Πέμπτη 20 Απριλίου 2023

ΠΑΥΛΟΣ ΤΟΜΕΣ ΣΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ - ΠΕΤΡΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ (45)

  Συνέχεια από: Δευτέρα 3 Απριλίου 2023

ΠΕΤΡΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ

ΠΑΥΛΟΣ (ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ)

ΤΟΜΕΣ ΣΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ

Μέρος Τρίτο

TOMEΣ ΣΤΗΝ ΠΑΥΛΕΙΑ ΗΘΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ

Κεφάλαιο 15

Η ΣΥΣΤΑΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ ΓΙΑ ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΛΟΓΕΙΑΣ (ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΣΤΟ Β΄ ΚΟΡ 8)

Η ενότητα αυτή του κεφ. 8 αποτελεί αυτόνομο τμήμα της διαπραγμάτευσης της λογείας στην Β´ Κορινθίους (κεφ. 8-9). Αποτελεί ουσιαστικά συστατική επιστολή προς τη χριστιανική κοινότητα της Κορίνθου, η οποία όμως διασπάται σε δυο μέρη, πράγμα που δίνει την ευκαιρία στον απόστολο να παραθέσει ενδιάμεσα τη θεολογική τεκμηρίωση της λογείας. 

Το κεφ. 8 χωρίζεται κατά συνέπεια σε τρεις επιμέρους ενότητες: (α) 8,1-6· (β) 8,7-15· (γ) 8,16-24. 

15.1. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ 

Στην ενότητα αυτή ο απόστολος εξαίρει το παράδειγμα των χριστιανών της Μακεδονίας με σκοπό να κεντρίσει το ενδιαφέρον των χριστιανών της Κορίνθου, ώστε να συμμετάσχουν ενεργά στο πρόγραμμα της λογείας. Το παράδειγμα αυτό των Μακεδόνων έδωσε το θάρρος στον Παύλο να παρακαλέσει τον Τίτο να συνεχίσει το έργο που άρχισε με τους Κορινθίους. 

ΚΕΙΜΕΝΟ 

8. 1Γνωρίζομεν δέ ἡμῖν, ἀδελφοί, τήν χάριν τοῦ θεοῦ τήν δεδομένην ἐν ταῖς ἐκκλησίαις της Μακεδονίας, 2ὅτι ἐν πολλῇ δοκιμῇ θλίψεως ἡ περίσσεια τῆς χαρᾶς αὐτῶν καί ἡ κατά βάθους πτώχεια αὐτῶν ἐπερίσσευσεν εἰς τό πλοῦτος τῆς ἁπλότητος αὐτῶν 3ὅτι κατά δύναμιν, μαρτυρῶ, καί παρά δύναμιν, αὐθαίρετοι 4μετά πολλῆς παρακλήσεως δεόμενοι ἡμῶν τήν χάριν καί τήν κοινωνίαν τῆς διακονίας τῆς εἰς τούς ἁγίους, 5καί οὐ καθώς ἠλπίσαμεν ἀλλ' ἑαυτούς ἔδωκαν πρῶτον τῷ κυρίῳ καί ἡμῖν διά θελήματος θεοῦ, 6εἰς τό παρακαλέσαι ἡμᾶς Τίτον ἵνα καθώς προενήρξατο οὕτως καί ἐπιτελέσῃ εἰς ὑμᾶς καί τήν χάριν ταύτην.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ  (Η μετάφραση είναι παρμένη από την έκδοση της Βιβλικής Εταιρίας, Η Καινή Διαθήκη. Το πρωτότυπο κείμενο με νεοελληνική δημοτική μετάφραση (1985). Τη μετάφραση αυτή εκπόνησαν συλλογικά εκτός από τον υποφαινόμενο και οι κ. Σ. Αγουρίδης, Γ. Γαλίτης, Ι. Καραβιδόπουλος, Β. Στογιάννος και Ι. Γαλάνης.)

8. 1Σας πληροφορούμε, αδερφοί μου, τι κατόρθωσε η χάρη που έδωσε ο Θεός στις εκκλησίες της Μακεδονίας. 2Μέσα στις πολλές δοκιμασίες και θλίψεις που πέρασαν, η χαρά τους ήταν τόσο μεγάλη, κι η έσχατη φτώχεια τους ξεχείλισε σε μια πλούσια γενναιοδωρία. 3Σας βεβαιώνω ότι πρόσφεραν σύμφωνα με τις οικονομικές τους δυνατότητες, και μάλιστα παραπάνω απ' αυτές, χωρίς κανένας να τους το ζητήσει. 4Με πολλά παρακάλια μάς ζητούσαν να τους κάνουμε τη χάρη να πάρουν μέρος στον έρανο για τους χριστιανούς της Ιερουσαλήμ. 5Και δεν πρόσφεραν μόνο αυτά που περιμέναμε, αλλά πρώτα δόθηκαν οι ίδιοι στον Κύριο και σ' εμάς, σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. 6Ύστερα από αυτό παρακαλέσαμε τον Τίτο, αφού πια έκανε την αρχή, να ολοκληρώσει αυτό το έργο της ελεημοσύνης και μεταξύ σας.

[Στο στίχ. 8,2 οι p46,D και η βοχαϊρική μετάφραση έχουν κατά βάθος. Επίσης ο δυτικός τύπος κειμένου (D,F,G), καθώς και ο βυζαντινός προτιμούν τον πλούτον. Στο στίχ. 8,3 το εκκλησιαστικό κείμενο έχει ὑπέρ δύναμιν. Στο τέλος του στίχ. 8,4 μερικά μικρογράμματα χειρόγραφα (6, 954 κ.ά) προσθέτουν δέξασθαι ἡμᾶς. Στο στίχ. 8,5 ο p46 και μερικά άλλα χειρόγραφα, καθώς και ο Αμβροσιαστής προτιμούν τη γραφή θεῷ, αντί κυρίῳ. Τέλος, στο στίχ. 8,6 ο κώδικας Β έχει τη γραφή ἐνήρξατο, χωρίς δηλαδή την πρόθεση προ].

8,1: Γνωρίζομεν δέ ἡμῖν, ἀδελφοί, τήν χάριν τοῦ θεοῦ τήν δεδομένην ἐν ταῖς ἐκκλησίαις της Μακεδονίας, 

Η φράση του στίχ. 1 γνωρίζομεν δέ ὑμῖν ἀδελφοί, με την οποία αρχίζει η διαπραγμάτευση του θέματος της λογείας, είναι μια από τις χαρακτηριστικές εισαγωγικές εκφράσεις του Παύλου. Παρόλο μάλιστα που η χρήση του ρήματος «γνωρίζειν» είναι ευρύτατη στην Κ.Δ. (24 φορές, από τις οποίες 2 στο Λουκ, 3 στον Ιω, 2 στις Πράξ, 1 στη Β´ Πέτρ και οι υπόλοιπες στις Επιστολές του Παύλου), ως εισαγωγική φόρμουλα τη συναντούμε μόνο στις μεγάλες– και από κάθε άποψη αδιαφιλονίκητες –παύλειες Επιστολές (Α´ Κορ 12,3· 15,1· Γαλ 1,11). Το ίδιο συμβαίνει και με την κάπως παράλληλη εισαγωγική φόρμουλα οὐ θέλω (-ομεν) ὑμᾶς ἀγνοεῖν, που τη βρίσκουμε συχνότερα (6 φορές) στις αδιαφιλονίκητες επιστολές του Παύλου (Α´ Θεσ 4,13· Α´ Κορ 19,1· 12,1· Β´ Κορ 1,8· Ρωμ 1,13-9,25). 

Η χρήση του πληθυντικού αριθμού (γνωρίζομεν) στην παραπάνω φράση, που μόνο στον εξεταζόμενο στίχ. απαντά, παρουσιάζεται από μερικούς ερμηνευτές ως ένδειξη ενότητας του κεφ. 8 με τα προηγούμενα1. Με μια πρώτη ματιά, η προτίμηση του ενικού στο κεφ. 9 φαίνεται να έρ- χεται σε αντίθεση με τη συγκριτικά ευρύτερη χρήση του πληθυντικού στο κεφ. 8. Υποστηρίχτηκε μάλιστα ότι εδώ συνεχίζεται το ύφος της ενότητας 7,5εξ. Είναι αλήθεια ότι στο κεφ. 8 ο πληθυντικός αριθμός μόνο σποραδικά εναλλάσσεται με τον ενικό (πρβλ. 8,3 . 8,10). Από την άλλη μεριά, στην επιστολογραφία της ελληνιστικής εποχής η παράλληλη έκφραση «γινώσκειν σε θέλω», που πολύ συχνά συναντούμε σε παπύρους, τοποθετείται στην αρχή των επιστολών2, πράγμα που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως επιχείρημα κατά της ενότητας της επιστολής –ή τουλάχιστον του κεφ. 8 με τη διαλλακτική επιστολή των εφτά πρώτων κεφαλαίων. 

Κατά την γνώμη μας, η εναλλαγή του αριθμού είναι καθαρά θέμα ύφους, φαινόμενο πολύ συνηθισμένο στα παύλεια κείμενα, και δεν μπορεί να αποτελέσει επιχείρημα για καμιά από τις αντιμαχόμενες απόψεις. Μόνο η αχαλίνωτη φιλολογική ερμηνευτική του περασμένου αιώνα3 θα μπορούσε να δώσει βάση σε παρόμοια στοιχεία διατυπώνοντας θεωρίες και δίνοντας θεολογικές προεκτάσεις ύψιστης σημασίας (όπως π.χ. εκείνη του Ρωμ 7). Το μόνο λοιπόν που μπορούμε να πούμε είναι ότι εδώ έχουμε μετάβαση σε άλλο, εντελώς διαφορετικό θέμα, πράγμα που πιστοποιείται και από τη χρήση του δέ (Τρεμπέλας), κυρίως όμως από την κλητική ἀδελφοί (Plummer κ.ά.). 

Ο όρος αδελφός στη βιβλική γλώσσα, χωρίς να παύει να δηλώνει όσους γεννήθηκαν από την ίδια μάνα, και κατ' επέκταση τα μέλη της ίδιας οικογένειας, φυλής, ή και του ίδιου λαού (Γεν 13,8· Μαρκ 6,3· Β´ Βασ 19,13· Δευτ 25,3 κ.ά), προσδιορίζει ένα δεσμό πνευματικής φύσης που έχει οικουμενικές διαστάσεις. Το όραμα των προφητών της Π.Δ. για οικουμενική αδελφοσύνη (πρβλ. Ησ 2,1-4· 66,18εξ) πραγματώνεται στην εκκλησία, τα μέλη της οποίας προσαγορεύονται «ἀδελφοί», μια και θεωρούνται μέλη της ίδιας οικογένειας, που έχει πατέρα τον Θεό. 

Οι περισσότεροι από τους σύγχρονους υπομνηματιστές (Plummer, Bultmann, Barren, Τρεμπέλας κ.ά.) δίνουν στην εισαγωγική αυτή φράση του κεφ. 8 την έννοια της γνωστοποίησης ή της εφίστησης της προσοχής σε κάτι που, είτε είναι άγνωστο, είτε αναγγέλλεται για πρώτη φορά. Εν- τούτοις, σε όλες τις ανάλογες περιπτώσεις, και κυρίως στο Γαλ 1,11 και Α´ Κορ 15,1, είναι φανερό πως γίνεται λόγος για κάτι που είναι ήδη γνωστό, έχει δηλαδή την έννοια της υπενθύμισης. Μπορούμε, λοιπόν, με κάποια σχετική βεβαιότητα να πούμε, ότι η έννοια του «γνωρίζω» στην προκειμένη περίπτωση, αν και αποτελεί δάνειο του αποστόλου Παύλου από την ελληνιστική επιστολογραφία, γίνεται terminus technicus με την έννοια της υπενθύμισης γνωστής αλήθειας ή γνωστού γεγονότος. Με αυτή τη σημασία μπορούμε να εκτιμήσουμε κάτω από νέο πρίσμα τόσο την ενότητα των κεφ. 8-9, όσο και τις συνθήκες της παύλειας αλληλογραφίας με τους Κορινθίους. 

Υπενθυμίζει, λοιπόν, ο απόστολος στους χριστιανούς της Κορίνθου τήν χάριν τοῦ Θεοῦ τήν δεδομένην. Πρόκειται για τη γενναιοδωρία του αποστόλου για την ανακούφιση των φτωχών της ιεροσολυμιτικής πρωτο- χριστιανικής κοινότητας. Η μεταγενέστερη βυζαντινή, αλλά και η δυτική εξηγητική παράδοση (Αμβροσιαστής, Ιερώνυμος, Πριμάσιος) αποδίδει στη φράση τήν χάριν τοῦ Θεοῦ την έννοια του χαρίσματος. Έτσι ο Οικουμένιος, συνοψίζοντας τις απόψεις παλαιότερων ερμηνευτών, αναφέρει στο υπόμνημά του: «καί φησίν τήν χάριν τοῦ Θεοῦ, χάριν λέγων τό χάρισμα». Με αυτόν τον τρόπο προσδιορίζει τη σημασία του όρου χάρις από τη γενική τοῦ Θεοῦ και από την έναρθρη μετοχή τήν δεδομένην. Η άποψη, ότι πρόκειται για γενική υποκειμενική4, βασίζεται στη γενική χρήση του όρου χάρις στις παύλειες επιστολές, η οποία μάλιστα προσδιορίζει μια από τις βασικότερες διδασκαλίες του αποστόλου, για την οποία θα κάνουμε λόγο παρακάτω. 

Προηγουμένως οφείλουμε μια σύντομη αναδρομή στην αρχαία πατερική ερμηνευτική παράδοση. Δυστυχώς δεν έχουμε μαρτυρίες σχολιασμού του στίχου από τους εκπροσώπους της αλεξανδρινής σχολής. Από την αντιοχειανή σχολή, ο Χρυσόστομος, κατανοώντας τη δυσκολία, σχολιάζει ως εξής: «ἵνα γάρ μή ἐπαίρωνται, χάριν τό πράγμα καλεῖ». «Πράγμα» όμως, όπως φαίνεται από το σχόλιο στο στίχο 8,4, εννοεί το θέμα των κεφ. 8-9, δηλ. τη λογεία (βλ. πιο κάτω την ερμηνεία του στίχου 8,4). Η σαφέστερη εντούτοις διατύπωση βρίσκεται στο Θεοδώρητο: «Θεοῦ δέ χάριν ὠνόμασε τήν κτήσιν τῶν ἀγαθῶν οὐ τό τῆς γνώμης ἐκβαλῶν αὐθαίρετον, ἀλλά διδάσκων ὅτι διά τῆς θείας ἐπικουρίας δυνατόν συναγαγεῖν τόν πλοῦτον τῆς ἀρετῆς». Πρόκειται για την πιο ριζοσπαστική απόδοση του όρου, που όμως βρίσκεται σε συμφωνία με την όλη διαπραγμάτευση του θέματος5. 

Ο όρος χάρις, που χρησιμοποιεί επανειλημμένα ο απόστολος για να χαρακτηρίσει τη λογεία, είχε αποκτήσει στον Ιουδαϊσμό πλούσια σημασία. Από τις διάφορες σημασίες που μαρτυρούνται στην Π.Δ., η βαθύτερη και πιο ουσιώδης συνδέεται με τη σχέση του Θεού προς τον άνθρωπο, όπως αυτή αποκαλύφθηκε στη Διαθήκη την οποία σύναψε ο Θεός με τον Ισραήλ6. Ενώ ο Ιησούς στα συνοπτικά ευαγγέλια προτιμάει κατηγορίες σκέψης, όπως «βασιλεία του Θεού» (η «βασιλεία των ουρανών» στο Ματθ), που υποδηλώνουν την κυριαρχία του Θεού, ο Παύλος ανύψωσε την έννοια της χάρης σε βασική και θεμελιακή αλήθεια του χριστιανισμού. Δεν αποτελεί υπερβολή αν συνοψίζαμε την παύλεια θεολογία ως χάρη του Θεού «ἐν Χριστῷ». Ο W. Manson7, έχοντας υπόψη τη θέση που κατέχει ο όρος τόσο στην παύλεια θεολογία, όσο και στη μεταγνέστερη του Παύλου εκκλησιαστική σκέψη, πιστεύει πως είναι χαρακτηριστική η απουσία του όρου με τη θεολογική του σημασία από τα λόγια του Ιησού. Μόνο στον πρόλογο του Δ´ Ευαγγελίου (1,14-16εξ) χρησιμοποιείται ο όρος με θεολογική σημασία που πλησιάζει το βάθος της παύλειας χρήσης. Ο απόστολος Παύλος, με βάση τη διαθηκική αντίληψη του όρου, προσπάθησε να ερμηνεύσει γιατί ο Ισραήλ, παρόλες τις επαγγελίες, απέρριψε τη σωτηρία, ενώ ο εθνικός κόσμος την αποδέχτηκε. Πολύ σωστά o R. Bultmann8 αντιδιαστέλλει την παύλεια χάρη του Θεού με την οργή του Θεού. Όπως η οργή του Θεού δεν αποτελεί εχθρική εκδήλωση αλλά πράξη της θεϊκής δικαιοσύνης, έτσι και η χάρη δεν πρέπει να σχετίζεται με τη φιλική διάθεση, η οποία υπερισχύει της έχθρας, αλλά με την εκδήλωση της σωστικής παρουσίας του Θεού, με την οποία ο άνθρωπος απαλάσσεται από τη δίκαιη εκδήλωση της θεϊκής οργής. Κατά τον απόστολο, η «χάρις τοῦ Θεοῦ» δωρίζεται στον άνθρωπο διά τῆς ἀπολυτρώσεως τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ (Ρωμ 3, 24), που σε τελευταία ανάλυση ταυτίζεται με το σταυρό του Χριστού9. Αυτός ακριβώς ο συσχετισμός της θεϊκής χάρης προς τη σωτηρία προσδιορίζει και τη σημασία του όρου σε όλες τις υπόλοιπες χρήσεις του στις παύλειες επιστολές10. Έτσι, με το Πνεύμα του Θεού μπορεί να κατανοήσει τη χάρη του Θεού (Α´ Κορ 2,12) ο άνθρωπος, ο οποίος μόλις τη δεχθεί (πρβλ. Β´ Κορ 6,1) ελευθερώνεται από τα δεσμά του κόσμου και ειδικότερα του Νόμου (Ρωμ 6,14εξ· 4,4· 5,16εξ). Σαν συνέπεια όλων αυτών, η χάρη του Θεού εγκαινιάζει νέα διάσταση στην κοινή συλλογική ζωή (πρβλ. Γαλ 5,4· Ρωμ 5,2), αλλά και στις επιμέρους εκφάνσεις της, τα χαρίσματα (Ρωμ 12,6· Α´ Κορ 1,4· 12,1εξ). 

Επομένως, κάνοντας ένα βήμα ακόμη παραπέρα, μπορούμε να κατανοήσουμε τη λογική προέκταση αυτής της συλλογιστικής· το πώς δηλαδή ο όρος «χάρις» χρησιμοποιείται με την καθαρά υλική έννοια του προσδιορισμού της λογείας. Κατά τον Nickle, η «χάρις» αναφερόμενη στη λογεία προσλαμβάνει σειρά από έννοιες όπως: 

(α) η θεϊκή δωρεά που έκανε δυνατή τη γνήσια χριστιανική συμμετοχή στην οικουμενική εξόρμηση (Β´ Κορ 8,1· 9,8· 14·15) 

(β) η ίδια η πράξη της συμμετοχής στη λογεία (Β´ Κορ 8,6)· 

(γ) το αποτέλεσμα αυτής της συμμετοχής Α´ Κορ 16,3)· 

(δ) η έκφραση της χριστιανικής αδελφοσύνης (8,4·7) και 

(ε) αναπόσπαστο συστατικό της διακονίας του αποστόλου (Β´ Κορ 8,19· 9,1) που υποκινείται και δικαιώνεται από το παράδειγμα της χάρης του Χριστού (Β´ Κορ 8,9).11 

Η ανάπτυξη όμως αυτή του Nickle αδυνατεί να αναγνωρίσει την καινοτομία της χρήσης του όρου με την καθαρά υλική σημασία, όπως τουλάχιστον την κατανόησαν οι αντιοχειανοί Πατέρες. 

Χωρίς να αρνούμαστε το θεοκεντρικό (ή καλύτερα το χριστοκεντρικό όπως φαίνεται) χαρακτήρα της χριστιανικής ηθικής, οφείλουμε να δούμε τον όρο «χάρις» στη γενικότερη συνάφεια των κεφ. 8 και 9. Είναι χαρακτηριστικό πως ο όρος χρησιμοποιείται στα κεφ. αυτά με αξιοθαύμαστη ποικιλία εννοιών (πρβλ. 8,4·6·7·9·16·19 και 9,8·14·15) για τις οποίες θα γίνει λόγος παρακάτω. Εδώ απλώς οφείλουμε να σημειώσουμε τη σχεδόν διαμετρικά αντίθετη (δηλαδή ανθρωποκεντρική) χροιά που έχει ο όρος σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις (όπως π.χ. στους στίχ. 8,4·7). Έτσι μπορούμε να κατανοήσουμε κάπως καλύτερα την ευρύτητα που έχει σημασιολογικά ο όρος και σ' αυτόν ακόμη το στίχ. 8,1. Πολύ σωστά, λοιπόν, έχει υποστηριχτεί πως το θέμα των κεφ. 8 και 9 δε θα πρέπει να κατανοείται ως ένα ιδεώδες ανθρωποκεντρικού χαρακτήρα, αλλά να ερμηνεύεται μέσα από το πρίσμα της θεώρησης από τον Παύλο της λογείας, ως χάρης, για την οποία οφείλουν τόσο αυτός, όσο και οι κοινότητες να συνεργαστούν (Bultmann). Γι' αυτό και ο Bultmann τιτλοφορεί την ενότητα των στίχων 8,1-7: «Η προσφορά ως χάρις». 

Μέσα από αυτή την προοπτική, μπορούμε να κατανοήσουμε και τη σημασία του δεδομένην. Με τη λέξη αυτή δεν υπονοείται ότι κάτι δόθηκε στις εκκλησίες της Μακεδονίας, ενώ αποστερήθηκε από άλλες κοινότητες. Μάλλον υποδηλώνεται η φανέρωση αυτού, που ο Παύλος ονομάζει χάρις Θεοῦ, και που στην προκειμένη περίπτωση καλύπτει το σύνολο της θείας οικονομίας, χειροπιαστή απόδειξη της οποίας αποτελεί η γενναιοδωρία των Μακεδόνων. Με τον τρόπο αυτό παρακάμπτουμε το δίλημμα στο οποίο εμπλέκεται o Barrett, o οποίος υποστηρίζει ότι ο Παύλος με τον όρο «χάρις τοῦ Θεοῦ» μπορεί να εννοεί: ή (α) ότι η γενναιοδωρία των Μακεδόνων είναι γενναιοδωρία του ίδιου του Θεού· ή (β) ότι ο Θεός έδωσε χάρη στους Μακεδόνες (με αυτή την έννοια απαντάει ο όρος στο Α´ Κορ 1,4) με αποτέλεσμα να γίνουν γενναιόδωροι. Ο Παύλος όμως, για τον διάσημο αυτό Βρετανό ερμηνευτή, ίσως να μην επιθυμούσε να ξεχωρίσει τις δυο αυτές δυνατότητες ερμηνείας. Εδώ όμως θα πρέπει να υπενθυμίσουμε τη διαφορά ανάμεσα στο τήν δοθείσαν του Α´ Κορ 1,4 και στο τήν δεδομένην του Β´ Κορ 8,1. 

Ἐν ταῖς ἐκκλησίαις τῆς Μακεδονίας. Ο Απόστολος Παύλος δεν προσδιορίζει για ποιες εκκλησίες κάνει λόγο. Προφανώς όμως υπονοεί τις κοινότητες των Φιλίππων, της Θεσσαλονίκης και της Βέροιας. Για τη συμμετοχή των εκκλησιών της Μακεδονίας στη λογεία, γίνεται μνεία και στο Ρωμ 15.26.12 Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η επιλογή του όρου ἐκκλησίαι, αντί της πιο συνηθισμένης την εποχή εκείνη έκφρασης ἀδελφοί, είναι μάλλον συνειδητή. Ο απόστολος στοχεύει, ιδιαίτερα μάλιστα με τη λογεία, στην εκκλησιαστική ενότητα του αρχέγονου χριστιανισμού. 

Από το 148 π.Χ. –και οριστικά μετά τη μάχη της Πύδνας 168 π.Χ.– το αρχαίο βασίλειο της Μακεδονίας έγινε ρωμαϊκή επαρχία, ενώ από το 27 π.Χ. ώς το 15 μ.Χ., όπως επίσης και από το 44 μ.Χ. και εξής, μετατράπηκε σε συγκλητική επαρχία, με όρια δικαιοδοσίας βόρεια της επαρχίας της Αχαΐας, μέχρι την περιοχή των Φιλίππων ανατολικά, και μέχρι την Απολλωνία δυτικά. Οι περισσότεροι από τους σύγχρονους ερμηνευτές (Plummer, Strachan, Τρεμπέλας) πιστεύουν ότι εδώ ο Απόστολος αναφέ- ρεται όχι στη ρωμαϊκή επαρχία, αλλά στο αρχαίο βασίλειο των Μακεδόνων που περιλάμβανε και την Ήπειρο και τη Θεσσαλία.13 

Σημειώσεις
1 Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Χρυσόστομος, ο Θεοδώρητος και μερικά μικρογράμματα χειρόγραφα (1,2,3,4,28,31,35,47) έχουν γνωρίζω (βλ. Wettstein). Για το θέμα αυτό βλ. Ε. von Dobschütz, “Wir und ich bei Paulus”, ZST 10 (1932-33) 251-77· και W. F. Lofthouse, “‛I’ and ‛we’ in the Pauline Letters”, ExpT 64 (1952-53) 241-45.
2 J. H. Moulton-G. Milligan, The Vocabulary of the Greek Testament illustrated from the Papyri and other non-literal Sources (1928) στη λέξη.
3 Βλ. Π. Β. Βασιλειάδη, Θέματα Ορθόδοξης Ερμηνευτικής (1985) σελ. 38εξ.
4 Η διάκριση ανάμεσα στην υποκειμενική και αντικειμενική γενική είναι ένα από τα δυσκολότερα προβλήματα της καινοδιαθηκικής εξήγησης. Περισσότερα για την γενική πτώση στην Κ.Δ. στο Π. Βασιλειάδη, «Η έννοια της φράσης μαρτυρία Ιησού στην Αποκάλυψη», ΑΒΜ 13 (1984) 41-51, σελ. 42εξ· επίσης P. Vassiliadis, “The Translation of Martyria lêsou in Revelation”, BT 36 (1985) 129-34,
σελ. 129εξ.
5 Χαρακτηριστικό είναι το σχόλιο του Τρεμπέλα, ο οποίος αδυνατεί να αντιληφθεί τη θεολογική διάσταση της επιλογής από τον Παύλο του πολυσήμαντου αυτού όρου: «τήν χάριν τοῦ Θεοῦ πρέπει νά ἀναγνωρίζωμεν καί νά ὀμολογῶμεν ὡς τήν ρίζαν καί πηγήν παντός ἀγαθοῦ, ὅπερ ὑπάρχει ἐν ἡμῖν ἤ
ἐνεργεῖται ὑφ' ὑμῶν εἰς ὀποιονδήποτε καιρόν. Εἶναι δέ ὄντως μεγάλη χάρις καί εὔνοια Θεοῦ τό νά καταξιούμεθα νά εἴμεθα χρήσιμοι εἴς τούς ἄλλους καί νά πρωτοστατοῦμεν εἰς ἀγαθά ἔργα».
6 Βλ. K. F. Nickle, The Collection. A Study in Paul's Strategy (1966) σελ. 109.
7 “Grace in the New Testament”, The Doctrine of Grace, έκδ. W. T. Whitley (1932) 33-60, σελ. 40εξ· πρβλ. J. Moffatt, Grace in the New Testament (1931)· J. Wobbe, Der Charis-Gedanke bei Paulus (1932)· W. Grundmann, “Die Übermacht der Gnade”, NT 2 (1958) 50-72.
8 Theologie des Neuen Testaments (19583) σελ. 387εξ.
9 Για την παύλεια θεολογία του σταυρού βλ. Π. Β. Βασιλειάδη, Σταυρός και Σωτηρία, Το σωτηριολογικό υπόβαθρο της παύλειας διδασκαλίας του σταυρού υπό το πρίσμα της προπαύλειας ερμηνείας του θανάτου του Ιησού (1983).
10 Βλ. Η. Conzelmann, «χαίρω, χαρά, χάρις κλπ», ThWNT τομ. IX 350-66· 377-465, σελ. 383εξ.
11 K. F. Nickle, The Collection, σελ. 109-10.
12 Για άλλες μαρτυρίες βλ. Β´ Κορ 1,16· 2,13- 7,5· 11,9· Φιλιπ 4,15· Α´ Θεσ 1,7· 8· 4,10· Πραξ 17,10.
13 Είναι χαρακτηριστικό το σχόλιο του Θεοφύλακτου· «καί οὐκ εἶπε, τηδί ἤ τήδε τῇ πόλει, ἀλλ' ὁλόκληρον τήν Μακεδονίαν ἐπαινεῖ, ἵνα καί αὐτοί πάντες πρός τά ἴσα ἀποβλέψωσι».

ΜΙΑ ΑΠΙΣΤΕΥΤΗ ΜΙΖΕΡΙΑ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΒΓΑΖΟΥΝ ΤΟ ΨΩΜΙ ΤΟΥΣ ΣΑΝ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ ΤΟΥ ΟΗΕ. ΔΕΝ ΠΙΣΤΕΥΟΥΝ ΣΕ ΤΙΠΟΤΕ. Η ΜΟΝΗ ΤΟΥΣ ΦΙΛΟΔΟΞΙΑ ΝΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΘΟΥΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΓΓΛΟΣΑΞΩΝΕΣ ΕΡΕΥΝΗΤΕΣ ΙΣΑΞΙΟΙ ΤΟΥΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: