Συνέχεια από: Σάββατο 1η Απριλίου 2023
Η γραφή ως παράδοσηΗ αποδόμηση του λογοτεχνικού κανόνα στον Kafka και Harold Bloom
Ι. 1 Γραφή και θάνατος 3
Όμως, η «αδιαλλαξία τής γραφής» για την οποία πράγματι «απελπιζόταν» (P185), σημείωνε νέα και για την Δίκη πλούσια σε συνέπειες ανακάλυψη. Γιατί αν η γραφή ακινητοποιεί και περιορίζει «οριστικά» το πνεύμα, το οποίο θέλει να εκφραστεί μέσα από αυτήν, τότε καθίσταται η γραφή μια μοναδική αναλογία εκείνης της απειλής, την οποία η συνείδηση πρέπει να αντέξει καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής: του θανάτου. Η λογοτεχνία, η οποία ήθελε να παριστάνει το όραμα τής «πραγματικής ζωής», μπορούσε να βρει στην περατότητα τής γραφής το αυθεντικό μέσο έκφρασης. Μέσα στην γραφή έπρεπε να βρεθεί η δικαιολογία τής τρομακτικής απαίτησης, η «μεταμόρφωση» σε ένα Αβραάμ ή Δον Κιχώτη. Επιπλέον: η λογοτεχνία θα μπορούσε να γίνει δικαστήριο όλων εκείνων των ιερών και φιλοσοφικών κειμένων, τα οποία είχαν ως θέμα, κάτω από τις συνθήκες, τον «πνευματικό κόσμο», και υπόσχονταν διαρκώς, να απαλύνουν ή και να εξαλείψουν την συμφορά του θανάτου. Τα μέσα απόδειξης και δικαίωσης, που πρόσφεραν, ώστε να καταστήσουν πιστευτή μια άπειρη δικαιοδοσία, μπορέσαν για ακόμα μια φορά να εξεταστούν, σε ένα βιβλίο, το οποίο διεξάγει αυτή την πανάρχαια δίκη και με τον εαυτό του.
Η καταδίκη τού ανθρώπου είχε διαδοθεί από γενιά σε γενιά μόνο δια της γραφής. Παρά την τρομακτική διαρκή παρουσία της, που ξεκινά με την Γένεση, η παράδοση περί πτώσεως τού ανθρώπου δεν ήταν με κανένα τρόπο μια γνώση, η οποία μπορούσε να προϋποτεθεί a priori, χωρίς κείμενα. Από την άλλη, φαινόταν πως η ανθεκτικότητα τού μυθολογήματος μαρτυρούσε την αντικειμενική κατασκευή τής συνείδησης, που για χιλιάδες χρόνια απελπίζεται με την αδιάλλακτη αναγκαιότητα τού θανάτου, και ακριβώς για τον λόγο αυτό-όπως ο Δον Κιχώτης- διέδιδε μια ανθεκτική «πνευματική» ζωή. Το «πρόσωπο τής πραγματικής ζωής» του Kafka μπήκε από εκεί στα οράματα των παραδόσεων. Ανήκει στα ουσιώδη χαρακτηριστικά του, το ότι χαρακτήρισε αυτή την εκ νέου σκηνοθεσία τής παλιάς αυτής δίκης και των κρυμμένων κινήτρων της, ως «καλλιτεχνικό κόπο». Όταν είχε φτάσει στην κορύφωση της «Δίκης» -την εξήγηση της παραβολής του θυρωρού- σημείωσε στο ημερολόγιο του:
Η καταδίκη τού ανθρώπου είχε διαδοθεί από γενιά σε γενιά μόνο δια της γραφής. Παρά την τρομακτική διαρκή παρουσία της, που ξεκινά με την Γένεση, η παράδοση περί πτώσεως τού ανθρώπου δεν ήταν με κανένα τρόπο μια γνώση, η οποία μπορούσε να προϋποτεθεί a priori, χωρίς κείμενα. Από την άλλη, φαινόταν πως η ανθεκτικότητα τού μυθολογήματος μαρτυρούσε την αντικειμενική κατασκευή τής συνείδησης, που για χιλιάδες χρόνια απελπίζεται με την αδιάλλακτη αναγκαιότητα τού θανάτου, και ακριβώς για τον λόγο αυτό-όπως ο Δον Κιχώτης- διέδιδε μια ανθεκτική «πνευματική» ζωή. Το «πρόσωπο τής πραγματικής ζωής» του Kafka μπήκε από εκεί στα οράματα των παραδόσεων. Ανήκει στα ουσιώδη χαρακτηριστικά του, το ότι χαρακτήρισε αυτή την εκ νέου σκηνοθεσία τής παλιάς αυτής δίκης και των κρυμμένων κινήτρων της, ως «καλλιτεχνικό κόπο». Όταν είχε φτάσει στην κορύφωση της «Δίκης» -την εξήγηση της παραβολής του θυρωρού- σημείωσε στο ημερολόγιο του:
«Πήγα εν τέλει στον Felix. Πηγαίνοντας σπίτι είπα στον Μαξ, πως θα είμαι πολύ ευχαριστημένος στην νεκρική κλίνη, με την προϋπόθεση πως οι πόνοι δε θα είναι πολύ δυνατοί. Ξέχασα να προσθέσω, και μετά το άφησα σκόπιμα, πως το καλύτερο που έγραψα βασίζεται σε αυτή την ικανότητα, δηλαδή το να πεθάνω ευχαριστημένος. Σε όλα αυτά τα καλά και πειστικά σημεία το θέμα είναι πάντα, πως κάποιος πεθαίνει, πως θα έχει δυσκολίες, πως μέσα σ' αυτή την κατάσταση αδικείται ή τουλάχιστο περνά κάτι σκληρό, και η γνώμη είναι πως αυτό είναι για τον αναγνώστη συγκινητικό. Για μένα όμως, που πιστεύω πως θα είμαι ευχαριστημένος στην νεκρική κλίνη, οι περιγραφές αυτές είναι μυστικά ένα παιχνίδι, και χαίρομαι να πεθάνω μέσα στον αποθνήσκοντα, για τον λόγο αυτό χρησιμοποιώ υπολογισμένα την προσοχή τού αναγνώστη που συγκεντρώνεται όλη στον θάνατο, έχω πολύ πιο καθαρό μυαλό από τον αναγνώστη, για τον οποίο υποθέτω πως θα θρηνεί στην νεκρική κλίνη, και ο δικός μου θρήνος θα είναι όσο το δυνατόν τέλειος, δεν διακόπτεται ξαφνικά όπως ο πραγματικός θρήνος, αλλά είναι στην πορεία του όμορφος και καθαρός. Είναι όπως τα βάσανα που εκθέτω στην μητέρα μου, που σε καμιά περίπτωση δεν είναι τόσο μεγάλα όσο ο θρήνος αφήνει να εννοηθεί πως είναι. Μπρος στην μάνα όμως δεν χρειάζεται να κάνω τόσο καλλιτεχνικό κόπο, όσο για τον αναγνώστη». (Τα 326)
Το ότι στον θάνατο «βρίσκεται μια αδικία και τουλάχιστο κάποια σκληρότητα», δεν είναι μια αισθητική επινόηση, όπως θέλουν να μας κάνουν οι σημειώσεις να πιστέψουμε. Είναι αντιθέτως η ακατάβλητη υποβολή, η οποία από την εποχή του μυθολογήματος περί πτώσεως προσφέρεται σε ακατάπαυστα αυξανόμενες επεξεργασίες, και εξανάγκαζε τούς ζωντανούς στην «προσοχή» στον θάνατο. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημάνουμε την αναπάντεχη σκέψη, το ότι δηλαδή ένα γραπτό, το «θεμέλιο» τού οποίου είναι η «χαρά» για τον θάνατο, δεν ακυρώνει τον θρήνο για τον θάνατο, αλλά τον σκηνοθετεί για ακόμα μια φορά, με κέρδος ως προς την «πεποίθηση» και αυθεντικότητα. Ο θρήνος-παράπονο για το εκ προθέσεως άδικο, συγκινεί τον αναγνώστη, καθώς είναι δικό του το παράπονο. Και έτσι, η ακατάβλητη διαρκής παρουσία τής αρχαϊκής συμφωνίας περί της «αδικίας» τού θανάτου, δεν επιβεβαιώνεται μόνο φαινομενικά, αλλά αποδεικνύεται στον αναγνώστη.
Τι πρέπει όμως να σημαίνει, όταν ο συγγραφέας, ο οποίος απορρίπτει την δικαστική κρίση τού θανάτου περί της αρχέγονης ενοχής, αλλά χρησιμοποιεί πολλή τέχνη για να υποβάλει την αδιάσπαστη συνέχεια της μυθολογικής διατύπωσης; Ο Kafka χαρακτηρίζει τον θρήνο του «υπολογίζοντα», διεξάγεται με «καθαρό μυαλό», δεν είναι ένας «πραγματικός» θρήνος για τον θάνατο, αλλά «όμορφος και καθαρός», «όσο το δυνατόν τέλειος» και εντελώς αδιάκοπος θρήνος, που έχει ήδη λάβει την αθώωση ως προς την απελπισία τού θανάτου, και όμως, επιμένει, αιώνια, να τονίζει την αδικία. Με τον τρόπο αυτό, ο συγγραφέας καθίσταται συνεργός του μυθολογικού παιχνιδιού και ταυτόχρονα ο ελεγκτής του. Η «προσοχή» προς τον θάνατο μεταβάλλεται σε ενδιαφέρον για τις καλλιτεχνικές εικόνες από το δικαστήριο, τις οποίες ενέπνευσε ο θάνατος. Αντί να περιγράφει «συγκινητικά» την δύσκολη κατάσταση του ανθρώπου, ο «θρήνος» και η «αδικία» γίνονται σημεία αναφοράς μιας πραγματιστικής διαδικασίας: τής νομικής ανάκρισης. Αυτή η συγχρονότητα τού παραδοσιακού θρήνου-παραπόνου για την αδικία και η παράσταση άνομων παραπόνων, καθώς είναι «τεχνητοί» -μπορούμε να το πούμε και έτσι: η συγχρονότητα του μυθικού και νομικού ή κοσμικού τρόπου του λέγειν-, παριστά το κύριο μοτίβο τής «Δίκης». Σε μια μεταγενέστερη αναφορά, μπορούμε σε λίγες προτάσεις να δούμε, με πόση συνέπεια ο Kafka υποτάσσει το παράπονο για τον θάνατο στην (νομική) κατηγορία:
«Το προπατορικό αμάρτημα, η παλιά αδικία την οποία διέπραξε ο άνθρωπος, συνίσταται στην κατηγορία την οποία επιδίδει ο άνθρωπος, και δεν κάνει πίσω, πως ο ίδιος είναι που αδικήθηκε, και πως το προπατορικό αμάρτημα είναι κάτι το οποίο υπέστη από άλλους» (ΒΚ 219).
Το ότι στον θάνατο «βρίσκεται μια αδικία και τουλάχιστο κάποια σκληρότητα», δεν είναι μια αισθητική επινόηση, όπως θέλουν να μας κάνουν οι σημειώσεις να πιστέψουμε. Είναι αντιθέτως η ακατάβλητη υποβολή, η οποία από την εποχή του μυθολογήματος περί πτώσεως προσφέρεται σε ακατάπαυστα αυξανόμενες επεξεργασίες, και εξανάγκαζε τούς ζωντανούς στην «προσοχή» στον θάνατο. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημάνουμε την αναπάντεχη σκέψη, το ότι δηλαδή ένα γραπτό, το «θεμέλιο» τού οποίου είναι η «χαρά» για τον θάνατο, δεν ακυρώνει τον θρήνο για τον θάνατο, αλλά τον σκηνοθετεί για ακόμα μια φορά, με κέρδος ως προς την «πεποίθηση» και αυθεντικότητα. Ο θρήνος-παράπονο για το εκ προθέσεως άδικο, συγκινεί τον αναγνώστη, καθώς είναι δικό του το παράπονο. Και έτσι, η ακατάβλητη διαρκής παρουσία τής αρχαϊκής συμφωνίας περί της «αδικίας» τού θανάτου, δεν επιβεβαιώνεται μόνο φαινομενικά, αλλά αποδεικνύεται στον αναγνώστη.
Τι πρέπει όμως να σημαίνει, όταν ο συγγραφέας, ο οποίος απορρίπτει την δικαστική κρίση τού θανάτου περί της αρχέγονης ενοχής, αλλά χρησιμοποιεί πολλή τέχνη για να υποβάλει την αδιάσπαστη συνέχεια της μυθολογικής διατύπωσης; Ο Kafka χαρακτηρίζει τον θρήνο του «υπολογίζοντα», διεξάγεται με «καθαρό μυαλό», δεν είναι ένας «πραγματικός» θρήνος για τον θάνατο, αλλά «όμορφος και καθαρός», «όσο το δυνατόν τέλειος» και εντελώς αδιάκοπος θρήνος, που έχει ήδη λάβει την αθώωση ως προς την απελπισία τού θανάτου, και όμως, επιμένει, αιώνια, να τονίζει την αδικία. Με τον τρόπο αυτό, ο συγγραφέας καθίσταται συνεργός του μυθολογικού παιχνιδιού και ταυτόχρονα ο ελεγκτής του. Η «προσοχή» προς τον θάνατο μεταβάλλεται σε ενδιαφέρον για τις καλλιτεχνικές εικόνες από το δικαστήριο, τις οποίες ενέπνευσε ο θάνατος. Αντί να περιγράφει «συγκινητικά» την δύσκολη κατάσταση του ανθρώπου, ο «θρήνος» και η «αδικία» γίνονται σημεία αναφοράς μιας πραγματιστικής διαδικασίας: τής νομικής ανάκρισης. Αυτή η συγχρονότητα τού παραδοσιακού θρήνου-παραπόνου για την αδικία και η παράσταση άνομων παραπόνων, καθώς είναι «τεχνητοί» -μπορούμε να το πούμε και έτσι: η συγχρονότητα του μυθικού και νομικού ή κοσμικού τρόπου του λέγειν-, παριστά το κύριο μοτίβο τής «Δίκης». Σε μια μεταγενέστερη αναφορά, μπορούμε σε λίγες προτάσεις να δούμε, με πόση συνέπεια ο Kafka υποτάσσει το παράπονο για τον θάνατο στην (νομική) κατηγορία:
«Το προπατορικό αμάρτημα, η παλιά αδικία την οποία διέπραξε ο άνθρωπος, συνίσταται στην κατηγορία την οποία επιδίδει ο άνθρωπος, και δεν κάνει πίσω, πως ο ίδιος είναι που αδικήθηκε, και πως το προπατορικό αμάρτημα είναι κάτι το οποίο υπέστη από άλλους» (ΒΚ 219).
Συνεχίζεται
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΦΟΒΕΡΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΝΑ ΒΡΙΣΚΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΚΑΦΚΑ ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΔΟΜΗΣΗΣ ΤΟΥ ΝΟΗΜΑΤΟΣ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΠΡΟΩΘΕΙ Η ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΑΠΟΡΡΙΠΤΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΤΩΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΑΘΙΣΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΜΕ ΤΗΝ ΦΘΑΡΤΟΤΗΤΑ;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου