Τρίτη 18 Απριλίου 2023

Το οντολογικό πρόβλημα στην πατερική παράδοση - Γεωργίου Δ. Μαρτζέλου (3)

 Συνέχεια από: Δευτέρα 17 Απριλίου 2023

Το οντολογικό πρόβλημα στην πατερική παράδοση

Γεωργίου Δ. Μαρτζέλου


* Ο Γεώργιος Δ. Μαρτζέλος είναι Ομότ. Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.



Η διάκριση ουσίας και ενεργειών στον Θεό (συνέχεια)

Αλλά, ενώ ο Μ. Αθανάσιος προέβαλε κυρίως την οντολογική σημασία της διακρίσεως ουσίας και ενεργειών στο Θεό, εκείνοι που ανέπτυξαν ακόμη περισσότερο τη διάκριση αυτή, παίρνοντας αφορμή από τις κακοδοξίες των Ευνομιανών και των Πνευματομάχων, είναι οι Καππαδόκες Πατέρες. Κυρίως δε οι δύο Καππαδόκες αδελφοί, Μ. Βασίλειος και Γρηγόριος Νύσσης, στον αγώνα τους κατά των δύο αυτών αιρέσεων, ανέπτυξαν όχι μόνο την οντολογική αλλά και τη γνωσιολογική σημασία της διακρίσεως αυτής.

Σε αντίθεση με τον Ευνόμιο που ισχυριζόταν ότι το «ἀγέννητον» ως όνομα του Θεού προσδιορίζει οντολογικά και δηλώνει τη θεία ουσία[53], και επομένως όποιος γνωρίζει το «ἀγέννητον» του Θεού γνωρίζει ταυτόχρονα και την ουσία του[54], οι Καππαδόκες Πατέρες με πρωτεργάτη το Μ. Βασίλειο τόνισαν ότι η θεία ουσία ως άκτιστη είναι τελείως απρόσιτη και ακατάληπτη στον κτιστό ανθρώπινο νου και ως εκ τούτου κανένα όνομα δεν είναι σε θέση να περιγράψει και να δηλώσει την οντολογική της σύσταση[55]. Άλλωστε το όνομα «ἀγέννητος» για τον Πατέρα, όπως και το όνομα «γεννητός» για τον Υιό, δεν δηλώνουν αντίστοιχα την ουσία τους, όπως ισχυριζόταν ο Ευνόμιος, αλλά τον ιδιαίτερο τρόπο υπάρξεώς τους, με τον οποίο διακρίνονται οι υποστάσεις τους[56]. Ακριβώς δε γι’ αυτόν το λόγο ο Μ. Βασίλειος, ακολουθούμενος κατά πόδας και από τους άλλους δύο Καππαδόκες, αναγκάστηκε με βάση τη στωική διάκριση μεταξύ «κοινού» και «ιδίου» σ’ ένα σύνολο ομοειδών όντων να διακρίνει σαφώς τους όρους «ουσία» και «υπόστασις»[57], καθιερώνοντας πλέον οριστικά τη διάκριση αυτή στην ορθόδοξη Τριαδολογία. Έτσι «ουσία» κατά τους Καππαδόκες είναι το κοινό υποκείμενο μεταξύ των υποστάσεων της Αγ. Τριάδος, ενώ «υπόστασις» είναι η ατομική ύπαρξη κάθε τριαδικού προσώπου, που διακρίνεται από τα άλλα δύο επί τη βάσει του ιδιαίτερου τρόπου της υπάρξεώς του. Όπως δε η άκτιστη ουσία του Θεού έτσι και ο ιδιαίτερος τρόπος υπάρξεως των υποστάσεών του παραμένει άγνωστος και άρρητος. Η γνώση των πραγμάτων αυτών ανήκει μόνο στα άκτιστα πρόσωπα της Αγ. Τριάδος[58].

Ωστόσο, καίτοι ο Θεός ως άκτιστος είναι κατά τους Καππαδόκες τελείως απρόσιτος και ακατάληπτος κατά την ουσία του, καθώς και τον ιδιαίτερο τρόπο της υπάρξεως των υποστάσεών του, αποκαλύπτεται και γίνεται γνωστός με τις ενέργειές του που εκφαίνονται στην κτίση και την ιστορία. Ο Θεός δηλ. δεν έχει γι’ αυτούς μόνο την ενδοτριαδική ζωή της κοινωνίας των τριών υποστάσεων μεταξύ τους κατά την ουσία του, αλλά και την εξωτριαδική ζωή της κοινωνίας των υποστάσεών του με τον κτιστό κόσμο μέσω των ενεργειών του. Υπό την έννοια αυτή η διάκριση ουσίας και ενεργειών ισχύει αντικειμενικά στο Θεό και δεν είναι υποκειμενική ή διανοητική, ώστε να οφείλεται στις πεπερασμένες δυνατότητες του ανθρώπινου νου, όπως υποστήριξε ο ρωμαιοκαθολικός θεολόγος E. von Ivánka[59]. Αυτό γίνεται σαφέστερο και από το γεγονός ότι οι Καππαδόκες συνδύασαν τη διάκριση αυτή με τη διάκριση ουσίας και υποστάσεων που εισήγαγαν στην Τριαδολογία τους. Πρέπει μάλιστα να τονίσουμε ότι ο συνδυασμός αυτός των δύο διακρίσεων γίνεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να παρουσιάζεται στην Τριαδολογία των Καππαδοκών απόλυτη αντιστοιχία ανάμεσα στην αΐδια και την οικονομική Τριάδα. Όπως δηλ. η αΐδια ύπαρξη της Αγ. Τριάδος χαρακτηρίζεται από μία ουσία και τρεις υποστάσεις, έτσι και η οικονομική φανέρωσή της χαρακτηρίζεται από μία ενέργεια και τρία ιδιαίτερα έργα που προσιδιάζουν στις τρεις υποστάσεις της, γιατί κάθε υπόσταση επιτελεί ένα ιδιαίτερο έργο κατά την εκδήλωση της κοινής τους ενέργειας. Ο Πατήρ επιτελεί το προκαταρκτικό έργο, αποτελώντας την πρωταρχική αιτία, από την οποία πηγάζει η θεία ενέργεια, ο Υιός επιτελεί το δημιουργικό έργο, πραγματοποιώντας δημιουργικά το προκαταρκτικό θέλημα του Πατρός, και το Άγ. Πνεύμα επιτελεί το τελειωτικό έργο, ολοκληρώνοντας αισθητικά και πνευματικά το δημιουργικό έργο του Υιού. Έτσι η αΐδια ύπαρξη της μιας ουσίας και των τριών υποστάσεων της Αγ. Τριάδος αντικατοπτρίζεται κατά τους Καππαδόκες στην οικονομική της φανέρωση κατά την εκδήλωση της μιας ενέργειας και των τριών ιδιαίτερων έργων των υποστάσεών της[60].

Όπως είναι προφανές, με βάση τη διάκριση ουσίας και ενεργειών στο Θεό οι Καππαδόκες Πατέρες όχι μόνο συνέβαλαν αποφασιστικά στην ανάπτυξη και διαμόρφωση του Τριαδικού δόγματος, αλλά και διέγραψαν σαφώς το πλαίσιο της ορθής σχέσης μεταξύ του ακτίστου Θεού και του κτιστού κόσμου, το οποίο αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση για όλες τις επιμέρους πτυχές του ορθοδόξου δόγματος. Ειδικότερα μάλιστα δημιούργησαν τις βασικές προϋποθέσεις τόσο για την ορθή αντιμετώπιση του Χριστολογικού προβλήματος[61], που ήδη από την εποχή τους άρχισε να απασχολεί τη θεολογική σκέψη της Εκκλησίας, όσο και για τη θεμελίωση της διδασκαλίας για τη θέωση του ανθρώπου, που ανέπτυξε με εμπεριστατωμένη φιλοσοφική και θεολογική τεκμηρίωση το 14ο αιώνα ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς[62].

Αναφερόμενοι ειδικότερα στον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, πρέπει να τονίσουμε ότι στον αγώνα του να κατοχυρώσει έναντι των Αντιησυχαστών την πραγματικότητα της μετοχής του Θεού και της θεωτικής εμπειρίας εκ μέρους των πιστών μέσα στην Εκκλησία, χρησιμοποιεί ευρύτατα τη διάκριση ανάμεσα στην ουσία και τις ενέργειες του Θεού, καθιστώντας την ως τη μόνη θεολογική και φιλοσοφική βάση της όλης διδασκαλίας του. Η εν λόγω διάκριση είναι γι’ αυτόν η μόνη λύση, προκειμένου να διασφαλιστεί η πραγματικότητα της θεώσεως του ανθρώπου, χωρίς ταυτόχρονα να υπάρχει ο κίνδυνος του πανθεϊσμού. Όπως τονίζει χαρακτηριστικά, η θέωση που παρέχεται ως δώρο στον άνθρωπο μέσα στην Εκκλησία είναι απολύτως πραγματική, αλλά συντελείται με τη μετοχή του στις άκτιστες και θεοποιές ενέργειες του Θεού και όχι με τη μετοχή του στη θεία ουσία, γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε πανθεϊσμό[63].

Ύστερα από όσα είπαμε, γίνεται σαφές ότι τόσο ο Μ. Αθανάσιος και οι Καππαδόκες όσο και ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, αξιοποιώντας την οντολογική και γνωσιολογική σημασία της διακρίσεως ουσίας και ενεργειών στο Θεό στα πλαίσια της θεολογίας τους συνετέλεσαν, ώστε η διάκριση αυτή να καταστεί το αναγκαίο θεολογικο-φιλοσοφικό υπόβαθρο για την ανάπτυξη και διασφάλιση τόσο της ορθόδοξης θεολογίας όσο και της ορθόδοξης πνευματικότητας.

   Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΘΗ, ΤΗ ΘΕΩΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ 

το κακό είναι η αλόγιστη κίνηση των φυσικών δυνάμεων κατ’ εσφαλμένη κρίση προς κάτι άλλο πλην του τέλους∙ και λέω τέλος την αιτία των όντων, την οποία φυσικώς επιθυμούν όλα, έστω κι αν αφού εκάλυψε στον υπέρτατο βαθμό με την παραποίηση της εύνοιας τον φθόνο ο πονηρός, και παρέπεισε (εξαπάτησε…) με δόλο τον άνθρωπο να κινήση την έφεσή του προς κάτι άλλο απ’ τα όντα πλην της αιτίας, δημιούργησε την άγνοια της αιτίας.

 Κι αφού εγκατέλειψε λοιπόν την κίνηση τής προς το τέλος ενέργειας των κατά φύσιν δυνάμεων ο πρώτος άνθρωπος, ενόσησε την άγνοια της ίδιας του της αιτίας, νομίζοντας πως είναι εκείνο θεός με τη συμβουλή του όφεως, το οποίο είχε διατάξει ακριβώς να είναι απαγορευμένο (απώμοτον) ο της θείας εντολής λόγος. Κι αφού έγινε έτσι  παραβάτης και αγνόησε τον Θεό, αναμιγνύοντας ισχυρά προς τη σύνολη αίσθηση τη σύνολη νοερή δύναμη, προσκάλεσε τη σύνθετη και ολέθρια και ενεργούσα προς το πάθος γνώση των αισθητών, και «παρασυνεβλήθη τοις κτήνεσιν τοις ανοήτοις και ωμοιώθη αυτοίς», ενεργώντας και ζητώντας και επιθυμώντας τα ίδια κατά πάντα τρόπον μ’ αυτά, κι έχοντας γίνει πια άλογος με την αλλαγή τού κατά φύσιν λόγου απ’ το παρά την φύσιν.

επειδή έχει και λόγους πνευματικούς των ορωμένων και που διατρέφουν τον νου η κτίση, και δύναμη πάλι φυσική, που τέρπει μεν την αίσθηση, διαστρέφει δε τον νου,  γι’ αυτό και ονομάσθηκε ξύλο που γνωρίζει το καλό και το κακό, έχοντας  μεν γνώση του καλού, όταν θεωρείται πνευματικά, γνώση δε του κακού, όταν λαμβάνεται σωματικά. Γιατί γίνεται δάσκαλος παθών σ’ αυτούς που τη μεταλαμβάνουν σωματικά , επιφέροντάς τους λήθη των θείων. Γι’ αυτό και απαγόρευσε ίσως στον άνθρωπο αναβάλλοντας για κάποιον χρόνο τη μετάληψή της ο Θεός, ώστε αφού διακρίνει προηγουμένως, όπως ήταν δικαιότατο, με τη μετοχή στη χάρι την ίδια του την αιτία και ενδυναμώσει μ’ αυτήν τη μετάληψη προς απάθεια και ατρεψία τη δοθείσα κατά χάριν αθανασία, γενόμενος ήδη με τη θέωση ως θεός, να σκεφθή αβλαβώς και κατά παραχώρησιν (επ’ αδείας) σε όλη τους την έκταση μαζί με τον Θεό τα κτίσματα του Θεού και να αναλάβη τη γνώση τους ως θεός κι όχι ως άνθρωπος, έχοντας την ίδια με τον Θεό κατά χάριν μετά σοφίας γνώση των όντων  λόγω της προς θέωσιν μεταποίησης του νου και της αίσθησης.
(Μαξίμου Ομολογητού, Προς Θαλάσσιον… περί διαφόρων απόρων της Αγίας Γραφής -   Απ’ την εισαγωγή…)  

 Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής

Σύντομη ερμηνεία στην προσευχή «Πάτερ ημών» σταλμένη προς κάποιον φιλόχριστο

Στρατηγός θα είναι ο Χριστός που νίκησε τον κόσμο(Ιω. 16, 33), ο Οποίος μας οπλίζει με τους νόμους των εντολών Του και με την αποβολή των παθών συνδέει νόμιμα την ανθρώπινη φύση με τον εαυτό της μέσω της αγάπης· και κινεί ακόρεστα την όρεξή μας προς τον εαυτό Του που είναι άρτος ζωής, σοφίας, γνώσεως και δικαιοσύνης. Και με την εκπλήρωση του πατρικού θελήματος μας κάνει μετόχους της λατρείας των αγγέλων, που θα δείχνομε με τον τρόπο της ζωής μας, κατά πιστή μίμηση των αγγέλων, την επουράνια ευαρέστηση. 

Κι από εκεί πάλι μας ανεβάζει στην ακρότατη κορυφή των θείων, στον Πατέρα των φώτων, και μας κάνει κοινωνούς της θείας φύσεως(Β΄Πετρ. 1, 4) με την κατά χάρη μέθεξη του Πνεύματος. Στην κατάσταση αυτή θα είμαστε τέκνα Θεού, έχοντας μέσα μας όλοι χωρίς περιορισμό, με άκρα καθαρότητα, όλο τον κατά φύση Υιό του Πατέρα και χορηγό αυτής της χάρης, από τον οποίο και μέσω του Οποίου και μέσα στον οποίο έχομε και θα έχομε την ύπαρξη, την κίνηση και τη ζωή(Πραξ. 17, 28).

Σημειώσεις


[53] Βλ. Απολογητικός 8, PG 30, 841 D.

[54] Βλ. Σωκράτους Σχολαστικού, Εκκλησιαστική Ιστορία 4, 7, PG 67, 473 Β. Βλ. και Γ. Δ. Μαρτζέλου, Ουσία και ενέργειαι του Θεού κατά τον Μέγαν Βασίλειον. Συμβολή εις την ιστορικοδογματικήν διερεύνησιν της περί ουσίας και ενεργειών του Θεού διδασκαλίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 21993, σ. 36 κ.ε.

[55] Βλ. Μ. Βασιλείου, Ανατρεπτικός του Απολογητικού του δυσσεβούς Ευνομίου1, 14, PG 29, 545 Α.Επιστολή 234, 1, PG 32, 869 ΑΒ. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 28, Περί θεολογίας, 17, PG 36, 48 C – 49 A.Λόγος 30, Περί Υιού, 17, PG 36, 125 Β. Γρηγορίου Νύσσης, Περί του βίου Μωυσέως, PG44, 377 Α.Κατά Ευνομίου1, PG45, 461 Β.7, PG 45, 761 D – 763 A.11, PG 45, 873 Α.12, PG 45, 913 D.

[56] Βλ. Μ. Βασιλείου, Ανατρεπτικός του Απολογητικού του δυσσεβούς Ευνομίου2, 28-29, PG 29, 636 C – 640 AB. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 29, Περί Υιού, 12, PG 36, 89 Β.Λόγος 31, Περί του Αγίου Πνεύματος, 9, PG 36, 141 D – 144 A. Γρηγορίου Νύσσης, Περί του μη είναι τρεις Θεούς, Πρός Αβλάβιον, PG 45, 133 CD.

[57] Βλ. Μ. Βασιλείου, Επιστολή 214, 4, PG32, 789 A: «Ὅν ἔχει λόγον τό κοινόν πρός τόἴδιον, τοῦτον ἔχει ἡ οὐσία πρός τήν ὑπόστασιν. Ἕκαστος γάρ ἡμῶν καί τῷ κοινῷ τῆς οὐσίας λόγῳ τοῦ εἶναι μετέχεικαί τοῖς περί αὐτόν ἰδιώμασιν ὁ δεῖνά ἐστι καίὁ δεῖνα». Πρβλ. και Επιστολή 236, 6, PG 32, 884 Α.Περισσότεραγιατοθέμααυτόβλ. Γ. Δ. Μαρτζέλου, όπ. παρ., σ.61 κ.ε

[58] Βλ. Μ. Βασιλείου, Ανατρεπτικός του Απολογητικού του δυσσεβούς Ευνομίου1, 12-14, PG 29, 540 A – 545 A; 2, 22, PG, 29, 621 A; 24, PG 29, 628 A; 3, 6, PG 29, 668 AB; Ομιλία 24,Κατά Σαβελλιανών και Αρείου και Ανομοίων 7, PG 31, 613 C – 616 A; Εις την αγίαν του Χριστού γέννησιν 1-2, PG 31, 1457 C – 1460 B; Προς τους συκοφαντούντας ημάς ότι τρεις θεούς λέγομεν 4, PG 31, 1496 B. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 20, Περί δόγματος και καταστάσεως επισκόπων 10-11,PG 36, 1077 ΑΒC. Λόγος 29, Περί Υιού, 8 PG 36, 84, ΑΒC.Λόγος 31, Περί του Αγίου Πνεύματος, 8, PG 36, 141 ΒC.Γρηγορίου Νύσσης, Περί του τί εστι το κατ’ εικόνα Θεού και καθ’ ομοίωσιν, PG 44, 1336 Α – 1341 B.Κατά Ευνομίου 1, PG 45, 332 B, 341 C, 389 C.11, PG 45, 877 D. Πρβλ. και Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως 1, 8, PG 94, 813 Β. 816 Α. 824 Α.

[59] Βλ. “PalamismusundVätertradition”, στοL’Égliseetles églises. Étudesettravauxofferts à DomLambertBeaudouin, vol. 2, Chevetogne 1955, σ. 33 κ.ε..τουίδιου, Plato Christianus. Übernahme und Umgestaltung des Platonismus durch die Väter, Einsiedeln 1964, σ. 429 κ.ε..τουίδιου, “Hellenisches im Hesychasmus. Das antinomische der Energienlehre”, στο Mélanges patristiques offerts au Cardinal Jean Daniélou, Paris 1972, σ. 495.

[60] Βλ. Μ. Βασιλείου, ΠερίΑγίουΠνεύματος 38, PG 32, 136 ABC.Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 34, Ειςτούς Αιγύπτου επιδημήσαντας, 8, PG 36, 249 Α. Γρηγορίου Νύσσης, Περί του μη είναι τρεις Θεούς, Πρός Αβλάβιον, PG 45, 125 C – 128 C. Βλ. επίσης Γ. Δ. Μαρτζέλου, όπ. παρ., σ. 110 ff.

[61] Βλ. λ.χ. V. Karayiannis, Maxime le Confesseur - Essence et énergies de Dieu,Ed. Beauchesne (Théologiehistorique 93), Paris 1993, σ. 233 κ.ε.

[62] Βλ. λ.χ. Γ. Μαντζαρίδου, Η περί θεώσεως του ανθρώπου διδασκαλία Γρηγορίου του Παλαμά, Εν Θεσσαλονίκη 1963.

[63] Βλ. ενδεικτικά Θεοφάνης ή Περί θεότητος και του κατ’ αυτήν αμεθέκτου και μεθεκτού, PG 150, 936 C: «ὅλοι δι’ ὅλου γινόμεθα θεοί χωρίς τῆς κατ’οὐσίαν ταυτότητος».Αντιρρητικός προς Ακίνδυνον 1, 7, 35, στο Π. Χρήστου, Γρηγορίου Παλαμά Συγγράμματα, τόμ. 3, Θεσσαλονίκη 1970, σ. 65: «Εἰ τοίνυν τό θεοποιόν δῶρον, ἡ τοῖς ἁγίοις διδομένη θέωσις, ἡ ἔλλαμψις, ἥν οὗτοι δέχονται, τό φῶς καθ’ ὅ λάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος, οὐσία καί θεία ὑπόστασίς ἐστιν, ἴσοι πάντες οὗτοι τῷ Χριστῷ εἰσι καί ὁμόθεοι κατά τό δεσποτικόν ἐκεῖνο φύραμα».

Δεν υπάρχουν σχόλια: