Πώς να μη θυμάται κανείς κάθε χρονιάρα μέρα, και μάλιστα το Πάσχα, εκείνον, που αν δεν ήτανε ο μόνος πιστός άνθρωπος, ήτανε ωστόσο ο μόνος θρησκευτικός «ποιητής» του καιρού μας, —τον Παπαδιαμάντη; Ούτε μυστικιστής και πανθεϊκός («διαστολή» του εγώ προς το Σύμπαν!) ούτε ωραιολάτρης του θρησκευτικού βίου. Χριστιανός τής ουσίας και των τύπων, της πίστης και τού δόγματος, της ψυχής και του κανόνα, της θεωρίας και της πράξης. Αυτού του είδους η θρησκευτικότητα «ζει» στο έργο του, ενώ των άλλων (μανιέρα και… κυμβαλαλισμός!) απουσιάζει ολότελα. Επειδή έτυχε να θυμηθούμε τον Παπαδιαμάντη κάνουμε αυτήν την παρατήρηση και μαζί μ’ αυτήν και μιαν άλλη: πως δεν είναι το θέμα, που δίνει αξία στο έργο παρά η ειλικρίνεια.
Και τώρα: ο κυρ Αλέξανδρος, ο ψάλτης και τυπικάρης, τη Μεγάλη Βδομάδα βρισκότανε σε ακατάπαυτη κίνηση κι αγρυπνία. Με το λαμπαδάριο Χριστοφίλη, με τον εξάδερφό του το Μωραϊτίδη, τη «σεβάσμια μητέρα» Ολυμπιάδα και με λιγοστούς φιλακολούθους στο ιδιωτικό παρεκκλήσι του Αγ. Ελισσαίου εκτελούσε τα χρέη του με πάθος. Έψελνε με σπανία γνώση τής βυζαντινής μουσικής, με «πενιχράν φωνήν», αλλά πολύ χρωματισμένη και κραδαινότανε ολάκερος έως οχτώ ώρες. «Ψάλλων ο Παπαδιαμάντης εσκίρτα αληθώς, ηγάλλετο, εθλίβετο, και οιονεί συνέπασχε μετά του υμνωδού… Εάν φράσις τις περιείχε επιτακτικήν τινα έννοιαν ως λ.χ. «αυτόν προσκυνήσωμεν» ήτο αδύνατον να μη συνοδεύσει το μέλος τούτης και με μίαν ζωηράν πλήξιν του ποδός επί του εδάφους…» Ύστερα από ένα τέτοιον αγώνα σωματικό και ψυχικό, μιας ολάκερης βδομάδας, μέρα και νύχτα, ύστερα από νηστεία σαράντα ημερών, κυρ Αλέξανδρος θα πήγαινε σε καμιά ταβέρνα του Ψυρρή με τούς «συμποτικούς φίλους» (το Χριστοφίλη τον καντηλανάφτη, τον κυρ Στρατή τον ψάλτη του Νεκροταφείου, τον κυρ Νικολάκη το Θεοφιλάτο,τoν κυρ Γρηγοράκη το Γιακουμή, το Γιάννη το Μανάφτη, το Νήφωνα Διανέλλο τον καλόγερο κτλ.) για να γιορτάσουνε με τη γκιουβετσάδα και με το κρασί τη μεγάλη μέρα.
Αλλά όχι σπάνια, στα τελευταία χρόνια, ο Παπαδιαμάντης ήτανε το Πάσχα καλεσμένος στου φίλου του κυρ Στέφανου, του «Προέδρου» τής Δεξαμενής.
Ο κυρ Στέφανος, παλιός πρόεδρος των αμαξάδων, ερχότανε με τα ποδήματά του (χειμώνα καλοκαίρι), με τη μαγκούρα του και τα γαλανά του μάτια να πάρει κατά το μεσημέρι τον κυρ Αλέξαντρο να πάνε σπίτι. Κατηφόριζαν κι οι δυο τα σκαλιά της πλατείας και λίγο παραπέρα στην οδόν Σπευσίππου ήτανε η αυλή του κυρ Στέφανου με την πλατιά πόρτα, ώστε να χωράει μέσα το αμάξι, που τώρα το δούλευε ο γιός του. Στο τραπέζι ήτανε το ταψί με τ’ αρνί και τις πατάτες, η πιατέλα με τη μαρουλοσαλάτα κι η χιλιάρα με το κρασί. Δίπλα στο κεχριμπαρί τής ρετσίνας τα κόκκινα αυγά.
Πριν καθίσουν ο Παπαδιαμάντης έκανε την προσευχή: «Φάγονται πένητες και εμπλησθήσονται και αινέσουσι κύριον οι ευλογούντες αυτόν, ζήσονται αι καρδίαι αυτών εις αιώνας αιώνων». Και τότε μονάχα καθότανε ο καθένας στην καρέκλα του. Και τότε γινότανε το εξής: Πριν να βάλει μπουκιά στο στόμα του ο κυρ Αλέξαντρος, γέμιζε μια κούπα, που την τοποθετούσανε μπροστά του, με «ξανθόν ρητινίτην», τη γέμιζε ώς τα χείλια και κατόπι πιάνοντάς τη με τις δυο του χούφτες, που τρέμανε, την έφερνε στο στόμα και την άδειαζε ώς κάτου. Τότε μονάχα αστράφτανε τα μάτια του και λυνότανε η γλώσσα του κι άνοιγε η όρεξή του. Το πάθος!
Έτσι ο Παπαδιαμάντης έκανε «Πάσχα ρωμέικο να ευφρανθεί η ψυχή του». Κι όταν ο μέσα του κόσμος μαγευότανε, άρχιζε να σιγοψέλνει διάφορα τροπάρια — το άλλο του πάθος. Κι ύστερα θα μπορούσε να λέει την περίφημη φράση, που την έχει γράψει σ’ ένα διήγημά του -φράση που περιέχει όλον τον παθητικό λυρισμό του για το κρασί: «Ήτον ωραίον ρετσινάτον όλον άρωμα και πτήσις και αφρός»! Δίψα του Βάκχου και του… Δαυίδ!
Πάντα ο ποιητής της «Φόνισσας» και της «Νοσταλγού» γλεντούσε μονάχα με ανθρώπους τού λαού. «Ω πενιχρά και υπερτάτη ευτυχία τού φτωχού»! Κι όπως λέγει ο κ. Βαλέτας, απ’ όπου αντλήσαμε πολλές βιογραφικές πληροφορίες για τον άνθρωπο: «από το λαό ξεκίνησε, με το λαό πέρασε τη ζωή του, στο λαό άνοιξε την ψυχή του».
Και τώρα: ο κυρ Αλέξανδρος, ο ψάλτης και τυπικάρης, τη Μεγάλη Βδομάδα βρισκότανε σε ακατάπαυτη κίνηση κι αγρυπνία. Με το λαμπαδάριο Χριστοφίλη, με τον εξάδερφό του το Μωραϊτίδη, τη «σεβάσμια μητέρα» Ολυμπιάδα και με λιγοστούς φιλακολούθους στο ιδιωτικό παρεκκλήσι του Αγ. Ελισσαίου εκτελούσε τα χρέη του με πάθος. Έψελνε με σπανία γνώση τής βυζαντινής μουσικής, με «πενιχράν φωνήν», αλλά πολύ χρωματισμένη και κραδαινότανε ολάκερος έως οχτώ ώρες. «Ψάλλων ο Παπαδιαμάντης εσκίρτα αληθώς, ηγάλλετο, εθλίβετο, και οιονεί συνέπασχε μετά του υμνωδού… Εάν φράσις τις περιείχε επιτακτικήν τινα έννοιαν ως λ.χ. «αυτόν προσκυνήσωμεν» ήτο αδύνατον να μη συνοδεύσει το μέλος τούτης και με μίαν ζωηράν πλήξιν του ποδός επί του εδάφους…» Ύστερα από ένα τέτοιον αγώνα σωματικό και ψυχικό, μιας ολάκερης βδομάδας, μέρα και νύχτα, ύστερα από νηστεία σαράντα ημερών, κυρ Αλέξανδρος θα πήγαινε σε καμιά ταβέρνα του Ψυρρή με τούς «συμποτικούς φίλους» (το Χριστοφίλη τον καντηλανάφτη, τον κυρ Στρατή τον ψάλτη του Νεκροταφείου, τον κυρ Νικολάκη το Θεοφιλάτο,τoν κυρ Γρηγοράκη το Γιακουμή, το Γιάννη το Μανάφτη, το Νήφωνα Διανέλλο τον καλόγερο κτλ.) για να γιορτάσουνε με τη γκιουβετσάδα και με το κρασί τη μεγάλη μέρα.
Αλλά όχι σπάνια, στα τελευταία χρόνια, ο Παπαδιαμάντης ήτανε το Πάσχα καλεσμένος στου φίλου του κυρ Στέφανου, του «Προέδρου» τής Δεξαμενής.
Ο κυρ Στέφανος, παλιός πρόεδρος των αμαξάδων, ερχότανε με τα ποδήματά του (χειμώνα καλοκαίρι), με τη μαγκούρα του και τα γαλανά του μάτια να πάρει κατά το μεσημέρι τον κυρ Αλέξαντρο να πάνε σπίτι. Κατηφόριζαν κι οι δυο τα σκαλιά της πλατείας και λίγο παραπέρα στην οδόν Σπευσίππου ήτανε η αυλή του κυρ Στέφανου με την πλατιά πόρτα, ώστε να χωράει μέσα το αμάξι, που τώρα το δούλευε ο γιός του. Στο τραπέζι ήτανε το ταψί με τ’ αρνί και τις πατάτες, η πιατέλα με τη μαρουλοσαλάτα κι η χιλιάρα με το κρασί. Δίπλα στο κεχριμπαρί τής ρετσίνας τα κόκκινα αυγά.
Πριν καθίσουν ο Παπαδιαμάντης έκανε την προσευχή: «Φάγονται πένητες και εμπλησθήσονται και αινέσουσι κύριον οι ευλογούντες αυτόν, ζήσονται αι καρδίαι αυτών εις αιώνας αιώνων». Και τότε μονάχα καθότανε ο καθένας στην καρέκλα του. Και τότε γινότανε το εξής: Πριν να βάλει μπουκιά στο στόμα του ο κυρ Αλέξαντρος, γέμιζε μια κούπα, που την τοποθετούσανε μπροστά του, με «ξανθόν ρητινίτην», τη γέμιζε ώς τα χείλια και κατόπι πιάνοντάς τη με τις δυο του χούφτες, που τρέμανε, την έφερνε στο στόμα και την άδειαζε ώς κάτου. Τότε μονάχα αστράφτανε τα μάτια του και λυνότανε η γλώσσα του κι άνοιγε η όρεξή του. Το πάθος!
Έτσι ο Παπαδιαμάντης έκανε «Πάσχα ρωμέικο να ευφρανθεί η ψυχή του». Κι όταν ο μέσα του κόσμος μαγευότανε, άρχιζε να σιγοψέλνει διάφορα τροπάρια — το άλλο του πάθος. Κι ύστερα θα μπορούσε να λέει την περίφημη φράση, που την έχει γράψει σ’ ένα διήγημά του -φράση που περιέχει όλον τον παθητικό λυρισμό του για το κρασί: «Ήτον ωραίον ρετσινάτον όλον άρωμα και πτήσις και αφρός»! Δίψα του Βάκχου και του… Δαυίδ!
Πάντα ο ποιητής της «Φόνισσας» και της «Νοσταλγού» γλεντούσε μονάχα με ανθρώπους τού λαού. «Ω πενιχρά και υπερτάτη ευτυχία τού φτωχού»! Κι όπως λέγει ο κ. Βαλέτας, απ’ όπου αντλήσαμε πολλές βιογραφικές πληροφορίες για τον άνθρωπο: «από το λαό ξεκίνησε, με το λαό πέρασε τη ζωή του, στο λαό άνοιξε την ψυχή του».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου