Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2025

Μορφές της λογικότητας στον Αριστοτέλη (2/5) α

 Συνέχεια από Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2025


Μορφές της λογικότητας στον Αριστοτέλη (2/5) α
Enrico Berti

https://www.youtube.com/watch?v=e1ldnJvreL8&t=496s


Συνεχίζοντας τη συζήτηση για τις μορφές της λογικότητας στον Αριστοτέλη, αφού εξετάσαμε, έστω και πολύ συνοπτικά στο χθεσινοβραδινό μάθημα, τις δύο κύριες —αν και όχι μοναδικές· αργότερα θα συναντήσουμε και άλλες— μορφές λογικότητας που θεωρητικοποίησε ο Αριστοτέλης, δηλαδή την αποδεικτική και τη διαλεκτική, απόψε θα δούμε τις εφαρμογές τους. Πρώτα απ’ όλα, μέσα σε εκείνη την επιστήμη που για τον Αριστοτέλη είναι η πρώτη που πρέπει να αντιμετωπιστεί —αν και το όνομά της δεν είναι «Πρώτη Φιλοσοφία», γιατί είναι «πρώτη» μόνο, θα έλεγε ο Αριστοτέλης, για μας και όχι καθ’ εαυτή— δηλαδή τη φυσική. Είναι λοιπόν ενδιαφέρον να εξετάσουμε σε ποιον βαθμό ο Αριστοτέλης στη φυσική του εφάρμοσε λογικές διαδικασίες που μπορούν να αναχθούν είτε στην αποδεικτική είτε στη διαλεκτική.

Όσον αφορά τη φυσική του Αριστοτέλη, χρειάζεται μια μικρή εισαγωγή. Ίσως πρόκειται για την πλευρά, ας το πούμε έτσι, του συστήματος, το μέρος του αριστοτελικού συστήματος που κακοποιήθηκε και επικρίθηκε περισσότερο στους νεότερους χρόνους, επειδή ερμηνεύτηκε πάντοτε ως μια προσέγγιση της πραγματικότητας επιστημονικού τύπου, με την έννοια που απέδωσε σε αυτόν τον όρο η νεότερη κουλτούρα. Τώρα, είναι φανερό ότι από αυτή την οπτική η φυσική του Αριστοτέλη ξεπεράστηκε σε μεγάλο βαθμό από τη νεότερη μαθηματική φυσική ήδη από την εποχή του Γαλιλαίου.

Έτσι, για μερικούς αιώνες, ιδιαίτερα κατά τον 17ο και τον 18ο, η φυσική του Αριστοτέλη είχε χάσει κάθε ενδιαφέρον, είτε επιστημονικό είτε φιλοσοφικό· μάλιστα αναφερόταν συχνά ως αφορμή για γέλιο, ως αντικείμενο περιφρόνησης. Αρκεί να σκεφτούμε τον ρόλο που διαδραματίζει ο χαρακτήρας του Σιμπλίκιου στον Διάλογο περί των δύο μέγιστων συστημάτων του Γαλιλαίου. Ο Σιμπλίκιος είναι ακριβώς ο εκπρόσωπος, ο αντιπρόσωπος της αριστοτελικής φυσικής.

Πρέπει, ωστόσο, να ειπωθεί ότι κατά τη νεότερη εποχή υπήρξε μία μεγάλη και σημαντική εξαίρεση σε αυτήν την κρίση, που δεν είναι άλλη από τον Χέγκελ. Ο Χέγκελ αντιλήφθηκε, όπως συνήθως, και την αξία της φυσικής του Αριστοτέλη, και εντόπισε το πιο έγκυρο στοιχείο της ακριβώς σε εκείνη την πλευρά της που είχε δεχθεί τη μεγαλύτερη κριτική από τη νεότερη κουλτούρα: δηλαδή στην τελεολογική θεώρηση της πραγματικότητας. Αυτή η θεώρηση, που είχε απορριφθεί με περιφρόνηση από τον νεότερο μηχανικισμό —για τον οποίο το πρότυπο ερμηνείας της φυσικής πραγματικότητας ήταν η μηχανή— αποτελεί, αντίθετα, για τον Χέγκελ το σημαντικότερο προτέρημα της φυσικής του Αριστοτέλη, διότι χάρη στον τελεολογικό της χαρακτήρα η αριστοτελική φυσική είναι ικανή να αναγάγει την άπειρη πολλαπλότητα της εμπειρίας στην ενότητα της έννοιας.

Αυτοί είναι οι όροι με τους οποίους εκφράζεται ο Χέγκελ, και είναι αυτονόητη η θετική κρίση που, κατά συνέπεια, διατύπωσε για τη φυσική του Αριστοτέλη. Είναι γνωστό ότι ο Χέγκελ υπήρξε επικριτικός απέναντι στη μηχανική του Νεύτωνα —ήταν εχθρικός προς τον Νεύτωνα— και αυτό τον οδηγούσε σχεδόν αυτόματα να πάρει το μέρος της αριστοτελικής φυσικής. Μετά τον Χέγκελ, κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, ιδιαίτερα με την ανάπτυξη της βιολογίας και επομένως μιας θεώρησης της φύσης μη μηχανιστικού τύπου, η φυσική του Αριστοτέλη άρχισε σταδιακά να επανεκτιμάται, έως ότου σε σχετικά πρόσφατη εποχή, δηλαδή ακριβώς το 1961, δημοσιεύθηκε ένα σημαντικό βιβλίο αφιερωμένο εξ ολοκλήρου στη φυσική του Αριστοτέλη από τον Βόλφγκανγκ Βίλαντ (Wolfgang Wieland), τότε καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν, στο οποίο ο Βίλαντ όχι μόνο επανεκτιμά τη φυσική του Αριστοτέλη, αλλά φτάνει να μιλά για ένα πραγματικό «πρωτείο της φυσικής» μέσα στο σύνολο της φιλοσοφίας του Αριστοτέλη.

Γιατί «πρωτείο της φυσικής»; Διότι η διάκριση μεταξύ φυσικής και μεταφυσικής —δηλαδή φυσικής και πρώτης φιλοσοφίας— δεν είναι μια διάκριση από την οποία ξεκινά ο Αριστοτέλης· δεν είναι μια προκαταρκτική διάκριση που θέτει ο ίδιος κατά τον σχεδιασμό, θα λέγαμε, του συστήματός του· είναι απλώς ένα σημείο άφιξης, στο οποίο φτάνει ο Αριστοτέλης στο τέλος της φυσικής, χάρη στα αποτελέσματα που έχει επιτύχει μέσα στη φυσική. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι τη στιγμή που ο Αριστοτέλης σχεδιάζει την έρευνά του πάνω στην πραγματικότητα —δηλαδή πάνω στον κόσμο της εμπειρίας, σε εκείνο που ο ίδιος αποκαλούσε φύσιν (physis)—, ο όρος αυτός είχε για τον Αριστοτέλη μια πολύ ευρύτερη σημασία απ’ ό,τι έχει σήμερα η λέξη «φύση». Διότι, όπως όλοι γνωρίζουν, στη φύσιν για τον Αριστοτέλη περιλαμβάνεται και ο άνθρωπος· η μοναδική αντιπαράθεση που ο Αριστοτέλης καθιερώνει είναι ανάμεσα στα όντα που υπάρχουν φύσει, «εκ φύσεως», και σε εκείνα που είναι προϊόντα του ανθρώπου, δηλαδή τα artefacta, τα οποία παράγονται από την τέχνη, την ανθρώπινη τέχνη. Και ο άνθρωπος, προφανώς, υπάρχει εκ φύσεως· δεν είναι τεχνητό δημιούργημα, επομένως ανήκει και αυτός στη φύση.

Στη φυσική του Αριστοτέλη, λοιπόν, περιλαμβάνεται όχι μόνο η κοσμολογία —η μελέτη της Γης και του Ουρανού— αλλά και η βιολογία, η ζωολογία, η ίδια η ανθρωπολογία, ακόμη και η ψυχολογία· δηλαδή, οτιδήποτε ανήκει στη φύσιν, οτιδήποτε δεν είναι προϊόν του ανθρώπου αλλά υπάρχει, γεννάται, όπως λέει ο Αριστοτέλης, «από δική του δύναμη». Διότι η φύση, για τον Αριστοτέλη, είναι η αρχή της κίνησης, της μεταβολής, της γένεσης, εγγενής στο ίδιο το πράγμα που γεννιέται. Ό,τι υπάρχει εκ φύσεως είναι αντικείμενο αυτής της επιστήμης, η οποία —όπως κάθε αληθινή επιστήμη πρέπει να είναι— είναι ουσιαστικά έρευνα των αιτίων.

Είδαμε ήδη χθες, στο απόσπασμα από τα Αναλυτικά Ύστερα, ότι η επιστήμη (episteme), σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, σημαίνει κατ’ αρχάς έρευνα των αιτίων, γνώση των αιτίων. Επομένως, να κάνει κανείς «επιστήμη της φύσεως»σημαίνει να ερευνά τα αίτιά της. Ποια αίτια; Μα, είναι ακριβώς μέσα στη Φυσική όπου ο Αριστοτέλης διατυπώνει για πρώτη φορά τη γνωστή του διδασκαλία περί των τεσσάρων αιτίων —ή, καλύτερα, των τεσσάρων τύπων αιτίου, των τεσσάρων γενών αιτίου—, διδασκαλία την οποία, χωρίς καμιά αμφιβολία, ο Αριστοτέλης θεωρούσε ως την πιο σημαντική του.

Αν κάποιος ρωτούσε τον Αριστοτέλη ποια θεωρούσε τη μεγαλύτερη συνεισφορά του στη φιλοσοφία, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα υποδείκνυε τη διδασκαλία των τεσσάρων αιτίων. Η απόδειξη αυτής της θέσης βρίσκεται στον τρόπο με τον οποίο, σε εκείνη τη διάσημη «ιστορία της φιλοσοφίας» που αποτελεί το πρώτο βιβλίο της Μεταφυσικής, παρουσιάζει όλους τους προγενέστερους φιλοσόφους: τους παρουσιάζει όλους υπό το φως της διδασκαλίας του για τα τέσσερα αίτια, τους επαινεί και τους εκτιμά στο μέτρο που ανακάλυψαν κάποιο από αυτά τα αίτια, και τους επικρίνει επειδή παρέλειψαν κάποιο άλλο· έτσι ώστε τελικά καταλήγει ότι κανένας δεν τα είδε όλα και τα τέσσερα, όπως κατόρθωσε να τα δει ο ίδιος. Αυτό είναι το σημάδι ότι ο Αριστοτέλης αναγνώριζε στη διδασκαλία των τεσσάρων αιτίων το πιο σημαντικό στοιχείο ολόκληρης της φιλοσοφίας του.

Λοιπόν, η διδασκαλία των τεσσάρων αιτίων διατυπώνεται μέσα στη Φυσική. Στη Μεταφυσική ο Αριστοτέλης απλώς την υπενθυμίζει. Ακριβώς στο πρώτο βιβλίο της Μεταφυσικής, όταν πρόκειται να εκθέσει τις θεωρίες όλων των προδρόμων του, παραπέμπει στη διάκριση των τεσσάρων αιτίων που έχει ήδη αναπτύξει στη Φυσική.

Όμως —και αυτό είναι ένα σημείο που δεν λαμβάνεται πάντοτε υπόψη— τα τέσσερα αίτια για τα οποία μιλά ο Αριστοτέλης δεν είναι, θα λέγαμε, τέσσερις οντότητες. Δηλαδή, όταν λέει «κινούν αίτιο» ή «κινητήρια αιτία», ή «αιτία τυπική», «μορφή», δεν αναφέρεται σε μία και μοναδική πραγματικότητα, σε μια συγκεκριμένη υπαρκτή οντότητα· αναφέρεται σε ένα είδος οντοτήτων.

Για παράδειγμα, για κάθε πράγμα πρέπει να ερευνήσουμε το κινούν αίτιο· για κάθε πράγμα, επομένως, πρέπει να ερευνήσουμε την αρχή που το έφερε σε ύπαρξη, που το «παρήγαγε» ή το «γέννησε». Μα αυτό, προφανώς, είναι κάτι διαφορετικό για κάθε πράγμα.

Υπάρχει εκείνο το περίφημο παράδειγμα στο βιβλίο Λάμδα της Μεταφυσικής, όπου ο Αριστοτέλης λέει —προφανώς απευθυνόμενος σε κάποιον, πράγμα που δείχνει ότι τα έργα του ήταν μαθήματα που παρέδιδε σε ακροατήριο—: «Η αιτία του Αχιλλέα είναι ο Πηλέας, και η δική σου αιτία είναι ο πατέρας σου». Χρησιμοποιεί μάλιστα το β΄ ενικό: «η δική σου αιτία είναι ο πατέρας σου». Και εσύ έχεις ύλη, μορφή, κινούν αίτιο και τελικό αίτιο.

Κάθε πράγμα, λοιπόν, έχει το δικό του κινούν αίτιο, τη δική του μορφική αιτία, τη δική του ύλη κ.ο.κ. Αυτά τα αίτια, λέει ο Αριστοτέλης, είναι τα ίδια για όλα τα πράγματα, μόνο κατ’ αναλογίαν. Πράγμα που σημαίνει ότι το κινούν αίτιο του Αχιλλέα στέκει προς τον Αχιλλέα όπως το κινούν αίτιο το δικό σου στέκει προς εσένα· δηλαδή υπάρχει ταυτότητα σχέσης, αλλά διαφορά στους όρους που συγκροτούν τη σχέση. Είναι, λοιπόν, αρχές, αίτια με αναλογική σημασία. Είναι, όπως έχει πει ο Βίλαντ, σημεία θέασης ή αρχές με λογικο-γλωσσική έννοια· είναι έννοιες που κάθε φορά πρέπει να γεμίζουν με συγκεκριμένο περιεχόμενο, με συγκεκριμένο οντολογικό περιεχόμενο.

Λοιπόν, για κάθε ένα από αυτά τα τέσσερα γένη αιτίων, αυτούς τους τέσσερις τύπους αιτίου, μια επιστήμη —μια ἐπιστήμη άξια του ονόματός της, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη— πρέπει να προσπαθεί να αναχθεί στον πρώτο όρο, δηλαδή να αποτελεί έρευνα των πρώτων αιτίων, ήτοι των αρχών. Οι όροι που χρησιμοποιεί ο ίδιος είναι ακριβώς αυτοί: πρῶται αἰτίαι (protai aitiai) και ἀρχαί (archai) — αρχές.

Επομένως, για κάθε πράγμα πρόκειται να καθοριστεί ποιο είναι το κινούν αίτιό του· αλλά όχι μόνο το άμεσο, το εγγύτερο κινούν αίτιο, παρά το έσχατο, το ύστατο κινούν αίτιο — που ισοδυναμεί τελικά με το πρώτο, εκείνο που βρίσκεται στην αρχή της αλυσίδας των διαφόρων κινούντων αιτίων. Το ίδιο πρέπει να γίνει και για την τυπική αιτία, και για την υλική, και για την τελική. Σε καθένα, λοιπόν, από αυτά τα τέσσερα γένη, πρέπει να αναχθούμε στον πρώτο όρο, στην πρώτη αρχή.

Και αυτό είναι ένα έργο που ο Αριστοτέλης αναθέτει στη Φυσική. Η φυσική είναι η ίδια η επιστήμη των πρώτων αιτίων, υπό την έννοια ότι το πρόγραμμα που θέτει στον εαυτό της είναι η αναζήτηση των πρώτων αιτίων. Μόνον στο τέλος αυτής της έρευνας, όταν, στο ίδιο το έδαφος της φυσικής, ο Αριστοτέλης ανακαλύπτει ότι τουλάχιστον ορισμένα από τα πρώτα αίτια είναι άυλα —δηλαδή δεν ανήκουν στο πεδίο της φύσεως—, μόνο τότε διακηρύσσει την ανάγκη ύπαρξης μιας άλλης επιστήμης, που θα ασχολείται με αυτές τις άυλες πραγματικότητες, οι οποίες υπερβαίνουν το πεδίο της φυσικής.

Αλλά είναι στο έδαφος της φυσικής όπου διαπιστώνεται η ύπαρξη αυτών των πραγματικοτήτων. Και στη μεταφυσική απομένει να επιτελέσει ένα επιπλέον έργο: να τις αναλύσει, να τις μελετήσει, να ερευνήσει τη φύση τους, τη σχέση τους με τη φύση, με το υπόλοιπο της φύσης κ.λπ. Επομένως, η ιδέα μιας «μεταφυσικής» εκφρασμένης μέσω αυτού του όρου, ο οποίος —όπως όλοι γνωρίζουμε— δεν είναι του Αριστοτέλη, είναι μια ιδέα που πιθανότατα δεν έχει μόνο βιβλιοθηκονομική προέλευση· δηλαδή, δεν είναι μόνο επειδή στην πρώτη έκδοση των έργων του Αριστοτέλη ο Ανδρόνικος ο Ρόδιος τοποθέτησε το έργο που εμείς ονομάζουμε Μεταφυσική μετά τα έργα της Φυσικής, δηλαδή μετά τα φυσικά (meta ta physika), και γι’ αυτό το ονόμασε Μεταφυσική.

Ο Ανδρόνικος, που γνώριζε πολύ καλά τον Αριστοτέλη, είχε σοβαρούς λόγους να τοποθετήσει εκεί το συγκεκριμένο έργο· διότι και για τον ίδιο το έργο αυτό περιείχε έναν λόγο που έπρεπε να έρθει μετά τη Φυσική, ήταν η συνέχειά της, η ακραία της ανάπτυξη, το αποτέλεσμα της Φυσικής. Επομένως, η Μεταφυσική, πιστεύω, ήδη κατά την πρόθεση του Ανδρόνικου, είχε όχι μόνο αυτή τη βιβλιοθηκονομική σημασία μιας εκδοτικής τοποθέτησης, αλλά και το νόημα μιας έρευνας, μιας διερεύνησης που ιδεατά ανέπτυσσε και ολοκλήρωνε τη Φυσική με την αυστηρή έννοια του όρου. Ωστόσο, έχει δίκιο ο Βίλαντ να μιλά για «πρωτείο της φυσικής», διότι θα μπορούσαμε να πούμε ότι από τη Φυσική γεννιέται η Μεταφυσική· η Φυσική είναι η μήτρα, είναι η θεμελιώδης επιστήμη για τον Αριστοτέλη, η επιστήμη στην οποία εκείνος αναθέτει το έργο της αναζήτησης των πρώτων αιτίων μέσα σε κάθε ένα από τα τέσσερα μεγάλα γένη αιτίου, η ανακάλυψη των οποίων θεωρούσε ως τη σημαντικότερη συνεισφορά του στη φιλοσοφία.

Αφού είπαμε αυτά, αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον —όπως ο καθένας μπορεί να αντιληφθεί— για τη δική μας έρευνα να δούμε πώς είναι οικοδομημένη η Φυσική, δηλαδή ποιο είδος λογικότητας, ποια λογική, ή με άλλα λόγια, ποια μεθοδολογία χρησιμοποιεί ο Αριστοτέλης στη Φυσική, δηλαδή στην πρώτη και σημαντικότερη από όλες τις επιστήμες. Εδώ έχω φέρει και για σήμερα —και θα έπρεπε να έχουν διανεμηθεί ήδη από χθες— μερικά κείμενα.

Είναι τα κείμενα 4, 5, 6 και επίσης το 7. Τα 4, 5, 6 προέρχονται από έργα φυσικής· συγκεκριμένα, τα δύο πρώτα από τη Φυσική καθ’ εαυτήν, που είχε αυτό το όμορφο όνομα, όπως φαίνεται στη φωτοτυπία της έκδοσης Beccheriana: Physices Acroaseos A, το Α’ βιβλίο της «ακρόασης της φυσικής», δηλαδή κυριολεκτικά του μαθήματος για τη φύση. Το κείμενο αριθ. 5 προέρχεται από το Περί Ουρανού (De Caelo), το οποίο ακολουθεί αμέσως μετά τη Φυσική καθ’ εαυτήν και αποτελεί επίσης μέρος του συνόλου των φυσικών έργων. Τέλος, το κείμενο αριθ. 7 προέρχεται από το μικρό άλφα βιβλίο της Μεταφυσικής.

Και θα πω αμέσως για ποιο λόγο το έλαβα υπόψη. Μάλιστα, πριν ακόμη αρχίσουμε να διαβάζουμε τα τρία κείμενα —τα τρία αποσπάσματα που προέρχονται από τα έργα της Φυσικής—, θα κάνω μόνο μια πολύ σύντομη αναφορά σε ορισμένες παρατηρήσεις που κάνει ο Αριστοτέλης σχετικά με τη Φυσική του μέσα στη Μεταφυσική. Πρόκειται για μια παρατήρηση αναδρομικού χαρακτήρα.

Δυστυχώς, ξέχασα να φωτοτυπήσω και το σχετικό απόσπασμα, αλλά το θυμάμαι αρκετά καλά ώστε να μπορώ να το συνοψίσω. Πρόκειται, λοιπόν, για μια αναδρομική παρατήρηση που περιέχεται στο βιβλίο Έψιλον της Μεταφυσικής, δηλαδή στο έκτο βιβλίο, στο πρώτο κεφάλαιο, όπου ο Αριστοτέλης προτείνει τη γνωστή του ταξινόμηση των επιστημών σε θεωρητικές, πρακτικές και ποιητικές (δημιουργικές) επιστήμες. Και λέει ότι οι θεωρητικές επιστήμες είναι τρεις: η μαθηματική, η φυσική και η πρώτη φιλοσοφία.

Επειδή την πρώτη φιλοσοφία πρόκειται να την εξετάσει στο ίδιο το έργο όπου περιέχεται αυτό το απόσπασμα —δηλαδή στη Μεταφυσική καθ’ εαυτήν—, δεν κάνει μνεία της όσον αφορά τη μεθοδολογία της· θα δούμε ότι αναφέρεται σ’ αυτήν στο βιβλίο Βήτα, με το οποίο θα ασχοληθούμε αύριο το βράδυ. Αντιθέτως, κάνει μνεία στη μέθοδο της μαθηματικής και της φυσικής.

Πρόκειται, επομένως, για μια αναδρομική παρατήρηση που ο Αριστοτέλης διατυπώνει αφού έχει ήδη γράψει τα έργα της Φυσικής —δηλαδή γράφει τη Μεταφυσική έχοντας πίσω του, τρόπον τινά, τη Φυσική του— και, παρατηρώντας πώς είναι δομημένη, εξηγεί ποιο είδος λογικής βρίσκεται στη βάση της. Και λέει, συγκεκριμένα, ότι ορισμένες επιστήμες λαμβάνουν το αντικείμενό τους ex hypotheseos, δηλαδή κατ’ υπόθεση, ξεκινώντας από μια υπόθεση· ενώ άλλες το λαμβάνουν —νομίζω ότι λέει— aesthesei ή ex aestheseos, δηλαδή μέσω της αίσθησης, της αισθητηριακής αντίληψης. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι εδώ αναφέρεται, αντιστοίχως, στη μαθηματική και στη φυσική.

Και στη συνέχεια προσθέτει ότι οι πρώτες, δηλαδή η μαθηματική, προχωρούν με τρόπο αυστηρό, δηλαδή έχουν τον χαρακτήρα της ἀκρίβειας, του rigor, της αυστηρότητας, της ακριβείας — όπως λέμε κι εμείς. Ενώ οι άλλες, δηλαδή η φυσική, οι φυσικές επιστήμες, αποδεικνύουν με τρόπο —και εδώ υπάρχει ένας πολύ ωραίος όρος, δεν θυμάμαι αν είναι επίθετο ή επίρρημα, αν είναι malakoteron ή malakoteros— πάντως malakos σημαίνει «μαλακός», «εύπλαστος». Επομένως, η φυσική είναι εύκαμπτη, εύπλαστη, ελαστική. Η φυσική, σε αντίθεση με τα μαθηματικά, αποδεικνύει με τρόπο πιο «μαλακό», πιο εύκαμπτο, πιο ελαστικό.

Πιστεύω ότι η καλύτερη μετάφραση —εκείνη που έχει γίνει και σήμερα συνηθισμένη— είναι ότι η φυσική είναι μια πιο αδύναμη σκέψη, πιο αδύναμη από τη μαθηματική. Η μαθηματική είναι η «ισχυρή σκέψη», η αυστηρή σκέψη· είναι δηλαδή η επιστήμη μέσα στην οποία πραγματοποιείται πλήρως εκείνη η αποδεικτική διαδικασία που εξετάσαμε χθες στην αποδεικτική (apodittica), δηλαδή η μαθηματική προχωρεί με αποδείξεις αυστηρές, ακριβείς, στις οποίες, δεδομένων ορισμένων αληθών προτάσεων, τα συμπεράσματα που προκύπτουν είναι αναγκαστικά αληθή — δηλαδή δείχνουν όχι μόνο πώς έχουν τα πράγματα, αλλά και ότι δεν μπορούν να έχουν αλλιώς. Αντίθετα, στην περίπτωση της φυσικής, ναι, έχουμε κι εκεί μια απόδειξη, μια ἀπόδειξιν (apodeixis), αλλά είναι μια απόδειξη πιο αδύναμη.

Με ποια έννοια είναι πιο αδύναμη; Και εδώ, όποιος γνωρίζει τη Φυσική έχει καλά κατά νου τα χωρία —και είναι περισσότερα από ένα— όπου ο Αριστοτέλης λέει ότι, ενώ στο πεδίο της μαθηματικής οι προτάσεις στις οποίες καταλήγουμε μέσω των διαφόρων αποδείξεων δείχνουν πώς έχουν τα πράγματα «πάντοτε», δηλαδή σε όλες τις περιπτώσεις, σε όλες τις στιγμές και σε όλους τους τόπους —όπως, για παράδειγμα, όταν αποδεικνύεται το θεώρημα ότι το άθροισμα των εσωτερικών γωνιών ενός τριγώνου ισούται με δύο ορθές—, αυτό ισχύει πάντοτε, για κάθε τρίγωνο· ήταν αληθές παλαιότερα, είναι αληθές σήμερα και θα είναι πάντοτε αληθές. Δηλαδή, το αντικείμενο των μαθηματικών έχει αυτόν τον χαρακτήρα της αναγκαίας και, επομένως, αιώνιας αλήθειας.

Αντίθετα, οι προτάσεις της φυσικής δείχνουν πώς έχουν τα πράγματα πάντοτε ή —προσθέτει ο Αριστοτέλης— ως επί το πολύ (hos epi to polu). Και φέρνει μερικά παραδείγματα: είναι φυσικό, κανονικό, από ένα ζευγάρι ζώων του ίδιου είδους, για παράδειγμα από έναν άνδρα και μια γυναίκα, να γεννιέται ένα άλλο ζώο του ίδιου είδους· είναι ένα μοτίβο που επανέρχεται συνεχώς — «ο άνθρωπος γεννά άνθρωπο».

Αν κάποιος είναι άνθρωπος, σημαίνει ότι γεννήθηκε από άτομα του ανθρώπινου είδους, άνδρα και γυναίκα. Όμως αυτό δεν συμβαίνει πάντοτε. Μπορεί να υπάρξει μία περίπτωση στις χίλιες, στις δέκα χιλιάδες, στο εκατομμύριο, όπου —για κάποια απόκλιση της φύσης, για παρέμβαση απρόβλεπτων παραγόντων, για κάποια δυσπλασία— να γεννηθεί ένα τέρας.

Αυτό, βεβαίως, είναι εξαιρετικά σπάνιο· δεν αναιρεί τη σταθερότητα του φυσικού νόμου —αντιθέτως, την επιβεβαιώνει· είναι η εξαίρεση που κάνει εμφανή, που καθιστά φανερό τον κανόνα, δηλαδή τη σταθερότητα αυτού που συμβαίνει σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις. Αλλά δεν μπορεί να αποκλειστεί· δεν μπορεί να αποκλειστεί, διότι στο πεδίο της φυσικής έχουμε να κάνουμε όχι μόνο με τυπικές αιτίες, αλλά και με την ύλη. Και η ύλη εμπεριέχει αυτό το περιθώριο απροσδιοριστίας, το οποίο αφήνει χώρο και για τις εξαιρέσεις.

Γι’ αυτό, στο πλαίσιο της φυσικής, οι προτάσεις που χρησιμοποιούμε για να κατασκευάσουμε τις αποδείξεις —τόσο σε επίπεδο αρχών όσο και σε επίπεδο συμπερασμάτων— δεν μπορούμε να πούμε ότι ισχύουν πάντοτε, δηλαδή ότι έχουν την ίδια αναγκαιότητα που χαρακτηρίζει τα μαθηματικά· πρέπει πάντοτε να προσθέτουμε «πάντοτε ή ως επί το πολύ». Να διευκρινίσουμε: εδώ το ως επί το πολύ δεν σημαίνει κάποιο μετρήσιμο, ποσοτικοποιήσιμο βαθμό πιθανότητας· δεν έχει νόημα να πούμε «σε ποσοστό άνω του 50% των περιπτώσεων», διότι ο Αριστοτέλης θεωρούσε τις περιπτώσεις όπου αυτό δεν επαληθεύεται ως αληθινές εξαιρέσεις — εξαιρετικά σπάνιες — τέτοιες που δεν αναιρούν τη νομιμότητα της φύσης και, συνεπώς, τον επιστημονικό χαρακτήρα της φυσικής που ασχολείται με αυτήν. Δεν έχει, επομένως, νόημα να εφαρμόσουμε εδώ τη νεότερη έννοια της πιθανότητας.

Και για τον Αριστοτέλη αυτό το περιθώριο αβεβαιότητας δεν είναι τέτοιο που να αναιρεί τον αυθεντικά επιστημονικό χαρακτήρα της φυσικής· τόσο, ώστε στα ίδια τα Αναλυτικά Ύστερα —το έργο αφιερωμένο εξ ολοκλήρου στην αποδεικτική—, εάν δεν σφάλλω, στο πρώτο βιβλίο, κεφάλαιο 30, ο Αριστοτέλης λέει ότι η επιστήμη είναι γνώση του ό,τι συμβαίνει πάντοτε ή ως επί το πολύ. Επομένως, ακόμη και η γνώση του «ως επί το πολύ» είναι επιστήμη, είναι ἐπιστήμη, όπως και τα μαθηματικά. Όμως, από την άποψη της απόδειξης, η μέθοδός της είναι μαλακότερη — είναι πιο αδύναμη, πιο «μαλακή».

Αυτό είναι που αναφέρεται στο βιβλίο Έψιλον της Μεταφυσικής, στο πρώτο κεφάλαιο. Αλλά η πρώτη σημαντική και ρητή παρουσίαση της μεθόδου της φυσικής βρίσκεται σε ένα άλλο βιβλίο — στο μικρό Άλφα (Alpha minuscolo) της Μεταφυσικής. Οι μελετητές του Αριστοτέλη θα μου συγχωρήσουν αν εδώ επαναλαμβάνω πράγματα που ήδη γνωρίζουν, αλλά που ίσως δεν είναι γνωστά σε όλους.

Τι σημαίνει «βιβλίο Άλφα Μικρό» (Alpha Minuscolo); Στη Μεταφυσική υπάρχει ένα πρώτο βιβλίο, που είναι το Άλφα Μεγάλο (Alpha Maiuscolo), έπειτα ένα βιβλίο Βήτα, και κατόπιν Γάμμα, Δέλτα και ολόκληρη η υπόλοιπη σειρά. Όμως, ανάμεσα στο βιβλίο Άλφα και στο βιβλίο Βήτα —τα οποία, προφανώς, αποτελούσαν το πρώτο και το δεύτερο βιβλίο— έχει παρεμβληθεί σε ορισμένα χειρόγραφα, μέσω των οποίων μας παραδόθηκε το έργο, ένα άλλο βιβλίο, για το οποίο δεν βρέθηκε άλλη ονομασία παρά μόνο Άλφα Μικρό (Alpha Minuscolo). Προφανώς, αυτό παρεμβλήθηκε όταν η αρίθμηση των υπόλοιπων βιβλίων είχε ήδη καθοριστεί και είχε ήδη γίνει παραδεδομένη.

Και πράγματι, το βιβλίο Άλφα Μικρό είναι ένα είδος ξένου σώματος· έχει προκαλέσει άπειρες παρεξηγήσεις, γιατί η παρουσία του αλλοιώνει τη συμφωνία ανάμεσα στην ελληνική αρίθμηση των βιβλίων και τη μεταγενέστερη αρίθμηση με αριθμούς που εμείς χρησιμοποιούμε. Έτσι, το Βήτα, που θα έπρεπε να είναι το δεύτερο, γίνεται τρίτο· το Γάμμα, που θα έπρεπε να είναι το τρίτο, γίνεται τέταρτο, και όλα τα υπόλοιπα μετατοπίζονται κατά μία μονάδα.

Όπως κι αν έχει, πρόκειται φανερά για ένα ξένο σώμα, όπως δείχνει και το ίδιο του το όνομα, και είναι ένα βιβλίο στο οποίο δεν γίνεται λόγος για μεταφυσική. Γίνεται λόγος γενικά για την επιστήμη της αλήθειας· πράγμα που, για τον Αριστοτέλη, σημαίνει όλες τις θεωρητικές επιστήμες, διότι όλες οι θεωρητικές επιστήμες έχουν ως χαρακτηριστικό ότι αναζητούν αποκλειστικά την αλήθεια, χωρίς να ενδιαφέρονται για την πράξη ή την παραγωγή, που είναι, αντίστοιχα, οι σκοποί των πρακτικών και των ποιητικών (δημιουργικών) επιστημών. Επομένως, γίνεται λόγος για τις θεωρητικές επιστήμες γενικά· και μάλιστα, στο τέλος αυτού του βιβλίου, στο τρίτο κεφάλαιο, γίνεται ρητά λόγος για την επιστήμη της φύσεως, δηλαδή για τη φυσική, όχι για τη μεταφυσική.

Για ποιον λόγο, τότε, θα ρωτήσετε, τοποθετήθηκε αυτό το βιβλίο από τους εκδότες μέσα στη Μεταφυσική; Ε, λοιπόν, επειδή—το βιβλίο Άλφα Μικρό αποτελείται συνολικά από τρία κεφάλαια— στο πρώτο κεφάλαιο γίνεται λόγος για τα γενικά χαρακτηριστικά της επιστήμης της αλήθειας, δηλαδή των θεωρητικών επιστημών· στο τρίτο κεφάλαιο γίνεται λόγος για τη μέθοδο της επιστήμης της φύσεως, δηλαδή της φυσικής· και στο δεύτερο, που βρίσκεται ανάμεσα στα δύο, λέγεται ότι σε καθένα από τα τέσσερα γένη αιτίου πρέπει να υπάρχει ένα πρώτο αίτιο.

Τότε οι αρχαίοι εκδότες, οι οποίοι πίστευαν ότι η επιστήμη των πρώτων αιτίων ήταν η Μεταφυσική, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο τοποθέτησαν αυτό το βιβλίο ανάμεσα στα βιβλία της Μεταφυσικής, χωρίς να έχουν υπόψη τους ότι, στην πραγματικότητα, για τον Αριστοτέλη, ήδη η Φυσική είναι μια επιστήμη των πρώτων αιτίων, μια έρευνα των πρώτων αιτίων.

Κατά τη δική μου υπόθεση, πρόκειται για ένα πολύ αρχαίο βιβλίο· ένα βιβλίο που ο Αριστοτέλης έγραψε πιθανότατα πριν γράψει τόσο τη Φυσική όσο και τη Μεταφυσική. Είναι, πράγματι, ένα βιβλίο που παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με έναν νεανικό του διάλογο, γραμμένο την εποχή που ο Αριστοτέλης ακόμη φοιτούσε στη σχολή του Πλάτωνα — δηλαδή με τον Προτρεπτικόν. Είναι, λοιπόν, ένα νεανικό έργο, έργο που ανήκει στην περίοδο όπου ο Αριστοτέλης δεν είχε ακόμη διακρίνει τη φυσική από τη μεταφυσική, διότι δεν είχε ακόμη οικοδομήσει τη φυσική ούτε είχε ακόμη αναγνωρίσει την ανάγκη μιας περαιτέρω επιστήμης πέραν αυτής.

Γι’ αυτό, το βιβλίο Άλφα Μικρό λειτουργεί, θα λέγαμε, ως εισαγωγή σε ολόκληρο το σύνολο των θεωρητικών επιστημών· και έτσι προηγείται τόσο των έργων της Φυσικής όσο και της Μεταφυσικής.

Συνεχίζεται

ΑΣ ΠΡΟΣΕΞΟΥΜΕ ΙΔΙΑΙΤΕΡΩΣ ΣΤΗΝ ΕΓΧΩΡΙΑ ΧΩΡΙΑΤΙΚΗ ΗΜΙΜΑΘΕΙΑ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: