώ τον εαυτό μου. Μπορεί να είμαι δραστήριος και ενεργητικός, και να προσπαθώ στη ζωή μου να έχω μια αληθινή, γνήσια σχέση με τον Θεό, οπότε και αγωνίζομαι όσο μπορώ περισσότερο, μπορεί όμως να αδιαφορώ για κάτι τέτοιο, και να ζω όπως εγώ θέλω τη ζωή μου, δίχως να δίνω λογαριασμό σε κανέναν. Για πολλά χρόνια μπορεί επίσης να αφιερώνω, έστω και άθεος, τη ζωή μου στην προσφορά στον συνάνθρωπο, να βοηθώ τους αστέγους, τα θύματα των ναρκωτικών κλπ, και κάποια στιγμή, στα τέλη της ζωής μου να πιστέψω ξαφνικά στον Θεό, και όλο μου αυτό το έργο να θεωρηθεί μέρος της θρησκευτικότητάς μου.
Η θρησκευτικότητά μου τώρα αυτή μπορεί να έχει διάφορες μορφές. Μπορεί να αρκούμαι στην τέλεση απλώς των λεγόμενων «θρησκευτικών καθηκόντων» μου ή να ζω για τον Θεό και με τον Θεό, ακόμη χρησιμοποιώντας και την ίδια μου την αναπνοή. Άλλωστε, σημασία δεν έχει πώς θα ζήσει κανείς από χριστιανική άποψη, αλλά πώς θα πεθάνει. Μπορεί να κάνω απειράριθμα έργα αγάπης και τη στιγμή του θανάτου μου να κυριευτώ από υπερηφάνεια, οπότε δεν σώζομαι, ενώ ο συσταυρωθείς με τον Χριστό ληστής σώθηκε με ένα «ήμαρτον».
Από χριστιανική άποψη η ανθρώπινη ζωή είναι ένα «είναι-προς-θάνατον», μια προετοιμασία για την στιγμή του θανάτου. Τότε ο άνθρωπος δέχεται σφοδρές επιθέσεις από τον εχθρό, που προσπαθεί να του εμβάλει λογισμούς ολιγοπιστίας, βλασφημίας, υπερηφάνειας, φθόνου κλπ, και ο άνθρωπος θα πρέπει να τους αποκρούσει. Ο θάνατος είναι πράξη; Φαίνεται τελικά, ότι μολονότι δεν τον συγκαταριθμούμε μέσα στις πράξεις, είναι η σπουδαιότερη πράξη της ζωής μας. Αυτό το διαισθάνθηκε ο φιλόσοφος Χάιντεγκερ, που μίλησε για την ανθρώπινη ζωή ως ένα «είναι-προς-θανατον».
*******************
Στην χριστιανική θεολογία δίνουμε πολύ βάρος στα λεγόμενα «πάθη», σωματικά αλλά και ψυχικά. Ας υποθέσουμε ότι είμαι λαίμαργος και ότι βρίσκομαι μπροστά σε ένα γλυκό, το οποίο και καταβροχθίζω. Επρόκειτο στ’ αλήθεια για μια πράξη, εφόσον εκείνη τη στιγμή με εξουσίασε το πάθος; Ας υποθέσουμε επίσης ότι είμαι υπερήφανος. Φτάνει αυτό για να μεταβάλει ολόκληρη τη ζωή μου. Θα προσπαθώ να επιδειχτώ, να επιδείξω τα ταλέντα μου, να συγκεντρώσω την προσοχή όλων, να μαζέψω χρήματα, να ζω μια ζωή μέσα στη χλιδή κλπ. Δεν βρίσκονται όλα τα πάθη στην ίδια μοίρα.
Πιο δύσκολα από τα σωματικά είναι στην πραγματικότητα τα ψυχικά πάθη, η οίηση και η υπερηφάνεια. Η θεολογία λέγει πως όποιος είναι ταπεινός, φροντίζει ο Θεός και απαλλάσσεται από όλα τα πάθη, ενώ ο υπερήφανος ζει όλη του τη ζωή βουτηγμένος μέσα στα πάθη, εξαιτίας της υπερηφάνειας του. Το παν είναι η «ταπείνωση», αλλά η ταπείνωση είναι «πράξη»; Σε ένα πολύ ωραίο χωρίο της Κλίμακας του Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτη ο συγγραφέας μας λέγει ότι δεν υπάρχει ορισμός για την ταπείνωση. Το να υπομένεις τις προσβολές είναι π.χ. αποτέλεσμα της ταπείνωσης, και όχι ο ορισμός της. Το να θεωρείς τον εαυτό σου χειρότερο από όλους, είναι επίσης αποτέλεσμα και όχι ορισμός της ταπείνωσης κλπ. Δεν θα μπορούσαμε λοιπόν να μιλήσουμε για «πράξη», αλλά για μια υπαρξιακή στάση, που παίρνει ο άνθρωπος ενώπιον του Θεού και των συνάνθρωπων του, η οποία και επηρεάζει την όλη ζωή του.
Φαίνεται λοιπόν ότι πάνω από τις πράξεις μας στέκονται αυτές οι «υπαρξιακές» στάσεις, οι οποίες και είναι μυστήριο το πώς γεννιώνται και πώς επαυξάνουν. Μολονότι η χριστιανική ζωή είναι μια προετοιμασία για τον θάνατον, η πατερική γραμματεία δίνει πολύ μεγάλη σημασία στα πάθη. Συναφές ως προς αυτά, είναι το ζήτημα της ελευθερίας. Συχνά υποδουλωνόμαστε στα πάθη και πράττουμε σύμφωνα με αυτά. Όπως είπαμε, η λαιμαργία μας οδηγεί στο να καταβροχθίζουμε τα γλυκά, η φιληδονία προς την πορνεία, η κατάκριση στο να επικρίνουμε τους άλλους, ο θυμός στο να έχουμε συχνά ξεσπάσματα οργής, η ραθυμία στο να παραλείπουμε την προσευχή μας, ενώ η ρίζα όλων αυτών, η φιλαυτία μας στρέφει σε κάθε είδους κακό. Την αγάπη προς τον εαυτό μας και τις ανέσεις του και την καταφρόνηση της «στενής και τεθλιμμένης» οδού. Ο άνθρωπος , λένε οι Πατέρες , πρέπει να πολεμά τα πάθη του. Η χριστιανική ζωή αρχίζει κάπως αποφατικά, όπως περιγράφει τα πράγματα η «Κλίμαξ» του αγίου Ιωάννη, με την «ξενιτεία», με ένα είδος δηλαδή αναχώρησης από όλα τα επίγεια πράγματα και της απομάκρυνσης από αυτά. Η «Κλίμαξ» είναι ένα βιβλίο που απευθύνεται στους μοναχούς, στην πραγματικότητα όμως έχει αξία για κάθε χριστιανό. «Ξενιτεία» είναι όχι απλώς ο τριγύρω μου κόσμος, αλλά το λεγόμενο «κοσμικό» φρόνημα, το να ζω καλοβαλμένος εδώ, αισθανόμενος άνετα με το περιβάλλον μου και τις συνήθεις δραστηριότητες και συζητήσεις. Εχθρός του ανθρώπου δεν είναι απλά η αμαρτία, αλλά, όπως λέγει ο π. Συμεών Κραγιόπουλος, «ο παλαιός άνθρωπος», το κοσμικό φρόνημα. Και είναι δύσκολο κανείς να απαλλαγεί από το κοσμικό φρόνημα.
Διαβάζουμε στα ασκητικά βιβλία ότι υπήρξαν μεγάλοι ασκητές, που σκληραγώγησαν απίστευτα το σώμα τους και αγωνίστηκαν υπέρμετρα, που δεν έγινε όμως δεκτή η θυσία τους από τον Θεό, ενώ άλλοι, που ίσως σκληραγωγήθηκαν λιγότερο, έδωσαν θυσία στον Θεό που έγινε δεκτή όπως αυτή του Αβελ. Γιατί συνέβη αυτό; Πρόκειται, όπως λέγει ο Άγιος Σωφρόνιος του Έσσεξ, για το μυστήριο της ανθρώπινης ελευθερίας. Κάποιος μετανοεί αληθινά, κάποιος άλλος όμως, παρά τους κλαυθμούς και ίσως και τα συνεχή δάκρυα, δεν μετανοεί πραγματικά. Τι είναι η ανθρώπινη ελευθερία; «Πράξη»; Όχι. Προϋπόθεση της πράξης.
**********************
Ο Hume δεν παραδεχόταν την πραγματικότητα της ανθρώπινης ελευθερίας. Υποστήριζε ένα ντετερμινιστικό κόσμο, στον οποίο ο άνθρωπος είναι οργανικό μέλος. Οι επιθυμίες του του υπαγορεύουν τι να πράξει, ενώ με το νου του ξεχωρίζει τον τρόπο που πρέπει να κινηθεί για να πετύχει το ποθούμενο. Απόγονοι του Hume είναι οι λεγόμενες «αιτιώδεις θεωρίες» για την πράξη, κατά τις οποίες διάφορες νευρονοητικές κινήσεις στον εγκέφαλο γεννούν την πρόθεση για πράξη και την συναφή επιτέλεσή της. Κατ’ αυτές, πράττουμε μηχανιστικά, όπως και τα ζώα: οι διάφορες δραστηριότητες του εγκέφαλου μας επιβάλλουν και την τελική πράξη.
Πρόκειται για μια γνωσιολογία που δεν λαμβάνει καθόλου υπόψη της την πραγματικότητα της ελευθερίας, την ύπαρξη των παθών, και ότι σύνολη η ανθρώπινη ζωή είναι μια πράξη ενός «είναι-προς-τον-θανατον». Και τι είναι η επιθυμία; Λέμε ότι έχω «επιθυμία» να φάω ένα γλυκό, αλλά τι είναι άραγε η επιθυμία μου εκείνη που ονομάζεται «αγάπη» για τον άλλον άνθρωπο; Τι είναι η αγάπη; Αν υπάρχει πραγματικά αγάπη, που δεν καθορίζεται από ντετερμινιστικά αιτία και είναι μια πραγματικά αγνή και ανιδιοτελής στροφή προς τον άλλον, τότε το σύστημα του φιλοσόφου Hume καταρρέει. Και αν υπάρχει πραγματική ανθρώπινη ελευθερία, τότε μπορούμε να μιλάμε και για πραγματικό άνθρωπο.
Η ανθρώπινη ζωή είναι ένα πέλαγος. Κάποιος τσιγκούνης, κακός άνθρωπος συγκινείται ξαφνικά από το θέαμα ενός ζητιάνου και του προσφέρει ένα γενναίο ποσό για να συντηρηθεί. Τέτοιου είδους ξαφνικές συγκινήσεις, σκιρτήματα, φτερουγίσματα του νου είναι στην πραγματικότητα εμπνεύσεις του Αγίου Πνεύματος, που μπορεί να επισκέπτεται και τον πλέον κακό άνθρωπο- γιατί, πριν τον θάνατον, είναι δυνατή και η επίσκεψη του αγίου Πνεύματος. Αυτό έχει εμφυτεύσει μέσα μας το «πνεύμα», ένα σύνολο καλών επιθυμιών και ιερών σκιρτημάτων, γνωστών σε όλη τη γη, σε κάθε άνθρωπο, Αυτό έχει εμβάλει μέσα μας και την «συνείδηση», η οποία, όταν δεν είναι πωρωμένη, μας μιλά για το αγαθό και το κακό. Η ανθρώπινη ζωή είναι ένα μυστήριο.
Το λάθος των φιλοσόφων της «πράξης» είναι ότι αγνοούν όλη αυτή την πραγματικότητα, που περιέγραψε η πατερική γραμματεία. Μιλούν για ανθρώπινη πράξη όταν έχουμε κατ’ αυτούς να κάνουμε με μερικές νευρονοητικές κινήσεις του εγκεφάλου και την εκτέλεση κάποιων κινήσεων του σώματος, που μεταβάλλουν το γύρω περιβάλλον. Αλλά δεν χρειάζεται κανείς να πράξει έτσι για να αμαρτήσει. Κάποιος, χωρίς να κινηθεί καθόλου, κάνει έναν υπερήφανο λογισμό και τον αποδέχεται. Έχει πράξει στην πραγματικότητα, έστω κι αν ακόμη δεν επήλθε καμία μεταβολή στην γύρω πραγματικότητα. Η ζωή μας είναι ένα συνεχές, όπου πράττουμε και γινόμαστε αντικείμενα της πράξης διαρκώς, όπου ενεργούμε και ενεργούμαστε. Μέσα σε αυτό το συνεχές είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς για να «ολοκληρωμένη» ανθρώπινη πράξη.
Ολοκληρωμένη ανθρώπινη πράξη υπήρξε στην πραγματικότητα το χριστιανικό μαρτύριο. Μέσα στους αγίους μάρτυρες υπήρχε η μεγάλη χάρη, που τους έκανε να βαδίζουν την οδό του μαρτυρίου με αμέτρητη χαρά και να βρεθούν μαζί με τον Χριστό το γρηγορότερο. Η πράξη του μαρτυρίου τους μπορεί να θεωρηθεί ενιαία και ολοκληρωμένη. Συνελήφθηκαν, όπως ο Άγιος Ιγνάτιος Αντιοχείας, και χάρηκαν γι’ αυτό, αντιτάχθηκαν σε κάθε προσπάθεια απελευθέρωσής τους, ανυπομονούσαν να φτάσουν στο Κολοσσαίο και εκεί προκάλεσαν οι ίδιοι τα άγρια θηρία να τους επιτεθούν και να τους «αλέσουν» με τα δόντια τους. Πρόκειται για πραγματική, αν και άμετρα αξιοθαύμαστη, ανθρώπινη πράξη, που μάλιστα ξεπερνά και το επίπεδο του «ανθρώπινου».
Η ανθρώπινη ζωή είναι ένα μυστήριο. Είναι κάτι το ολοκληρωμένο, με τις πτώσεις της και τις αναβάσεις, όπου κάθε επιμέρους «πράξη» λαμβάνει νόημα και διενεργείται εντός αυτού του όλου. Το όλον αυτό πραγματώνεται ως μια προσπάθεια για την απόκτηση της ταπείνωσης και της μετανοίας, η οποία έρχεται στον άνθρωπο μυστηριακά- γιατί μυστήριο είναι και η ανθρώπινη ελευθερία. Μόνο υπό το φως του όλου μπορούν να φωτιστούν και τα μέρη. Όλη αυτή τη χριστιανική θεώρηση είναι κρίμα που δεν τη λαμβάνει υπόψη της και η σύγχρονη φιλοσοφία της «πράξης».
Στην εικαστική πλαισίωση της σελίδας, μικρογραφία από το “Μηνολόγιο Βασιλείου του Β΄” (περί το 1.000 μ.Χ.).
Για την πράξη έχουν πει πολύ ενδιαφέροντα πράγματα σπουδαίοι φιλόσοφοι του παρελθόντος, όπως ο Αριστοτέλης, ο Hume, ο Καντ κλπ. Θα ξεκινήσουμε τη συζήτηση από τις διδασκαλίες του Hume. Ο σκώτος φιλόσοφος θεωρείται κατά πολλούς ο πατέρας της κυρίαρχης σήμερα περί πράξεως αντίληψης περί ανθρωπίνης πράξεως, και μια ολόκληρη οικογένεια θεωριών περί την πράξη τον αναγνωρίζει ως εμπνευστή της. «Οι θεωρίες αυτές κινούνται γύρω από δύο βασικές παραδοχές: πρώτον, ότι η απόφαση προς τέλεση ορισμένης πράξης είναι το αποτέλεσμα της συνδρομής επιθυμιών και παραστάσεων του δρώντος∙ και δεύτερον, ότι μεταξύ των δύο, για την τέλεση της πράξης βαρύνουν αποφασιστικά και είναι απολύτως αναγκαίες οι επιθυμίες. Αυτές βέβαια, όντας οι ίδιες άλογες, χρειάζονται την επικουρική συνδρομή παραστάσεων στηριζόμενων στον ορθό λόγο, ο οποίος ωστόσο περιορίζεται απλώς στην καταγραφή της πραγματικότητας και κατ’ επέκταση στην υπόδειξη των καταλληλότερων μέσων προς ικανοποίηση των επιθυμιών, έχει δηλαδή χαρακτήρα υποβοηθητικό» (ό.π. σ. 71). Τι σημαίνει πράττω; Δεν θα μπλεχτούμε εδώ με τις περίπλοκες προσπάθειες ορισμού της πράξης από τους φιλοσόφους, θα πούμε όμως ότι για να έχουμε πράξη σύμφωνα μ’ αυτούς τους ορισμούς πρέπει να έχουν επισυμβεί ορισμένες ψυχονοητικές ενέργειες στον εγκέφαλο του δράστη και ότι είναι αναγκαίες κάποιες σωματικές κινήσεις, που επιφέρουν αλλαγές στο περιβάλλον του. Όταν αποφασίζω να παραδώσω στην αστυνομία το πορτοφόλι που βρήκα στον δρόμο, τότε μέσα μου βαραίνουν αρχές και αξίες και επιθυμίες για την δικαιοσύνη, ενώ ταυτόχρονα επιφέρω αλλαγές στον γύρω μου κόσμο, καθώς σκύβω, μαζεύω το πορτοφόλι, κινούμαι μέχρι την αστυνομία και παραδίδω το πορτοφόλι.
Δεν είναι όμως τα πράγματα πάντα έτσι. Καταρχήν πρόκειται για μια πράξη ή περισσότερες; Μπορούμε να περιγράψουμε την τελευταία πράξη ως «παράδοση ενός ευρεθέντος πορτοφολιού στην αστυνομία», αλλά να μιλήσουμε και για περισσότερες πράξεις: εύρεση του πορτοφολιού, σκύψιμο για την παραλαβή του, περπάτημα μέχρι το αστυνομικό τμήμα, παράδοση του πορτοφολιού. Πρόκειται λοιπόν για μια ή για περισσότερες πράξεις;
Ας ξεκινήσουμε από την εύρεση του πορτοφολιού. Αυτή άραγε θα μπορούσε να περιγράφει ως πράξη; Το βρήκα τυχαία, δεν είχα σχεδιάσει τίποτε στο μυαλό μου, δεν υπήρξαν ψυχονοητικά συμβάντα που να προηγήθηκαν της διαδικασίας αυτής. Ένα πρώτο γεγονός λοιπόν είναι το «εμπλέκεσθαι-εν-τω-κόσμω», το ότι είμαι μέρος ενός περιβάλλοντος, ενός κόσμου που με περιτριγυρίζει, και κάνω αλλά και μου συμβαίνουν πράγματα. Μια πρώτη διαφορά είναι λοιπόν ανάμεσα σε αυτά που εγώ ο ίδιος κάνω, οι πράξεις, και αυτά που μου συμβαίνουν. Η διαφορά ανάμεσα στις δύο αυτές θεωρήσεις είναι δυσδιάκριτη. Κάνει κρύο και βάζω το παλτό μου, αυτό είναι μια πράξη, τι γίνεται όμως με την περίπτωση όπου θέλω να δώσω χρήματα στον ζητιάνο, ψάχνω μες στην τσέπη μου και δεν βρίσκω να έχω καθόλου χρήματα, οπότε φεύγω χωρίς να δώσω τίποτα; Πρόκειται για μια πράξη ή όχι;
Βλέπουμε ότι υπάρχουν πράξεις οι οποίες είναι ολοκληρωμένες, όπως κάνει κρύο, βγάζω από την ντουλάπα το παλτό μου και το φορώ, και κατόπιν βγαίνω έξω, και άλλες που μένουν ανολοκλήρωτες. Αλλά και οι ολοκληρωμένες πράξεις δεν είναι χωρίς προβλήματα. Αποφασίζω να βγω έξω για να αγοράσω τσιγάρα από το περίπτερο, οπότε επειδή σκάφτομαι ότι κάνει κρύο, βάζω και φορώ το παλτό μου από την ντουλάπα. Η «ολοκληρωμένη» αυτή πράξη φαίνεται ν’ αποτελεί πια το μέρος μιας μεγαλύτερης, συνθετότερης πράξης, και όχι κάτι το αυτόνομο. Και τίθεται το ερώτημα: τελικά είναι όλες οι «πράξεις» μέρη μιας μεγαλύτερης, που βαρύνει στη ζωή μου; Ας υποθέσουμε επίσης ότι παραδίδω το πορτοφόλι που βρήκα στην αστυνομία. Βρίσκομαι στον δρόμο και μόλις έχω αποφασίσει να ζω πολύ λιτά στη ζωή μου, χωρίς καθόλου χρήματα, επιβιώνοντας σαν ένα είδος «κλοσάρ». Βρίσκω το πορτοφόλι, δεν με αφορούν πια τα χρήματα, οπότε με πλήρη αδιαφορία, τρέχω και το παραδίδω στην αστυνομία. Πρόκειται για ολοκληρωμένη πράξη ή για μέρος πάλι μιας μεγαλύτερης πράξης; Και η ίδια η απόφασή μου να ζω σαν κλοσάρ μέσα στην πόλη αποτελεί άραγε πράξη; Δεν έκανα, όπως θα απαιτούσε ο Χιουμ, κάποιες αλλαγές και μεταβολές στον κόσμο, ό,τι συνέβη συνέβη απλώς στο μυαλό μου, ήταν μια «απόφαση». Τι συμβαίνει ωστόσο με τις αποφάσεις; Είναι πράξεις; Η απόφαση είναι μια ψυχρονοητική ενέργεια που συμβαίνει στον εγκέφαλο μου, ξέρουμε όμως ότι οι αποφάσεις συχνά είναι για να παραβιάζονται. Άπειρες φορές έχω πάρει την «απόφαση» να κόψω το κάπνισμα, και άλλες τόσες το ξαναρχίζω. Επρόκειτο για αληθινές «αποφάσεις»; Εγώ ήμουν ειλικρινής στην απόφασή μου, μπορεί μάλιστα να ενθουσιάστηκα κιόλας από την δύναμη της απόφασης που ένιωθα ότι έχω, και ιδού, λίγο μετά, βρίσκομαι με το τσιγάρο στο χέρι. Τι είναι λοιπόν οι αποφάσεις;
Ας πάρουμε και ένα άλλο παράδειγμα. Πέφτει το παιδί μου στην θάλασσα και κινδυνεύει να πνιγεί. Πέφτω αμέσως, δίχως απολύτως καμία σκέψη, αντανακλαστικά μέσα στο νερό και το σώζω. Ήταν μια πράξη χωρίς καμία ψυχονοητικη διεργασία, ένα «ανακλαστικό»; Ή μήπως συμβαίνει κάτι άλλο; Και τέλος μεταβαίνω με ένα τρένο από Αθήνα στην Θες/κη. Πρόκειται για μια πράξη γιατί αγόρασα το εισιτήριο, έφτασα στην κατάλληλη ώρα στον σταθμό, εισήρθα στο τρένο, έδειξα το απαιτούμενο εισιτήριο για έλεγχο και κάθισα κάπου. Στην πορεία όμως μπορεί να αποφάσισα να κοιμηθώ λίγο, κατόπιν να φάω ένα σάντουιτς, πιο μετά να μετακινηθώ προς το διπλανό βαγόνι, κάποια στιγμή πρόσεξα ιδιαιτέρως το όμορφο τοπίο, πιο μετά κουβέντιασα με κάποιον κλπ. Τι γίνεται με όλες αυτές τις «πράξεις»; Υπάρχουν πράξεις που γίνονται μέσα σε άλλες πράξεις; Και αν αφαιρέσω όλες αυτές τις ενδιάμεσες πράξεις, τι άραγε θα μείνει από την πράξη «μετάβαση σε άλλη πόλη με το τρένο;».
Ας υποθέσουμε τώρα ότι βρίσκομαι πάλι μέσα στο τρένο και κάνω την γνωστή διαδρομή. Δεν θέλω να μιλήσω με κανέναν γιατί αισθάνομαι στενοχωρημένος, κάποιος όμως προσπαθεί να μου πιάσει συζήτηση, εγώ δεν ξέρω τι να κάνω, αν θα πρέπει να τον προσβάλω διακόπτοντας τη συζήτηση ή να συνεχίσω να του απαντώ, περνά έτσι αρκετή ώρα μέσα στην αναποφασιστικότητα αυτή, στο μεταξύ αποφασίζω να σκεφτώ μόνος μου κάποια πράγματα, αλλά πάλι διστάζω να διακόψω τη συζήτηση, και η κουβέντα τελειώνει όταν ο συνεπιβάτης μου αποκοιμήθηκε για λίγο. Είναι και η αναποφασιστικότητα μέρος μιας πράξης; Πράγματι, κουβέντιασα με τον συνεπιβάτη μου, ήταν όμως αυτό πραγματική πράξη;
Από ορθόδοξη άποψη, ολόκληρη η ζωή μου είναι μια πράξη. Με οτιδήποτε κάνω ή παραλείπω να κάνω, δημιουργώ τον εαυτό μου. Μπορεί να είμαι δραστήριος και ενεργητικός, και να προσπαθώ στη ζωή μου να έχω μια αληθινή, γνήσια σχέση με τον Θεό, οπότε και αγωνίζομαι όσο μπορώ περισσότερο, μπορεί όμως να αδιαφορώ για κάτι τέτοιο, και να ζω όπως εγώ θέλω τη ζωή μου, δίχως να δίνω λογαριασμό σε κανέναν. Για πολλά χρόνια μπορεί επίσης να αφιερώνω, έστω και άθεος, τη ζωή μου στην προσφορά στον συνάνθρωπο, να βοηθώ τους αστέγους, τα θύματα των ναρκωτικών κλπ, και κάποια στιγμή, στα τέλη της ζωής μου να πιστέψω ξαφνικά στον Θεό, και όλο μου αυτό το έργο να θεωρηθεί μέρος της θρησκευτικότητάς μου.
Η θρησκευτικότητά μου τώρα αυτή μπορεί να έχει διάφορες μορφές. Μπορεί να αρκούμαι στην τέλεση απλώς των λεγόμενων «θρησκευτικών καθηκόντων» μου ή να ζω για τον Θεό και με τον Θεό, ακόμη χρησιμοποιώντας και την ίδια μου την αναπνοή. Άλλωστε, σημασία δεν έχει πώς θα ζήσει κανείς από χριστιανική άποψη, αλλά πώς θα πεθάνει. Μπορεί να κάνω απειράριθμα έργα αγάπης και τη στιγμή του θανάτου μου να κυριευτώ από υπερηφάνεια, οπότε δεν σώζομαι, ενώ ο συσταυρωθείς με τον Χριστό ληστής σώθηκε με ένα «ήμαρτον».
Από χριστιανική άποψη η ανθρώπινη ζωή είναι ένα «είναι-προς-θάνατον», μια προετοιμασία για την στιγμή του θανάτου. Τότε ο άνθρωπος δέχεται σφοδρές επιθέσεις από τον εχθρό, που προσπαθεί να του εμβάλει λογισμούς ολιγοπιστίας, βλασφημίας, υπερηφάνειας, φθόνου κλπ, και ο άνθρωπος θα πρέπει να τους αποκρούσει. Ο θάνατος είναι πράξη; Φαίνεται τελικά, ότι μολονότι δεν τον συγκαταριθμούμε μέσα στις πράξεις, είναι η σπουδαιότερη πράξη της ζωής μας. Αυτό το διαισθάνθηκε ο φιλόσοφος Χάιντεγκερ, που μίλησε για την ανθρώπινη ζωή ως ένα «είναι-προς-θανατον».
*******************
Στην χριστιανική θεολογία δίνουμε πολύ βάρος στα λεγόμενα «πάθη», σωματικά αλλά και ψυχικά. Ας υποθέσουμε ότι είμαι λαίμαργος και ότι βρίσκομαι μπροστά σε ένα γλυκό, το οποίο και καταβροχθίζω. Επρόκειτο στ’ αλήθεια για μια πράξη, εφόσον εκείνη τη στιγμή με εξουσίασε το πάθος; Ας υποθέσουμε επίσης ότι είμαι υπερήφανος. Φτάνει αυτό για να μεταβάλει ολόκληρη τη ζωή μου. Θα προσπαθώ να επιδειχτώ, να επιδείξω τα ταλέντα μου, να συγκεντρώσω την προσοχή όλων, να μαζέψω χρήματα, να ζω μια ζωή μέσα στη χλιδή κλπ. Δεν βρίσκονται όλα τα πάθη στην ίδια μοίρα.
Πιο δύσκολα από τα σωματικά είναι στην πραγματικότητα τα ψυχικά πάθη, η οίηση και η υπερηφάνεια. Η θεολογία λέγει πως όποιος είναι ταπεινός, φροντίζει ο Θεός και απαλλάσσεται από όλα τα πάθη, ενώ ο υπερήφανος ζει όλη του τη ζωή βουτηγμένος μέσα στα πάθη, εξαιτίας της υπερηφάνειας του. Το παν είναι η «ταπείνωση», αλλά η ταπείνωση είναι «πράξη»; Σε ένα πολύ ωραίο χωρίο της Κλίμακας του Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτη ο συγγραφέας μας λέγει ότι δεν υπάρχει ορισμός για την ταπείνωση. Το να υπομένεις τις προσβολές είναι π.χ. αποτέλεσμα της ταπείνωσης, και όχι ο ορισμός της. Το να θεωρείς τον εαυτό σου χειρότερο από όλους, είναι επίσης αποτέλεσμα και όχι ορισμός της ταπείνωσης κλπ. Δεν θα μπορούσαμε λοιπόν να μιλήσουμε για «πράξη», αλλά για μια υπαρξιακή στάση, που παίρνει ο άνθρωπος ενώπιον του Θεού και των συνάνθρωπων του, η οποία και επηρεάζει την όλη ζωή του.
Φαίνεται λοιπόν ότι πάνω από τις πράξεις μας στέκονται αυτές οι «υπαρξιακές» στάσεις, οι οποίες και είναι μυστήριο το πώς γεννιώνται και πώς επαυξάνουν. Μολονότι η χριστιανική ζωή είναι μια προετοιμασία για τον θάνατον, η πατερική γραμματεία δίνει πολύ μεγάλη σημασία στα πάθη. Συναφές ως προς αυτά, είναι το ζήτημα της ελευθερίας. Συχνά υποδουλωνόμαστε στα πάθη και πράττουμε σύμφωνα με αυτά. Όπως είπαμε, η λαιμαργία μας οδηγεί στο να καταβροχθίζουμε τα γλυκά, η φιληδονία προς την πορνεία, η κατάκριση στο να επικρίνουμε τους άλλους, ο θυμός στο να έχουμε συχνά ξεσπάσματα οργής, η ραθυμία στο να παραλείπουμε την προσευχή μας, ενώ η ρίζα όλων αυτών, η φιλαυτία μας στρέφει σε κάθε είδους κακό. Την αγάπη προς τον εαυτό μας και τις ανέσεις του και την καταφρόνηση της «στενής και τεθλιμμένης» οδού. Ο άνθρωπος , λένε οι Πατέρες , πρέπει να πολεμά τα πάθη του. Η χριστιανική ζωή αρχίζει κάπως αποφατικά, όπως περιγράφει τα πράγματα η «Κλίμαξ» του αγίου Ιωάννη, με την «ξενιτεία», με ένα είδος δηλαδή αναχώρησης από όλα τα επίγεια πράγματα και της απομάκρυνσης από αυτά. Η «Κλίμαξ» είναι ένα βιβλίο που απευθύνεται στους μοναχούς, στην πραγματικότητα όμως έχει αξία για κάθε χριστιανό. «Ξενιτεία» είναι όχι απλώς ο τριγύρω μου κόσμος, αλλά το λεγόμενο «κοσμικό» φρόνημα, το να ζω καλοβαλμένος εδώ, αισθανόμενος άνετα με το περιβάλλον μου και τις συνήθεις δραστηριότητες και συζητήσεις. Εχθρός του ανθρώπου δεν είναι απλά η αμαρτία, αλλά, όπως λέγει ο π. Συμεών Κραγιόπουλος, «ο παλαιός άνθρωπος», το κοσμικό φρόνημα. Και είναι δύσκολο κανείς να απαλλαγεί από το κοσμικό φρόνημα.
Διαβάζουμε στα ασκητικά βιβλία ότι υπήρξαν μεγάλοι ασκητές, που σκληραγώγησαν απίστευτα το σώμα τους και αγωνίστηκαν υπέρμετρα, που δεν έγινε όμως δεκτή η θυσία τους από τον Θεό, ενώ άλλοι, που ίσως σκληραγωγήθηκαν λιγότερο, έδωσαν θυσία στον Θεό που έγινε δεκτή όπως αυτή του Αβελ. Γιατί συνέβη αυτό; Πρόκειται, όπως λέγει ο Άγιος Σωφρόνιος του Έσσεξ, για το μυστήριο της ανθρώπινης ελευθερίας. Κάποιος μετανοεί αληθινά, κάποιος άλλος όμως, παρά τους κλαυθμούς και ίσως και τα συνεχή δάκρυα, δεν μετανοεί πραγματικά. Τι είναι η ανθρώπινη ελευθερία; «Πράξη»; Όχι. Προϋπόθεση της πράξης.
**********************
Ο Hume δεν παραδεχόταν την πραγματικότητα της ανθρώπινης ελευθερίας. Υποστήριζε ένα ντετερμινιστικό κόσμο, στον οποίο ο άνθρωπος είναι οργανικό μέλος. Οι επιθυμίες του του υπαγορεύουν τι να πράξει, ενώ με το νου του ξεχωρίζει τον τρόπο που πρέπει να κινηθεί για να πετύχει το ποθούμενο. Απόγονοι του Hume είναι οι λεγόμενες «αιτιώδεις θεωρίες» για την πράξη, κατά τις οποίες διάφορες νευρονοητικές κινήσεις στον εγκέφαλο γεννούν την πρόθεση για πράξη και την συναφή επιτέλεσή της. Κατ’ αυτές, πράττουμε μηχανιστικά, όπως και τα ζώα: οι διάφορες δραστηριότητες του εγκέφαλου μας επιβάλλουν και την τελική πράξη.
Πρόκειται για μια γνωσιολογία που δεν λαμβάνει καθόλου υπόψη της την πραγματικότητα της ελευθερίας, την ύπαρξη των παθών, και ότι σύνολη η ανθρώπινη ζωή είναι μια πράξη ενός «είναι-προς-τον-θανατον». Και τι είναι η επιθυμία; Λέμε ότι έχω «επιθυμία» να φάω ένα γλυκό, αλλά τι είναι άραγε η επιθυμία μου εκείνη που ονομάζεται «αγάπη» για τον άλλον άνθρωπο; Τι είναι η αγάπη; Αν υπάρχει πραγματικά αγάπη, που δεν καθορίζεται από ντετερμινιστικά αιτία και είναι μια πραγματικά αγνή και ανιδιοτελής στροφή προς τον άλλον, τότε το σύστημα του φιλοσόφου Hume καταρρέει. Και αν υπάρχει πραγματική ανθρώπινη ελευθερία, τότε μπορούμε να μιλάμε και για πραγματικό άνθρωπο.
Η ανθρώπινη ζωή είναι ένα πέλαγος. Κάποιος τσιγκούνης, κακός άνθρωπος συγκινείται ξαφνικά από το θέαμα ενός ζητιάνου και του προσφέρει ένα γενναίο ποσό για να συντηρηθεί. Τέτοιου είδους ξαφνικές συγκινήσεις, σκιρτήματα, φτερουγίσματα του νου είναι στην πραγματικότητα εμπνεύσεις του Αγίου Πνεύματος, που μπορεί να επισκέπτεται και τον πλέον κακό άνθρωπο- γιατί, πριν τον θάνατον, είναι δυνατή και η επίσκεψη του αγίου Πνεύματος. Αυτό έχει εμφυτεύσει μέσα μας το «πνεύμα», ένα σύνολο καλών επιθυμιών και ιερών σκιρτημάτων, γνωστών σε όλη τη γη, σε κάθε άνθρωπο, Αυτό έχει εμβάλει μέσα μας και την «συνείδηση», η οποία, όταν δεν είναι πωρωμένη, μας μιλά για το αγαθό και το κακό. Η ανθρώπινη ζωή είναι ένα μυστήριο.
Το λάθος των φιλοσόφων της «πράξης» είναι ότι αγνοούν όλη αυτή την πραγματικότητα, που περιέγραψε η πατερική γραμματεία. Μιλούν για ανθρώπινη πράξη όταν έχουμε κατ’ αυτούς να κάνουμε με μερικές νευρονοητικές κινήσεις του εγκεφάλου και την εκτέλεση κάποιων κινήσεων του σώματος, που μεταβάλλουν το γύρω περιβάλλον. Αλλά δεν χρειάζεται κανείς να πράξει έτσι για να αμαρτήσει. Κάποιος, χωρίς να κινηθεί καθόλου, κάνει έναν υπερήφανο λογισμό και τον αποδέχεται. Έχει πράξει στην πραγματικότητα, έστω κι αν ακόμη δεν επήλθε καμία μεταβολή στην γύρω πραγματικότητα. Η ζωή μας είναι ένα συνεχές, όπου πράττουμε και γινόμαστε αντικείμενα της πράξης διαρκώς, όπου ενεργούμε και ενεργούμαστε. Μέσα σε αυτό το συνεχές είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς για να «ολοκληρωμένη» ανθρώπινη πράξη.
Ολοκληρωμένη ανθρώπινη πράξη υπήρξε στην πραγματικότητα το χριστιανικό μαρτύριο. Μέσα στους αγίους μάρτυρες υπήρχε η μεγάλη χάρη, που τους έκανε να βαδίζουν την οδό του μαρτυρίου με αμέτρητη χαρά και να βρεθούν μαζί με τον Χριστό το γρηγορότερο. Η πράξη του μαρτυρίου τους μπορεί να θεωρηθεί ενιαία και ολοκληρωμένη. Συνελήφθηκαν, όπως ο Άγιος Ιγνάτιος Αντιοχείας, και χάρηκαν γι’ αυτό, αντιτάχθηκαν σε κάθε προσπάθεια απελευθέρωσής τους, ανυπομονούσαν να φτάσουν στο Κολοσσαίο και εκεί προκάλεσαν οι ίδιοι τα άγρια θηρία να τους επιτεθούν και να τους «αλέσουν» με τα δόντια τους. Πρόκειται για πραγματική, αν και άμετρα αξιοθαύμαστη, ανθρώπινη πράξη, που μάλιστα ξεπερνά και το επίπεδο του «ανθρώπινου».
Η ανθρώπινη ζωή είναι ένα μυστήριο. Είναι κάτι το ολοκληρωμένο, με τις πτώσεις της και τις αναβάσεις, όπου κάθε επιμέρους «πράξη» λαμβάνει νόημα και διενεργείται εντός αυτού του όλου. Το όλον αυτό πραγματώνεται ως μια προσπάθεια για την απόκτηση της ταπείνωσης και της μετανοίας, η οποία έρχεται στον άνθρωπο μυστηριακά- γιατί μυστήριο είναι και η ανθρώπινη ελευθερία. Μόνο υπό το φως του όλου μπορούν να φωτιστούν και τα μέρη. Όλη αυτή τη χριστιανική θεώρηση είναι κρίμα που δεν τη λαμβάνει υπόψη της και η σύγχρονη φιλοσοφία της «πράξης».
Στην εικαστική πλαισίωση της σελίδας, μικρογραφία από το “Μηνολόγιο Βασιλείου του Β΄” (περί το 1.000 μ.Χ.).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου