Από το βιβλίο του Hans Urs von Balthasar
Klarstellungen, Zur Prüfung der Geister, Εκδόσεις Herder-Bücherei, 1971
Η θρησκευτική σκέψη το γνωρίζει ανέκαθεν, πως δεν επιτρέπεται να φανταστούμε τον Θεό ως τον «Άλλον», ο οποίος υψωμένος πάνω από την γη, βρίσκεται απέναντι της. Αφού ο Θεός είναι «τὸ πᾶν ἐστιν αὐτός» (Σειράχ 43, 27), και για τον λόγο αυτό «τα πάντα εν πάσιν»(α’ Κορινθίους 15, 28), ή-επειδή τα πράγματα δεν είναι Θεός- «ὁ ἐπὶ πάντων, καὶ διὰ πάντων, καὶ ἐν πᾶσιν ἡμῖν» (Εφεσίους 4, 6). Για να μπορεί όμως να είναι «εν»(μέσα) σε κάτι, χωρίς ο ίδιος να γίνει πεπερασμένος, πρέπει να του αποδοθεί μια ασύγκριτη ανωτερότητα, βιβλικά μιλώντας, και μια ασύγκριτα ισχυρή ελευθερία, (η οποία να.....). Για κάτι άλλο πιο αφελές-δηλαδή ένας Θεός ξεκομμένος από τον κόσμο-είναι άδικο να κατηγορηθούν οι μεγάλοι θρησκευτικοί στοχαστές της ανθρωπότητας, και μαρτυρεί την έλλειψη θρησκευτικού ενστίκτου στους μοντέρνους. Κανένας στοχαστής, αρχαίος ή μοντέρνος, δεν κατάφερε να εξηγήσει την πολλαπλότητα των πραγμάτων από την μοναδικότητα του Θεού. Μόνο η βιβλική σκέψη. Σαφέστερα: μόνο η χριστιανική σκέψη κατάφερε να υπερβεί την δυσκολία, την οποία συνόδευε πάντα η σχέση μοναδικότητας και πολλαπλότητας, Θεού και κόσμου. Η δυσκολία είναι η εξής: γιατί να υπάρχει η πολλαπλότητα, αφού ο Θεός που είναι το «παν», είναι αρκετός για τον εαυτό του; Αν έχει ανάγκη την πολλαπλότητα για να είναι το παν, σημαίνει πως δεν είναι το παν, άρα δεν είναι Θεός. Όπου γίνεται λόγος για την ελεύθερη δύναμη του Θεού δημιουργού, είμαστε ήδη σε βιβλικό έδαφος. Ο χώρος όμως φωτίζεται μόνο εκεί όπου ο Θεός, που εν αρχή εποίησε τον ουρανό και την γη, τα οποία (όπως οι σοφές υποθέσεις το στοχάστηκαν σε όλο και μεγαλύτερο βάθος) μπόρεσε να τα δημιουργήσει μόνο μέσα στον ίδιο, μέσα στην σοφία του, μέσα στην δύναμη του, μέσα στην ουσία του. Τα δημιούργησε ως ένα κόσμο ελεύθερων πλασμάτων, η ελευθερία των οποίων πηγάζει από την δική του, και για τον λόγο αυτό δεν είναι μια φαινομενική ελευθερία, αλλά πραγματική, δημιουργική, με ικανότητα επιλογής. Μια ελευθερία των πλασμάτων Του, μέσα στην οποία ο Θεός είναι σε θέση, μέχρι τελικής συνέπειας, μέχρι την επανάσταση και αυτοαναθεματισμό τους, να την ενστερνιστεί και να την εκφέρει. Και μέσα σε όλα αυτά παραμένει Θεός. Θεός ο οποίος δεν περιορίζεται και δεν ηττάται από την ελευθερία των πλασμάτων του. Αυτό που άρχισε «λίαν καλώς» δεν το βλέπει να αποτυγχάνει τραγικά. Το ότι ο Θεός προβαίνει σε ένα τέτοιο τόλμημα, δεν είναι ακόμα σαφές στην Παλαιά Διαθήκη: η «κόλαση», όπου βυθίζονται όσοι πεθαίνουν, παραμένει ένας σκοτεινός, χωρίς Θεό χώρος. Η Διαθήκη του Θεού ισχύει μόνο ανάμεσα στους ζωντανούς οι οποίοι όμως είναι θνητοί. Το τρομακτικό ερώτημα είναι: πως μπορεί ο Θεός να φέρει μέσα του το ά-Θεο, που είναι μια πιθανή συνέπεια της ανθρώπινης ελευθερίας;
Η μοναδική ισχύουσα απάντηση, την οποία κανένας άνθρωπος δε θα μπορούσε να σκεφτεί, δίνεται εκεί όπου ο άνθρωπος Ιησούς, που είναι Υιός του ζωντανού Θεού, κατεβαίνει στην κόλαση απ’ όπου λείπει ο Θεός. Την στιγμή αυτή φανερώνεται η απόλυτη ελευθερία τού δημιουργού Θεού ως το μυστήριο της τριαδικής του αγάπης. Αν είναι αλήθεια πως αυτός ο Υιός του Θεού, ως άνθρωπος, λόγω της ελεύθερης αγάπης του Θεού αναλαμβάνει την πτώση στον θάνατο, του πλάσματος που χάνεται από τον Θεό, και με τον τρόπο αυτό πάει στον «τόπο» από τον οποίο κανένας άνθρωπος δεν μπορεί από μόνος του να σωθεί (lasciate ogni speranza…), τότε το γεγονός αυτό ανοίγει την θέα προς μια αντίθεση εντός της θεϊκής ελευθερίας και αγάπης. Η αντίθεση αυτή επιτρέπει να φανεί ο λόγος για τον οποίο ο Θεός αποδέχεται από την αρχή την αντίθεση μεταξύ θεϊκής και ανθρώπινης ελευθερίας και γιατί μπορεί και ονομάζει αυτή την αντίθεση «λίαν καλή». Τήν αντίθεση αυτή μεταξύ Θεού, της δημιουργικής πηγής (του «πατέρα») και του ανθρώπου (του «υιού») που μέσα στην αποστολή της πηγής καταλήγει στο άκρο της απώλειας. Ο δεσμός αυτός όμως, ο τόσο τεντωμένος δεν σπάει, γιατί η ίδια διάθεση απόλυτης αγάπης (το «πνεύμα»), εμψυχώνει και τους δυο, τον αποστέλλοντα και απεσταλμένο. Ο Θεός αφήνει τον Θεό να πάει εκεί από όπου ο Θεός έχει φύγει (ή λείπει), συνοδεύοντας τον με το πνεύμα του. Ο Υιός είναι σε θέση να πάει στην από τον Θεό απομακρυσμένη κόλαση, γιατί κατανοεί αυτή την πορεία ως έκφραση της αγάπης του προς τον Πατέρα. Είναι μάλιστα σε θέση να δώσει στην αγάπη ένα τέτοιο χρώμα υπακοής, ώστε να βιώσει εκεί την πλήρη αθεΐα των χαμένων ανθρώπων. Αυτό μοιάζει με μυθολογία, αλλά αν το σκεφτούμε πιο βαθιά, είναι η μόνη αποδεκτή λύση του κοσμικού αινίγματος (γιατί ο άνθρωπος δεν μπορεί να την επινοήσει).
Θέλουμε να το επαναλάβουμε πάλι: ο κόσμος ως πολλαπλότης (που ως τέτοιος δεν μπορεί να είναι Θεός) γίνεται κατανοητός μόνο δια μέσου της ελεύθερης δημιουργίας. Η ελεύθερη δημιουργία τοποθετεί τα δημιουργήματα στην πραγματική ελευθερία, και αποδέχεται την πιθανότητα ότι μπορεί να χαθούν. Ένα τέτοιο τόλμημα όμως μπορεί να γίνει αποδεκτό μόνο αν ο Θεός της αγάπης είναι σε θέση να ενστερνιστεί αυτή την απώλεια. Αυτό είναι δυνατό μόνο με την πορεία προς την συν-απώλεια μέσα στην πλήρη αδυναμία, αλλά ως υπακοή στον Θεό. Για τον λόγο αυτό ο Θεός πρέπει να είναι τριαδικός. Γιατί από πάνω και απ’ έξω, η θεϊκή παντοδυναμία δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στην επαναστατική αδυναμία της ελευθερίας των δημιουργημάτων: αυτή η αλήθεια έχει διερευνηθεί μια για πάντα στο βιβλίο Ιώβ. Το τρομακτικό, χωρίς λόγο βάσανο του δημιουργήματος υπερβαίνει το «καλά λίαν» του Δημιουργού στην αρχή της δημιουργίας. Μόνο με την προ-υπόθεση μιας πιθανής ενανθρώπισης του Θεού- (μέχρι τον θάνατο, την εγκατάλειψη, την κόλαση)- μπορεί ακόμα και μετά την ανακάλυψη πως η ύπαρξη βασίζεται στην ελεύθερη δημιουργική πράξη του Θεού, να συνεχίσει να ισχύει η γενικώς θρησκευτική πρόταση πως ο Θεός πρέπει να είναι τα πάντα εν πάσιν(ακόμα και στην αθεΐα της επαναστατημένης ελευθερίας). Γιατί το ελεύθερο πλάσμα μπορεί να σωθεί μόνο όταν η υπάκουη αγάπη αφήνεται να οδηγηθεί ακόμα και στην απώλεια από την αγάπη. Το πλάσμα δεν σώζεται με την επιβολή απ’ έξω, αλλά με το να γεννηθεί στην άβυσσο της αγάπης η οποία περιλαμβάνει κάθε άβυσσο.
Οι τελευταίοι νόμοι του κόσμου που αντιστοιχούν στην βιβλική αποκάλυψη, δεν είναι οι κοσμολογικοί νόμοι του κόσμου, αλλά οι νόμοι του μυστικού διαλόγου μεταξύ της ανθρώπινης ελευθερίας-στην οποία επιτρέπεται να πει την τελευταία της λέξη- και της θεϊκής ελευθερίας, η τελευταία λέξη της οποίας δεν είναι πια «λόγος», αλλά μια πράξη η οποία βυθίζεται στο πλήρες σκοτάδι. Στην σιωπή αυτή, πέραν από κάθε ανθρώπινη χειρονομία, φανερώνει ο Θεός, ποιος και τι είναι ο Θεός. Η δική μας ελαφρόμυαλη ομιλία, πως ο Θεός είναι απερινόητος, όταν διαπιστώσει αυτή την πράξη του Θεού, πρέπει να χτυπήσει η ίδια το στόμα της και να σιωπήσει μπροστά σε αυτή την ατράνταχτη αυταπόδειξη του Θεού. Δεν υπάρχει πια κανένα ομοίωμα. Όλα γίνονται ταυτόχρονα ορατά: τι είναι η αμαρτία και η απώλεια. Γιατί ο Θεός επέτρεψε να γίνει πραγματικότητα. Πως μπορεί να την ανέχεται μέσα του: μέσω του θεϊκού πόνου, μέσα στον οποίο η αιώνια αγάπη αιμορραγεί από όλες τις ενδοκοσμικές πληγές. Ο Θεός αποδεικνύει ταυτόχρονα την τριαδικότητα και την ευχαριστία του. Κάθε πόνος ως τέτοιος, χωρίς να πάψει να χαρακτηρίζεται ως πόνος, μπορεί να λάβει μέρος στην μακαριότητα της τριαδικής αγάπης.
Η μοναδική ισχύουσα απάντηση, την οποία κανένας άνθρωπος δε θα μπορούσε να σκεφτεί, δίνεται εκεί όπου ο άνθρωπος Ιησούς, που είναι Υιός του ζωντανού Θεού, κατεβαίνει στην κόλαση απ’ όπου λείπει ο Θεός. Την στιγμή αυτή φανερώνεται η απόλυτη ελευθερία τού δημιουργού Θεού ως το μυστήριο της τριαδικής του αγάπης. Αν είναι αλήθεια πως αυτός ο Υιός του Θεού, ως άνθρωπος, λόγω της ελεύθερης αγάπης του Θεού αναλαμβάνει την πτώση στον θάνατο, του πλάσματος που χάνεται από τον Θεό, και με τον τρόπο αυτό πάει στον «τόπο» από τον οποίο κανένας άνθρωπος δεν μπορεί από μόνος του να σωθεί (lasciate ogni speranza…), τότε το γεγονός αυτό ανοίγει την θέα προς μια αντίθεση εντός της θεϊκής ελευθερίας και αγάπης. Η αντίθεση αυτή επιτρέπει να φανεί ο λόγος για τον οποίο ο Θεός αποδέχεται από την αρχή την αντίθεση μεταξύ θεϊκής και ανθρώπινης ελευθερίας και γιατί μπορεί και ονομάζει αυτή την αντίθεση «λίαν καλή». Τήν αντίθεση αυτή μεταξύ Θεού, της δημιουργικής πηγής (του «πατέρα») και του ανθρώπου (του «υιού») που μέσα στην αποστολή της πηγής καταλήγει στο άκρο της απώλειας. Ο δεσμός αυτός όμως, ο τόσο τεντωμένος δεν σπάει, γιατί η ίδια διάθεση απόλυτης αγάπης (το «πνεύμα»), εμψυχώνει και τους δυο, τον αποστέλλοντα και απεσταλμένο. Ο Θεός αφήνει τον Θεό να πάει εκεί από όπου ο Θεός έχει φύγει (ή λείπει), συνοδεύοντας τον με το πνεύμα του. Ο Υιός είναι σε θέση να πάει στην από τον Θεό απομακρυσμένη κόλαση, γιατί κατανοεί αυτή την πορεία ως έκφραση της αγάπης του προς τον Πατέρα. Είναι μάλιστα σε θέση να δώσει στην αγάπη ένα τέτοιο χρώμα υπακοής, ώστε να βιώσει εκεί την πλήρη αθεΐα των χαμένων ανθρώπων. Αυτό μοιάζει με μυθολογία, αλλά αν το σκεφτούμε πιο βαθιά, είναι η μόνη αποδεκτή λύση του κοσμικού αινίγματος (γιατί ο άνθρωπος δεν μπορεί να την επινοήσει).
Θέλουμε να το επαναλάβουμε πάλι: ο κόσμος ως πολλαπλότης (που ως τέτοιος δεν μπορεί να είναι Θεός) γίνεται κατανοητός μόνο δια μέσου της ελεύθερης δημιουργίας. Η ελεύθερη δημιουργία τοποθετεί τα δημιουργήματα στην πραγματική ελευθερία, και αποδέχεται την πιθανότητα ότι μπορεί να χαθούν. Ένα τέτοιο τόλμημα όμως μπορεί να γίνει αποδεκτό μόνο αν ο Θεός της αγάπης είναι σε θέση να ενστερνιστεί αυτή την απώλεια. Αυτό είναι δυνατό μόνο με την πορεία προς την συν-απώλεια μέσα στην πλήρη αδυναμία, αλλά ως υπακοή στον Θεό. Για τον λόγο αυτό ο Θεός πρέπει να είναι τριαδικός. Γιατί από πάνω και απ’ έξω, η θεϊκή παντοδυναμία δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στην επαναστατική αδυναμία της ελευθερίας των δημιουργημάτων: αυτή η αλήθεια έχει διερευνηθεί μια για πάντα στο βιβλίο Ιώβ. Το τρομακτικό, χωρίς λόγο βάσανο του δημιουργήματος υπερβαίνει το «καλά λίαν» του Δημιουργού στην αρχή της δημιουργίας. Μόνο με την προ-υπόθεση μιας πιθανής ενανθρώπισης του Θεού- (μέχρι τον θάνατο, την εγκατάλειψη, την κόλαση)- μπορεί ακόμα και μετά την ανακάλυψη πως η ύπαρξη βασίζεται στην ελεύθερη δημιουργική πράξη του Θεού, να συνεχίσει να ισχύει η γενικώς θρησκευτική πρόταση πως ο Θεός πρέπει να είναι τα πάντα εν πάσιν(ακόμα και στην αθεΐα της επαναστατημένης ελευθερίας). Γιατί το ελεύθερο πλάσμα μπορεί να σωθεί μόνο όταν η υπάκουη αγάπη αφήνεται να οδηγηθεί ακόμα και στην απώλεια από την αγάπη. Το πλάσμα δεν σώζεται με την επιβολή απ’ έξω, αλλά με το να γεννηθεί στην άβυσσο της αγάπης η οποία περιλαμβάνει κάθε άβυσσο.
Οι τελευταίοι νόμοι του κόσμου που αντιστοιχούν στην βιβλική αποκάλυψη, δεν είναι οι κοσμολογικοί νόμοι του κόσμου, αλλά οι νόμοι του μυστικού διαλόγου μεταξύ της ανθρώπινης ελευθερίας-στην οποία επιτρέπεται να πει την τελευταία της λέξη- και της θεϊκής ελευθερίας, η τελευταία λέξη της οποίας δεν είναι πια «λόγος», αλλά μια πράξη η οποία βυθίζεται στο πλήρες σκοτάδι. Στην σιωπή αυτή, πέραν από κάθε ανθρώπινη χειρονομία, φανερώνει ο Θεός, ποιος και τι είναι ο Θεός. Η δική μας ελαφρόμυαλη ομιλία, πως ο Θεός είναι απερινόητος, όταν διαπιστώσει αυτή την πράξη του Θεού, πρέπει να χτυπήσει η ίδια το στόμα της και να σιωπήσει μπροστά σε αυτή την ατράνταχτη αυταπόδειξη του Θεού. Δεν υπάρχει πια κανένα ομοίωμα. Όλα γίνονται ταυτόχρονα ορατά: τι είναι η αμαρτία και η απώλεια. Γιατί ο Θεός επέτρεψε να γίνει πραγματικότητα. Πως μπορεί να την ανέχεται μέσα του: μέσω του θεϊκού πόνου, μέσα στον οποίο η αιώνια αγάπη αιμορραγεί από όλες τις ενδοκοσμικές πληγές. Ο Θεός αποδεικνύει ταυτόχρονα την τριαδικότητα και την ευχαριστία του. Κάθε πόνος ως τέτοιος, χωρίς να πάψει να χαρακτηρίζεται ως πόνος, μπορεί να λάβει μέρος στην μακαριότητα της τριαδικής αγάπης.
Συνεχίζεται
ΣΧΟΛΙΟ: ΠΑΝΕΝΘΕΙΣΜΟΣ. Ο Θεός δημιούργησε τά πάντα μέσα Του.
ΤΡΑΓΙΚΗ Η ΕΛΛΕΙΨΗ ΤΩΝ ΑΚΤΙΣΤΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ. ΟΠΩΣ ΚΑΙ Η ΑΔΕΣΠΟΤΗ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥΣ.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου