Συνέχεια από: Τετάρτη 11 Ιουλίου 2018
ΠΙΣΤΗ ΣΤΟΝ ΤΡΙΑΔΙΚΟ ΘΕΟ
Β) Τα θέματα οδηγοί
Δ) το τριαδικό δόγμα σαν αρνητική (αποφατική) θεολογία!
Αγκαλιάζοντας με μια ματιά το όλον, φτάνουμε εύκολα να συμπεράνουμε πώς τό Τριαδικό εκκλησιαστικό δόγμα δικαιώνεται κατ’αρχάς και κυρίως μέσω τής αρνητικής οδού, αποδεικνύοντας την έλλειψη διεξόδου απο οποιοδήποτε άλλο δρόμο. Αυτή είναι ίσως καί η μοναδική διαπίστωση την οποία μπορούμε πραγματικά να κάνουμε. Το τριαδικό δόγμα είναι δυνατόν να κατανοηθεί ουσιαστικώς μόνον μ’έναν αρνητικό τρόπο, σαν μία μοναδική σταθερή στάση απορρίψεως κάθε επιθυμίας κατανοήσεως, σαν ομολογία του άλυτου μυστηρίου του Θεού. Διότι όλα γίνονται προβληματικά όταν απλοποιούμε το γεγονός σε μια απλή θετική επιθυμία για γνώση. Εάν υπάρχει κάτι που αποδεικνύει η κουραστική ιστορία της ανθρώπινης και της Χριστιανικής πάλης για τον Θεό, είναι πώς κάθε προσπάθεια να συλλάβουμε τον Θεό με την δική μας κατανόηση οδηγεί στο παράλογο. Μπορούμε να μιλήσουμε σωστά γι’αυτόν μόνον εάν εγκαταλείψουμε την απαίτηση να τον κατανοήσουμε και τον αφήσουμε να ενυπάρχει στην ακατανοησία του. Το τριαδικό δόγμα δέν θα μπορέσει ποτέ να γίνει η κατανόηση του Θεού.[Διότι ο Θεός καί οι Υποστάσεις δέν ταυτίζονται.Θεός είναι η Φύσις τού Θεού] Θα παραμείνει για πάντα μία οριακή δήλωση, μία ενδεικτική χειρονομία που αναφέρεται στο άρρητο. Αλλά ποτέ ένας ορισμός που καθορίζει ένα πράγμα και το τοποθετεί στα συρτάρια της ανθρώπινης γνώσεως, ούτε μία έννοια, η οποία θα παρέδιδε το πράγμα στα χέρια του ανθρωπίνου πνεύματος, δια πάσαν χρήσιν.
Αυτός ο υπαινικτικός χαρακτήρας, όπου η έννοια γίνεται μόνον ένα σημείο, η κατανόηση μόνον μία τάση πρός το ακατανόητο, θα μπορούσε να περιγραφεί με ακρίβεια, χρησιμοποιώντας τις ίδιες τις Εκκλησιαστικές εκφράσεις και την προϊστορία τους. Καθε μία απο τις βασικές έννοιες του Τριαδικού δόγματος καταδικάστηκε κάποια φορά. Όλες οι έννοιες έγιναν αποδεκτές μόνον μετά το πέρασμα τους απο μία περιπέτεια καταδίκης. Αξίζουν μόνον διότι χαρακτηρίζονται ταυτοχρόνως και ώς ακατάλληλες, για να γίνουν τοιουτοτρόπως αποδεκτές μόνον σαν ένα δυστυχισμένο τραύλισμα, και τίποτε παραπάνω.[Ούτε ο Βαρλαάμ δέν είχε φτάσει σέ τέτοιους παραλογισμούς]
Η έννοια του προσώπου όπως έχουμε ήδη πεί, καταδικάστηκε μία φορά, ο κεντρικός όρος, το «ομοούσιος» που σημαίνει της ίδιας ουσίας με τον Πατέρα, ο οποίος στον τέταρτο αιώνα θα αποτελούσε τον καθορισμό της Ορθοδοξίας, είχε καταδικαστεί τον τρίτο αιώνα.
Η έννοια της «προόδου» (με την οποία οι καθολικοί μεταφράζουν λανθασμένα την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος) έχει και αυτή επίσης μία καταδίκη στην πλάτη της. Και θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε.
Κατα την άποψη μου, θα έπρεπε να πούμε πώς αυτές οι καταδίκες των εκφράσεων, οι οποίες στην συνέχεια θα γινόντουσαν όροι της πίστεως μας, αποτελούν ένα ουσιώδες στοιχείο. Φαίνονται χρήσιμες τελικώς μόνον μέσω της αρνήσεως και μόνον στην άπειρη μεσολάβηση που προσφέρεται μαζί τους: το τριαδικό δόγμα είναι δυνατόν μόνον σαν έμμεση θεολογία.
Υπάρχει όμως ακόμη μία παρατήρηση να προσθέσουμε: κάθε φορά που εξετάζουμε την ιστορία του Τριαδικού δόγματος, όπως καθρεπτίζεται σε ένα μοντέρνο βιβλίο θεολογίας, φαίνεται να είναι ένα νεκροταφείο αιρέσεων, τα στοιχεία των οποίων η θεολογία μεταφέρει μέχρι σήμερα στη γύρα, σαν θριάμβους νικηφόρων πολέμων.
Με μία παρόμοια άποψη όμως δέν κατανοείται και πολύ καλά το θέμα διότι όλες οι προσπάθειες, οι οποίες στην διάρκεια μίας μακράς διαμάχης, στο τέλος απορρίφθηκαν σαν απορίες, και επομένως σαν αιρέσεις, δέν είναι μόνον μνημεία μίας μάταιης ανθρώπινης έρευνας, κυττάζοντας τά οποία μπορούμε να βεβαιωθούμε πόσες φορές η ανθρώπινη σκέψη απέτυχε, και τα οποία τώρα, εμείς είμαστε αναγκασμένοι να στοχαστούμε, χωρίς κανένα συγκεκριμένο φρούτο, με καθαρή οπισθοδρομική περιέργεια. Κάθε αίρεση αντιθέτως είναι ταυτοχρόνως και μία κρυπτογράφηση, ένα «μονόγραμμα» μίας αιωνίου αλήθειας, που εμείς πρέπει να δατηρήσουμε μαζί με άλλες σύγχρονες και νόμιμες ομολογίες, ξέχωρα απο τις οποίες μας προσφέρεται μία ψεύτικη άποψη.(Εδώ βρισκονται τά θεμέλια τής ένωσης τών εκκλησιών). Μ’άλλα λόγια, όλες αυτές οι δηλώσεις μόνον κυπαρίσσια των τάφων δέν είναι, αλλά πέτρες για να κατασκευαστεί ένας καθεδρικός ναός, οι οποίες είναι όμως χρήσιμες μόνον εάν δέν στέκουν απομονωμένες, αλλά εισάγωνται σε μία πραγματικότητα πολύ μεγαλύτερη. Με τον ίδιο τρόπο ακόμη και οι εκφράσεις που έχουν γίνει αποδεκτές, αξίζουν μόνον όταν διατηρούν ταυτοχρόνως την συνείδηση της ανεπάρκειας τους.
Ο Giansenista Saint Cyram είπε μία μέρα τούτο το καταπληκτικό : η πίστη συστήνεται απο μία σειρά αντιτιθέμενες βεβαιώσεις, οι οποίες συγκρατούνται μαζί απο την χάρη. Κάνοντας αυτή τη δήλωση εξέφρασε στο χώρο τής θεολογίας μία γνώση η οποία με την φυσική αποτελεί μέρος των φυσικών επιστημών σαν ο νόμος της συμπληρωματικότητος ( ο NielsBohr, ο οποίος εισήγαγε τον παραπάνω νόμο στην φυσική, επικαλείται με την σειρά του την θεολογία : την συμπληρωματικότητα ανάμεσα στην δικαιοσύνη και την φιλανθρωπία του Θεού)
Σήμερα ο Φυσικός κατανοεί με αυξανόμενη καθαρότητα πώς δέν μπορούμε να συλλάβουμε τις δεδομένες πραγματικότητες—όπως για παράδειγμα την δομή του φωτός ή της ύλης—σε μία μοναδική πειραματική φόρμα και επομένως σε μία μοναδική μορφή βεβαιώσεως, αλλά κατορθώνουμε να δούμε μία και μόνον πλευρά κάθε φορά, απο διαφορετικές γωνίες και δέν μπορούμε να ενώσουμε την μία με την άλλη.
Αντιθέτως πρέπει να τις υπολογίσουμε μαζί –για παράδειγμα την δομή των σωματιδίων και το κύμα- χωρίς να μπορούμε να βρούμε κάτι που να τα περιέχει όλα σαν προηγούμενο του όλου, που σαν ολότης, και λόγω του περιορισμού τής απόψεως μας δέν είναι προσβάσιμο στην ενότητά του. Αυτό που συμβαίνει στο φυσικό πεδίο, σαν αποτέλεσμα του περιορισμού των αισθητηριακών μας ικανοτήτων, συμβαίνει και σε έναν απείρως μεγαλύτερο βαθμό απέναντι στις πνευματικές πραγματικότητες και στον Θεό. Ακόμη και εδώ μπορούμε να κοιτάξουμε τα πράγματα μόνον απο μία πλευρά συλλαμβάνοντας μόνον μία άποψη κάθε φορά, και όπου κάθε μία φαίνεται να είναι σε αντίφαση με την άλλη και σε μοναδικό συνδυασμό μ’αυτό είναι η μυστική μας κλήση προς εκείνο το όλον που δέν κατορθώνουμε να πούμε και να αγκαλιάσουμε. Γυρίζοντας μόνον γύρω του, παρατηρώντας και πειραματιζόμενοι όλες αυτές τις πλευρές και απόψεις, φαινομενικώς αντιφατικές κατορθώνουμε να πλησιάσουμε την αλήθεια την οποία όμως στην ολότητα της δέν θα κατορθώσουμε ποτέ μας να δούμε.
Η νοητική προσέγγιση σ’αυτό το σημείο, τής συγχρόνου φυσικής, μας προσφέρει ίσως μεγαλύτερη βοήθεια απο εκείνη που κατόρθωνε να δώσει η Αριστοτελική φιλοσοφία.
Η φυσική σήμερα, γνωρίζει πώς γύρω απο την δομή τής ύλης μπορούμε να μιλήσουμε μόνον αόριστα. Ξεκινώντας απο διαφορετικές προσεγγίσεις. Γνωρίζει ακόμη πώς το αποτέλεσμα της έρευνας γύρω απο την φύση, εξαρτάται απο το σημείο παρατήρησης απο το οποίο ξεκινά κάθε φορά ο επιστήμων. Τότε γιατί δέν πρέπει νά κατανοήσουμε και εμείς απο την αρχή πώς, μιλώντας για τον Θεό, δέν μπορούμε να βρούμε με τον τρόπο του Αριστοτέλη μία τελευταία έννοια, ικανή να αγκαλιάσει το όλον, αλλά πώς πρέπει να ασχοληθούμε με μία πολλαπλότητα απόψεων που εξαρτώνται απο την τοποθέτηση του παρατηρητού και πώς εμείς κατα βάθος, δέν βλέπουμε πλέον όλοι μαζί, αλλά κατορθώνουμε να συλλάβουμε κάτι μόνον ένας ένας, χωρίς να κατορθώναμε να εκφράσουμε το έσχατο;
Και φτάνουμε σ’αυτό το σημείο στην μυστική αλληλεπίδραση ανάμεσα στην πίστη και στην σύγχρονη σκέψη.
Το γεγονός πώς η σύγχρονη φυσική σκέφτεται μ’αυτόν τον τρόπο βαδίζοντας πέρα απο την δομή τής αριστοτελικής λογικής, αντιπροσωπεύει ήδη καθ’εαυτό ένα αποτέλεσμα τής νέας διαστάσεως η οποία άνοιξε απο την Χριστιανική θεολογία, μία αντανάκλαση τής ανάγκης της ότι οφείλει να σκεφτει πλέον με όρους συμπληρωματικότητος! [Εδώ βρισκονται τά θεμέλια τής ένωσης τών εκκλησιών]
Υ.Γ. Αυτός είναι ο μοντέρνος κόσμος ο οποίος βάφτισε την οπισθοδρόμηση πρόοδο, την βαρβαρότητα πολιτισμό. Όποιος παρακολουθεί την προσπάθεια μας και την θεματογραφία μας ίσως αρχίσει να κατανοεί κάποια στιγμή πώς η φιλοσοφία και η φυσική βρίσκονται εθελουσίως αγκυροβολημένες στην προσωκρατική γνώση. Ότι αγνοείται ο δεύτερος πλούς τον οποίο απέρριψε ο Γερμανικός ιδεαλισμός ταυτίζοντας τήν μεταφυσική με την μαγική καμπάλα, καταλήγοντας τελικώς στην σύγχυση ανθρώπου και φύσεως, την διάκριση των οποίων είχε ηρωικά κατορθώσει η Ελληνική φιλοσοφία.
Αμέθυστος
ΠΙΣΤΗ ΣΤΟΝ ΤΡΙΑΔΙΚΟ ΘΕΟ
Β) Τα θέματα οδηγοί
Δ) το τριαδικό δόγμα σαν αρνητική (αποφατική) θεολογία!
Αγκαλιάζοντας με μια ματιά το όλον, φτάνουμε εύκολα να συμπεράνουμε πώς τό Τριαδικό εκκλησιαστικό δόγμα δικαιώνεται κατ’αρχάς και κυρίως μέσω τής αρνητικής οδού, αποδεικνύοντας την έλλειψη διεξόδου απο οποιοδήποτε άλλο δρόμο. Αυτή είναι ίσως καί η μοναδική διαπίστωση την οποία μπορούμε πραγματικά να κάνουμε. Το τριαδικό δόγμα είναι δυνατόν να κατανοηθεί ουσιαστικώς μόνον μ’έναν αρνητικό τρόπο, σαν μία μοναδική σταθερή στάση απορρίψεως κάθε επιθυμίας κατανοήσεως, σαν ομολογία του άλυτου μυστηρίου του Θεού. Διότι όλα γίνονται προβληματικά όταν απλοποιούμε το γεγονός σε μια απλή θετική επιθυμία για γνώση. Εάν υπάρχει κάτι που αποδεικνύει η κουραστική ιστορία της ανθρώπινης και της Χριστιανικής πάλης για τον Θεό, είναι πώς κάθε προσπάθεια να συλλάβουμε τον Θεό με την δική μας κατανόηση οδηγεί στο παράλογο. Μπορούμε να μιλήσουμε σωστά γι’αυτόν μόνον εάν εγκαταλείψουμε την απαίτηση να τον κατανοήσουμε και τον αφήσουμε να ενυπάρχει στην ακατανοησία του. Το τριαδικό δόγμα δέν θα μπορέσει ποτέ να γίνει η κατανόηση του Θεού.[Διότι ο Θεός καί οι Υποστάσεις δέν ταυτίζονται.Θεός είναι η Φύσις τού Θεού] Θα παραμείνει για πάντα μία οριακή δήλωση, μία ενδεικτική χειρονομία που αναφέρεται στο άρρητο. Αλλά ποτέ ένας ορισμός που καθορίζει ένα πράγμα και το τοποθετεί στα συρτάρια της ανθρώπινης γνώσεως, ούτε μία έννοια, η οποία θα παρέδιδε το πράγμα στα χέρια του ανθρωπίνου πνεύματος, δια πάσαν χρήσιν.
Αυτός ο υπαινικτικός χαρακτήρας, όπου η έννοια γίνεται μόνον ένα σημείο, η κατανόηση μόνον μία τάση πρός το ακατανόητο, θα μπορούσε να περιγραφεί με ακρίβεια, χρησιμοποιώντας τις ίδιες τις Εκκλησιαστικές εκφράσεις και την προϊστορία τους. Καθε μία απο τις βασικές έννοιες του Τριαδικού δόγματος καταδικάστηκε κάποια φορά. Όλες οι έννοιες έγιναν αποδεκτές μόνον μετά το πέρασμα τους απο μία περιπέτεια καταδίκης. Αξίζουν μόνον διότι χαρακτηρίζονται ταυτοχρόνως και ώς ακατάλληλες, για να γίνουν τοιουτοτρόπως αποδεκτές μόνον σαν ένα δυστυχισμένο τραύλισμα, και τίποτε παραπάνω.[Ούτε ο Βαρλαάμ δέν είχε φτάσει σέ τέτοιους παραλογισμούς]
Η έννοια του προσώπου όπως έχουμε ήδη πεί, καταδικάστηκε μία φορά, ο κεντρικός όρος, το «ομοούσιος» που σημαίνει της ίδιας ουσίας με τον Πατέρα, ο οποίος στον τέταρτο αιώνα θα αποτελούσε τον καθορισμό της Ορθοδοξίας, είχε καταδικαστεί τον τρίτο αιώνα.
Η έννοια της «προόδου» (με την οποία οι καθολικοί μεταφράζουν λανθασμένα την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος) έχει και αυτή επίσης μία καταδίκη στην πλάτη της. Και θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε.
Κατα την άποψη μου, θα έπρεπε να πούμε πώς αυτές οι καταδίκες των εκφράσεων, οι οποίες στην συνέχεια θα γινόντουσαν όροι της πίστεως μας, αποτελούν ένα ουσιώδες στοιχείο. Φαίνονται χρήσιμες τελικώς μόνον μέσω της αρνήσεως και μόνον στην άπειρη μεσολάβηση που προσφέρεται μαζί τους: το τριαδικό δόγμα είναι δυνατόν μόνον σαν έμμεση θεολογία.
Υπάρχει όμως ακόμη μία παρατήρηση να προσθέσουμε: κάθε φορά που εξετάζουμε την ιστορία του Τριαδικού δόγματος, όπως καθρεπτίζεται σε ένα μοντέρνο βιβλίο θεολογίας, φαίνεται να είναι ένα νεκροταφείο αιρέσεων, τα στοιχεία των οποίων η θεολογία μεταφέρει μέχρι σήμερα στη γύρα, σαν θριάμβους νικηφόρων πολέμων.
Με μία παρόμοια άποψη όμως δέν κατανοείται και πολύ καλά το θέμα διότι όλες οι προσπάθειες, οι οποίες στην διάρκεια μίας μακράς διαμάχης, στο τέλος απορρίφθηκαν σαν απορίες, και επομένως σαν αιρέσεις, δέν είναι μόνον μνημεία μίας μάταιης ανθρώπινης έρευνας, κυττάζοντας τά οποία μπορούμε να βεβαιωθούμε πόσες φορές η ανθρώπινη σκέψη απέτυχε, και τα οποία τώρα, εμείς είμαστε αναγκασμένοι να στοχαστούμε, χωρίς κανένα συγκεκριμένο φρούτο, με καθαρή οπισθοδρομική περιέργεια. Κάθε αίρεση αντιθέτως είναι ταυτοχρόνως και μία κρυπτογράφηση, ένα «μονόγραμμα» μίας αιωνίου αλήθειας, που εμείς πρέπει να δατηρήσουμε μαζί με άλλες σύγχρονες και νόμιμες ομολογίες, ξέχωρα απο τις οποίες μας προσφέρεται μία ψεύτικη άποψη.(Εδώ βρισκονται τά θεμέλια τής ένωσης τών εκκλησιών). Μ’άλλα λόγια, όλες αυτές οι δηλώσεις μόνον κυπαρίσσια των τάφων δέν είναι, αλλά πέτρες για να κατασκευαστεί ένας καθεδρικός ναός, οι οποίες είναι όμως χρήσιμες μόνον εάν δέν στέκουν απομονωμένες, αλλά εισάγωνται σε μία πραγματικότητα πολύ μεγαλύτερη. Με τον ίδιο τρόπο ακόμη και οι εκφράσεις που έχουν γίνει αποδεκτές, αξίζουν μόνον όταν διατηρούν ταυτοχρόνως την συνείδηση της ανεπάρκειας τους.
Ο Giansenista Saint Cyram είπε μία μέρα τούτο το καταπληκτικό : η πίστη συστήνεται απο μία σειρά αντιτιθέμενες βεβαιώσεις, οι οποίες συγκρατούνται μαζί απο την χάρη. Κάνοντας αυτή τη δήλωση εξέφρασε στο χώρο τής θεολογίας μία γνώση η οποία με την φυσική αποτελεί μέρος των φυσικών επιστημών σαν ο νόμος της συμπληρωματικότητος ( ο NielsBohr, ο οποίος εισήγαγε τον παραπάνω νόμο στην φυσική, επικαλείται με την σειρά του την θεολογία : την συμπληρωματικότητα ανάμεσα στην δικαιοσύνη και την φιλανθρωπία του Θεού)
Σήμερα ο Φυσικός κατανοεί με αυξανόμενη καθαρότητα πώς δέν μπορούμε να συλλάβουμε τις δεδομένες πραγματικότητες—όπως για παράδειγμα την δομή του φωτός ή της ύλης—σε μία μοναδική πειραματική φόρμα και επομένως σε μία μοναδική μορφή βεβαιώσεως, αλλά κατορθώνουμε να δούμε μία και μόνον πλευρά κάθε φορά, απο διαφορετικές γωνίες και δέν μπορούμε να ενώσουμε την μία με την άλλη.
Αντιθέτως πρέπει να τις υπολογίσουμε μαζί –για παράδειγμα την δομή των σωματιδίων και το κύμα- χωρίς να μπορούμε να βρούμε κάτι που να τα περιέχει όλα σαν προηγούμενο του όλου, που σαν ολότης, και λόγω του περιορισμού τής απόψεως μας δέν είναι προσβάσιμο στην ενότητά του. Αυτό που συμβαίνει στο φυσικό πεδίο, σαν αποτέλεσμα του περιορισμού των αισθητηριακών μας ικανοτήτων, συμβαίνει και σε έναν απείρως μεγαλύτερο βαθμό απέναντι στις πνευματικές πραγματικότητες και στον Θεό. Ακόμη και εδώ μπορούμε να κοιτάξουμε τα πράγματα μόνον απο μία πλευρά συλλαμβάνοντας μόνον μία άποψη κάθε φορά, και όπου κάθε μία φαίνεται να είναι σε αντίφαση με την άλλη και σε μοναδικό συνδυασμό μ’αυτό είναι η μυστική μας κλήση προς εκείνο το όλον που δέν κατορθώνουμε να πούμε και να αγκαλιάσουμε. Γυρίζοντας μόνον γύρω του, παρατηρώντας και πειραματιζόμενοι όλες αυτές τις πλευρές και απόψεις, φαινομενικώς αντιφατικές κατορθώνουμε να πλησιάσουμε την αλήθεια την οποία όμως στην ολότητα της δέν θα κατορθώσουμε ποτέ μας να δούμε.
Η νοητική προσέγγιση σ’αυτό το σημείο, τής συγχρόνου φυσικής, μας προσφέρει ίσως μεγαλύτερη βοήθεια απο εκείνη που κατόρθωνε να δώσει η Αριστοτελική φιλοσοφία.
Η φυσική σήμερα, γνωρίζει πώς γύρω απο την δομή τής ύλης μπορούμε να μιλήσουμε μόνον αόριστα. Ξεκινώντας απο διαφορετικές προσεγγίσεις. Γνωρίζει ακόμη πώς το αποτέλεσμα της έρευνας γύρω απο την φύση, εξαρτάται απο το σημείο παρατήρησης απο το οποίο ξεκινά κάθε φορά ο επιστήμων. Τότε γιατί δέν πρέπει νά κατανοήσουμε και εμείς απο την αρχή πώς, μιλώντας για τον Θεό, δέν μπορούμε να βρούμε με τον τρόπο του Αριστοτέλη μία τελευταία έννοια, ικανή να αγκαλιάσει το όλον, αλλά πώς πρέπει να ασχοληθούμε με μία πολλαπλότητα απόψεων που εξαρτώνται απο την τοποθέτηση του παρατηρητού και πώς εμείς κατα βάθος, δέν βλέπουμε πλέον όλοι μαζί, αλλά κατορθώνουμε να συλλάβουμε κάτι μόνον ένας ένας, χωρίς να κατορθώναμε να εκφράσουμε το έσχατο;
Και φτάνουμε σ’αυτό το σημείο στην μυστική αλληλεπίδραση ανάμεσα στην πίστη και στην σύγχρονη σκέψη.
Το γεγονός πώς η σύγχρονη φυσική σκέφτεται μ’αυτόν τον τρόπο βαδίζοντας πέρα απο την δομή τής αριστοτελικής λογικής, αντιπροσωπεύει ήδη καθ’εαυτό ένα αποτέλεσμα τής νέας διαστάσεως η οποία άνοιξε απο την Χριστιανική θεολογία, μία αντανάκλαση τής ανάγκης της ότι οφείλει να σκεφτει πλέον με όρους συμπληρωματικότητος! [Εδώ βρισκονται τά θεμέλια τής ένωσης τών εκκλησιών]
Υ.Γ. Αυτός είναι ο μοντέρνος κόσμος ο οποίος βάφτισε την οπισθοδρόμηση πρόοδο, την βαρβαρότητα πολιτισμό. Όποιος παρακολουθεί την προσπάθεια μας και την θεματογραφία μας ίσως αρχίσει να κατανοεί κάποια στιγμή πώς η φιλοσοφία και η φυσική βρίσκονται εθελουσίως αγκυροβολημένες στην προσωκρατική γνώση. Ότι αγνοείται ο δεύτερος πλούς τον οποίο απέρριψε ο Γερμανικός ιδεαλισμός ταυτίζοντας τήν μεταφυσική με την μαγική καμπάλα, καταλήγοντας τελικώς στην σύγχυση ανθρώπου και φύσεως, την διάκριση των οποίων είχε ηρωικά κατορθώσει η Ελληνική φιλοσοφία.
Σήμερα η ανθρώπινη φύσις είναι υπερβατική, μία έκσταση απο την φύση ή για να το πούμε με την έκφραση του Λουδοβίκου, έκστασις της φύσεως.
Αυτή η νέα ανθρώπινη φύσις ουδεμία σχέση έχει όμως με την δημιουργία τού Θεού και με το δημιούργημά του.
Συνεχίζεται
Αυτή τήν κακεντρέχεια, τήν αγνωσία, συνεχίζουν νά εισάγουν στά καθ' ημάς οι μετεκπαιδευμένοι, ντυμένη ορθόδοξο ένδυμα, η οποία παντρεμένη μέ τήν τυποποίηση τής ηθικής τών προτεσταντικών οργανώσεων, καθιστά τή ορθοδοξία ένα επικίνδυνο φάντασμα.
Οι παλιοί εισαγωγείς ιδεών από τήν Δύση, όπως οι Γιανναράς, Ζηζιούλας, Ράμφος, ολοκλήρωσαν τόν ζωτικό τους κύκλο, αλλά ο σπόρος τους έμεινε καί συνεχίζει πιό βαθειά καί ουσιαστικά τήν καταστροφή. Ας δούμε ένα παράδειγμα:
Η κένωση και η θεοεγκατάλειψη στη διδασκαλία του Γέρ. Σωφρονίου Πρωτοπρεσβύτερος Νικόλαος Λουδοβίκος, Καθηγητής Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Θεσσαλονίκης pemptousia
ΙV
"Ας έλθουμε λοιπόν τώρα κατόπιν τούτων στην περίπτωση του έργου του π. Σωφρονίου και μάλιστα σ’ ένα ζήτημα το οποίο πολύ απασχολεί τους μελετητές του, το ζήτημα δηλαδή της κένωσης. Είναι νομίζω εφικτό να δείξουμε ότι ο π. Σωφρόνιος είναι ένας ησυχαστής και μάλιστα υπό την έννοια του παλαμικού Ησυχασμού όπως τον είδαμε παραπάνω.
Θεωρώ πως δυο είναι οι μορφές της κένωσης, αλληλοσυμπληρούμενες μάλιστα, στο έργο του π. Σωφρονίου. Πρώτη είναι η μορφή της θεοεγκατάλειψης. Αν η θεοεγκατάλειψη θεωρηθεί ως μια σοφή παιδαγωγία της αγάπης του Θεού προς τον ασκητή, τότε αυτή η παιδαγωγία τι άλλο είναι παρά μια προσπάθεια να μας θεραπεύσει ο Θεός από κάθε ίχνος μιας «ηδυπαθούς» ατομιστικής απόλαυσης της χάρης, μια τάση η οποία ενδημεί ασυνειδήτως μέσα στον πεπτωκότα άνθρωπο, ωθώντας τον ανεπίγνωστα σ’ έναν πιθανό πειρασμό ναρκισσικής αδολεσχίας, ακόμα και μέσα στο φως της χάρης του Θεού; Τι άλλο είναι δηλαδή αυτή η σοφή παιδαγωγία της θεοεγκατάλειψης παρά μια φιλάνθρωπη ώθηση του Θεού για ένα κοινωνικό άνοιγμα της ψυχής του ασκητή προς τον κενωτικό εναγκαλισμό του πάσχοντος συνανθρώπου και της πάσχουσας κτίσης, προκειμένου ν’ ανεβεί μαζί τους, και μόνο μαζί τους, στο Θεό; Έτσι εξηγείται ίσως και το γεγονός ότι την μεγαλύτερη θεοεγκατάλειψη δεν την υφίστανται συνήθως οι απλοί πιστοί αλλά κυρίως οι διανοούμενοι ασκητές και πιστοί (και τέτοιοι βεβαίως είναι συνήθως οι περισσότεροι των Πατέρων) αφού αυτοί κυρίως έχουν μεγαλύτερο πειρασμό από τους άλλους να αδολεσχήσουν σε μιαν ατομική-νοητική θεωρία του Θεού με τον πιθανό ναρκισσισμό της, αφήνοντας την υπόλοιπη δημιουργία κάπως στο περιθώριο
Όπως φάνηκε ήδη, το δεύτερο είδος κένωσης, στο οποίο οδηγεί παιδαγωγικά και φιλάνθρωπα, ως θεοεγκατάλειψη, είναι η χάρη της περιχωρήσεως, είναι μ’ άλλα λόγια ακριβώς αυτό το οποίο ο π. Σωφρόνιος ονομάζει γένεση της υποστάσεως μέσα στη Γεθσημάνειο προσευχή – ασκητική και λειτουργική – για όλον τον κόσμο. Υπ’ αυτήν την έννοια, χάρις στην πρώτη κένωση δίδεται η χάρη για τη δεύτερη. Ως σοφή θεραπεία της ρίζας της φιλαυτίας, η θεοεγκατάλειψη, έτσι, όχι μόνο δε γεννά απελπισία αλλά ευγνωμοσύνη και δοξολογία για την εν αληθεία αγάπη του Θεού η οποία οδηγεί στην οντολογική ολοκλήρωσή του τον άνθρωπο:
«Φερόμενοι πνεύματι Θεού προς την υπέρ όλου του κόσμου προσευχήν, προς συμμετοχήν εις την εν Γεθσημανή προσευχήν του Κυρίου, βλέπομεν αίφνης εν εαυτοίς Θείον θαύμα: Ανατέλλει εντός ημών ο πνευματικός ήλιος, το όνομα του οποίου είναι υπόστασις (πρόσωπον). Τούτο είναι εν ημίν η αρχή καινής μορφής υπάρξεως, ήδη αθανάτου. Τότε δεχόμεθα την Αποκάλυψιν της Υποστατικής Αρχής εν τη Αγία Τριάδι, ουχί επιφανειακώς, ουχί διανοητικώς, αλλ’ εν τοις εγκάτοις του είναι ημών. Ενορώμεν εν τω Φωτί το μέγιστον μυστήριον του Ανάρχου Είναι: τον Υποστατικόν Θεόν, τον Ζώντα· τον Ένα εν Τριάδι Υποστάσεων· τον Θεόν της αγάπης, τον Μόνον αληθινόν».
Με την προσευχή υπέρ όλου του κόσμου δίνουμε πλέον υπόσταση στην κοινήν ανθρώπινη ουσία. Με την προσευχή τής αγάπης προς την ομοούσιά μας ανθρωπότητα γινόμαστε δυναμικά υποστάσεις της όλης ανθρώπινης ουσίας καθώς και όλης της κτίσης, ενώ προηγουμένως υπαρξιακά ήμασταν απλώς λογικά τμήματα της ανθρώπινης και της κτιστής εν γένει ουσίας. Έχουμε εδώ ξανά δηλαδή την ουσία του παλαμικού Ησυχασμού: έκσταση δια καθόδου, ο άνθρωπος να δίδει ταπεινά υπόσταση σ’ όλη τη δημιουργία, ανεβάζοντάς την στο Θεό, μιμούμενος δηλαδή κατά χάρη το έργο ακριβώς και την κίνηση του ενανθρωπήσαντος Λόγου. Ή, με τα λόγια του π. Σωφρονίου:
«δι’ Αυτού (του Χριστού) απεκαλύφθη εις ημάς ο χαρακτήρ του Θεού της αγάπης. Η τελειότης αυτή έγκειται εις το ότι η αγάπη αυτή είναι ταπεινή, τουτέστι προσφέρεται άνευ επιφυλάξεως. Ο Πατήρ εν τη γεννήσει του Υιού κενούται ολοτελώς. Αλλά και ο Υιός επιστρέφει το παν εις τον Πατέρα. Αυτήν ακριβώς την πράξιν της τελείας κενώσεως ετέλεσεν ο Κύριος εν τη σαρκώσει Αυτού, εν τη Γεθσημανή και επί του Γολγοθά».
Αυτό το οποίο συνεπώς διδάσκει τελικά ο Θεός τον άνθρωπο δεν είναι τίποτε λιγότερο από τον ίδιο τον δικό Του τρόπο υπάρξεως. Δεν πρόκειται όμως για αφηρημένη αποκάλυψη αρχών αλλά για συγκλονιστική κοινωνία Θεού εν τη υπάρξει: το πρόσωπο-υπόσταση είναι ενεργούμενο γεγονός εν-χριστώσεως δια της χάριτος και όχι αναπαυτική έκσταση προς μια φανταστική ελευθερία η οποία στο βάθος περιφρονεί και ταυτίζει με την πτώση και την τυφλή αναγκαιότητα, κατά Πλατωνικό ή Καντιανό τρόπο, την φύση των όντων, όπως θέλουν κάποιοι περιώνυμοι σύγχρονοι ορθόδοξοι προσωπολόγοι. Με τον μαρτυρικό-ασκητικό αυτό τρόπο καθίσταται ο άνθρωπος
«φορεύς του πληρώματος του θεανθρωπίνου είναι δια της ενώσεως μετά του Χριστού εν τη προσευχή, ήτις εξομοιοί αυτόν προς Εκείνον. Σπάνιον προνόμιον συνδυάζοντας ακραίας καταστάσεις των παθημάτων της αγάπης και τον θρίαμβον αυτής. Ο άνθρωπος, αναγεννηθείς εκ τοιαύτης προσευχής, δια μέσου του ζωοποιού πόνου εισέρχεται βραδέως εις ενεργόν αίσθησιν της αναστάσεως της εαυτού ψυχής».
Βρισκόμαστε στον βαθύ πυρήνα του Ησυχασμού. Βλέπουμε εδώ την ταύτιση της προσωπικής ανάστασης, της εκστατικής δηλαδή ανόδου προς τον Θεό, με την ζώσα περιχώρηση των πάντων, με το κουβάλημα δηλαδή όλης της πάσχουσας δημιουργίας στα πόδια του Θεού. Η ανθρώπινη εσωτερικότητα συμβαδίζει εδώ με την πιο βαθιά κοινωνικότητα, εις τρόπον μάλιστα ώστε η μια να επαληθεύει την άλλη. Η αυθεντική εσωστρέφεια εκφράζεται έτσι ως ταπεινή κενωτική – σταυρική κοινωνικότητα, η οποία με τη σειρά της, μόνο με την ταπεινή κένωση του έσω ανθρώπου είναι δυνατόν να επιτευχθεί.
Στη σκέψη των νεότερων ορθόδοξων προσωπολόγων συναντά κανείς μιαν αγιάτρευτη αλλεργία προς οποιαδήποτε μορφή εσωτερικότητας, εσωστρέφειας ή ακόμα και συνειδητής ασκητικής ζωής, πράγματα τα οποία εκλαμβάνονται συλλήβδην ως δήθεν ψυχολογισμός. Οι θεολόγοι αυτοί ελάχιστα δυστυχώς κατανοούν την πατερική ασκητική παράδοση και, εν προκειμένω, τη θεολογία του π. Σωφρονίου. Εδώ η εσωτερικότητα ή η εσωστρέφεια δεν είναι ψυχολογισμός αλλά καθαρή οντολογία. Ο «έσω άνθρωπος» (έκφραση καθαρά ως γνωστόν Βιβλική) δεν είναι εδώ παρά ο χώρος του γνωμικού θελήματος, της ελευθερίας δηλαδή του ανθρώπου, ο χώρος δηλαδή όπου τελεσιουργείται (συνειδητά βεβαίως και εν συναισθήσει και όχι ασυνειδήτως ή ασυναισθήτως!) το μυστήριο της καθολικοποίησης του ανθρώπου, μέσω της ταπεινής και κενωτικής «συνεργίας» του θελήματος του ανθρώπου με το θέλημα του Θεού εν Χριστώ."
Μήπως δέν βλέπουμε στήν έκθεση τού Λουδοβίκου τήν προσπάθεια τής Ησυχαστικής θεμελιώσεως τού οικουμενισμού;
Μήπως δέν βλέπουμε στήν έκθεση τού Λουδοβίκου τήν προσπάθεια τής Ησυχαστικής θεμελιώσεως τού οικουμενισμού;
ΑΝΤΕΠΙΓΡΑΦΕΣ ΣΤΙΣ ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ
ΤΟΥ ΒΕΚΚΟΥ ΥΠΕΡ ΛΑΤΙΝΩΝ - ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ
Ο Παλαμάς δίδει ιδιαιτέραν προσοχήν στην διάκρισιν μεταξύ
θείας φύσεως και υποστάσεως, η οποία δεν ηδύνατο να εύρει θέσιν εις την
οντολογικήν θεώρησιν των Λατίνων και του Βέκκου και διά της οποίας αποφεύγεται
οιαδήποτε σύγχυσις εις την τριαδικήν ορολογίαν.
Αλλ’ όμως εκ του λόγου,
ότι η θεία ενέργεια είναι αχώριστος της θείας φύσεως, δεν είναι και φύσις η
ενέργεια μη διαφέρουσα αυτής κατά τίποτε (κάτι το όποιον ανήκει στην δυσσέβεια
του Βαρλαάμ και Ακινδύνου)· διότι η μεν θεία ενέργεια είναι εκ της θείας φύσεως και παρατηρείται
μέσα σε αυτήν (ενθεωρείται) κατά τους θεολόγους, αλλά δεν υπάρχει καθ’ εαυτήν,
η δε θεία φύσις δεν είναι εκ της ενεργείας, υπάρχει καθ’ εαυτήν και είναι πηγή
των θείων ενεργειών
Αλλά και το άγιον Πνεύμα
λέγουμε ότι δεν είναι εκ της υποστάσεως του Υιού· αυτός δε λέγων ότι τούτο
είναι εκ της φύσεως, νομίζει ότι αντιλέγει σε εμάς
και ότι κατασκευάζει τα αντίθετα από εμάς, νομίζων, όπως φαίνεται, ότι δεν διαφέρει τίποτε
η φύσις από την υπόστασιν ή και αφρόνως εισάγων διαφοράν φύσεως επί της αγίας
Τριάδος, επειδή υπάρχει διαφορά υποστάσεων.
Άγιος Ιωάννης τής Κλίμακος
Ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, ο διδάσκαλος της διακρίσεως, στον Λόγο ΚΖ΄, Περί ησυχίας, Β΄, 13 γράφει: Ενώ κάποτε ασκούσα την συνεχή προσευχή, βρέθηκα ανάμεσα στους Αγγέλους και ένας εξ’ αυτών με διαφώτιζε σε ό,τι εδιψούσα να μάθω. Ζητούσα να μάθω πώς ήταν ο Άρχων (ο Χριστός) προ της ενανθρωπήσεώς Του, αλλά δεν του επιτρεπόταν να μου διδάξη. Τον ερωτούσα πώς και σε ποια μορφή ευρίσκεται τώρα. Μου απαντούσε: Με την ιδία μορφή (την θεανθρώπινη), αλλ’ όχι με την ιδία φθαρτή ανθρώπινη σάρκα. Συνέχιζα να ρωτώ: Τι σημαίνει η δεξιά του Αιτίου (του Πατρός), στάσις και καθέδρα του Χριστού; Αδύνατον να διδαχθή ακοή ανθρώπου αυτά τα μυστήρια, απαντούσε! Τότε του ζήτησα να με οδηγήση εκεί που με είλκυε ο πόθος μου! Δεν έφτασε ακόμη η ώρα, μου είπε, διότι στερείσαι το πυρ της αφθαρσίας (το οποίο θα αποκτήσης στην άλλη ζωή).
Άγιος Ιωάννης τής Κλίμακος
Ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, ο διδάσκαλος της διακρίσεως, στον Λόγο ΚΖ΄, Περί ησυχίας, Β΄, 13 γράφει: Ενώ κάποτε ασκούσα την συνεχή προσευχή, βρέθηκα ανάμεσα στους Αγγέλους και ένας εξ’ αυτών με διαφώτιζε σε ό,τι εδιψούσα να μάθω. Ζητούσα να μάθω πώς ήταν ο Άρχων (ο Χριστός) προ της ενανθρωπήσεώς Του, αλλά δεν του επιτρεπόταν να μου διδάξη. Τον ερωτούσα πώς και σε ποια μορφή ευρίσκεται τώρα. Μου απαντούσε: Με την ιδία μορφή (την θεανθρώπινη), αλλ’ όχι με την ιδία φθαρτή ανθρώπινη σάρκα. Συνέχιζα να ρωτώ: Τι σημαίνει η δεξιά του Αιτίου (του Πατρός), στάσις και καθέδρα του Χριστού; Αδύνατον να διδαχθή ακοή ανθρώπου αυτά τα μυστήρια, απαντούσε! Τότε του ζήτησα να με οδηγήση εκεί που με είλκυε ο πόθος μου! Δεν έφτασε ακόμη η ώρα, μου είπε, διότι στερείσαι το πυρ της αφθαρσίας (το οποίο θα αποκτήσης στην άλλη ζωή).
Αμέθυστος
4 σχόλια:
Η συμπληρωματικότητα είναι για τον μηχανικό. Ο διαφορικός λογισμός ας πούμε πάντα αφήνει ένα κομμάτι της πραγματικότητας απ έξω. Την αρχική προσέγγιση έρχεται και την συμπληρώνει μία επόμενη και πάει λέγοντας. Έ κάποια στιγμή λέει λοιπόν ο μηχανικός "μου φτάνει ως εδώ.....με αυτό το συμπέρασμα μπορώ να κάνω την δουλειά μου με μια κάποια ασφάλεια και συνέπεια απέναντι στην φύση των πραγμάτων και στις ανάγκες των ανθρώπων" Αυτή είναι η επιστήμη σήμερα-τίποτα παραπάνω και χωρίς το παραμικρό ψήγμα υποτίμησης. Ίσα ίσα από αυτή την δουλειά προσπαθώ να βγάλω το ψωμί μου.
Αυτή την σύμβαση την μαθαίνουν πλέον και τα παιδιά από το δημοτικό ακόμα (αν υπάρχει βέβαια ένας καλός δάσκαλος δίπλα τους). Αλλά η συμπληρωματικότητα δεν κατάλαβα καλά σε τι ακριβώς χρειάζεται όταν έχεις τον Κύριο; Ο Λεβιάθαν που φαντασιώνονται-γιατί Λεβιάθαν είναι και τίποτα άλλο-που θα διαφημίζεται ως "η συμμετοχή όλων" μια νέα καθολική εκκλησία- που ακριβώς χρησιμεύει; Αλήθεια ο Λεβιάθαν τι θα κάνει με τα "τεμάχια συμπλήρωσης" που πήραν μαζί τους οι νεκροί; Η δική τους "οπτική" μήπως θα επαναληφθεί-καλυφθεί από τους τώρα ζωντανούς για λογαριασμό τους; Ας πούμε τον Άρειο θα τον αναστήσουν με κάποιο ακαδημαϊκό προγραμματάκι τίποτα διαδακτορικούλια για να μην χάσουμε περιφέρεια και σθένος κατά την περικύκλωση; Μου φαίνεται πως αυτός ο Λεβιάθαν σακάτης θα είναι για πολύ καιρό ακόμα και άμα περιμένουμε την σύστασή του για Σωτηρία ζήτω που καήκαμε (σκεπτόμενος τελείως πρακτικά απλά και ως μηχανικός).
Η ενδελέχεια του Αριστοτέλη είναι ίσως εκνευριστική όταν έχεις ένα γιαπί και πρέπει να σηκώσεις έναν τοίχο σπιτιού με τα μεροκάματα να γράφουν. Αλλά η έννοια της κατοικίας μένει αναπάντητη ακόμα και παρά των μυριάδων σπιτιών που έχουμε φτιάξει. Η ενδελέχεια του άνω θρώσκω αλήθεια ποια είπαμε ακριβώς πως είναι; Ο Όμηρος αφιέρωσε κάτι δεκάδες σελίδες στον άνθρωπο μηχανικό και εμείς μένουμε ακόμα στις τσαχπινιές του και όχι στην συντριβή του και τον μονόδρομο της Σωτηρίας του. ΜΟΝΟΣ ΣΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ. Αναρωτιόμαστε μετά στα σοβαρά γιατί ο Αριστοτέλης λοιπόν δεν έκανε την ηλιθιότητα να παραβλέψει τον Όμηρο. Και αυτό γιατί; Για να πηγαίνει Αθήνα Χαλκιδική σε τέσσερις ώρες για weekend; Και ακόμα χειρότερα αφού μόνοι μας δεν μπορούμε ας γίνουμε πολλοί και θα τα καταφέρουμε. Λες και πάμε να κυνηγήσουμε Μαμούθ. Την τύφλα μας μέσα.
Θα περικυκλώσουμε λοιπόν το νόημα με την συμπληρωματικότητα του καθένα μας και τότε θα καταλάβουμε το νόημα φαντάζομαι. Κούνια που τους κούναγε. Γιατί δεν πάνε καμία βόλτα από κανένα γιαπί μπας και πάρουν πρέφα τι κάθονται και λένε. Δεν είναι ντροπή άλλωστε και ο Κύριος της οικοδομής ήταν. Ο Ακρογωνιαίος Λίθος δεν το παξιμάδι που λείπε στον Λεβιάθαν τους. Μεγάλη η χάρη τους. Είναι ο Στύλος που μόνο δίπλα του μπορούμε να είμαστε Όρθιοι. Η όποια "συλλογικότητά" μας έχει ανάγκη μόνο ΕΝΑΝ.
αυτο το θεοεγκαταλειψη πολυ ακουγεται τωρα τελευταια,τυπου ο Θεος παιζει κρυφτο,παρουσια-απουσια ως παιδαγωγια κ.α..Αμεθυστε ειχες αναρτησει παλια ενα κειμενο του αγ.Συμεων που του αποκαλυψε ο Χριστος πως αυτος που πασχει θα ειναι φιλος του...εχει δωσει ο αγιος μηπως και την ερμηνεια του πασχει;
Θά προσπαθήσουμε, αλλά φαίνεται δύσκολο. Οσον αφορά τήν Θεοεγκατάλειψη ή τήν πάλη μέ τόν Θεό πού είναι παρεμφερές ο Αγιος Γρηγόριος διακρίνει τόν όρο θεός από τήν υπόσταση τού Κυρίου, κάτι πού φαίνεται καί στήν εμπειρία τού Αγίου Σιλουανού.
ναι,εχω διαβασει σχετικα..κανεις συχνα αναρτησεις αυτου του ειδους και αναφερεσαι και συ σε αυτες τις διακρισεις..χαχαα γι'αυτο ρωταω εσενα που εισαι πιο ψαγμενος σε αυτα..το πασχει πχ.εχω την εντυπωση πως δεν θα ειναι μονο κατι ψυχοσωματικο προς λογο η εργο..
Δημοσίευση σχολίου