Συνέχεια από: Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2022
ΠΕΤΡΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ
ΠΑΥΛΟΣ (ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ)
ΤΟΜΕΣ ΣΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ
Μέρος Τρίτο
TOMEΣ ΣΤΗΝ ΠΑΥΛΕΙΑ ΗΘΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ
Κεφάλαιο 14
14.4. ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΑΛΩΝ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΣΤΗΝ ΚΟΡΙΝΘΟ
Αν η χριστιανική κοινότητα της Κορίνθου αποτελεί το χαρακτηριστικότερο δείγμα ανάπτυξης μιας πρωτοχριστιανικής κοινότητας σε εθνικό έδαφος, η Β´ Κορ αποτελεί την κυριότερη πηγή πληροφοριών για το είδος των προβλημάτων που αντιμετώπισε ο αρχέγονος εξ εθνών χριστιανισμός.[ΠΩΣ ΑΚΡΙΒΩΣ Η ΝΟΟΤΡΟΠΙΑ ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΙ ΝΕΩΤΕΡΗ ΑΚΥΡΩΝΕΙ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ] Παρά τις όποιες αντιδράσεις –μερικές φορές μάλιστα δικαιολογημένες–37 η επιστολή αυτή θεωρείται δίκαια η κυριότερη πηγή ιστορίας της πρώτης Εκκλησίας. Επομένως, η οποιαδήποτε θεώρηση του χαρακτήρα των αντιπάλων του Παύλου στην Κόρινθο προδικάζει κατά ένα ποσοστό και την ερμηνεία της θεώρησης της λογείας από τον απόστολο Παύλο.[Ο ΑΠ. ΠΑΥΛΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΑΠΟΣΤΗΘΙΣΕ ΤΗΝ ΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕ ΣΑΝ ΤΟΝ ΛΟΓΟ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ. ΚΑΤ' ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ]
Λίγο πιο πάνω έγιναν μερικές, αμυδρές έστω, νύξεις για τη σχέση λογείας-αντιπάλων του Παύλου στην Κόρινθο.
Η σύγχρονη έρευνα κατέβαλε αρκετές προσπάθειες να προσδιορίσει το θρησκευτικό υπόβαθρο των ανθρώπων εκείνων, οι οποίοι ονομάζονται από τον Παύλο «ψευδαπόστολοι, ἐργάται δόλιοι, μετασχηματιζόμενοι εἰς ἀποστόλους Χριστοῦ», για να χρησιμοποιήσουμε μόνο μερικούς από τους χαρακτηρισμούς της Β´ Κορ (11,13). Τρεις είναι οι κύριες τάσεις για τον προσδιορισμό των αντιπάλων του Παύλου στη νεώτερη έρευνα.38
(α) Από τον ιερό Χρυσόστομο μέχρι τον Ε. Käsemann και το C. K. Barrett τονίστηκε η ιουδαϊκή/παλαιστινιακή προέλευση των αντιπάλων του Παύλου, που παρεισέφρησαν στην κοινότητα της Κορίνθου. Είτε δέχονται την καθαρά ιουδαϊκή τους ιδιότητα (Χρυσόστομος), είτε υποστηρίζουν πως εκτελούσαν οδηγίες των υπερλίαν αποστόλων (F. C. Baur), είτε απλώς εξαρτούσαν την αυθεντία τους από εκείνους (Käsemann), οι υποστηριχτές αυτής της άποψης συνδέουν τους αντιπάλους του Παύλου στην Κόρινθο με την παράλληλη κατάσταση που δημιουργήθηκε στη Γαλατία.
(β) Η δεύτερη τάση που επηρεάζεται από, και κατά κάποιο τρόπο εκφράζει, τη θρησκειοϊστορική σχολή, έχει ως υποστηριχτές τους W. Lütgert, R. Bultmann και W. Schmithals. H τάση αυτή σχετίζει τους αντιπάλους του Παύλου στην Κόρινθο με κάποια γνωστική κίνηση ανατολικής προέλευσης. Τονίζοντας τα χαρακτηριστικά της αυτοπεποίθησης και αλαζονείας των αντιπάλων, όπως επίσης και την εμμονή τους στον εκστατικό και θεόπνευστο λόγο, οι ερευνητές αυτοί δέχονται ουσιαστικά την ενότητα μεταξύ των αντιπάλων των Α´ και Β´ προς Κορινθίους επιστολών.
(γ) Η τρίτη τάση, την οποία εκπροσωπούν οι G. Bornkamm, G. Friedrich, D. Georgi, Χ. Σ. Βούλγαρης κ.ά., με διαφορετικά βέβαια επιχειρήματα και τονίζοντας διαφορετικά χαρακτηριστικά των αντιπάλων, συγκλίνει στην άποψη πως πρόκειται για ελληνιστές Ιουδαίους που ακολουθούσαν τον τρόπο και τις μεθόδους προπαγάνδας του ελληνιστικού κόσμου. Είτε έχουν ανεπτυγμένη μια χριστολογία του «θείου ἀνδρός» (Georgi), είτε προέρχονται από την κίνηση των ελληνιστών του Στεφάνου (Friedrich), είτε ακόμη ενεργούσαν επηρεασμένοι από τη φιλώνεια διδασκαλία, στα πλαίσια της προπαγάνδας του επίσημου Ιουδαϊσμού (Βούλγαρης), οι αντίπαλοι του Παύλου στη Β´ Κορ συνδέονται με τον ελληνιστικό Ιουδαϊσμό. [ΣΗΜΕΡΑ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΩΣ ΔΙΑΘΕΤΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΟΠΑΔΟΥΣ ΤΟΥ ΑΓΟΥΡΙΔΗ, ΤΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ, ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΙΑΝΟΥΣ]
Και οι τρεις αυτές τάσεις συγκλίνουν στο γεγονός ότι η προσπάθεια να αναλυθεί το φαινόμενο της διαμάχης του Παύλου με τους αντιπάλους του στην Κόρινθο έγινε με βάση θεολογικές προϋποθέσεις.[ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΥΡΗΝΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟ ΕΠΕΣΑΝ ΠΑΝΩ ΤΗΣ ΟΙ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΕΙΣ ΤΗΣ, ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΘΕΩΡΟΥΝΤΑΙ ΘΕΟΛΟΓΟΙ, ΟΠΩΣ ΚΑΙ Ο ΙΔΙΟΣ Ο ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ.] Στηρίζεται σε ορισμένες εκφράσεις του κειμένου και τις υποτιθέμενες θεολογικές διαφοροποιήσεις ανάμεσα στον Παύλο και τους αντιπάλους του, που όμως προκύπτουν από αποσπασματικές μόνο αναφορές. Γι' αυτό και όλες ανεξάρτητα οι απόψεις ενώ λύνουν ορισμένα προβλήματα του κειμένου, αδυνατούν να προσφέρουν συνολική απάντηση στο πρόβλημα, αφήνοντας αναπάντητα πάμπολλα ερωτήματα. Από όλες τις αξιόλογες αυτές προσπάθειες, που ομολογουμένως έριξαν φως σε ορισμένα σκοτεινά σημεία, λείπει η συνολική κοινωνική θεώρηση των απαρχών της χριστιανικής ιεραποστολής.[ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΟΙ ΟΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ] Το κενό αυτό φαίνεται να καλύπτει o G. Theissen, o οποίος με ακλόνητα επιχειρήματα απέδωσε τις αντιθέσεις του αρχέγονου χριστιανισμού στη διαφορετική αντίληψη για τον τρόπο και τις μεθόδους της ιεραποστολικής δράσης περιοδευόντων χαρισματούχων και οργανωτών κοινοτήτων39. Για τον Theissen, το αν οι αντίπαλοι του Παύλου ήταν ιουδαιοχριστιανοί ή ελληνιστές δεν έχει για την κοινωνιολογική ανάλυση και τόση σημασία. Σημασία ακόμη δεν έχει το αν προσωπικά προέρχονται από την Παλαιστίνη40. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι εκπροσωπούν τον τύπο του περιοδεύοντα χαρισματούχου ιεραποστόλου του αρχικού χριστιανισμού, που έχει την προέλευσή του στην Παλαιστίνη. Γι’ αυτό προσφεύγουν στην «χαρισματική» –συνεπικουρούμενη και από την «παραδοσιακή»– νομιμότητα. Αντίθετα ο Παύλος εκπροσωπεί ένα είδος «αποστολικής» νομιμότητας, μια μορφή δηλαδή «λειτουργικής» νομιμότητας, που όμως εμπεριέχει και στοιχεία «χαρισματικής» νομιμότητας41. Έτσι, ενώ οι περιοδεύοντες χαρισματούχοι βασίζονταν στην οικονομική υποστήριξη από μέρους της κοινότητας, ο Παύλος ανέπτυξε νέο θεολογικό ήθος, οικουμενικό και συνάμα ηθικο-κοινωνικό. Αν δεχτούμε τη σωστή άποψη του Theissen, ότι οι πρωταγωνιστές του αντι-παύλειου κορινθιακού μετώπου ήταν μέλη των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων42, μπορούμε ίσως να κατανοήσουμε γιατί αντιδρούσαν στο πρόγραμμα της λογείας. Έτσι μόνο μπορούμε να δικαιολογήσουμε, γιατί ο απόστολος αναγκάζεται μόνο εδώ να αναφερθεί διεξοδικά στη λογεία (Β´ Κορ 8-9) και γιατί επανέρχεται κάνοντας σχετικές νύξεις και στην αυστηρή επιστολή (πρβλ. Β´ Κορ 12,14εξ).
Το πρόβλημα, βέβαια, των αντιπάλων του Παύλου είναι τεράστιο. Γι' αυτό και περιοριστήκαμε στη σφαιρική μόνο παρουσίαση του θέματος, τονίζοντας τα σημεία εκείνα, που θα μπορούσαν να έχουν επιπτώσεις στην ερμηνεία του παύλειου προγράμματος της λογείας.
14.5. Η ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΚΕΦ. Β´ ΚΟΡ 8 ΚΑΙ 9
Όπως υποστηρίξαμε πιο πάνω, η αναφερόμενη στη λογεία ενότητα της Β´ Κορ αποτελείται από δυο ανεξάρτητες η μια από την άλλη επιστολές (ή πιθανώς και τμήματα επιστολών). Η μόνη πιθανή σύνδεση με τα προηγούμενα, και συγκεκριμένα με τη συμφιλιωτική επιστολή (Β´ Κορ 1,1-2,13· 7,5-16) είναι αυτή του κεφ. 8. Οι επιπτώσεις όμως στην ερμηνεία του προγράμματος της παύλειας λογείας από αυτή την πιθανότητα είναι μηδαμινές, αφού στη συμφιλιωτική επιστολή δεν γίνεται καμιά απολύτως νύξη για το θέμα της λογείας, παρά μόνο για τον επιφορτισμένο για τη διεκπεραίωσή της Τίτο. Για το λόγο αυτό, στην εξέταση της δομής των δυο κεφ. θα αφήσουμε εκτός διαπραγμάτευσης αυτή την πιθανότητα.
Όλα σχεδόν τα υπομνήματα, κριτικά και μη, χαρακτηρίζουν τα κεφ. 8-9 ως ιδιαίτερη θεματική ενότητα της Β΄ Κορ. Και όλα σχεδόν επιχειρούν την ερμηνευτική διαπραγμάτευση διαχωρίζοντας το κεφ. 8 από το κεφ. 9. Η διαίρεση των επιμέρους ενοτήτων στα δύο αυτά κεφ. από τα κυριότερα κριτικά υπομνήματα έχει ως εξής:
Ο A. Plummet, υπέρμαχος της ενότητας των κεφ. 8-9, επιγράφει τη φιλολογική αυτή ενότητα. «Η λογεία για τους φτωχούς χριστιανούς της Ιερουσαλήμ», και την υποδιαιρεί ως εξής: (α) 8,1-7· β) 8,8-15· (γ) 8,16-9,5· (δ) 9,6-15.
Ο Η. Windisch επιγράφει την όλη ενότητα: «Ρύθμιση του έργου της λογείας», ενώ τα δυο κεφ. «Πρώτη διασαφήνιση του θέματος της λογείας» (κεφ. 8), και «Δεύτερη διασαφήνιση του θέματος της λογείας» (κεφ. 9). Έτσι, η υποδιαίρεση κατά κεφάλαιο-επιστολή είναι η εξής: Πρώτη επιστολή: (α) 8,1-6· (β) 8,7-15· (γ) 8,16-24· Δεύτερη επιστολή: (α) 9,1-5· (β) 9,6- 15.
Ο R. Bultmann, στις σύντομες ερμηνευτικές σημειώσεις, που εξέδωσε μεταθανάτια ο Ε. Dinkier, υποδιαιρεί τα κεφ. 8 και 9 ως εξής: (α) 8,1-7· (β) 8,7-12· (γ) 8,13-15· (δ) 8,16-24· (ε) 9,1-5· (στ) 9,6-10· (ζ) 9,11-15.
O C. K. Barrett επιγράφει τα δυο κεφάλαια: «Λογεία (1)» και «Λογεία (2)» χωρίς να προχωρεί σε επιμέρους υποδιαιρέσεις. Τέλος ο αείμνηστος Π. Τρεμπέλας, επιγράφοντας την ενότητα 8,1- 9,15 «Παραίνεσις περί εὐποιίας», ακολουθεί την εξής διάταξη της ύλης κατά κεφάλαιο. Κεφ. 8: Πώς πρέπει να γίνεται η εισφορά: (α) 8,1-6· (β) 8,7- 15· (γ) 8,16-24· Κεφ. 9. Αι ιδιότητες και οι καρποί της ελεημοσύνης: (α) 9,1- 7· (β) 9,89-15.
Από την προσεκτική ανάγνωση του κειμένου καταλήγουμε στο συμπέρασμα, πως εκεί που μπορεί να γίνει σαφής διαχωρισμός είναι στο κεφ. 8. Συγκεκριμένα στους στίχ. 8,6 και 8,16, όπου γίνεται αναφορά στον Τίτο. Το πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι με το στίχ. 8,16 ο Παύλος συνεχίζει τη διαπραγμάτευση που άφησε στο στίχ. 8,6, όπως φαίνεται από τη δομική ανάλυση του κειμένου·
εἰς τό παρακαλέσαι ἡμᾶς (8,6) Τίτον (8,6)
X
ἐν τῇ καρδίᾳ Τίτου (8,16) τήν παράκλησιν ἐδέξατο (8,17)
Αν, λοιπόν, όπως πιστεύουμε, στο κεφ. 8 έχουμε συστατική επιστολή, και αν οι προκαταρκτικές αναφορές (8,1-6) συνεχίζονται με τα συστατικά στοιχεία (8,16-24) της επιστολής, τότε η μόνη θεολογική διαπραγμάτευση γίνεται στο εμβόλιμο τμήμα 8,7-15, όπου πραγματικά θεολογικά τεκμηριώνεται η αναγκαιότητα της λογείας.
Στο κεφ. 9 δεν μπορεί ουσιαστικά να γίνει λόγος για διαχωρισμό επιμέρους ενοτήτων, μια και η διαπραγμάτευση είναι ενιαία και η μια πρόταση συνδέεται με την επόμενη, όπως οι χάντρες ενός κομπολογιού. Σχηματικά όμως, μπορούμε να επιχειρήσουμε κάποια υποτυπώδη διαίρεση της ύλης, βασιζόμενοι στην άποψη που διατυπώσαμε για το χαρακτήρα και το χρόνο συγγραφής αυτής της επιστολής, αλλά και στη δομική (στρουκτουραλιστική) θεώρηση του κειμένου, και κυρίως της χρησιμοποιούμενης ορολογίας. Η διαίρεση αυτή, με την οποία επιχειρείται η ερμηνευτική ανάλυση του Β´ μέρους, είναι η εξής: (α) 9,1-4: Το καύχημα του Παύλου για τους Κορινθίους· (β) 9,5-10: Η γενναιόδωρη και καλόκαρδη προσφορά και η δύναμη του Θεού· και (γ) 9,11-15: Η λογεία ως πνευματική λατρεία.
Σημειώσεις
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου