Δευτέρα 24 Απριλίου 2023

Το οντολογικό πρόβλημα στην πατερική παράδοση - Γεωργίου Δ. Μαρτζέλου(5)-σχολιο!

 Το οντολογικό πρόβλημα στην πατερική παράδοση

Γεωργίου Δ. Μαρτζέλου


Όπως γίνεται σαφές από όσα είπαμε παραπάνω, θεμελιώδεις προϋποθέσεις για την οντολογική διάκριση κτιστού και ακτίστου είναι αφενός η διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργειών του Θεού, δεδομένου ότι το κτιστό είναι αυτό που προέρχεται όχι από την ουσία, αλλά από τις ενέργειες του Θεού, και αφετέρου η δημιουργία του κόσμου όχι από προϋπάρχουσα ουσία, αλλά «ἐξ οὐκ ὄντων», εκ του μηδενός (ex nihilo).[ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ λόγος, καὶ ὁ λόγος ἦν πρὸς τὸν θεόν, καὶ θεὸς ἦν ὁ λόγος. [1.2] οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν θεόν. [1.3] πάντα δι᾽ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ γέγονεν· [1.4] ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων· [1.5] καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβεν.]

Εξάλλου οι συνέπειες που έχει η οντολογική διάκριση κτιστού και ακτίστου είναι καθοριστικές τόσο σε σχέση με το Θεό όσο και σε σχέση με τον κόσμο: α) Κατ’ αρχήν η υπερβατικότητα του Θεού σε σχέση με τον κόσμο δεν είναι απλώς αιτιώδης, επειδή ο Θεός είναι η αιτία της δημιουργίας του κόσμου, αλλά κυρίως και κατεξοχήν οντολογική, δεδομένου ότι ο Θεός ως άκτιστος υπερβαίνει εξ επόψεως ουσίας όλα τα κτιστά όντα. β) Έπειτα, επειδή το κτιστό είναι ως εκ της φύσεώς του τρεπτό και τείνει από τη φύση του να καταλήξει στο μηδέν απ’ το οποίο προήλθε, για να συνεχίσει να υπάρχει, δεν αρκεί απλώς η δημιουργική αιτία που θα το φέρει από το μη ον στο είναι. χρειάζεται να υπάρχει και μια συνεκτική αιτία, που θα το συγκρατήσει στο είναι, γιατί χωρίς αυτήν θα καταλήξει στο μηδέν. Και αυτή δεν είναι άλλη από τον Υιό και Λόγο του Θεού που είναι κατά τη βιβλική και πατερική παράδοση η δημιουργική αιτία του κόσμου. Γι’ αυτό οι Πατέρες χαρακτηρίζουν τον Υιό και Λόγο του Θεού ως «δημιουργική και συνεκτική» αιτία και δύναμη όλου του κόσμου114.[ΤΑΥΤΙΖΟΝΤΑΙ ΟΙ ΥΠΟΣΤΑΣΕΙΣ ΜΕ ΤΙΣ ΑΚΤΙΣΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ; ΤΡΕΛΛΑ ΠΟΥΛΑΤΕ ΑΘΕΟΦΟΒΟΙ;] Άλλωστε και η ίδια η συνοχή του κόσμου δεν συνιστά παρά μια συνεχιζόμενη μορφή δημιουργίας και με την έννοια αυτή ο Υιός και Λόγος του Θεού ως «δημιουργική και συνεκτική» αιτία του κόσμου δεν έπαυσε να εργάζεται για τη δημιουργία και την παραμονή των κτισμάτων στο είναι115.[ΤΙ ΤΗΝ ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΣΤΕ ΤΗΝ ΕΝΣΑΡΚΩΣΗ;] γ) Τέλος, η διάκριση κτιστού και ακτίστου αποτελεί το μοναδικό οντολογικό κριτήριο για την αξιολόγηση των όντων κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας και επομένως η ελληνική φιλοσοφική διάκριση μεταξύ υλικού και πνευματικού ή αισθητού και νοητού παύει πλέον να έχει γι’ αυτούς καθοριστική σημασία. Κι αυτό γιατί το πνευματικό ή νοητό, όπως οι άγγελοι, οι ψυχές και οι δαίμονες, εφόσον προήλθαν από το μη όν στο είναι, δεν διαφοροποιούνται εξ επόψεως οντολογικής από τα λοιπά κτιστά όντα.

ΠΡΟΣ ΑΚΙΝΔΥΝΟΝ - ΛΟΓΟΣ ΑΝΤΙΡΡΗΤΙΚΟΣ ΠΡΩΤΟΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Ότι σωστά επιχειρήσαμε πάλι να γράφουμε

1. Δεν θα ήταν δίκαιο να στερήσουμε τον διωκόμενο από την απολογία, έως ότου παρευρίσκεται αυτός που την απαιτεί διά της κατηγορίαςΠράγματι και αν ακόμη ο κατήγορος εξελεγχθή ενώπιον δικαστικής συνόδου ότι ματαίως επιτίθεται, αλλά δεν κατασιγάσθη, ποιος λόγος θα μπορέσει να κρατήσει τον απολογούμενο; Χρειάζεται λοιπόν πάλι να εξουδετερώσει ο Ηρακλής την ύδρα, η οποία μετά την αποκοπή φέρει πάλι κεφαλή ή κεφαλές, και να είναι έτοιμοι οι δικαστές να ανάψουν στο φάρυγγά της τη φωτιά της δίκης, αφού χάσει πάλι τις κεφαλές της. Ή μάλλον για να είναι κατάλληλα τα παραδείγματα, θα ήταν αναγκαίο οπωσδήποτε η μωσαϊκή ράβδος να ζωντανεύσει και να αυξηθεί πολύ, ώστε να εξαφανίσει τη μαντική εκ μέσου όχι μόνο των ζώντων αλλά και των όντων· τη μαντική που υποκρίνεται ότι ζει κατά τρόπο εφάμιλλο, έστω και αν η κακία αντεπεξέρχεται φιλονεικότερα (εριστικότερα) και αντιτίθεται παρακινώντας τα αγαπητά προς τον Θεό, , φιλοδοξώντας να έχει ίσην με αυτά ισχύ. Γι’ αυτό οι μάντεις στις πληγές που τους καταφέρονται αντιπροβάλλουν τη δύναμή τουςΠρέπει λοιπόν ο λόγος που υπερασπίζεται το θεοφιλές ν’ αναζωογονήσει οπωσδήποτε τις φλύκταινες στα πρόσωπά τους, ώστε να μην μπορούν πλέον να επιδεικνύονται στο βασιλέα της απάτης χωρίς εντροπή οι μάντεις.

2. Έχει δε πολλούς βασιλείς (εννοεί τον ανήλικο βασιλέα Ιωάννη Ε' Παλαιογόγο, την μητέρα του Άννα και τους προστάτες του θρόνου πατριάρχη Ιωάννη Καλέκα και ναύαρχο Αλέξιο Απόκαυκο) αυτός πού επιζητεί τη δόξα των ανθρώπων και για χάρι της ανέλαβε πάλι την έριδα με βάσκανο τρόπο. «Διότι από όποιον έχει ηττηθεί κάποιος, σ’ αυτόν υποδουλώνεται». Αυτοί δε που πολεμούν τώρα την καθαρή αλήθεια, για να έχουν σχεδόν όλα τα πράγματα παρόμοια με τους παλαιούς, έχουν και κάποια ιδιαίτερη βασίλισσα (εννοεί την Ειρήνη Ευλογία Χούμναινα Παλαιολογίνα), μαζί με την οποία και για χάρι τής οποίας αισθάνονται όλοι τους ευχαριστημένοι από την απείθεια, αποφεύγουν την αδοξία τής κατά κράτος ήττας των, επειδή δεν γνωρίζουν ότι υπάρχει και ένδοξη ήττα, μάλλον δε ωφέλιμη και καλή. Όταν δε εδώ λέγω Ηρακλή, που θεωρείται ότι ήταν σπουδαίος, και Μωυσή, που πράγματι ήταν μεγάλος, δεν εννοώ τον εαυτό μου, αλλά τον αληθή λόγο, ο οποίος κατά τον Ζοροβάβελ, που έζησε επί Δαρείου και Κύρου, κυριαρχεί επί των όλων και παραμένει πάντοτε ακαταγώνιστος, ακόμη και αν καταπολεμάται διαρκώς.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Ποιός είναι o σκοπός του λόγου· και τί είναι αυτό που εμείς λέγομε και οι αντίθετοι το παρουσιάζουν ψευδώς ως διθεΐα.

3.  Λοιπόν από τους προσφάτους και τους τωρινούς λόγους μας είναι δυνατό να δει κανείς τις φλύκταινες που είναι επάνω στα χείλη των αντιπάλων, δηλαδή τις κακοδοξίες που εξέρχονται από τα λεγόμενά τους. Επειδή δε ως ευδιάκριτες βλέπονται από όλους, θεώρησα πρέπον να συγκεντρώσω όσο μπορούσα  τις κυριότερες και να τις προβάλω εδώ. 

Ενώ λοιπόν  εμείς λέγουμε άκτιστον την θεοποιόν χάριν του Θεού, επιπλέον δε λέγουμε ότι και κάθε φυσική ενέργεια αυτού είναι αχώριστη από την υπερούσια ουσία, αλλά όχι κατά τη σημασία ότι ταυτίζεται μ’ εκείνη (διότι διά μεν της υπερούσιας ουσίας μαθαίνουμε ότι ο Θεός είναι υπερούσιος, διά δε της ενεργείας κατανοούμε την δύναμιν που εκδηλώνεται κατ’ αυτήν) αυτοί μας κατηγορούν ότι δεχόμαστε δύο θεούς, έναν την ουσία και άλλον την ενέργεια. Αυτοί δε, για να μην πάθουν τούτο το πράγμα, λέγουν ότι ένα μόνο άκτιστο υπάρχει, η ουσία του Θεού· γι’ αυτό θεωρούν κτιστή την θεοποιόν δωρεάν του Πνεύματος, την δε ουσία και την φυσική και ουσιώδη ενέργεια θεωρούν επί του Θεού το ίδιο (ταυτόν) και αδιάφορον. Βουλόμενος  δε ο Ακίνδυνος να παραπλανήσει τους απλοϊκότερους (ακεραιότερους), επενόησε να λέγει ότι και ο Υιός ή το Πνεύμα το άγιον είναι αυτή η άκτιστος ενέργεια. 

[Αρχαίο κείμενο : Λεγόντων ουν ημών άκτιστον την θεοποιόν χάριν του Θεού, προς δε και πάσαν φυσικήν ενέργειαν αυτού, της μεν υπερουσίου αχώριστον ουσίας, τω δε σημαινομένω μη ταυτόν εκείνη (και γαρ διά μεν της υπερουσίου ουσίας τό υπερουσίως είναι τον Θεόν μανθάνομεν, διά δε της κατά ταύτην δύναμιν) ως δύο λεγόντων θεούς κατηγορούσιν, ένα την ουσίαν και άλλον την ενέργειαν. Αύτοι δε, ίνα μη τούτο πάθωσιν, έν είναι μόνον άκτιστον φασι, την ουσίαν του Θεού· διό και την θεοποιόν δωρεάν του Πνεύματος λέγουσι κτίστην, την τε ουσίαν και την φυσικήν και ουσιώδη ενέργειαν ταυτόν και αδιάφορον επί Θεού. Κλέπτειν δε βουλόμενος ο Ακίνδυνος τους ακεραιτοτέρους, και τον Υιόν ή το Πνεύμα το άγιον επενόησε ταύτην είναι λέγειν την άκτιστον ενέργειαν.]

Επομένως πρέπει να προδιαλάβω γι’ αυτήν κι’ εδώ μερικά πράγματα συντόμως. Στους επομένους λόγους βέβαια, Θεού δίδοντος, θα γίνει εκτενέστερη ανάπτυξη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Περί των κοινών άκτιστων ενεργειών της ανωτάτης Τριάδος, τις oποίες επιχειρεί πολυειδώς ν’ αναιρέσει ο Ακίνδυνος.

4. Ο Παύλος λοιπόν, όταν απέτρεπε τους προσερχόμενους στην πίστη από τα ειδωλόθυτα, είπε ότι δεν είναι για όλους η γνώσις. Πόσο μάλλον περισσότερο επιτρέπεται σ’ εμάς να το λέγουμε τούτο, καθώς προσπαθούμε κατά δύναμιν να απομακρύνουμε τους συμφωνούντες με την νέα δυσσέβεια και αναγκαζόμαστε να υπερασπίζουμε τις όντως υπερκόσμιες και προκόσμιες και εγκόσμιες ενέργειες του Θεού απ’ αυτούς που τις απορρίπτουν; Σε όλους όμως εκείνους που έχουν μυηθεί στα θεία και σε όσους είναι πρόθυμοι να προσφέρουν το αυτί τους πειθήνιο σε τέτοια λόγια, θα είναι ευπρόσδεκτο αυτό που πρόκειται να πω.

5. Ο Θεός κατά την ουσία του, ως αποχωρισμένος και απαλλαγμένος από όλα, είναι εντελώς υπεράνω από κάθε νου και κάθε λόγο, από κάθε είδος ενώσεως και μεθέξεως, άσχετος, ασύλληπτος, αμέθεκτος, αθεώρητος, απερινόητος, τελείως ανώνυμος και ανέκφραστος. Αλλ’ αυτός που είναι τόσο υπερουσίως εδραιωμένος επάνω σε άβατα μέρη, από υπερβολή τής εμφύτου αγαθότητος εφρόντισε και για όλα τα απολύτως κατώτερά του όντα αϊδίως, και πριν ακόμη έλθουν στην ύπαρξη· εννοήσας τα προεγνώρισε όλα στα καθ’ έκαστα και τα προώρισε αχρόνως. Πριν τα προαγάγει εις γένεσιν προνοούσε ο ίδιος για τον καιρό που ήταν κατάλληλος γι’ αυτήν.

6. Και για να εκφραστώ κατά τον μέγα Διονύσιο «από υπερβολή αγαθότητος έρχεται έξω από τον εαυτό του, με τις πρόνοιες προς όλα τα όντα και κατά κάποιον τρόπο θέλγεται από την αγαθότητα, την αγάπη και τον έρωτα· και από το χώρο τής υπερβάσεως τών πάντων και της εξαιρέσεως των πάντων κατέρχεται στο χώρο των πάντων κατά την εκστατικήν υπερούσιον δύναμίν του χωρίς να φεύγει από τον εαυτό του». Αυτήν λοιπόν την πρόνοια που είναι αιτία των πάντων, ή αν θέλεις αυτές τις πρόνοιες και ενέργειες, έχουμε μυηθεί ότι είναι κοινές ενέργειες του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος. Κατά τον σοφό στα θεία Μάξιμο, «της τρισυπόστατης διακεκριμένης ενάδος κοινές είναι οι δημιουργικές πρόνοιες και αγαθότητες»· κι’ αφού τις εχαρακτήρισε ως δημιουργικές, έδειξε ότι είναι άκτιστες.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
Διεξοδικότερη απόδειξις (παράστασις) ότι δυσσεβώς αυτός (ο Ακίνδυνος) λέγει ότι τέτοιες ενέργειες είναι ο Υιός και το άγιο Πνεύμα

7. Κοινές λοιπόν έχουμε διδαχθεί εμείς ότι είναι αυτές οι άκτιστες ενέργειες, αλλ’ όχι ότι υπάρχουν καθ’ εαυτές όπως σε πολλά σημεία και με πολλά λόγια λέγει και κατασκευάζει ο Ακίνδυνος· ούτε η καθεμιά είναι ο Υιός ή το άγιο Πνεύμα, αν και δεν είναι εκτός αυτών. Γι’ αυτό βέβαια και ο επώνυμος της θεολογίας Γρηγόριος λέγει, «εθυμήθηκα τον ήλιο, την ακτίνα και το φως. Αλλά με πιάνει κι’ εδώ φόβος μη τυχόν στον Πατέρα μεν ουσιώσουμε (δώσουμε ουσία), δεν δώσουμε όμως υπόσταση στα άλλα, αλλά τα θεωρήσουμε δυνάμεις του Θεού που ενυπάρχουν σ’ αυτόν αλλά δεν είναι υποστάσεις». Και στις επιστολές Προς τον Κληδόνιο επίσης λέγει ότι «το να λέγουμε τον Υιό ακτίνα του Πατρός ως ήλιου, ανήκει στη δυσσέβεια του Απολιναρίου». Διότι «άλλος ήλιος είναι (αυτός), που έχει την ίδια με τον Πατέρα μεγαλειότητα, δύναμη, λαμπρότητα κι’ όλα τα περί αυτόν θεωρούμενα». Διότι, λέγουν άλλοι, «τούτων πλούτος είναι η συμφυΐα και το ενιαίο αναπήδημα της λαμπρότητος» και είναι «σαν από τρεις ήλιους, μία του φωτός σύγκρασις».

8. Όπως λοιπόν ακτίνα του Πατρός απαγορεύεται να ειπούμε με αυτή την έννοια τον Υιό, αλλά λέγεται ευσεβώς κατά διαφορετικό τρόπο, για να νοήσουμε το απαθές (τον απαθή χαρακτήρα) της γεννήσεως και το αϊδίως συνείναι (την αΐδια συνύπαρξι) με τον Πατέρα, εννοώντας τότε με την ακτίνα και το ενυπόστατον, έτσι λέγεται ότι ο Υιός είναι δύναμις και ενέργεια και σοφία και βουλή του Πατρός, και τα παρόμοια· αλλά λέγεται έτσι, ώστε κατά τον μέγαν Αθανάσιο «και δι’ αυτών να λογιζόμαστε το απαθές της γεννήσεως και την αϊδιότητα και το πρέπον στον Θεό», και ότι δι’ αυτού έγιναν τα πάντα· κι αν εξετάσει κανείς θα μάθει ότι και οι πατέρες εξυπακούουν ή καί συνεκφωνούν με την κάθε μιά υπόσταση το ενυπόστατον, και έτσι τις διαστέλλουν από τις κοινές ενέργειες.

9. Ότι δε υπάρχουν άκτιστες ενέργειες του Θεού, κοινώς στα τρία πρόσωπα ενθεωρούμενες, αυτό έχει διακηρυχθεί περισσότερο από κάθε τι άλλο κοινώς από όλους τους θεολόγους. Πράγματι o πολύς τα πάντα και μέγας Βασίλειος, διακηρύσσοντας ακριβώς αυτό το πράγμα και δεικνύοντας με αυτό ότι δεν είναι τέτοια ενέργεια του Θεού ο Υιός, λέγει, «αν ο Υιός είναι ενέργεια και όχι γέννημα, τότε αυτός δεν είναι ούτε ο ενεργήσας ούτε το ενεργηθέν (διότι η ενέργεια είναι κάτι το διαφορετικό από αυτά), αλλά είναι και ανυπόστατος· διότι καμιά ενέργεια δεν είναι ένυπόστατος». Βλέπεις σαφώς ότι οι ενέργειες του Θεού δεν είναι ούτε κτίσματα, διότι τα κτίσματα είναι ενεργηθέντα, ούτε ο Χριστός, διότι αυτός είναι ενυπόστατος; Αλλά και στους λόγους Περί του Πνεύματος, αφού απαρίθμησε όσο ήταν δυνατό αυτές τις ενέργειες, προσθέτει· «όλα αυτά τα έχει αϊδίως το άγιο Πνεύμα· αλλά αυτό μεν, πηγάζον εκ Θεού, είναι ενυπόστατο, τα δε πηγάζοντα από αυτό είναι ενέργειες του». Με μόνο λοιπόν το ότι είπε το άγιο Πνεύμα ενυπόστατο, έδειξε ότι αυτές οι ενέργειες δεν είναι ενυπόστατες· με το ότι είπε ότι το Πνεύμα τις έχει αϊδίως, διεκήρυξε τον άκτιστο χαρακτήρα τους. Πώς θα μπορούσε να είναι ενυπόστατο οποιοδήποτε κτίσμα; Πώς επίσης θα μπορούσαν αυτά τα πολλά να είναι ουσία του Θεού, αφού μάλιστα πηγάζουν από το Πνεύμα; «Γι’ αυτό», λέγει πάλι ο ίδιος, «οι μεν ενέργειες του Θεού είναι ποικίλες, η δε ουσία απλή». Ποιές ενέργειες εννοεί; Αυτές που εμνημόνευσε και ό ίδιος· «την πρόνοια, την δύναμη, την αγαθότητα, το προγνωστικόν, το δημιουργικόν, το ανταποδοτικόν και όλα τα παρόμοια».

10. Ο θεσπέσιος Κύριλλος, απευθυνόμενος προς τους ημιαρείους, που ισχυριζόνταν ότι ο Υιός είναι όμοιος κατά τη βούληση του Πατρός, λέγει, «ο Υιός, ως ενυπόστατος, δεν μπορεί κατά κανένα τρόπο να ομοιάζει με την ανυπόστατη βούληση». Και πάλι· «η ομοιότης των ευρισκομένων σε ουσία και υπόσταση είναι προς τα ενούσια και ενυπόστατα, αλλά όχι προς εκείνα πού έχουν το είναι τους (την ύπαρξή τους) μέσα σε άλλα (εν ετέροις), όπως η σοφία στο σοφό και η βουλή στο βουλευόμενο». Ο δε επώνυμος της φιλοσοφίας και μάρτυς του Χριστού Ιουστίνος, λέγει, «αν άλλο είναι το υπάρχειν και άλλο το ενυπάρχειν, και υπάρχει μεν η ουσία τού Θεού, ενυπάρχει δε στην ουσία η βουλή, άρα άλλη είναι η ουσία του Θεού και άλλη η βουλή». Και πάλι· «το βούλεσθαι ή είναι ουσία ή προσυπάρχει στην ουσία. Αλλ’ εάν μεν είναι ουσία, δεν υπάρχει ο βουλόμενος· αν δε προσυπάρχει στήν ουσία, κατ’ ανάγκη άλλο είναι το ένα κι’ άλλο το άλλο. Δεν ταυτίζονται πράγματι τον ον και το προσόν». Και πάλι· «αν ο Θεός βούλεται πολλά, αλλά δεν είναι πολλά κατά την ουσία, άρα στο Θεό δεν είναι το ίδιο πράγμα το είναι και το βούλεσθαι». Άραγε δεν είναι σαφής η διαφορά της θείας ουσίας προς την θεία ενέργεια, συγχρόνως δε και προς κάθε μιά από τις υποστάσεις; Κατά τον ίδιο πράγματι τρόπο είναι δυνατό να ειπούμε και περί τού Υιού, ότι πολλά μεν βούλεται, αλλά δεν είναι πολλά κατά την υπόστασιν· άρα δεν είναι το ίδιο βουλή και υπόστασις. Κατά παρόμοιο τρόπο μπορούμε να ειπούμε και για το Πνεύμα. Και ό,τι είπαμε για τη βουλή, το ίδιο θα μπορούσε κανείς να είπε και για κάθε φυσική ενέργεια• διότι και η βουλή είναι φυσική ενέργεια τού Θεού. Γι’ αυτό λοιπόν ο θείος Γρηγόριος προεστώς της Νύσσης λέγει, «Ο Θεός δηλώνει τον ενεργούντα· η θεότης την ενέργεια. κανένα δε από τα τρία δεν είναι ενέργεια, αλλά μάλλον το καθένα τους είναι ενεργούν». Μεταξύ λοιπόν των ενεργειών που παρατηρούνται (ενθεωρούνται) στα τρία πρόσωπα είναι και η θεότης, αλλ’ όχι κατά την ιδιαίτερη υπόστασί τους, αν και δεν είναι χωριστά από αυτές. Διότι πλην από εκείνα τα τρία τίποτε άλλο δεν είναι ενυπόστατον στον θεό, δηλαδή αυθυπόστατον.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
Παραπέρα απόδειξις ότι ο ίδιος (ο Ακίνδυνος) δυσσεβώς θεωρεί ως μόνην άκτιστη θεότητα την ουσία του Θεού

11. Ότι δε αυτή η κοινώς ενθεωρούμενη θεότης που παρατηρείται στα τρία πρόσωπα δεν είναι ούτε ουσία, εκτός από όλους τους άλλους θεολόγους, μας το δίδαξε και τούτος (ο Γρηγόριος Νύσσης) διεξοδικότερα. Πράγματι γράφοντας γι’ αυτό το θέμα στο Προς Αβλάβιον αφού το κατοχύρωσε με πολλούς τρόπους, λέγει πλέον συμπερασματικώς, «αποδείχθηκε από τα λεχθέντα ότι το όνομα της θεότητος σημαίνει ενέργεια και όχι φύσιν». Ποιά ενέργεια; «Την εποπτική και θεατική», όπως λέγει εκεί ο θεοφάντωρ αυτός. 

Ο δε Ακίνδυνος λέγει, «δεν υπάρχει άλλη άκτιστη θεότης και ενέργεια, έκτος από τη φύσιν τού Θεού», απομακρύνοντας σαφώς από τον Θεό και υποβιβάζοντας σε κτίσμα εκείνη τη θεατική ενέργεια, δηλαδή τη θεία πρόγνωση και πρόνοια, αφού δεν είναι θεία φύσις. Και λέγει επίσης· «ο λόγος της ευσεβείας δεν δέχεται άλλη άκτιστον θεότητα έκτος από τη θείαν φύσιν», σαφώς ως λόγο ευσεβείας εννοώντας μόνη την κακοδοξία του Βαρλαάμ κι’ αυτού του ιδίου, τα αντίθετα της οποίας διδάσκουν οι θειοι θεολόγοι. Και πάλι λέγει· «δεν μπορούμε κάποιο από τα άκτιστα και φυσικά του Θεού να θεωρήσουμε ότι είναι κάτι διαφορετικό από την ουσία και τη φύσιν αυτού, ούτε να δεχθούμε ανούσια ή ανυπόστατη ή άλλου είδους σοφία ή δόξα ή αγαθότητα έκτος του Υιού, και γενικώς κάποια κοινή άκτιστη ενέργεια της αγίας Τριάδος». Και τα λέγει αυτά άλλοτε μεν χαρακτηρίζοντας κτιστές τις παραπάνω αναφερόμενες από τους θεολόγους κοινές άκτιστες ενέργειες των τριών προσκυνητών προσώπων, άλλοτε δε αποκαλώντας αυθυπόστατη την καθεμιά τους, κι’ άλλοτε συνδέοντάς τες με τη φύσιν του Θεού κακώς σαν να μην διαφέρουν κατά τίποτε από αυτήν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
Ότι προβάλλει (ο Ακίνδυνος) εναντίον εαυτού και το κεφάλαιο του θείου Μαξίμου περί του ότι o θεός δεν είναι μήτε μεταξύ των νοούντων μήτε μεταξύ των νοουμένων

12. Πρόχειρο όμως είναι τόσο γι’ αυτόν (τον Ακίνδυνο) όσο και για τους οπαδούς του το σοφότατα γραμμένο κείμενο του άγιου Μαξίμου, «κάθε νόησις, όπως ακριβώς έχει τη θέσιν της ως ποιότης (ιδιότητα) μέσα στην ουσία, έτσι έχει και την κίνησιν ποιωμένη περί (γύρω από) την ουσία· δεν είναι δυνατό να τη δεχθούμε (την νόηση) σαν κάτι αυτοτελές και απλό που υφίσταται καθ’ εαυτό, διότι δεν είναι αυτοτελής και απλή. Ο δε Θεός, αφού και κατά τα δύο υπάρχει εντελώς απλός, δηλαδή και ουσία χωρίς υποκείμενο υλικό και νόησις που δεν έχει καθόλου υποκείμενο, δεν είναι από τα νοούντα και νοούμενα, διότι βέβαια είναι πάνω από ουσία και νόηση». Τούτο λοιπόν είναι πρόχειρο γι’ αυτούς, επειδή δεν καταλαβαίνουν για ποιά νόηση ομιλεί εκείνος ο θεόσοφος (ο Μάξιμος ο Ομολογητής)·  πράγματι, όπως επισήμανε και ο ίδιος παρακάτω, ομιλεί για εκείνη τη νόηση, κατά την οποία ο Θεός είναι εντελώς αυτοτελής, αυτός ο ίδιος νοώντας τον εαυτό του και παραμένοντας στον εαυτό του χωρίς εκφοίτηση, ενώ εμείς πραγματευόμαστε προς αυτούς που τελευταία μας προσβάλλουν περί των προόδων και ενεργειών, κατά τις οποίες ο Θεός θεωρείται σε σχέση με κάτι, όπως προαναφέρθηκε· δεν καταλαβαίνουν ότι εκείνος ο κλεινός θεολόγος γράφει αυτά τα πράγματα κατά την αποφατική θεολογία. Πράγματι συνηθίζουν οι θεολόγοι να χρησιμοποιούν μερικές καταφατικές εκφράσεις που έχουν έννοια υπεροχικής αποφάσεως, όπως ο ίδιος το δήλωσε στο τέλος του κεφαλαίου, λέγοντας ότι αίτιο των λόγων του αυτού τού είδους είναι το γεγονός ότι ο Θεός δεν είναι μήτε από τα νοούμενα μήτε από τα νοούντα. Το ένα μάλιστα από τα δύο δεν υπάρχει τρόπος να το πει κανείς, εφ’ όσον δεν θεολογεί κατά υπεροχική απόφαση, αν και βέβαια ο θεηγόρος αρνήθηκε επί του Θεού τη νόησιν ως ποιότητα, δεν την αρνήθηκε όμως ως ενέργεια· μολονότι η νόησις είναι προσκείμενη φανερά ευθύς εξ αρχής σ’ αυτόν και φανερώνει τον υπερφυή χαρακτήρα των θεωρούμενων στον Θεό.

13. Αλλά βέβαια, με το να πει ο θειος Μάξιμος τον Θεό απλό και κατά τα δυό, έδειξε εδώ ότι έχει και ουσία και ενέργεια, την οποία βέβαια αυτός ονομάζει εδώ νόηση, αλλά και ότι αυτές οι δυό έχουν διαφορά μεταξύ τους. Πράγματι δικός του λόγος είναι το ότι «χωρίς διαφορά είναι αδύνατο να ευρεθεί αριθμός». Αλλά ούτε η αποφατική θεολογία αντίκειται στην καταφατική, μάλλον δεικνύει τον υπερφυή χαρακτήρα της, με την έννοια ότι στην πραγματικότητα επί του Θεού τίθενται όλα τα γνωρίσματα από μας, αλλά αυτός τα έχει επάνω από ό,τι μπορούμε να ειπούμε και να νοήσουμε εμείς.

Η ΤΟΣΟ ΦΗΜΙΣΜΕΝΗ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ Η ΟΠΟΙΑ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΤΗΝ ΑΙΧΜΗ ΤΟΥ ΔΟΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΝΕΟΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ ΣΤΗΡΙΖΕΤΑΙ ΕΞΟΛΟΚΛΗΡΟΥ ΣΤΗΝ ΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΑΚΙΝΔΥΝΟΥ, ΠΟΛΥ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΥ ΠΛΕΟΝ ΛΟΓΩ ΤΗΣ ΤΕΡΑΤΩΔΟΥΣ ΑΔΙΑΦΟΡΙΑΣ ΜΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΑΣ

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

"κι αν εξετάσει κανείς θα μάθει ότι και οι πατέρες εξυπακούουν ή καί συνεκφωνούν με την κάθε μιά υπόσταση το ενυπόστατον, και έτσι τις διαστέλλουν από τις κοινές ενέργειες."

Το ενυπόστατον Αμέθυστε σημαίνει ότι η κάθε μία απο τις Υποστάσεις του Θεού υπάρχει μέσα στις άλλες δύο;
σημαίνει την αλληλοπεριχώρηση;

amethystos είπε...

Είναι η χάρις τής Υιοθεσίας, η ενέργεια τού Κυρίου μέ τήν οποία μάς δέχεται στήν αγκαλιά Του καί στή υπηρεσία Του σάν τού αγαθούς Του δούλους, αφού μάς ακούσει νά λέμε τόν λόγο τής μετανοίας μας, γένοιτό μοι κατά τό Ρήμα Σου. Είναι η αθανασία τήν οποία δέχονται οι Αγιοί μας.