Κυριακή 23 Απριλίου 2023

Το οντολογικό πρόβλημα στην πατερική παράδοση - Γεωργίου Δ. Μαρτζέλου (5)

 Συνέχεια από: Σάββατο 22 Απριλίου 2023

Το οντολογικό πρόβλημα στην πατερική παράδοση

Γεωργίου Δ. Μαρτζέλου


3. Η οντολογική διάκριση κτιστού και ακτίστου

Πριν προβούμε στην εξέταση της οντολογικής διακρίσεως κτιστού και ακτίστου κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας κρίνουμε σκόπιμο να διευκρινίσουμε τους όρους «ἀγέν(ν)ητον» και «γεν(ν)ητόν» που παρέλαβαν οι Πατέρες από την αρχαία ελληνική φιλοσοφία και τους χρησιμοποίησαν μεταπλασμένους στη θεολογία τους.

Οι όροι «ἀγέν(ν)ητον» και «γεν(ν)ητόν» δεν έχουν την ίδια σημασία για την αρχαία ελληνική φιλοσοφία και την πατερική θεολογία. Για την αρχαία ελληνική φιλοσοφία ο όρος «ἀγέννητον» ήταν ταυτόσημος με τον όρο «ἀγένητον» (με ένα ν), όπως το ίδιο ακριβώς συνέβαινε και με τους όρους «γεννητόν» και «γενητόν». Κι’ αυτό γιατί γέννηση και ποίηση γι’ αυτήν ήταν πράγματα απολύτως ταυτόσημα. Η γέννηση νοούνταν ως γένεση (=ποίηση) και η γένεση ως γέννηση. Γι’ αυτό δεν γινόταν καμιά διάκριση μεταξύ των ρημάτων «γεννᾶσθαι» και «γίγνεσθαι». Ο πατέρας θεωρούνταν και ποιητής, και αντίστροφα. Ο Θεός λ.χ, ως δημιουργός του κόσμου - με την έννοια που η ελληνική φιλοσοφία εκλάμβανε τη δημιουργία - θεωρούνταν ταυτόχρονα και ποιητής και πατέρας του κόσμου. Είναι πολύ χαρακτηριστικός εν προκειμένω ο χαρακτηρισμός του Δημιουργού ως ποιητή και πατέρα του κόσμου στον Πλάτωνα91. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο ήδη από τα πρώτα χρόνια της αρειανικής έριδας φάνηκε σε όλη της την έκταση η ανεπάρκεια της αρχαιοελληνικής σημασίας των όρων αυτών, όταν ο Υιός χαρακτηρίζεται από τον Αλέξανδρο Αλεξανδρείας πριν από τη σύνοδο της Νικαίας με τους όρους «ἀειγενής» και «ἀγεννητογενής»92, προκειμένου να τονισθεί η αΐδια γέννησή του εκ του Πατρός και το άκτιστο της φύσεώς του. [ΔΕΝ ΓΕΝΝΑΤΑΙ ΕΚ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΕΤΣΙ ΚΙ ΑΛΛΟΙΩΣ].

Αντίθετα στην πατερική θεολογία, ιδιαίτερα από τον Δ΄ αιώνα και εξής, οι όροι «γεννητόν» και «γενητόν», και κατ’ επέκταση και οι όροι «ἀγέννητον» και «ἀγένητον» διακρίθηκαν σημασιολογικά μεταξύ τους. Αφορμή αποτέλεσε η διδασκαλία του Αρείου, ο οποίος συνέχισε εν προκειμένω την παραπάνω αρχαιοελληνική σημασία των όρων αυτών, εφαρμόζοντάς την στη διδασκαλία του για τη σχέση Πατρός και Υιού. Όπως ισχυριζόταν, επειδή ο Υιός και Λόγος του Θεού είναι ως Υιός «γεννητός» εκ του Πατρός, άρα είναι κτίσμα και ποίημα (=γενητός).[ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΕΠΑΝΕΛΑΒΕ ΣΗΜΕΡΑ Ο ΖΗΖΙΟΥΛΑΣ, ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΗ ΥΠΑΡΞΗ ΚΑΤΑΡΓΩΝΤΑΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ, ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΚΟΥΝΗΘΕΙ ΦΥΛΛΟ]. Αντιδρώντας στην αντίληψη αυτή του Αρείου οι Πατέρες της Νικαίας τόνισαν στο σύμβολο της Πίστεως που συνέταξαν ότι ο Υιός είναι «γεννηθείς» εκ του Πατρός και όχι «ποιηθείς» («γεννηθέντα, οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί…»). Έτσι για τους Πατέρες της Νικαίας άλλο πράγμα είναι η «γέννηση» και άλλο η «ποίηση» και η γένεση. Η «γέννηση» σχετίζεται με την ουσία του γεννώντος, ενώ η «ποίηση» και η γένεση σχετίζεται με τη βούληση του ποιούντος και όχι με την ουσία του93. Γι’ αυτό και ο Υιός ως «γεννηθείς» εκ του Πατρός είναι «ὁμοούσιος» τῷ Πατρί» και δεν σχετίζεται κατά την ουσία του με τον κτιστό κόσμο. Από τη σύνοδο της Νικαίας και εξής οι όροι «γέννηση» και «ποίηση» ή «γένεση», και κατά συνέπεια και οι όροι «γεννητός» και «γενητός» διακρίθηκαν πλέον σαφώς μεταξύ τους, ώστε να μην επιτρέπεται στο εξής η σύγχυση και η ταύτιση μεταξύ τους που χαρακτήριζε την αρχαία ελληνική φιλοσοφία. [ΣΤΟΝ ΑΦΡΟ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΔΕΝ ΥΦΙΣΤΑΝΤΑΙ ΤΑ ΝΟΗΜΑΤΑ. ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΔΕΝ ΠΟΛΕΜΟΥΣΑΝ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟ ΑΛΛΑ ΤΟ ΨΕΜΑ, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΚΥΡΙΑΡΧΟΥΣΕ ΣΤΗΝ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΣΟΦΙΣΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΑΓΟΡΑ ΙΔΙΑΙΤΕΡΩΣ]

Μετά τις παραπάνω ορολογικές διευκρινίσεις, ας έλθουμε να δούμε αναλυτικά και σε βάθος ποια είναι η σημασία της οντολογικής διακρίσεως μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Η διάκριση αυτή, όπως πρωτοεμφανίστηκε στην ορθόδοξη παράδοση, ήταν η απάντηση που έδωσαν με βάση την Αγ. Γραφή94 οι Πατέρες του Γ΄ αιώνα στην οντολογική διαρχία αισθητού και νοητού ή ύλης και πνεύματος, που χαρακτήριζε την αρχαία ελληνική φιλοσοφία95. [ΟΙ ΕΡΑΣΤΕΣ ΤΟΥ ΥΛΙΣΜΟΥ ΔΕΝ ΑΠΕΧΟΥΝ ΚΑΙ ΠΟΛΥ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΒΙΑΣΤΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΦΑΓΟΥΣ. ΕΙΝΑΙ ΔΙΠΛΟΣ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ΜΕ ΔΙΠΛΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ, ΜΕΤΕΧΕΙ ΚΑΙ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΓΗΣ. ΜΟΝΟΝ Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΠΙΣΤΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ ΤΟΥ ΔΥΙΣΜΟΥ ΑΙΣΘΗΤΟΥ ΚΑΙ ΝΟΗΤΟΥ ΑΛΛΑ ΕΙΝΑΙ ΠΑΛΙ ΔΙΠΛΟΣ ΜΕΤΕΧΟΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ, ΚΑΤΑ ΧΑΡΙΝ.]

Για την αρχαία ελληνική φιλοσοφία υπάρχουν δύο αρχές αγέν(ν)ητες, δηλ. άκτιστες, και ανόλεθρες: α) ο Θεός που νοείται ως αγένητο, άτρεπτο και νοητό ον και β) η ύλη που θεωρείται ως γεν(ν)ητή και αισθητή. [Η ΥΛΗ ΑΡΧΗ; ΤΑ ΑΙΣΘΗΤΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΥΛΗ ΣΟΦΟΤΑΤΕ, ΟΙ ΔΥΟ ΑΡΧΕΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΕΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΔΥΟ, ΟΝΟΜΑΖΟΤΑΝ ΥΛΗ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΔΕΧΘΕΙ ΝΟΗΜΑ, ΟΠΩΣ ΣΗΜΕΡΑ ΤΟ ΘΕΑΜΑ ΚΑΙ Η ΕΙΚΟΝΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΣ Η ΟΠΟΙΑ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΤ' ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΕΠΙΘΥΜΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΘ' ΟΜΟΙΩΣΗ, ΣΤΟΝ ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΑΝΑΠΟΔΟ ΚΟΣΜΟ ΣΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΑΙΣΘΑΝΕΣΑΙ ΚΥΡΙΑΡΧΟΣ. ΤΑ ΑΙΣΘΗΤΑ ΠΡΟΣΦΕΡΟΥΝ ΤΟΝ ΠΡΩΤΟ ΒΑΘΜΟ ΓΝΩΣΕΩΣ ΤΗΝ ΓΝΩΜΗ. ΣΕ ΤΑΧΥΡΡΥΘΜΑ ΤΜΗΜΑΤΑ ΑΝΕΥ ΔΙΣΑΣΚΑΛΟΥ ΔΕΝ ΑΠΟΚΤΑΤΑΙ ΟΥΤΕ Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΓΝΩΣΗ ΟΥΤΕ Η ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ]. Στην ουσία της όμως η ύλη είναι αγέννητη και αδημιούργητη, όπως και ο Θεός.[ΑΚΟΥΣΕΣ ΣΟΦΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΑΠΟ ΠΡΟΥΠΑΡΧΟΥΣΑ ΥΛΗ ΚΑΙ ΕΙΔΕΣ ΦΩΣ! Η ΥΛΗ ΑΥΤΗ ΗΤΑΝ ΤΑ ΥΛΙΚΑ ΤΟΥ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΟΣ ΔΗΜΙΟYΡΓΟΥ ΑΠΟ ΟΠΟΥ ΠΡΟΕΚΥΨΑΝ ΜΕ ΤΙΣ ΕΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥΣ ΤΑ ΑΤΟΜΑ ΤΑ ΟΝΤΑ]. Η ελληνική φιλοσοφία δεν προβληματίζεται πώς υπάρχει η ύλη, όπως δεν προβληματίζεται πώς υπάρχει ο Θεός. Γι’ αυτό ακριβώς μαζί με το Θεό δέχεται ως αδημιούργητη κατά την ουσία της και την ύλη. Επειδή όμως η ύλη ως εκ της φύσεώς της αλλάζει μορφή και με την έννοια αυτή υπόκειται στο γίγνεσθαι, γι’ αυτό χαρακτηρίζεται ως «γενητή», ενώ ο Θεός ως μη μεταβαλλόμενος θεωρείται «ἀγένητος».[ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΑΚΙΝΗΤΟ. ΠΑΓΙΔΕΥΤΗΚΕΣ ΣΤΗΝ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΚΤΙΣΤΟΥ ΚΑΙ ΑΚΤΙΣΤΟΥ, ΤΗΝ ΥΠΟΥΛΗ ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ ΚΑΙ ΧΕΙΡΑΓΩΓΕΙΣ ΤΑ ΠΑΝΤΑ. ΠΩΣ ΑΛΛAΖΕΙ ΜΟΡΦΗ Η ΥΛΗ, ΟΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΕΠΟΧΕΣ ΑΛΛΑΖΟΥΝ ΚΑΙ ΤΙΣ ΜΟΡΦΕΣ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ; ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΕΙΝAΙ Η ΦΥΣΗ;]

Έναντι αυτής της οντολογικής διαρχίας της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας οι πρώτοι χριστιανοί θεολόγοι με βάση τη βιβλική διδασκαλία περί δημιουργίας του κόσμου αντέταξαν τον λεγόμενο οντολογικό μονισμό, την ύπαρξη δηλ. του Θεού ως υπερτάτου όντος, στον οποίο οφείλεται η ύπαρξη ολόκληρης της δημιουργίας. Έτσι γι’ αυτούς δεν υπάρχουν δύο οντολογικές αρχές που είναι αδημιούργητες, αλλά δύο οντολογικές κατηγορίες, του ακτίστου που προσιδιάζει στο Θεό και του κτιστού κόσμου που προέκυψε δια των ενεργειών του Θεού εκ του μηδενός («ἐξ οὐκ ὄντων»).

Ωστόσο η φιλοσοφική και θεολογική ανάπτυξη που γνώρισε η διάκριση κτιστού και ακτίστου συνέβη κατά τον Δ΄ αιώνα και συνιστά ουσιαστικά την απάντηση των Πατέρων της εποχής αυτής στο οντολογικό πρόβλημα που έθεσαν επί τάπητος οι τριαδολογικές αιρέσεις με τη διδασκαλία τους για την κτιστότητα του Υιού και του Αγ. Πνεύματος. Για να αποδείξουν δηλ. οι Πατέρες του Δ΄ αιώνα το άκτιστο της φύσης του Υιού και του Αγ. Πνεύματος όφειλαν να τονίσουν σαφώς έναντι των Αρειανών και των Πνευματομάχων, αλλά και να αναπτύξουν περισσότερο τη διάκριση μεταξύ κτιστού και ακτίστου, απαντώντας σαφώς στο ερώτημα τί είναι το κτιστό, ποιες οι ιδιότητές του και σε τί διαφέρει από το άκτιστο96.

Αλλά, αν η θεολογική και φιλοσοφική σημασία της διακρίσεως αυτής αναδείχθηκε κατά την αντιπαράθεση κυρίως του Μ. Αθανασίου έναντι των Αρειανών και των Πνευματομάχων της Αιγύπτου, των αποκαλουμένων Τροπικών, η μεγάλη ανάπτυξη που γνώρισε η διάκριση αυτή οφείλεται κατ’ εξοχήν στην αντιπαράθεση των Καππαδοκών Πατέρων και ιδιαίτερα του Μ. Βασιλείου με τους Ευνομιανούς, οι οποίοι θέλοντας να περισώσουν την ουσία του Αρειανισμού από τη θεολογική επιχειρηματολογία των Πατέρων, με αρχηγό τους τον Ευνόμιο τροποποίησαν ριζικά την αρειανική οντολογία.

Ως γνωστόν, οι Αρειανοί, θεωρώντας τόσο τον Υιό όσο και το Άγ. Πνεύμα ως δημιουργήματα που ανήκαν στην ίδια οντολογική κατηγορία των κτιστών, δέχονταν δύο οντολογικές κατηγορίες, την κατηγορία του αγεννήτου ή ακτίστου για τον Πατέρα και την κατηγορία του γεν(ν)ητού ή κτιστού για όλα τα λοιπά δημιουργήματα.[ΕΙΝΑΙ ΟΝ Ο ΘΕΟΣ;] Αντίθετα οι Ευνομιανοί διέκριναν σαφώς την οντολογική κατηγορία του Υιού από την οντολογική κατηγορία του Αγ. Πνεύματος. Κατ’ αυτούς ο Υιός και το Άγ. Πνεύμα δεν είναι δυνατό να ανήκουν στην αυτή οντολογική κατηγορία, γιατί προήλθαν στο είναι, όπως ισχυρίζονταν, κατά τελείως διαφορετικό τρόπο: ο Υιός είναι γεννητός, γιατί είναι ο μόνος που ως δημιούργημα προήλθε στο είναι μέσω της ενέργειας του Πατρός, ενώ το Άγ. Πνεύμα είναι κτιστό, γιατί δημιουργήθηκε με την ενέργεια του Υιού, όπως και όλα τα λοιπά δημιουργήματα97. Έτσι οι Ευνομιανοί σε αντίθεση με τους Αρειανούς δέχθηκαν τρεις οντολογικές κατηγορίες: του αγεννήτου ή ακτίστου για τον Πατέρα, του γεννητού για τον Υιό και του κτιστού για τα «δι’ αὐτοῦ» (του Υιού) γενόμενα δημιουργήματα98. Με τον τρόπο αυτό ουσιαστικά διαφοροποίησαν την αρειανική οντολογία, αλλάζοντας το κριτήριο της οντολογικής αξιολόγησης μεταξύ Υιού και κτισμάτων. Για τους Ευνομιανούς δηλ. την οντολογική κατηγορία του Υιού και των κτισμάτων δεν την καθόριζε η προέλευσή τους «ἐκ τοῦ μη ὄντος» στο είναι, όπως δέχονταν οι Αρειανοί, αλλά ο διαφορετικός τρόπος της προελεύσεώς τους στο είναι99.[ΑΡΧΙΣΕ ΤΟ ΤΡΑΥΛΙΣΜΑ]

Έναντι των αντιλήψεων αυτών των Ευνομιανών αντιτάχθηκαν οι Καππαδόκες Πατέρες με πρωτεργάτη κυρίως το Μ. Βασίλειο. Σε αντίθεση με τον Ευνόμιο που δεχόταν τρεις οντολογικές κατηγορίες (αγέννητο, γεννητό, κτιστό), οι Καππαδόκες Πατέρες, ακολουθώντας εν προκειμένω τη βιβλική και την προγενέστερη πατερική παράδοση δέχονται μόνο δύο: το άκτιστο που προσιδιάζει μόνο στο Θεό και το κτιστό που προήλθε στο είναι «ἐκ τοῦ μή ὄντος» και προσιδιάζει σε όλα τα δημιουργήματα100. Κατ’ αυτούς καμιά οντολογική διαφοροποίηση δεν μπορεί να υπάρξει μεταξύ γεννητού και κτιστού, όπως την αντιλαμβανόταν ο Ευνόμιος, δηλ. με βάση το διαφορετικό τρόπο της γενέσεώς τους.[ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΤ' ΕΙΚΟΝΑ;ΔΕΝ ΠΡΟΥΠΗΡΧΕ ΤΟ ΑΡΧΕΤΥΠΟ;] Σημασία δεν έχει γι’ αυτούς ο τρόπος της γενέσεως των όντων για τον καθορισμό της οντολογικής κατηγορίας τους, αλλά μόνο η «ἐκ τοῦ μή ὄντος» στο είναι προέλευσή τους101. Εφόσον όλα τα δημιουργήματα προήλθαν στο είναι «ἐκ τοῦ μή ὄντος» δεν μπορούν να διαφέρουν οντολογικά μεταξύ τους. Για το λόγο αυτό η γνώμη του Ευνομίου ότι ο Υιός είναι «κτίσμα τοῦ ἀκτίστου, οὐχ ὡς ἕν τῶν κτισμάτων, ποίημα τοῦ ἀποιήτου, οὐχ ὡς ἕν τῶν ποιημάτων», γιατί διαφέρει οντολογικά από τα υπόλοιπα κτίσματα102, είναι γι’ αυτούς αντιφατική και παράλογη103. Δεν μπορεί ο Υιός να διακρίνεται οντολογικά από τα «δι’ αὐτοῦ» γενόμενα δημιουργήματα, αν προέρχεται, όπως και αυτά, «ἐκ τοῦ μή ὄντος».

Η οντολογική αυτή διαφορά μεταξύ κτιστού και ακτίστου είναι για τους Καππαδόκες εν προκειμένω ριζική και απόλυτη. κατέχει δε κυριαρχική θέση στη σκέψη τους για την αντιμετώπιση των τριαδολογικών αιρέσεων της εποχής τους. Κι’ αυτό γιατί, προκειμένου να κατασκευάσουν θεολογικά επιχειρήματα για την απόδειξη της θεότητας του Υιού και του Αγ. Πνεύματος, αξιοποιούν την οντολογική αυτή διαφορά, προσφεύγοντας εν προκειμένω στις τελείως διαφορετικές και αντίθετες ιδιότητες που χαρακτηρίζουν κατά τρόπο αποκλειστικό την κάθε μια από τις δύο οντολογικές κατηγορίες, της θεότητας και της κτίσης. Η θεότητα είναι, όπως τονίζουν, δεσποτική και κυρίαρχη, ουσιοποιός και ζωοποιός, αγία αγαθή και ενάρετη κατά φύση, ενώ η κτίση είναι υποταγμένη στην υπακοή και τη δουλεία, έχει ανάγκη ουσιώσεως και ζωοποιήσεως, έχει τον αγιασμό κατά χάρη και μετοχή και κατορθώνει το αγαθό και την αρετή με την προαίρεσή της. Κατά συνέπεια, εφόσον ο Υιός και το Άγ. Πνεύμα χαρακτηρίζονται από τις ιδιότητες της θεότητας, δεν είναι δυνατό να ανήκουν οντολογικά στην κατηγορία των κτισμάτων104.

Στο σημείο αυτό πρέπει να τονίσουμε ότι η οντολογική διάκριση κτιστού και ακτίστου στους Καππαδόκες Πατέρες δεν έχει φιλοσοφική αλλά βιβλική προέλευση105. Ο A. Schindler διατύπωσε την άποψη ότι η διάκριση αυτή που αποτελεί φιλοσοφικοθεολογικό αξίωμα των Καππαδοκών, προέκυψε κυρίως από νεοπλατωνικές και στωικές επιδράσεις πάνω στη βιβλική αντίληψή τους για τη δημιουργία του κόσμου106.

Έχουμε τη γνώμη ότι ο Schindler υποτιμά εν προκειμένω τη σημασία που είχε για τους Καππαδόκες η βιβλική διδασκαλία περί δημιουργίας του κόσμου. Κι’ αυτό γιατί οι Καππαδόκες επανειλημμένως τονίζουν συνειδητά ότι η οντολογική διαφοροποίηση του κτιστού κόσμου από την άκτιστη ουσία του Θεού οφείλεται στο γεγονός ότι ο κόσμος δεν προήλθε στο είναι από τη θεία ουσία, αλλά «ἐκ τοῦ μή ὄντος» δια μέσου των ενεργειών του Θεού. Η όλη οντολογική διάκριση κτιστού και ακτίστου στηρίζεται γι’ αυτούς στη διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργειών του Θεού. Επειδή δε η βιβλική ιδέα περί δημιουργίας του κόσμου «ἐκ τοῦ μή ὄντος» δια μέσου των ενεργειών του Θεού είναι τελείως ξένη προς την ελληνική φιλοσοφία, όπως ομολογεί και ο Schindler107, γι’ αυτό δεν νομίζουμε ότι μπορεί να γίνει σοβαρός λόγος εν προκειμένω για φιλοσοφικές επιδράσεις στους Καππαδόκες. Αντίθετα η ύπαρξη της οντολογικής διακρίσεως μεταξύ κτιστού και ακτίστου στο Μ. Αθανάσιο, που αποτελεί την κυριότερη πηγή ορισμένων διδασκαλιών των Καππαδοκών Πατέρων108, καθιστά σχεδόν βέβαιη την άποψη ότι οι Καππαδόκες παρέλαβαν πιθανότατα τη διδασκαλία αυτή από το Μ. Αθανάσιο. Ήδη ο Μ. Αθανάσιος στην πολεμική του κατά των Αρειανών και των Πνευματομάχων της Αιγύπτου, των Τροπικών, τόνισε σαφώς την οντολογική διάκριση μεταξύ της ουσίας των προσώπων της Αγ. Τριάδος και της ουσίας των κτισμάτων, τα οποία προήλθαν «ἐκ τοῦ μή ὄντος» στο είναι με μόνη τη βούληση και τις ενέργειες του Θεού109.

Κατά συνέπεια η ιδέα της δημιουργίας του κόσμου εκ του μηδενός δεν αποτελεί για τους Καππαδόκες απλά μια βιβλική και πατερική διδασκαλία που τη δέχτηκαν, χωρίς να κατανοούν το βαθύτερο περιεχόμενο και τις προεκτάσεις της. Αντιλαμβάνονται καλά ότι η ιδέα αυτή ενέχει βασική σημασία για τον καθορισμό της οντολογικής κατηγορίας του κόσμου έναντι του Θεού, από την οποία εξαρτάται το είδος των μεταξύ τους σχέσεων110. Από τη στιγμή που δημιουργήθηκε ο κόσμος εκ του μηδενός διαπιστώνουν ότι στις σχέσεις μεταξύ Θεού και κόσμου παρεμβάλλεται το οντολογικό χάσμα μεταξύ κτιστού και ακτίστου, το οποίο δεν μπορεί να γεφυρωθεί διαφορετικά παρά μόνο μέσω των θείων ενεργειών.[Ο ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ ΤΙ ΛΕΕΙ;]

Έτσι, μέσα στην προσπάθειά τους οι Πατέρες του Δ΄ αιώνα να αντιμετωπίσουν τις τριαδολογικές αιρέσεις της εποχής τους, αξιοποίησαν με βάση τη βιβλική και την προγενέστερη πατερική παράδοση στο έπακρο την οντολογική διάκριση κτιστού και ακτίστου, συμβάλλοντας καθοριστικά στην ανάπτυξη της διακρίσεως αυτής και στην καθιέρωσή της μέσα στην ορθόδοξη παράδοση.

Για τους Πατέρες λοιπόν κτιστό είναι αυτό που προήλθε «ἐξ οὐκ ὄντων» στο είναι δια μέσου των ενεργειών του Θεού, περνώντας με τον τρόπο αυτό από την ανυπαρξία στην ύπαρξη. [ΠΡΟΥΠΗΡΧΕ ΤΟ ΜΗΔΕΝ ΔΗΛ.;] Έτσι το κτιστό ταυτίζεται γι’ αυτούς εννοιολογικά με το τρεπτό και το ρευστό όχι μόνο κατά τη μορφή αλλά και κατά την ουσία του. Κι αυτό γιατί ήδη η μετάβασή του από το μη όν στο είναι συνιστά τροπή και αλλοίωση της φύσης του σε αντίθεση με τη φύση του ακτίστου που είναι άτρεπτη και αναλλοίωτη. Όπως πολύ χαρακτηριστικά σημειώνει ο Γρηγόριος Νύσσης, «Συνομολογεῖται γάρ πάντῃ τε καί πάντως τήν μέν ἄκτιστον φύσιν καί ἄτρεπτον εἶναι, καί ἀεί ὡσαύτως ἔχειν, τήν δέ κτιστήν ἀδύνατον ἄνευ ἀλλοιώσεως συστῆναι. Αὐτή γάρ ἡ ἐκ τοῦ μή ὄντος εἰς τό εἶναι πάροδος κίνησίς τίς ἐστι καί ἀλλοίωσις, τοῦ μή ὄντος εἰς τό εἶναι κατά τό θεῖον βούλημα μεθισταμένου»111. Όσον αφορά την τροπή που συνοδεύει την κτιστότητα, αυτή εκδηλώνεται τόσο με τη φθορά και αλλοίωση της φύσης των κτιστών όντων, όταν πρόκειται για υλικά και αισθητά όντα, όσο και με την αλλοίωση της προαίρεσης είτε προς το καλό είτε προς το κακό, όταν πρόκειται για πνευματικά και νοητά όντα. Όπως πολύ εύστοχα σημειώνει ο άγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός, συνοψίζοντας την προγενέστερη ορθόδοξη παράδοση, «Πάντα τὰ ὄντα ἢ κτιστά ἐστιν ἢ ἄκτιστα. Εἰ μὲν οὖν κτιστά, πάντως καὶ τρεπτά· ὧν γὰρ τὸ εἶναι ἀπὸ τροπῆς ἤρξατο, ταῦτα τῇ τροπῇ ὑποκείσεται πάντως ἢ φθειρόμενα ἢ κατὰ προαίρεσιν ἀλλοιούμενα. Εἰ δὲ ἄκτιστα, κατὰ τὸν τῆς ἀκολουθίας λόγον, πάντως καὶ ἄτρεπτα· ὧν γὰρ τὸ εἶναι ἐναντίον, τούτων καὶ ὁ τοῦ πῶς εἶναι λόγος ἐναντίος, ἤγουν αἱ ἰδιότητες. Τίς οὖν οὐ συνθήσεται, πάντα τὰ ὄντα, ὅσα ὑπὸ τὴν ἡμετέραν αἴσθησιν, ἀλλὰ μὴν καὶ ἀγγέλους τρέπεσθαι καὶ ἀλλοιοῦσθαι, καὶ πολυτρόπως κινεῖσθαι καὶ μεταβάλλεσθαι; Τὰ μὲν νοητά, ἀγγέλους φημὶ καὶ ψυχὰς καὶ δαίμονας, κατὰ προαίρεσιν τήν τε ἐν τῷ καλῷ προκοπὴν καὶ τὴν ἐκ τοῦ καλοῦ ἀποφοίτησιν, ἐπιτεινομένην τε καὶ ὑφιεμένην, τὰ δὲ λοιπὰ κατά τε γένεσιν καὶ φθορὰν, αὔξησίν τε καὶ μείωσιν, καὶ τὴν κατὰ ποιότητα μεταβολὴν καὶ τὴν τοπικὴν κίνησιν. Τρεπτὰ τοίνυν ὄντα πάντως καὶ κτιστά
»112. [Μετ.: Όλα τα όντα είναι ή κτιστά ή άκτιστα. Εάν βέβαια είναι κτιστά, σίγουρα είναι και μεταβλητά. Διότι, εκείνα τα οποία άρχισαν την ύπαρξή τους με τη μεταβολή, αυτά σίγουρα θα υπόκεινται στη μεταβολή ή με φυσική φθορά ή με θεληματική αλλοίωση. Εάν όμως είναι άκτιστα, σύμφωνα με λογική ακολουθία, θα είναι οπωσδήποτε και αμετάβλητα. Διότι αυτά που έχουν το είναι αντίθετο, αντίθετο έχουν και τον τρόπο υπάρξεως, δηλαδή τις ιδιότητες. Ποιός, λοιπόν, δεν θα συμφωνήσει ότι όλα τα όντα, όσα υποπίπτουν στις αισθήσεις μας, ακόμη και οι άγγελοι, μεταβάλλονται και αλλοιώνονται και με ποικίλους τρόπους κινούνται; Διότι τα νοητά όντα –εννοώ τους αγγέλους, τις ψυχές και τους δαίμονες– κινούνται προαιρετικά είτε στην πρόοδο του καλού είτε στην απομάκρυνση απ’ αυτό, η οποία άλλοτε αυξάνει κι άλλοτε ελαττώνεται. Τα υπόλοιπα όμως όντα μεταβάλλονται με τη γέννηση, τη φθορά, την αύξηση και τη μείωση, με τη μεταβολή στην ποιότητα και την κίνηση στο χώρο].

Γι’ αυτό ακριβώς και το κτιστό, ως τρεπτό και αλλοιωτό, είτε πρόκειται για αισθητό είτε για νοητό, επειδή ακριβώς προήλθε από το μη ον στο είναι, είναι θνητό κατά φύσιν, γιατί κουβαλάει τρόπον τινά μέσα του το μηδέν και τείνει προς το μηδέν, απ’ το οποίο προήλθε. [ΠΡΟΗΛΘΕ ΦΙΛΕ; ΑΥΤΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΑΚΟΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ ΤΩΝ ΓΝΩΣΤΙΚΩΝ; ΛΑΘΟΣ ΔΟΥΛΕΙΑ ΔΙΑΛΕΞΕΣ.] Αν παραμένει στο είναι, αυτό δεν το οφείλει σε κάποια εγγενή ιδιότητά του, αλλά στη συνεκτική ενέργεια του Θεού. Όπως πολύ χαρακτηριστικά γράφει εν προκειμένω ο Μ. Αθανάσιος, «Τῶν μέν γάρ γενητῶν ἡ φύσις, ἅτε δή ἐξ οὐκ ὄντων ὑποστᾶσα, ρευστή τις καί ἀσθενής καί θνητή καθ’ ἑαυτήν συγκρινομένη τυγχάνει»113.

Εδώ πρέπει να διευκρινίσουμε ότι η τρεπτότητα που χαρακτηρίζει τα κτιστά όντα είναι συνυφασμένη με την ίδια την κτιστή φύση τους και γι’ αυτό δεν πρέπει να νοείται μόνο ως αποτέλεσμα της κτιστότητας, αλλά και ως αφετηρία και προϋπόθεση τρόπον τινά της κτιστότητας. Τα κτιστά δηλ. όντα τρέπονται κατά φύσιν, όχι απλώς επειδή είναι κτιστά, αλλά είναι κτιστά, επειδή ετράπησαν κατά φύσιν, περνώντας από την ανυπαρξία στην ύπαρξη. [ΑΡΑ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΤΩΣΗ. ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ ΜΑΣ ΓΕΡΑΣΜΕΝΕΣ ΠΑΡΘΕΝΕΣ].

Όπως γίνεται σαφές από όσα είπαμε παραπάνω, θεμελιώδεις προϋποθέσεις για την οντολογική διάκριση κτιστού και ακτίστου είναι αφενός η διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργειών του Θεού, δεδομένου ότι το κτιστό είναι αυτό που προέρχεται όχι από την ουσία, αλλά από τις ενέργειες του Θεού, και αφετέρου η δημιουργία του κόσμου όχι από προϋπάρχουσα ουσία, αλλά «ἐξ οὐκ ὄντων», εκ του μηδενός (ex nihilo).[ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ λόγος, καὶ ὁ λόγος ἦν πρὸς τὸν θεόν, καὶ θεὸς ἦν ὁ λόγος. [1.2] οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν θεόν. [1.3] πάντα δι᾽ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ γέγονεν· [1.4] ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων· [1.5] καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβεν.]

Εξάλλου οι συνέπειες που έχει η οντολογική διάκριση κτιστού και ακτίστου είναι καθοριστικές τόσο σε σχέση με το Θεό όσο και σε σχέση με τον κόσμο: α) Κατ’ αρχήν η υπερβατικότητα του Θεού σε σχέση με τον κόσμο δεν είναι απλώς αιτιώδης, επειδή ο Θεός είναι η αιτία της δημιουργίας του κόσμου, αλλά κυρίως και κατεξοχήν οντολογική, δεδομένου ότι ο Θεός ως άκτιστος υπερβαίνει εξ επόψεως ουσίας όλα τα κτιστά όντα. β) Έπειτα, επειδή το κτιστό είναι ως εκ της φύσεώς του τρεπτό και τείνει από τη φύση του να καταλήξει στο μηδέν απ’ το οποίο προήλθε, για να συνεχίσει να υπάρχει, δεν αρκεί απλώς η δημιουργική αιτία που θα το φέρει από το μη ον στο είναι. χρειάζεται να υπάρχει και μια συνεκτική αιτία, που θα το συγκρατήσει στο είναι, γιατί χωρίς αυτήν θα καταλήξει στο μηδέν. Και αυτή δεν είναι άλλη από τον Υιό και Λόγο του Θεού που είναι κατά τη βιβλική και πατερική παράδοση η δημιουργική αιτία του κόσμου. Γι’ αυτό οι Πατέρες χαρακτηρίζουν τον Υιό και Λόγο του Θεού ως «δημιουργική και συνεκτική» αιτία και δύναμη όλου του κόσμου114.[ΤΑΥΤΙΖΟΝΤΑΙ ΟΙ ΥΠΟΣΤΑΣΕΙΣ ΜΕ ΤΙΣ ΑΚΤΙΣΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ; ΤΡΕΛΛΑ ΠΟΥΛΑΤΕ ΑΘΕΟΦΟΒΟΙ;] Άλλωστε και η ίδια η συνοχή του κόσμου δεν συνιστά παρά μια συνεχιζόμενη μορφή δημιουργίας και με την έννοια αυτή ο Υιός και Λόγος του Θεού ως «δημιουργική και συνεκτική» αιτία του κόσμου δεν έπαυσε να εργάζεται για τη δημιουργία και την παραμονή των κτισμάτων στο είναι115.[ΤΙ ΤΗΝ ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΣΤΕ ΤΗΝ ΕΝΣΑΡΚΩΣΗ;] γ) Τέλος, η διάκριση κτιστού και ακτίστου αποτελεί το μοναδικό οντολογικό κριτήριο για την αξιολόγηση των όντων κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας και επομένως η ελληνική φιλοσοφική διάκριση μεταξύ υλικού και πνευματικού ή αισθητού και νοητού παύει πλέον να έχει γι’ αυτούς καθοριστική σημασία. Κι αυτό γιατί το πνευματικό ή νοητό, όπως οι άγγελοι, οι ψυχές και οι δαίμονες, εφόσον προήλθαν από το μη όν στο είναι, δεν διαφοροποιούνται εξ επόψεως οντολογικής από τα λοιπά κτιστά όντα.


ΑΘΛΙΟΙ ΔΙΑΣΤΡΟΦΕΙΣ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ. 
ΟΙ ΑΙΡΕΤΙΚΟΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΤΟΥΣ ΗΤΑΝ ΑΡΝΑΚΙΑ.

Σημειώσεις


91. Βλ. Τίμαιοςc 3-5: «τον μεν ουν ποιητήν και πατέρα τούδε του παντός ευρείν τε έργον και ευρόντα εις πάντας αδύνατον λέγειν».
92. Βλ. Επιφανίου Κύπρου, Πανάριον 2, 2, 69, 6, PG 42, 212 Α. Πρβλ. και Μ. Αθανασίου, Περί Διονυσίου του επισκόπου Αλεξανδρείας 15, PG25, 501 D.
93. Βλ. Μ. Αθανασίου Κατά Αρειανών 1, 56, PG 26, 129 Β. Βλ. και Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της ΟρθοδόξουΠίστεως 1, 8, PG 94, 812 ΒC: «ἡ γὰρ κτίσις, εἰ καὶ μετὰ ταῦτα γέγονεν, ἀλλ᾿ οὐκ ἐκ τῆς τοῦ Θεοῦ οὐσίας, ἐκ δὲ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι βουλήσει καὶ δυνάμει αὐτοῦ παρήχθη, καὶ οὐχ ἅπτεται τροπὴ τῆς τοῦ Θεοῦ φύσεως. Γέννησις μὲν γάρ ἐστι τὸ ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ γεννῶντος προάγεσθαι τὸ γεννώμενον ὅμοιον κατ᾿ οὐσίαν, κτίσις δὲ καὶ ποίησις τὸ ἔξωθεν καὶ οὐκ ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ κτίζοντος καὶ ποιοῦντος γίνεσθαι τὸ κτιζόμενον καὶ ποιούμενον ἀνόμοιον παντελῶς». [Μετ.: Μπορεί βέβαια η κτίση να έγινε μετέπειτα, αλλά δεν προήλθε από την ουσία του Πατέρα, εφόσον δημιουργήθηκε από την ανυπαρξία στην ύπαρξη με τη θέληση και τη δύναμή Του· έτσι αυτό δεν σημαίνει μεταβολή στη φύση του Θεού. Διότι, γέννηση σημαίνει προέλευση του γεννημένου από την ουσία του γεννήτορα και ομοιότητα στην ουσία· αντίθετα, πλάση και δημιουργία σημαίνει ότι το δημιούργημα είναι απέξω και όχι από την ουσία του δημιουργού και παντελώς ανόμοιο].
94. Βλ.2 Μακ. 7, 28.
95. Βλ. χαρακτηριστικά Μεθοδίου Ολύμπου, Περί του αυτεξουσίου, PG 18, 249 Β – 253 C. Βλ. και G. L. Prestige, God in Patristic Thought, London51975, σ. 28 κ.ε.
96. Βλ. Μ. Αθανασίου, Κατά Ελλήνων35, PG 25, 69 AB.40, PG 25, 81 A.41, PG 25, 81 C – 84 B. Κατά Αρειανών 1, 13, PG 26, 40 B.18, PG 26, 49 AB.20,PG 26, 53 Α. 51, PG 26, 117 Β.Προς Σεραπίωνα 1, 23,PG 26, 584 ΒC. 25, PG 26, 589 Β. 26, PG 26, 589 C – 593 A.28, PG 26, 596 A. 30, PG 26, 600 A.
97. Βλ. Ευνομίου, Απολογητικός 15, PG 30, 849 C. 25, PG 30, 861 D. 26,PG 30, 864 Α. 28,PG 30, 868 BC.
98. Βλ. Μ. Βασιλείου, Ανατρεπτικός του Απολογητικού του δυσσεβούς Ευνομίου 3, 6, PG 29, 665 D - 668 A.Κατά Σαβελλιανών και Αρείου και Ανομοίων 6, PG 31, 612 BCD.
99. Βλ. Γ. Δ. Μαρτζέλου, όπ. παρ., σ. 86.
100. Βλ. Μ. Βασιλείου, Ανατρεπτικός του Απολογητικού του δυσσεβούς Ευνομίου 2, 31, PG 29, 644C.3, 2, PG 29, 660 A.Επιστολή 159, 2, PG 32, 621 Α. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 6, Ειρηνικός Α΄, επί τη ενώσει των μοναζόντων, μετά την σιωπήν, επί παρουσία του πατρός αυτού, 22, PG 35, 749 C – 752 A.Λόγος 23, Ειρηνικός Γ΄, εις την σύμβασιν, ην μετά την σύστασιν εποιησάμεθα οι ομόδοξοι, 9, PG 35, 1161 Α. Λόγος 34, Εις τους Αιγύπτου επιδημήσαντας, 8, PG 36, 248 D – 249 A.Λόγος 43, Εις τον μέγαν Βασίλειον, επίσκοπον Καισαρείας Καππαδοκίας, επιτάφιος, 30, PG 36, 537 Β. Γρηγορίου Νύσσης, Περί κατασκευής ανθρώπου, PG 44, 184 CD.Προς Σιμπλίκιον, Περί πίστεως, PG 45, 141 Β – 144 Α.Κατά Ευνομίου1, PG 45, 333 ΒC.
101. Βλ.χαρακτηριστικά Μ. Βασιλείου,Ανατρεπτικός του Απολογητικού του δυσσεβούς Ευνομίου 2, 10,PG 29, 589 C. 19, PG 29, 613 Β.
102. Βλ. Απολογητικός 28, PG30, 868 Β. 15, PG30, 849 C.
103. Βλ.λ.χ. Μ. Βασιλείου, όπ. παρ., 19, PG 29, 613 Β.
104. Βλ. Μ. Βασιλείου, όπ. παρ., 31, PG 29, 644 C.3, 2, PG 29, 660 AB.Περί Αγίου Πνεύματος 56, 32, 172C.Επιστολή 159, 2, PG 32, 621 ΑΒ. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 34, Εις τους Αιγύπτου επιδημήσαντας, 8, PG 36, 248 D – 249 A.Λόγος 43, Εις τον μέγαν Βασίλειον, επίσκοπον Καισαρείας Καππαδοκίας, επιτάφιος, 30, PG 36, 537 Β. Γρηγορίου Νύσσης, Προς Σιμπλίκιον, Περί πίστεως, PG 45, 141 Β – 144 Α.Κατά Ευνομίου1, PG 45, 333 Β – 337 Α. 8, PG 45, 793 C: «Τῶν γὰρ ὄντων πάντων ἡ ἀνωτάτω διαίρεσις εἰς τὸ κτιστὸν καὶ ἄκτιστον τὴν τομὴν ἔχει, τὸ μὲν ὡς αἴτιον τοῦ γεγνότος, τὸ δὲ ὡς ἐκεῖθεν γενόμενον. Διηρημένης τοίνυν της τε κτιστής φύσεως και της θείας Ουσίας, και ουδεμίαν επιμιξίαν εχούσης κατά τας γνωριστικάς ιδιότητας, ανάγκη πάσα μη διά των ομοίων ετέραν νοείν, μηδέ τα αυτά γνωρίσματα των διεστηκότων κατά τον της φύσεως λόγον αναζητείν».

105. Βλ. λ.χ. Μ. Βασιλείου, Επιστολή 159, 2, PG 32, 621 ΑΒ.
106. Βλ. Die Begründung der Trinitätslehre in der eunomianischen Kontroverse, Zürich 1964, σ. 162 κ.ε.
107. Βλ. όπ. παρ., σ. 164.
108. Βλ. σχετικά Θ. Ζήση, «Ο Μ. Αθανάσιος ως πηγή της περί Αγίου Πνεύματος διδασκαλίας του Μ. Βασιλείου», στο Τόμος εόρτιος χιλιοστής εξακοσιοστής επετείου Μ. Αθανασίου (373-1973), Θεσσαλονίκη 1974, σ. 199 κ.ε. Είναι γεγονός ότι και ο Schindler διαπιστώνει ότι οι Καππαδόκες, και ιδιαίτερα ο Μ. Βασίλειος, παρέλαβαν την εν λόγω διδασκαλία από το Μ. Αθανάσιο (βλ. όπ. παρ., σ. 164). Ωστόσο δεν αρκείται στη διαπίστωση αυτή, που θα αρκούσε κατά τη γνώμη μας, για να ερμηνεύσει την προέλευση αυτής της διδασκαλίας τους, αλλά αναζητεί τελείως περιττά και φιλοσοφικές επιδράσεις στη σκέψη τους.
109. Βλ. Κατά Αρειανών 1, 20, PG 26, 53 Α.2, 2, PG 26, 149 C. 56, PG 26, 268 ΑΒ. 58, PG 26, 269 Β. 60, PG 26,273 C - 276 C. 3, 60-67, PG 26, 448 C – 468 A.Προς Σεραπίωνα 1, 22 – 27, PG 26, 581 Α – 593 C. Βλ. και G. Florovsky, «The idea of Creationin Christian Philosophy», στο Eastern Churches Quarterly 8,3 (1949), σ. 58. του ίδιου, «The Concept of Creation in Saint Athanasius», στο Studia Patristica 6 (1952), σ. 50 εξ.. Ν. Α. Ματσούκα, «Θεολογία και Ανθρωπολογία κατά τον Μέγαν Αθανάσιον», στο Τόμος εόρτιος χιλιοστής εξακοσιοστής επετείου Μ. Αθανασίου (373-1973), Θεσσαλονίκη 1974, σ. 63 κ.ε.
110. Βλ. και T. Špidlik, La sophiologie de S. Basile, Roma 1961, σ. 8.
111. Βλ. ΓρηγορίουΝύσσης, Περίκατασκευήςανθρώπου, PG 44, 184 C. 184 D: «τὸδὲδιὰκτίσεωςγεγενημένονἀπ’ ἀλλοιώσεωςτοῦεἶναιἤρξατο, καὶσυγγενῶςπρὸςτὴντοιαύτηνἔχειτροπήν».
112. Βλ. όπ. παρ., 3, PG 94, 796 AB. Για τη σημασία της διακρίσεως μεταξύ κτιστού και ακτίστου βλ. περισσότερα Ν. Α. Ματσούκα, Ιστορία της Φιλοσοφίας (Με σύντομη εισαγωγή στη φιλοσοφία), Εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1981, σ. 262 κ.ε.και Γ. Δ. Μαρτζέλου, Ουσία και ενέργειαι του Θεού κατά τον Μέγαν Βασίλειον. Συμβολή εις την ιστορικοδογματικήν διερεύνησιν της περί ουσίας και ενεργειών του Θεού διδασκαλίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 21993, σ. 94 κ.ε.
113. Βλ. Κατά Ἑλλήνων 41, PG 25, 81 C.
114. Βλ. λ.χ. την γ΄ ωδή των Καταβασιών της 15ης Αυγούστου, όπου ο Χριστός χαρακτηρίζεται ταυτόχρονα ως «Ἡ δημιουργικὴ καὶ συνεκτική τῶν ἁπάντων Θεοῦ σοφία καὶ δύναμις».
115. Πρβλ. Ιω. 5, 17: «ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπεκρίνατο αὐτοῖς· ὁ πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται, κἀγὼ ἐργάζομαι.». 

Δεν υπάρχουν σχόλια: