Συνέχεια από: Πέμπτη 30 Μαρτίου 2023
Η γραφή ως παράδοσηΗ αποδόμηση του λογοτεχνικού κανόνα στον Kafka και Harold Bloom
Ι. 1 Γραφή και θάνατος 2«Πρόσωπο» και «θύμα»- αυτές είναι οι κατευθυντήριες λέξεις που θα μπορούσαν να ισχύουν και για την τριάδα Αβραάμ, Ιησούς και Δον Κιχώτης. Το «πρόσωπο» τής «πραγματικής ζωής» είναι στην συνάφεια αυτού τού αποσπάσματος «visio», το όνειρο, το οποίο ο Kafka ήθελε να εισάγει στην λογοτεχνία του. Η παράθεσή του περιγράφει την θυσία τής πραγματικής ζωής- τής «βρώσης», της «πόσης», της «εργασίας στο γραφείο»- για την γραφή. Στην γραφή έλπιζε να διασφαλίσει μια «πραγματική ζωή». Μια τέτοια πνευματική ύπαρξη, που ήθελε να είναι ελεύθερη από κάθε περιορισμό και συνθήκη τού κοσμικού Dasein, κινδύνευε να έχει την μοίρα του Δον Κιχώτη. Γιατί, ακόμα και αν η μεγάλη θυσία τού εμπειρικού Είναι είχε επιτύχει, παρέμενε η αναγκαιότητα συμβιβασμού με τον θάνατο, ο οποίος επιβάλλει την περατότητα. Το παράδειγμα τού Δον Κιχώτη έδειξε όχι μόνο την κωμική, αλλά και την πραγματικά τρομακτική συνέπεια, όπου ο αναστοχασμός του θανάτου καθίσταται φάρσα, κάτι σαν θανατοποιημένη ψευδαίσθηση ζωής. Η βιογραφική απελπισία του Kafka διαβάζεται συχνά ως απελπισία για το ότι -σαν τον Δον Κιχώτη τού εαυτού του- ο άνθρωπος δεν μπορούσε να απελπιστεί. Σε μια από πρώτες μεγάλες περιλήψεις της ζωής του, που έγραψε στο σανατόριο, γράφει το 1917, ως ανασκόπηση των «βασάνων» τής «μη βιωμένης ζωής»:
«Η πιο κοντινή έξοδος, η οποία προσφέρθηκε ήδη από την παιδική ηλικία, ήταν, όχι η αυτοκτονία, η αλλά η σκέψη περί αυτής. Στην δική μου περίπτωση δεν ήταν κάποια προς κατασκευή δειλία, που με απέτρεψε, αλλά ο στοχασμός που κατέληγε στην ανοησία: εσύ, που δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, θέλεις να κάνεις αυτό; Αν μπορείς να σκοτώσεις τον εαυτό σου, δεν θα χρειαστεί νά το ξανακάνεις…κτλ. Αργότερα ήρθε και μια άλλη διαπίστωση, και σταμάτησα να σκέφτομαι την αυτοκτονία. Αυτό που με περίμενε, εάν το στοχαζόμουν πέραν τών συγχυσμένων ελπίδων, μεμονωμένων καταστάσεων ευτυχίας, φουσκωμένων κενοδοξιών, (αυτό το πέραν το πέτυχα πιο σπάνια, απ’ όσο το να-παραμείνεις στην ζωή το ανεχόταν:) ήταν μια άθλια ζωή, ένας άθλιος θάνατος. ‘Ήταν σαν να έπρεπε η ντροπή να ζήσει και μετά από αυτόν’, είναι η καταληκτική πρόταση της ‘Δίκης’ » (Br. 195).
Ο αναστοχασμός, το μόνο πράγμα που θα μπορούσε να δώσει την δυνατότητα ύπαρξης στον «πνευματικό κόσμο» που οραματίζεται ο Kafka, οι προσπάθειες δηλαδή, «να στοχαστείς πέρα από κάτι», δεν μπορεί να ξεγελάσει ως προς την πραγματική ύπαρξη: το πνεύμα πρέπει να παραμείνει στην ζωή και στους περιορισμούς της. Ένας τέτοιος εξαναγκασμός τυραννούσε και εκείνον που πίστευε, πως θυσίασε το Dasein του στην γραφή, με ένα degout προς την φύση, μια οντολογική αηδία, που βιώνει άμεσα το άθλιο της ζωής και του θανάτου. Η «πραγματική ζωή», που η σημείωση από το 1912 έβλεπε να αναδύεται, χαλάει λόγω της περατότητας της γήινης ζωής. Είναι αξιοσημείωτο, πως ο Kafka δίδει ως συμπέρασμα μιας αυτοβιογραφικής έρευνας την κατάληξη τής «Δίκης». Η πρόταση καθίσταται με τον τρόπο αυτό ακόμα πιο σημαντική και τελικός λόγος ενός αυτοβιογραφικού θέματος, που μόνο τώρα, συνεχίζει στο κείμενο, η απρόσμενη φυματίωση ανοίγει «μια νέα διέξοδο, που έχει τέτοια πληρότητα που την θεωρούσα αδύνατη» (στο ίδιο σημείο). Αυτή η προσωπική επιχειρηματολογία μας δίνει μια πρώτη ένδειξη για τις προθέσεις της «Δίκης». Ο Kafka χρησιμοποίησε την καταληκτική πρόταση του μυθιστορήματος αυτού ως το λογικό συμπέρασμα του αυτοστοχασμού του περί τού θανάτου. Είναι λοιπόν υποχρεωτική η ερώτηση: μήπως το μυθιστόρημα διηγείται την ιστορία αυτού του αναστοχασμού περί θανάτου.
Από νωρίς είχε επισημάνει, πως για να κάνει λογοτεχνία, δεν τον ωθεί «κάποια επιθυμία για την τέχνη» (Τ136). Είχε επίσης διαπιστώσει, πως η αυτογνωσία, την οποία ήθελε να παρουσιάσει λογοτεχνικά, απειλούνταν με «προδοσία» δια της «υπερδύναμης του σταθερού» μέσα στην γραφή (Τ30). Γιατί, ασχέτως εάν μόνο στην γραφή αντικειμενοποιείται το όραμα του οντολογικού Dasein, η μετά-φυσική προσπάθεια για την «πραγματική ζωή», η γραφή επέβαλλε στο πνεύμα εκείνη την τελικότητα και τον εμπειρικό προκαθορισμό, τα οποία προκαλούσαν απελπισία ακόμα και στην πραγματική ζωή: η γραφή τον ακινητοποιεί και τον καθορίζει, όπως ο θάνατος καθορίζει την ζωή, «ζει μόνο μια ασαφής ελπίδα, που δεν είναι καλύτερη από τις επιγραφές στα μνήματα» (Τ22). Το πνεύμα παγιδεύεται έτσι διαρκώς στο πεπερασμένο, και αυτό πού θα έπρεπε να μεταφέρει το πνεύμα, τού γίνεται εχθρός. Με μια «ασαφή» πίστη στην αιωνιότητα, ελπίζει να μπορέσει να «επινοήσει» εκείνες τις λέξεις,«που είναι σε θέση να φυσήξουν την πτωμαΐλα σε μια κατεύθυνση, ώστε να μην έρθει κατάμουτρα, ούτε σε μένα ούτε στους αναγνώστες» (Τ22).
Είχε πληροφορηθεί, πως στο πεπερασμένο μέσο που είναι η γραφή, το πνεύμα δεν μπορεί να διατηρήσει την άπειρη διάσταση του-και μόνο αυτή έδινε το δικαίωμα για καταγγελία της εμπειρικής ζωής. Η δια της γραφής ακινητοποίηση καταργούσε ότι πιο δικό του είχε: «Όταν πω κάτι, χάνει άμεσα και δια παντός την σημασία του, όταν το γράψω, την χάνει επίσης, αλλά κάποτε αποκτά κάποια νέα» (Τ225).
«Η πιο κοντινή έξοδος, η οποία προσφέρθηκε ήδη από την παιδική ηλικία, ήταν, όχι η αυτοκτονία, η αλλά η σκέψη περί αυτής. Στην δική μου περίπτωση δεν ήταν κάποια προς κατασκευή δειλία, που με απέτρεψε, αλλά ο στοχασμός που κατέληγε στην ανοησία: εσύ, που δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, θέλεις να κάνεις αυτό; Αν μπορείς να σκοτώσεις τον εαυτό σου, δεν θα χρειαστεί νά το ξανακάνεις…κτλ. Αργότερα ήρθε και μια άλλη διαπίστωση, και σταμάτησα να σκέφτομαι την αυτοκτονία. Αυτό που με περίμενε, εάν το στοχαζόμουν πέραν τών συγχυσμένων ελπίδων, μεμονωμένων καταστάσεων ευτυχίας, φουσκωμένων κενοδοξιών, (αυτό το πέραν το πέτυχα πιο σπάνια, απ’ όσο το να-παραμείνεις στην ζωή το ανεχόταν:) ήταν μια άθλια ζωή, ένας άθλιος θάνατος. ‘Ήταν σαν να έπρεπε η ντροπή να ζήσει και μετά από αυτόν’, είναι η καταληκτική πρόταση της ‘Δίκης’ » (Br. 195).
Ο αναστοχασμός, το μόνο πράγμα που θα μπορούσε να δώσει την δυνατότητα ύπαρξης στον «πνευματικό κόσμο» που οραματίζεται ο Kafka, οι προσπάθειες δηλαδή, «να στοχαστείς πέρα από κάτι», δεν μπορεί να ξεγελάσει ως προς την πραγματική ύπαρξη: το πνεύμα πρέπει να παραμείνει στην ζωή και στους περιορισμούς της. Ένας τέτοιος εξαναγκασμός τυραννούσε και εκείνον που πίστευε, πως θυσίασε το Dasein του στην γραφή, με ένα degout προς την φύση, μια οντολογική αηδία, που βιώνει άμεσα το άθλιο της ζωής και του θανάτου. Η «πραγματική ζωή», που η σημείωση από το 1912 έβλεπε να αναδύεται, χαλάει λόγω της περατότητας της γήινης ζωής. Είναι αξιοσημείωτο, πως ο Kafka δίδει ως συμπέρασμα μιας αυτοβιογραφικής έρευνας την κατάληξη τής «Δίκης». Η πρόταση καθίσταται με τον τρόπο αυτό ακόμα πιο σημαντική και τελικός λόγος ενός αυτοβιογραφικού θέματος, που μόνο τώρα, συνεχίζει στο κείμενο, η απρόσμενη φυματίωση ανοίγει «μια νέα διέξοδο, που έχει τέτοια πληρότητα που την θεωρούσα αδύνατη» (στο ίδιο σημείο). Αυτή η προσωπική επιχειρηματολογία μας δίνει μια πρώτη ένδειξη για τις προθέσεις της «Δίκης». Ο Kafka χρησιμοποίησε την καταληκτική πρόταση του μυθιστορήματος αυτού ως το λογικό συμπέρασμα του αυτοστοχασμού του περί τού θανάτου. Είναι λοιπόν υποχρεωτική η ερώτηση: μήπως το μυθιστόρημα διηγείται την ιστορία αυτού του αναστοχασμού περί θανάτου.
Από νωρίς είχε επισημάνει, πως για να κάνει λογοτεχνία, δεν τον ωθεί «κάποια επιθυμία για την τέχνη» (Τ136). Είχε επίσης διαπιστώσει, πως η αυτογνωσία, την οποία ήθελε να παρουσιάσει λογοτεχνικά, απειλούνταν με «προδοσία» δια της «υπερδύναμης του σταθερού» μέσα στην γραφή (Τ30). Γιατί, ασχέτως εάν μόνο στην γραφή αντικειμενοποιείται το όραμα του οντολογικού Dasein, η μετά-φυσική προσπάθεια για την «πραγματική ζωή», η γραφή επέβαλλε στο πνεύμα εκείνη την τελικότητα και τον εμπειρικό προκαθορισμό, τα οποία προκαλούσαν απελπισία ακόμα και στην πραγματική ζωή: η γραφή τον ακινητοποιεί και τον καθορίζει, όπως ο θάνατος καθορίζει την ζωή, «ζει μόνο μια ασαφής ελπίδα, που δεν είναι καλύτερη από τις επιγραφές στα μνήματα» (Τ22). Το πνεύμα παγιδεύεται έτσι διαρκώς στο πεπερασμένο, και αυτό πού θα έπρεπε να μεταφέρει το πνεύμα, τού γίνεται εχθρός. Με μια «ασαφή» πίστη στην αιωνιότητα, ελπίζει να μπορέσει να «επινοήσει» εκείνες τις λέξεις,«που είναι σε θέση να φυσήξουν την πτωμαΐλα σε μια κατεύθυνση, ώστε να μην έρθει κατάμουτρα, ούτε σε μένα ούτε στους αναγνώστες» (Τ22).
Είχε πληροφορηθεί, πως στο πεπερασμένο μέσο που είναι η γραφή, το πνεύμα δεν μπορεί να διατηρήσει την άπειρη διάσταση του-και μόνο αυτή έδινε το δικαίωμα για καταγγελία της εμπειρικής ζωής. Η δια της γραφής ακινητοποίηση καταργούσε ότι πιο δικό του είχε: «Όταν πω κάτι, χάνει άμεσα και δια παντός την σημασία του, όταν το γράψω, την χάνει επίσης, αλλά κάποτε αποκτά κάποια νέα» (Τ225).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου