Σάββατο 1 Απριλίου 2023

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (166)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

Συνέχεια από Τρίτη, 28 Μαρτίου 2023


                                                  Jacob Burckhardt
                                                        ΤΟΜΟΣ 3ος
                           ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ:
ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΗ
                                             IΙ. ΕΞΑΜΕΤΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ


4. ΚΥΚΛΙΚΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ, ΡΑΨΩΔΟΙ ΚΑΙ ΜΕΤΑΓΕΝΕΣΤΕΡΟΙ ΕΠΙΚΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ

Οι κυκλικοί ποιητές οφείλουν το όνομά τους «στις προσπάθειες που κατέβαλαν ώστε το ποιητικό τους έργο να σχετισθεί με τα ομηρικά έπη, έτσι ώστε να σχηματισθεί ένας μέγας κύκλος». Τα ποιήματα τους είχαν αρχικά αποδοθεί όλα στον Όμηρο, αλλά μια ακριβέστερη αναζήτηση επέτρεψε την κατανομή μέρους τους και σε άλλους επικούς ποιητές.

Ο κύκλος περιλάμβανε κυρίως θέματα που έπονται της Ιλιάδας (Πενθεσίλεια, Μέμνων, ο θάνατος και η ταφή του Αχιλλέα, η μανία και η αυτοκτονία του Αίαντα, Φιλοκτήτης, Νεοπτόλεμος, Οδυσσέας πριν από την πτώση της Τροίας, η πτώση της Τροίας και η αποχώρηση των Ελλήνων), στα οποία αναφέρονται η Αιθιοπίς, και η Ιλίου Πέρσις (Άλωση της Τροίας) του Αρκτίνου, καθώς και η Μικρά Ιλιάς του Λέσχη, το πρώτο μέρος της οποίας αποκαλείτο επίσης Ιλίου Πέρσις. Τα γεγονότα που προηγούνται της Ιλιάδας περιγράφονται από τον Στασίνο στα Κύπρια Έπη, με ένα εκτενές προοίμιο που ξεκινά με την αρπαγή της Ελένης. Οι περιπέτειες της επιστροφής από την Τροία περιγράφονται στους Νόστους του Αγία από την Τροιζήνα, ενώ την Οδύσσεια ακολουθεί η Τηλεγονεία του Ευγγάμονα του Κυρηναίου. Ο κύκλος περιελάμβανε επίσης την Θηβαΐδα, και τους Επιγόνους, αγνώστου ποιητή, καθώς και μια Οιδιποδειάδα, αλλά και μια Θεογονία, και μια Τιτανομαχία, διότι σύμφωνα με τον Πρόκλο ο κύκλος περιέκλειε μύθους που ξεκινούσαν από τους γάμους του Ουρανού με τη Γαία και έφθαναν στη θανάτωση του Οδυσσέα από τον Τηλέγονο.

Από τους κυκλικούς ποιητές ο Αρκτίνος ο Μιλήσιος έζησε κατά τα πρώτα έτη της ημερολογιακής καταγραφής δια των Ολυμπιάδων, ο Λέσχης ο Μυτιληναίος κατά την 18η ή 39η Ολυμπιάδα, ο Στάσιος και ο Αγίας σε μιαν άγνωστη εποχή, και ο Ευγγάμων περί τα μέσα του 6ου αιώνα. Ας προσθέσουμε εδώ και το κυκλικό έπος τού Ησιόδου το αποκαλούμενο Ήχοι, που διατηρεί μιαν αμφιλεγόμενη σχέση με τον Κατάλογο Γυναικών, του οποίου οι πρώτοι 56 στίχοι αποτελούν μέρος της Ασπίδας του Ηρακλή, και αργότερα τοποθετήθηκαν χρονολογικά στην μετά τον Ησίοδο εποχή.

Δεν είναι γνωστό πότε ολοκληρώθηκε ο επικός κύκλος· υποθέτουμε ότι χρειάστηκε να αναμείνουμε την παρέμβαση ενός αλεξανδρινού διανοητή· βέβαιο είναι πάντως ότι το έθνος ανακάλυπτε με θέρμη και ζήλο παραδόσεις που αντιπροσώπευαν τη ζωή του με τη μορφή εξαιρετικά ισχυρών συμβόλων. Είναι επίσης προφανές ότι αυτοί οι ποιητές απέδωσαν στους μύθους των θεών και των ηρώων την ζωντάνια και τη δράση που τους άρμοζε, και τους ανήγαγαν σε πραγματική έκφραση του ίδιους του έθνους, προσφέροντας ένα αυθεντικό μέσο έκφρασης, όχι μόνο στην δραματική ποίηση, αλλά και στις τέχνες· ο κύκλος δεν περιέκλειε μόνο την προ-ομηρική και την μετα-ομηρική παράδοση, αλλά και ένα πλήθος από συγγενείς θρύλους και παραλλαγές των ίδιων των ομηρικών γεγονότων. Να προσθέσουμε εδώ ότι τους μύθους συλλέγουν και καταγράφουν απλοί πολίτες, ότι υπάρχει ένα ανεξάντλητο υλικό που μπορεί να διαφέρει από τόπο σε τόπο, και ότι αναφέρονται επίσης με τα ονόματά τους.

Αλλά αυτό που μας διαφεύγει είναι κατά πόσον οι πολύ παλαιοί ποιητές του κύκλου υπήρξαν αοιδοί, και σε ποιο βαθμό αναδείχθηκαν ανάμεσά τους ραψωδοί, ή έστω εγγράμματοι ερανιστές. Ποιο ήταν ακριβώς το μεταίχμιο της μετάβασης από την απλή ευρηματικότητα στην ενσυνείδητη λογοτεχνία; Ποια υπήρξε ακριβώς η συνεισφορά τους στη μετάβαση από την ελεύθερη ποιητική έμπνευση στη λογοτεχνική; Είναι δύσκολο να καταγράψουμε τις λεπτομέρειες αυτής της εξέλιξης· κάποιοι όμως αργότερα αντιμετώπισαν τους κυκλικούς ποιητές και τους σχετιζόμενους με αυτούς επικούς ποιητές ως πραγματικούς συγγραφείς· για παράδειγμα ο Απολλόδωρος, ο οποίος είχε επαφή με τα κείμενα και παρέθετε αποσπάσματα, τους αναφέρει ως εξής: «Αυτός που συνέγραψε τη Θηβαΐδα, αυτός που συνέγραψε την Αλκμεωνίδα», διατηρώντας έτσι τη μνήμη τους, δεδομένου ότι τα μοναδικά ονόματα που είχαν επιζήσει μέσα από τις απαγγελίες των ραψωδών ήταν του Ομήρου και του Ησίοδου.

Οι ραψωδοί υπήρξαν ασφαλώς απαραίτητοι για την ζωντανή διατήρηση της παράδοσης, ακόμη και σε ότι αφορά τον Όμηρο, όταν το έργο του είχε πλέον προ πολλού καταγραφεί και αναλυθεί, διότι δεν υπήρχαν ακόμη δημόσιες βιβλιοθήκες, και η προμήθεια του συνόλου του ομηρικού έργου ήταν εξαιρετικά δαπανηρή. Οι ραψωδοί έπαιξαν το ρόλο του διαδόχου των αοιδών, άλλοτε συνεισφέροντας ομαδικά με την τέχνη τους σε επίσημες τελετές, όπως τα Παναθήναια, άλλοτε ατομικά κατόπιν συγκεκριμένου αιτήματος, σε συμπόσια και άλλες ευκαιρίες, απαγγέλλοντας διάφορα αποσπάσματα, συχνά αποτέλεσμα συρραφής κειμένων, όπως αποδεικνύεται και από τον ίδιο τον όρο «ραψωδός». Αυτοί τελικά κάλυπταν όλες τις ανάγκες προφορικής αφήγησης, και χάρη σ’ αυτούς, εκτός από τη φήμη που τους εξασφάλιζαν τα γραπτά τους κείμενα, πολλοί ποιητές διατηρούσαν επαφή με το κοινό τους· γνωρίζουμε για παράδειγμα, ότι τα ποιήματα του Αρχίλοχου απαγγέλλονταν στα θέατρα της Αθήνας από κάποιον Σιμωνίδη εκ Ζακύνθου, καθισμένο σε ένα βάθρο επί σκηνής, και ότι πολλοί ζώντες ποιητές, προκειμένου να ακουστούν τα έργα τους δημοσίως, κυρίως στην Ολυμπία, ήταν υποχρεωμένοι να τους χρησιμοποιούν, επειδή η απαγγελία δεν μπορούσε πλέον να εκτελείται από κάποιον χωρίς ταλέντο και πείρα.

Υπήρχαν πολλοί που κατέκριναν τους ραψωδούς για άγνοια του βαθύτερου νοήματος του Ομήρου, και τους θεωρούσαν κατώτερους των περιστάσεων, πιθανότατα επειδή ήσαν μόνο «τεχνίτες», ενώ το επάγγελμά τους απαιτούσε περισσότερα εφόδια· αλλά αν κάποιος επιθυμούσε να ακούσει τους αρχαίους λυρικούς ποιητές ήταν αναγκασμένος να καταφύγει σ’ αυτούς, διότι αντιπροσώπευαν, σε κάποιο βαθμό το ζωντανό βιβλίο της εποχής. Ο Νικήρατος, που ο πατέρας του τού είχε ζητήσει να αποστηθίσει ολόκληρο τον Όμηρο, και είχε αποκτήσει μιαν ιδιαίτερη γνώση των ομηρικών κειμένων από τους Σοφιστές, άκουγε καθημερινά τους ραψωδούς, ενώ από την πλευρά του o Πλάτων έλεγε ότι αν κάποιος κατά τύχη προκήρυσσε έναν διαγωνισμό, «κάθε καρυδιάς καρύδι» θα έσπευδε να λάβει μέρος: ραψωδοί, κιθαρωδοί, τραγικοί και κωμικοί ποιητές, ακόμη και τσαρλατάνοι· από την πλευρά όμως των θεατών, τα μεν μικρά παιδιά θα επέλεγαν ασφαλώς ως νικητές τους θαυματοποιούς, τα μεγαλύτερα παιδιά κάποιο κωμικό ποιητή, οι ενήλικες – στην πλειοψηφία τους – έναν τραγωδό· «αλλά εμείς οι υπόλοιποι, αν ακούγαμε έναν ραψωδό να απαγγέλει αρμοδίως την Ιλιάδα ή την Οδύσσεια, ή ένα μέρος από την ποίηση του Ησίοδου, θα υποστηρίζαμε ότι αυτός είναι ο πρώτος νικητής». Σημειώνουμε ότι και πάλι γίνεται μνεία μόνο του Ομήρου και του Ησιόδου.

Και ενώ οι κυκλικοί ποιητές ήταν άγνωστοι στους εγγράμματους, ο Όμηρος εξακολουθούσε να απαγγέλλεται από τους ραψωδούς, οι οποίοι εξ ορισμού αποκαλούντο επίσης ομηριστές, ακόμη και την εποχή των Διαδόχων. Ο σφετεριστής Κάσσανδρος υπήρξε «λάτρης του Ομήρου» έχοντας αποστηθίσει τα περισσότερα έπη του· ο Δημήτριος Φαληρεύς (317- 307 π. Χ.) ανέδειξε τους ομηριστές στο αθηναϊκό θέατρο, όπου θα ήσαν ασφαλώς υποχρεωμένοι να τηρήσουν τους ισχύοντες κανονισμούς απαγγελίας, κάτι που αποδεικνύει ότι η εισαγωγή στην Αθήνα αυτούς του είδους της απαγγελίας ήταν επιθυμητή και αποδεκτή από το κοινό. Στο μεγαλοπρεπές θέατρο της Αλεξανδρείας, ο κωμικός Ηγεσίας απήγγειλε τον Ησίοδο, και ο Ερμόφαντος τον Όμηρο.

Στο πρόσωπο της τέχνης η εποποιία γνώρισε τον σημαντικότερο κληρονόμο της, διότι αυτή ήταν που της προσέδωσε ένα διαρκώς βελτιούμενο κάλλος, έτσι ώστε ο μύθος να μπορεί να αναγεννιέται αενάως μέσα από την γλυπτική και τη ζωγραφική· αλλά τον αυθορμητισμό της ποιητικής έμπνευσης ακολούθησε όπως είπαμε η εμφάνιση της λογοτεχνικής δημιουργίας, η οποία με το πρόσχημα της εκλέπτυνσης αυτού που θεωρήθηκε πρωτόγονο, γέννησε το δευτερογενές (αντίτυπο), πλούσιο ασφαλώς καθαυτό ως προς το είδος του, και εμπλουτισμένο με τα χαρακτηριστικά του πρωτοτύπου του, τα οποία δεν θα γνωρίζαμε χωρίς αυτή την εξέλιξη. Δεν γνωρίζουμε τις λεπτομέρειες της διαδικασίας μετάβασης από την απαγγελία στο καθαρά λογοτεχνικό είδος ποίησης, αυτό όμως που γνωρίζουμε με ακρίβεια είναι ότι «το εξάμετρο παρέμεινε επί αιώνες η κυρίαρχη μορφή της ποιητικής έκφρασης, ότι αφομοιώθηκε από την τέχνη, ότι ένας ολόκληρος λαός γαλουχήθηκε με την αφήγηση ορισμένων γεγονότων, και ότι ο ηρωικός μύθος, σε ότι αφορά τους θρύλους των φυλών και των πόλεων, αντιπροσώπευε έναν αμύθητο πλούτο».

Γι αυτό ακριβώς το λόγο εμφανίστηκαν αναρίθμητα επικά ποιήματα, των οποίων η αξία εντοπιζόταν κυρίως στο περιεχόμενο, και τα οποία παραδώθηκαν στη λήθη, όταν οι λογογράφοι αποτύπωσαν σε σύντομες αφηγήσεις τους θρύλους στους οποίους αυτά αναφέρονταν: Φορωνίς, Δαναΐς, Μινυάς, Ατθίς, Θησεΐς, Ευρωπιάς, Οιχαλίας Άλωσις, Ηρακλειάς, και Οιδιποδειάς, του Λακεδαιμόνιου Κυναίθωνα (5η Ολυμπιάδα), καθώς και ολόκληρο το έργο του Εύμηλου και του Άσιου του Σάμιου, και η Ηρακλειάς του Πείσανδρου από την Κάμιρο (38η Ολυμπιάδα), έργα τα οποία όμως οι Αλεξανδρινοί συμπεριέλαβαν στον Κατάλογο των Επικών Ποιητών, μαζί με τον Όμηρο και τον Ησίοδο, καθώς και το έπος του Πανύασι από την Αλικαρνασσό, θείου του Ηροδότου, και τέλος την εποχή του Πελοποννησιακού Πολέμου η Θηβαΐς του Αντίμαχου, ενός ήδη αρκετά φλύαρου ποιητή του οποίου τα έργα προορίζονταν για ανάγνωση.

Αλλά και μόνο η αφθονία των τίτλων αποδεικνύει τον πλούτο αυτής της παραγωγής, και μπορούμε σε όλα αυτά να προσθέσουμε το γεγονός ότι η παρατεταμένη χρήση του εξαμέτρου, το οποίο χάρη στον Εμπεδοκλή και τον Παρμενίδη υιοθετήθηκε ακόμη και από την φιλοσοφία, καθώς και η επί μακρόν απουσία του πεζού λόγου, κατέστησαν πολλές αφηγήσεις υβριδικές μορφές των χρονικών. Στα ποιήματα του Νόστου ανήκουν επίσης οι αφηγήσεις περί της Ιδρύσεως Πόλεων, δηλαδή μια πλούσια αποικιακή ποίηση· έτσι μαθαίνουμε ότι ο Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος (περί την 60η Ολυμπιάδα), που διώχθηκε από τον τόπο του, έζησε σε διάφορες πόλεις της Σικελίας και συνέθεσε ένα ποίημα 2 000 εξαμέτρων περί της ιδρύσεως του Κολοφώνα και του εποικισμού της Ελέας στην Ιταλία. Και θα μπορούσαν ενδεχομένως να είχαν υπάρξει επικά ποιήματα που θα αφηγούνταν και σύγχρονα ιστορικά γεγονότα , όπως επιχειρήθηκε αργότερα με το δράμα, και όπως συνέβη με την επική ποίηση των Σέρβων.

Η αλήθεια είναι ότι η ισχύς του μύθου εμπόδισε την ιστορία να εισβάλει βίαια στην ποίηση, και γι αυτόν ακριβώς το λόγο οι γνώσεις μας για το είδος της επικής παρέμβασης σε ένα ιστορικό παρελθόν, πλούσιο σε φαντασία και συναίσθημα, είναι πενιχρές. Ο Χοιρίλος ο Σάμιος, ο φημισμένος προσωπικός ποιητής του Λύσανδρου, που επέλεξε ως αντικείμενό του, περί το 400, τον δεύτερο Μηδικό Πόλεμο, αρχίζει το ποίημά του παραπονούμενος ότι το λιβάδι της ποίησης δεν προστατεύεται πλέον από το δρεπάνι, όπως άλλοτε, αλλά ότι τα πάντα μοιράστηκαν, και οι τέχνες κατέκτησαν τη δική τους τελειότητα, έτσι ώστε να μην μπορεί πλέον να περιπλανηθεί με το δικό του άροτρο,

υπονοώντας όχι τόσο την εξάντληση του μύθου, που προσέφερε ακόμη πλούσιο υλικό σε όλους του Αλεξανδρινούς ποιητές, αλλά της ευρηματικότητας στο χειρισμό των θεμάτων. Είναι αλήθεια ότι, εκτός από τους Μηδικούς Πολέμους, η ελληνική ιστορία εμπεριείχε επίσης λιγότερο προσοδοφόρα γεγονότα για ποιητική εκμετάλλευση από ότι η ρωμαϊκή, διότι οι ποιητές της δεν είχαν τη δυνατότητα , όπως ο Λουκανός και ο Σίλιος Ιταλικός, να υμνήσουν μιαν ολόκληρη αυτοκρατορία, αλλά μονάχα την ίδια την πόλη τους. Σημαντικό θα ήταν πάντως να είχαμε περισσότερες πληροφορίες για το έργο ενός επικού ιστορικού όπως ο Ριανός ο Κρης, ένας ποιητής της αλεξανδρινής παράδοσης, που τον 2ο αιώνα ασχολήθηκε με τον Δεύτερο Μεσσηνιακό Πόλεμο, όπως τον μετέγραψε ο Παυσανίας – ενώ για τον πρώτο είχε χρησιμοποιήσει το έργο του ιστορικού Μύρωνα. Μακάρι να γνωρίζαμε με ποιο τρόπο εξύμνησε τη θαυμαστή φυσιογνωμία του Αριστόδημου ! Ο Ριανός υπήρξε ένας πολυγραφότατος επικός ποιητής, ο οποίος εκτός από τα Μεσσηνιακά, συνέθεσε το μυθολογικό έπος Ηράκλεια, τα Ηλιακά και Θεσσαλικά εθνογραφικά έπη. Δεν αποκλείουμε να είχε υπόψη του κάποιο αξιόλογο λαϊκό ποίημα, το οποίο επεξεργάστηκε δεόντως.

Αλλά η εποποιία έμελλε να εκθρονιστεί, όχι μόνο από τη γλυπτική τέχνη, αλλά και από άλλου είδους ποιητικά σχήματα, όταν το έθνος μετέβη σε έναν άλλο κόσμο, μεγαλύτερης εκφραστικής αμεσότητας, κάτι που δεν την εμπόδισε να επανέλθει ανανεωμένη αργότερα προσλαμβάνοντας τη μορφή μιας λόγιας εποποιίας. Από το εσωτερικό της θεμελιώδους ουσίας της, τον ίδιο το μύθο, βλέπουμε να εγείρονται δύο ρεύματα: τον κλάδο της λυρικής ποίησης, που αντιπροσωπεύεται από τον Στησίχορο και τον Πίνδαρο, και το σύνολο της τραγικής ποίησης, η οποία περιλαμβάνει επίσης καθαρά επικά στοιχεία, όπως τα χωρικά άσματα, για παράδειγμα στον Αγαμέμνονα, όταν περιγράφεται η θησεία της Ιφιγένειας, ή τις αναφορές των αγγελιοφόρων – στον Οιδίποδα επί Κολωνό και τον Ηρακλή Μαινόμενο – όπου η αφήγηση αντικαθίσταται από μιαν εξαιρετικά καθηλωτική νέα μορφή απαγγελίας. Αλλά από τη στιγμή που το δράμα κατέκτησε τον κόσμο η εποποιία απώλεσε την παρθενικότητά της.

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια: