Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2021

Διάλογος Περί Ψυχής και Αναστάσεως - Αγ. Γρηγορίου Νύσσης (7)

  Συνέχεια από Σάββατο, 6 Φεβρουαρίου 2021

ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ

ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΝΥΣΣΗΣ

ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ Ο ΛΟΓΟΣ

Ο ΛΕΓΟΜΕΝΟΣ ΤΑ ΜΑΚΡΙΝΕΙΑ

24. ΓΡΗΓ. Ρώτησα τότε κι εγώ στη δασκάλα: «Τί, λοιπόν, πρέπει να γνωρίζουμε γι’ αυτά; Διότι δεν είμαι σε θέση να κατανοήσω, πώς είναι δυνατόν να δεχθώ ως ξένα στη φύση μας εκείνα τα οποία υπάρχουν μέσα μας».

ΜΑΚΡ. «Βλέπεις, μου απάντησε εκείνη, ότι υπάρχει μάχη του νου προς αυτά και προσπάθεια ν’ απομονωθεί, όσο είναι δυνατόν, η ψυχή απ’ αυτά. Και υπάρχουν ορισμένοι που (το) κατόρθωσαν (την απομόνωση), όπως ακούμε π.χ. για το Μωϋσή, ότι ήταν εκείνος ανώτερος και του θυμού και της επιθυμίας. Και τα δύο τα μαρτυρεί γι’ αυτόν η ιστορία, ότι δηλαδή ήταν πράος περισσότερο από κάθε άνθρωπο –με την πραότητα μάλιστα η αοργησία δείχνει και την αποχή από το θυμό– και ότι, επίσης, δεν επιθύμησε τίποτε απ’ όσα βλέπουμε στους περισσότερους ανθρώπους να κινεί το επιθυμητικό.

Κι αυτό δεν θα γινόταν, εάν αυτά ήταν ίδια της φύσεως και υπαγόταν στην ουσία του ανθρώπου. Διότι δεν μπορεί αυτός που βγήκε έξω από τη φύση να παραμένει και στην ύπαρξη. Επομένως, εάν ο Μωϋσής ήταν στην ύπαρξη αλλά δεν ήταν μέσα σ’ αυτά, αυτό σημαίνει ότι αυτά είναι κάτι άλλο και όχι φύση. Διότι, εάν πράγματι φύση είναι αυτό με το οποίο κατανοείται η ύπαρξη της ουσίας, ενώ η αποξένωση από εκείνα (θυμό και επιθυμία) εξαρτάται από τη διάθεσή μας, τότε ο αφανισμός τους δεν είναι μόνον έλλειψη ζημίας αλλά και κέρδος για τη φύση. Είναι, λοιπόν, φανερό ότι αυτά τα πάθη της φύσεως έρχονται απέξω και δεν είναι ουσία της. Διότι ουσία είναι εκείνο το οποίο υπάρχει.

Πολλοί θεωρούν ότι ο θυμός είναι αποτέλεσμα εξάψεως του αίματος γύρω από την καρδιά. Άλλοι πάλι νομίζουν ότι είναι ένστικτο άμυνας στη λύπη που προκαλεί πρώτος ο άλλος. Και όπως εμείς πιστεύουμε, θυμός είναι η ορμή για κακοποίηση εκείνου που μας εξόργισε. Τίποτε όμως απ’ αυτά δεν συμφωνεί με τον ορισμό της ψυχής.

Κι αν δώσουμε με τη σειρά της τον ορισμό της επιθυμίας, θα λέγαμε ότι είναι αναζήτηση εκείνου που λείπει, ή πόθος για απόλαυση ηδονών, ή λύπη για την μη κατοχή των επιθυμητών, ή κάποια σχέση με το ευχάριστο από το οποίο όμως απουσιάζει η απόλαυση. Όλα αυτά και τα παρόμοια φανερώνουν βέβαια τον ορισμό της επιθυμίας, αλλά δεν συνδέονται με τον ορισμό της ψυχής.

Αλλά και όσα άλλα παρατηρούνται στην ψυχή και βρίσκονται σε αντίθεση μεταξύ τους, όπως η δειλία και το θάρρος, η λύπη και η ηδονή, ο φόβος και η αφοβία και όλα τα παρόμοια, που το καθένα φαίνεται να έχει σχέση με το επιθυμητικό ή το θυμικό, παρουσιάζουν τη φύση τους με ιδιαίτερο ορισμό.

Διότι το θάρρος και η αφοβία δηλώνουν κάποια ένταση της ορμής του θυμού· ενώ η σχέση που βασίζεται στη δειλία και το φόβο παρουσιάζει ελάττωση και ύφεση της ορμής του ίδιου (θυμού). Η λύπη πάλι έχει το περιεχόμενό της και από τα δύο. Διότι η ατονία του θυμού σ’ αυτόν που αδυνατεί να εκδικηθεί όσους τον λύπησαν καταντά λύπη· το ίδιο και οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες και η στέρηση των ποθητών δημιουργεί στην ψυχή τη γνωστή σκυθρωπή διάθεση. Και το αντίθετο της λύπης, εννοώ την έννοια της ηδονής, μοιράζεται εξίσου κι αυτή ανάμεσα στο θυμό και την επιθυμία. Διότι η ηδονή εξουσιάζει το καθένα απ’ αυτά εξίσου.

Όλα αυτά και έχουν σχέση με την ψυχή, και ψυχή δεν είναι· αλλά είναι σαν κάποιες μυρμηγκιές που φυτρώνουν στο διανοητικό μέρος της ψυχής. Θεωρούνται βέβαια μέρη της ψυχής, επειδή εμφανίζονται μ’ αυτήν· πλην όμως, δεν είναι εκείνο το οποίο είναι η ψυχή στην ουσία της».

25. ΓΡΗΓ. Ανταπαντώ τότε στην παρθένο: «Κι όμως βλέπουμε ότι η συνεισφορά αυτών (θυμού και επιθυμίας) για την πρόοδο των εναρέτων δεν είναι μικρή. Στον Δανιήλ, για παράδειγμα, η επιθυμία έγινε έπαινος· και ο Φινεές με το θυμό εξιλέωσε το Θεό. Μάθαμε ακόμη ότι ο φόβος αποτελεί την αρχή της σοφίας· και ακούσαμε από τον Παύλο ότι το τέρμα τής κατά Θεόν λύπης είναι η σωτηρία. Το Ευαγγέλιο, επίσης, μας νουθετεί να περιφρονούμε τα δεινά. Και το να μη φοβόμαστε την περιφρόνηση τίποτε άλλο δεν το εξασφαλίζει από το θάρρος, το οποίο η Σοφία το κατατάσσει ανάμεσα στα αγαθά. Φανερώνει, λοιπόν, ο λόγος μ’ αυτά τα παραδείγματα ότι δεν πρέπει να θεωρούμε αυτά (το θυμό και την επιθυμία) ως πάθη· διότι τα πάθη δεν συντελούν στην επιτυχία της αρετής».

26. ΜΑΚΡ. Και η δασκάλα μου είπε: «Μου φαίνεται ότι εγώ είμαι η υπεύθυνη για τη σύγχυση που παρουσιάζουν οι σκέψεις σου· διότι, δεν έκανα διάκριση στο λόγο μου γι’ αυτά, ώστε να μπει κάποια τάξη στην έκθεση της θεωρίας. Τώρα όμως, όσο είναι δυνατό, πρέπει να βάλουμε κάποια τάξη στη συζήτηση, ώστε να προχωρεί με συνέπεια η θεωρία και να μην προβάλλονται πλέον τέτοιες αντιθέσεις στις θέσεις μας.

Ισχυριζόμαστε, λοιπόν, ότι η θεωρητική, διακριτική και εποπτική των όντων δύναμη της ψυχής είναι οικεία και φυσική ιδιότητά της· και με τη θεία χάρη, διατηρεί με αυτές (τις δυνάμεις) μέσα της την εικόνα (του Θεού). Επειδή και το Θεό –ό,τι κι αν είναι στη φύση του–, τον στοχάζεται ο νους να υπάρχει με αυτές (τις δυνάμεις): να εποπτεύει, δηλαδή, το σύμπαν και να διακρίνει το καλό από το κακό.

Όσα πάλι βρίσκονται στο σύνορο της ψυχής, έχουν από τη φύση τους τη ροπή προς κάθετι το αντίθετο. Και η χρήση τους φέρνει αποτέλεσμα ή προς το καλό ή προς το κακό· για παράδειγμα, ο θυμός, ο φόβος ή κάποιο άλλο παρόμοιο. Όλα αυτά αποτελούν κινήσεις της ψυχής· χωρίς αυτές δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι υπάρχει ανθρώπινη φύση. Πιστεύουμε ότι αυτές εισήλθαν απέξω στην ψυχή· διότι, η αρχέτυπη ομορφιά (ο Θεός) δεν έχει μέσα της καμιά τέτοια ιδιότητα. Ο λόγος, λοιπόν, γι’ αυτά όλα ας θεωρηθεί ως άσκηση, που θα ξεφεύγει από τις επιρροές όσων ακούν κακοπροαίρετα, για να συκοφαντούν.

27. Η Αγία Γραφή διηγείται ότι ο Θεός προχώρησε στη δημιουργία του ανθρώπου με μέθοδο και συνεπή τάξη. Αφού δημιουργήθηκε το σύμπαν, όπως το διηγείται η ιστορία, δεν παρουσιάζεται ευθύς αμέσως ο άνθρωπος στη γη· αλλά προηγήθηκε απ’ αυτόν η δημιουργία της φύσεως των ζώων· και πριν από εκείνα, τα φυτά. Μ’ αυτή τη σειρά δείχνει, νομίζω, ο λόγος ότι η ζωτική δύναμη ενώνεται με τη σωματική φύση με ορισμένη διαβάθμιση: πρώτα παρουσιάζεται σ’ όσα δεν έχουν αισθήσεις, έπειτα προχωρεί σ’ όσα έχουν (αισθήσεις) και, τέλος, ανεβαίνει στα νοερά και λογικά όντα.

Επομένως, από τα όντα άλλα είναι σωματικά και άλλα νοερά· και από τα σωματικά άλλα είναι έμψυχα και άλλα άψυχα. Έμψυχα εννοώ αυτά που μετέχουν στη ζωή· κι από τα ζωντανά άλλα έχουν αισθήσεις κι άλλα στερούνται. Απ’ όσα πάλι έχουν αισθήσεις, άλλα είναι λογικά και άλλα άλογα.

Επειδή όμως η ζωή των αισθήσεων δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς την ύλη, ούτε ο νους με άλλο τρόπο στο σώμα παρά εάν συνυπάρχουν και οι αισθήσεις, γι’ αυτούς τους λόγους περιγράφεται τελευταία η δημιουργία του ανθρώπου· διότι αυτός συμπεριλαμβάνει όλες τις βαθμίδες της ζωής που παρατηρούνται και στα φυτά αλλά και στα άλογα όντα. (Ο άνθρωπος έχει) τη θρεπτική και αυξητική δύναμη από τη ζωή των φυτών· διότι μπορεί να δούμε τις δυνάμεις αυτές και στα φυτά, που παίρνουν την τροφή από τις ρίζες και την αποβάλλουν με τους καρπούς και τα φύλλα. Την αισθητική δύναμη την έχει (ο άνθρωπος) από τα ζώα. Η διανοητική όμως και η λογική δύναμη, που είναι μοναδικές ιδιότητες, παρατηρούνται μόνον σ’ αυτήν την (ανθρώπινη) φύση.

Αλλά η φύση έχει και την ελκυστική επιθυμία για τα απαραίτητα της υλικής ζωής· αυτήν στην περίπτωσή μας την ονομάζουμε όρεξη. Και αυτή όμως λέμε ότι ανήκει στη βαθμίδα της φυτικής ζωής. Διότι και στα φυτά μπορεί να δούμε ένα είδος ορμών που ενεργούν με τρόπο φυσικό, για να ικανοποιήσουν τον εαυτό τους και να οργιάζουν από βλάστηση. Έτσι, και όσα χαρακτηρίζουν την άλογη φύση αναμειγνύονται και με τη νοερή φύση της ψυχής.

Άλλα, λέει (η δασκάλα) έχουν θυμό, άλλα φόβο και άλλα όλες τις υπόλοιπες αντιθέσεις που ενεργούν μέσα μας, εκτός από τη λογική και διανοητική δύναμη· διότι μόνον αυτή, όπως είπαμε, είναι το εξαιρετικό γνώρισμα της ζωής μας και αποτελεί στον εαυτό μας μίμηση των ιδιοτήτων του Θεού. Αλλά επειδή, σύμφωνα με το επιχείρημα που αναφέρθηκε προηγουμένως, δεν μπορούσε με άλλο τρόπο η λογική δύναμη να συνδεθεί με τη ζωή του σώματος, παρά μόνον μέσω των αισθήσεων· γι’ αυτό οι αισθήσεις προϋπήρχαν στη φύση των ζώων. Έτσι, υποχρεωτικά μέσω του ενός εκπληρώνεται η κοινωνία της ψυχής μας και με όλα όσα έχουν συνδεθεί μ’ αυτό.

28. Κι αυτά (που συνδέονται μέσω του ενός με την ψυχή) είναι τα λεγόμενα πάθη μας, τα οποία πάντως δεν συνάφθηκαν με την ανθρώπινη ζωή για κάποιο κακό σκοπό. Διότι πράγματι τότε, εάν τα σφάλματα υποχρεωτικά ήταν από κει συνδεδεμένα με τη φύση, αίτιος των κακών θα ήταν ο Δημιουργός. Αντίθετα όμως, αυτές οι κινήσεις της ψυχής γίνονται όργανα της αρετής ή της κακίας ανάλογα με τη χρήση της προαιρέσεως (ελευθερία βουλήσεως).

Όπως ακριβώς, όταν το σίδερο διαμορφώνεται σύμφωνα με τη γνώμη του τεχνίτη, παίρνει το σχήμα που συνέλαβε η φαντασία τού τεχνίτη και γίνεται ή ξίφος ή κάποιο γεωργικό εργαλείο. Έτσι ακριβώς συμβαίνει, εάν η λογική, η οποία αποτελεί το χαρακτηριστικό γνώρισμα της φύσεώς μας, ηγεμονεύει σε όσα εισχωρούν μέσα μας απέξω· αποφθεγματικά μάλιστα το δηλώνει ο λόγος της Αγίας Γραφής, όταν μας δίνει την εντολή να κυριαρχούμε σε όλα τα άλογα. Τότε καμία απ’ αυτές τις κινήσεις δεν θα ενεργούσε μέσα μας, για να υπηρετεί την κακία· ο φόβος θα γεννούσε υπακοή, ο θυμός ανδρεία, η δειλία ασφάλεια και η ορμή της επιθυμίας θα μας προξενούσε τη θεϊκή και αγία ηδονή.

Εάν όμως η λογική χάσει τα χαλινάρια, γίνεται σαν τον αρματηλάτη που μπλέκεται κάτω από το άρμα· και τον σέρνει αυτό οπουδήποτε τον οδηγεί το ακυβέρνητο τρέξιμο των υποζυγίων. Τότε οι ορμές καταντούν πάθη, όπως ακριβώς μπορούμε να δούμε ότι συμβαίνει στα άλογα ζώα. 

Διότι, επειδή η λογική δεν διευθύνει την κίνηση που υπάρχει από τη φύση σ’ αυτά, τα πιο θυμώδη από τα ζώα αλληλοσκοτώνονται καθοδηγούμενα από το θυμό· τα παχύσαρκα πάλι και τα πιο δυνατά ζώα, δεν ωφελούνται καθόλου από τη δύναμή τους, διότι λόγω ελλείψεως λογικότητας γίνονται υπόδουλα σ’ όποιον έχει λογική· και η ενέργεια της επιθυμίας και της ηδονής δεν στρέφεται σε κανένα από τα σπουδαία· ούτε καμμία άλλη ενέργειά τους αποβαίνει με τη χρήση της λογικής σε κάποια ωφέλεια.

Ετσι και σε μας, εάν οι κινήσεις αυτές δεν οδηγούνται από τη λογική εκεί που πρέπει, αλλά αντίθετα τα πάθη καταδυναστεύουν το νου, τότε ο άνθρωπος από τη λογικότητα και την ομοιότητα προς το Θεό μεταβαίνει προς την αλογία και την ανοησία, και με την ορμή τέτοιων παθών αποκτηνώνεται».

Συνεχίζεται

24. ΓΡΗΓ. «Τί οὖν χρὴ περὶ τούτου γινώσκειν, εἶπον πρὸς τὴν διδάσκαλον; Οὔπω γὰρ οἷός τέ εἰμι κατιδεῖν ὅπως προσήκει τὰ ἐν ἡμῖν ὄντα, ὡς ἀλλότρια τῆς φύσεως ἡμῶν ἀποποιεῖσθαι».


ΜΑΚΡ. «Ὁρᾷς, φησὶν, ὅτι μάχη τίς ἐστι τοῦ λογισμοῦ πρὸς ταῦτα, καὶ σπουδὴ τοῦ μονωθῆναι τὴν ψυχὴν τούτων, ὡς ἂν οἷόν τις ᾖ. Καί εἰσί γέ τινες οἷς κατώρθωται ἡ σπουδὴ, καθάπερ ἐπὶ τοῦ Μωϋσέως ἀκούομεν, ὅτι κρείττων ἦν θυμοῦ τε καὶ ἐπιθυμίας ἐκεῖνος, ἀμφότερα μαρτυρούσης αὐτῷ τῆς ἱστορίας, ὅτι πρᾷος ἦν παρὰ πάντας ἀνθρώπους (ἐνδείκνυται δὲ τὸ ἀόργητον διὰ τοῦ πρᾴου καὶ τὴν πρὸς τὸν θυμὸν ἀλλοτρίωσιν), καὶ ὅτι οὐκ ἐπεθύμησε τούτων τινὸς, περὶ ἃ ὁρῶμεν ἐν τοῖς πολλοῖς τὸ ἐπιθυμητικὸν ἐνεργούμενον.

Ὅπερ οὐκ ἂν ἐγένετο, εἰ φύσις ἦν ταῦτα, καὶ εἰς τὸν λόγον τῆς οὐσίας ἀνήγετο. Οὐ γάρ ἐστι δυνατὸν τὸν ἔξω γεγονότα τῆς φύσεως ἐν τῷ εἶναι μένειν. Ἀλλὰ μὴν εἰ Μωσῆς καὶ ἐν τῷ εἶναι ἦν, καὶ ἐν τούτοις οὐκ ἦν, ἄλλο τι ἄρα παρὰ τὴν φύσιν ἐστὶ ταῦτα, καὶ οὐχὶ φύσις. Εἰ γὰρ ἀληθῶς φύσις τοῦτό ἐστιν, ἐν ᾧ τὸ εἶναι τῆς οὐσίας καταλαμβάνεται, τούτων δὲ ἡ ἀλλοτρίωσις ἐφ᾿ ἡμῖν κεῖται, ὡς μὴ μόνον ἀζήμιον, ἀλλὰ καὶ ἐπικερδὲς εἶναι τῇ φύσει τὸν ἀφανισμὸν τῶν τοιούτων. Δῆλον οὖν ὅτι τῶν ἔξωθεν ἐπιθεωρουμένων ἐστὶ ταῦτα τὰ πάθη τῆς φύσεως ὄντα καὶ οὐκ οὐσία. Ἡ μὲν γάρ ἐστιν ὅπερ ἐστίν·

θυμὸν δὲ ζέσιν εἶναι τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος τοῖς πολλοῖς δοκεῖ. Ἕτεροι δὲ, ὄρεξιν τοῦ ἀντιλυπῆσαι τὸν προκατάρξαντα. Ὡς δ᾿ ἂν ἡμεῖς ὑπολάβοιμεν, θυμός ἐστιν ὁρμὴ τοῦ κακῶσαι τὸν παροξύνοντα. Ὧν οὐδὲν τῷ περὶ ψυχῆς ὅρῳ συμβαίνει.

Κἂν τὴν ἐπιθυμίαν ἐφ᾿ ἑαυτῆς διορισώμεθα, ἔφεσιν λέξομεν τοῦ ἐνδέοντος, ἢ πόθον τῆς καθ᾿ ἡδονὴν ἀπολαύσεως, ἢ λύπην ἐπὶ τῷ μὴ κατ᾿ ἐξουσίαν ὄντι καταθυμητικῷ· ἤ τινα πρὸς τὸ ἡδὺ σχέσιν, οὗ μὴ πάρεστιν ἡ ἀπόλαυσις. Ταῦτα γὰρ πάντα καὶ τὰ τοιαῦτα τὴν μὲν ἐπιθυμίαν ἐνδείκνυται, τοῦ δὲ ὁρισμοῦ τοῦ περὶ ψυχῆς οὐ προσάπτεται.

Ἀλλὰ καὶ ὅσα ἄλλα περὶ ψυχὴν καθορᾶται, τὰ ἐξ ἀντιθέτου ἀλλήλοις ὁρώμενα, οἷον δειλίαν καὶ θράσος, λύπην καὶ ἡδονὴν, φόβον καὶ καταφρόνησιν, καὶ ὅσα τοιαῦτα, ὧν ἕκαστον συγγενῶς ἔχειν δοκεῖ πρὸς τὸ ἐπιθυμητικὸν ἢ θυμοειδὲς, ἰδιάζοντι δὲ ὅρῳ τὴν ἰδίαν ὑπογράφει φύσιν.

Τό τε γὰρ θράσος καὶ ἡ καταφρόνησις ἔμφασιν ὑποσημαίνει τινὰ τῆς θυμώδους ὁρμῆς· ἐλάττωσιν δέ τινα καὶ ὕφεσιν τοῦ αὐτοῦ τούτου ἡ κατὰ δειλίαν καὶ φόβον ἐγγινομένη σχέσις. Ἡ δὲ λύπη ἐξ ἀμφοτέρων ἔχει τὰς ὕλας. Ἥ τε γὰρ τοῦ θυμοῦ ἀτονία, ἐν τῷ τοῦ ἀμύνασθαι τοὺς προλελυπηκότας ἀδυνάτῳ λύπη γίνεται· καὶ ἡ ἀπόγνωσις τῶν ἐπιθυμουμένων, καὶ ἡ στέρησις τῶν καταθυμίων, τὴν σκυθρωπὴν ταύτην ἐμποιεῖ τῇ διανοίᾳ διάθεσιν. Καὶ τὸ ἀντιθεωρούμενον τῇ λύπῃ, τὸ καθ᾿ ἡδονὴν λέγω νόημα,ὁμοίως τῷ θυμῷ τε καὶ τῇ ἐπιθυμίᾳ ἐπιμερίζεται. Ἡδονὴ γὰρ ἑκατέρου τούτων κατὰ τὸ ἶσον ἡγεμονεύει.

Ἃ πάντα καὶ περὶ τὴν ψυχήν ἐστι, καὶ ψυχὴ οὐκ ἔστιν, ἀλλ᾿ οἷον μυρμηκίαι τινὲς τοῦ διανοητικοῦ μέρους τῆς ψυχῆς ἐκφυόμεναι. Ἃ μέρη μὲν αὐτῆς εἶναι διὰ τὸ προσπεφυκέναι νομίζεται, οὐ μὴν ἐκεῖνό εἰσιν, ὅπερ ἐστὶν ἡ ψυχὴ κατ᾿ οὐσίαν».

25. ΓΡΗΓ. «Καὶ μὴν ὁρῶμεν, φημὶ πρὸς τὴν παρθένον, οὐ μικρὰν ἐκ τούτων γινομένην τὴν πρὸς τὸ κρεῖττον συνεισφορὰν τοῖς ἐναρέτοις. Τῷ τε γὰρ Δανιὴλ ἔπαινος ἦν ἡ ἐπιθυμία· καὶ ὁ Φινεὲς τῷ θυμῷ τὸν Θεὸν ἱλεώσατο· καὶ ἀρχὴν σοφίας φόβον ἐμάθομεν, καὶ τῆς κατὰ Θεὸν λύπης σωτηρίαν εἶναι τὸ πέρας παρὰ τοῦ Παύλου ἠκούσαμεν· τῶν τε δεινῶν τὴν καταφρόνησιν νουθετεῖ ἡμῖν τὸ Εὐαγγέλιον· καὶ τὸ μὴ φοβεῖσθαι πτόησιν οὐδὲν ἄλλο ἢ τοῦ θράσους ἐστὶν ὑπογραφή· ὅπερ ἐν ἀγαθοῖς ὑπὸ τῆς Σοφίας κατείλεκται. Δείκνυσι τοίνυν διὰ τῶν τοιούτων ὁ λόγος, τὸ μὴ πάθη τὰ τοιαῦτα δεῖν οἴεσθαι· οὐ γὰρ ἂν πρὸς ἀρετῆς κατόρθωσιν συμπαραληφθείη τὰ πάθη».

26. ΜΑΚΡ. Καὶ ἡ διδάσκαλος, «Ἔοικα, φησὶ, τῆς τοιαύτης τῶν λογισμῶν συγχύσεως αὐτὴν τὴν αἰτίαν παρέχειν, μὴ διακρίνασα τὸν περὶ τούτου λόγον, ὥστε τινὰ τάξιν ἀκόλουθον ἐπιτεθῆναι τῇ θεωρίᾳ. Νῦν οὖν, ὅπως ἂν οἷόν τε ᾖ, ἐπινοηθήσεταί τις τάξις τῷ σκέμματι, ὡς ἂν δι᾿ ἀκολούθου προϊούσης τῆς θεωρίας, μὴ καθ᾿ ἡμῶν αἱ τοιαῦται τῶν ἀντιθέσεων ἔχοιεν χώραν.

Φαμὲν γὰρ τῆς ψυχῆς τὴν μὲν θεωρητικήν τε καὶ διακριτικὴν καὶ τῶν ὄντων ἐποπτικὴν δύναμιν οἰκείαν εἶναι καὶ κατὰ φύσιν αὐτὴν, καὶ διὰ τῆς θεοειδοῦς χάριτος, διὰ τούτων σώζειν ἐν αὐτῇ τὴν εἰκόνα. Ἐπεὶ καὶ τὸ Θεῖον, ὅ, τί ποτε κατὰ τὴν φύσιν ἐστὶν, ἐν τούτοις ὁ λογισμὸς εἶναι στοχάζεται· ἐν τῷ ἀφορᾷν τε τὰ πάντα καὶ διακρίνειν τὸ καλὸν ἀπὸ τοῦ χείρονος.

Ὅσα δὲ τῆς ψυχῆς ἐν μεθορίῳ κεῖται πρὸς ἑκάτερον τῶν ἐναντίων ἐπιῤῥεπῶς κατὰ τὴν ἰδίαν φύσιν ἔχοντα· ὧν ἡ ποία χρῆσις, ἢ πρὸς τὸ καλὸν ἢ πρὸς τὸ ἐναντίον ἄγει τὴν ἔκβασιν, οἷον τὸν θυμόν, ἢ τὸν φόβον, ἢ εἴ τι τὸ τοιοῦτον τῶν ἐν τῇ ψυχῇ κινημάτων ἐστὶν, ὧν ἄνευ οὐκ ἔστιν ἀνθρωπίνην θεωρηθῆναι φύσιν· ταῦτα ἔξωθεν ἐπιγενέσθαι αὐτῇ λογιζόμεθα, διὰ τὸ τῷ ἀρχετύπῳ κάλλει μηδένα τοιοῦτον ἐνθεωρηθῆναι χαρακτῆρα. Ὁ δὲ δὴ περὶ τούτων λόγος ἡμῖν ὡς ἐν γυμνασίῳ προκείσθω, ὡς ἂν διαφύγοι τῶν συκοφαντικῶς ἀκουόντων τὰς ἐπηρείας.

27. Ὁδῷ τινι καὶ τάξεως ἀκολουθίᾳ πρὸς τὴν ἀνθρωποποιΐαν ὁρμῆσαι τὸ Θεῖον διηγεῖται ὁ λόγος. Ἐπειδὴ γὰρ συνέστη τὸ πᾶν, καθὼς ἡ ἱστορία φησὶν, οὐκ εὐθὺς ὁ ἄνθρωπος ἐν τῇ γῇ γίνεται, ἀλλὰ τούτου μὲν ἡ τῶν ἀλόγων προηγήσατο φύσις· ἐκείνων δὲ τὰ βλαστήματα. Δείκνυσιν, οἶμαι, διὰ τούτων ὁ λόγος, ὅτι ἡ ζωτικὴ δύναμις ἀκολουθίᾳ τινὶ τῇ σωματικῇ καταμίγνυται φύσει, πρῶτον μὲν τοῖς ἀναισθήτοις ἐνδύουσα, κατὰ τοῦτο δὲ ἐπὶ τὸ αἰσθητικὸν προϊοῦσα, εἶθ᾿ οὕτως πρὸς τὸ νοερὸν καὶ λογιστικὸν ἀναβαίνουσα.

Οὐκοῦν τῶν ὄντων τὸ μὲν σωματικόν, τὸ δὲ νοερόν ἐστι πάντως· τοῦ δὲ σωματικοῦ, τὸ μὲν ἔμψυχόν ἐστι, τὸ δὲ ἄψυχον. Ἔμψυχον δὲ λέγω τὸ μετέχον ζωῆς· τῶν δὲ ζώντων, τὰ μὲν αἰσθήσει συζῇ, τὰ ἀμοιρεῖ ταύτης. Πάλιν τῶν αἰσθητικῶν, τὰ μὲν λογικά ἐστι, τὰ δὲ ἄλογα.

Ἐπεὶ οὖν ἡ αἰσθητικὴ ζωὴ οὐκ ἂν δίχα τῆς ὕλης συσταίη, οὐδ᾿ ἂν τὸ νοερὸν ἄλλως ἐν σώματι γένοιτο, μὴ τῷ αἰσθητικῷ ἐμφυόμενον, τούτου χάριν τελευταία ἡ τοῦ ἀνθρώπου κατασκευὴ ἱστορεῖται, ὡς πᾶσαν ἐκπεριειληφότος τὴν ζωτικὴν ἰδέαν, τήν τε ἐν τοῖς βλαστήμασι καὶ τὴν ἐν τοῖς ἀλόγοις θεωρουμένην. Τὸ μὲν τρέφεσθαί τε αὔξεσθαι ἐκ τῆς φυτικῆς ἔχει ζωῆς· ἔστι γὰρ τὸ τοιοῦτον καὶ ἐν ἐκείνοις ἰδεῖν, ἑλκομένης τε καὶ διὰ ῥιζῶν τῆς τροφῆς καὶ ἀποποιουμένης διὰ καρπῶν τε καὶ φύλλων· τὸ δὲ κατ᾿ αἴσθησιν οἰκονομεῖσθαι ἐκ τῶν ἀλόγων ἔχει. Τὸ δὲ διανοητικόν τε καὶ λογικὸν ἄμικτόν ἐστι ἰδιάζον, ἐπὶ ταύτης τῆς φύσεως ἐφ᾿ ἑαυτῇ θεωρούμενον.

Ἀλλ᾿ ὥσπερ τὸ ἐφελκτικὸν τῶν ἀναγκαίων πρὸς τὴν ὑλικὴν ζωὴν ἡ φύσις ἔχει, ὅπερ ἐν ἡμῖν γενόμενον ὄρεξις λέγεται. Τοῦτο δέ φαμεν τοῦ φυτικοῦ τῆς ζωῆς εἴδους εἶναι· ἐπεὶ δὲ καὶ ἐν ἐκείνοις ἔστιν ἰδεῖν, οἷόν τινας ὁρμὰς φυσικῶς ἐνεργουμένας ἐν τῷ πληροῦσθαί τε τοῦ οἰκείου καὶ ὀργᾷν πρὸς τὴν ἔκφυσιν· οὕτω καὶ ὅσα τῆς ἀλόγου φύσεώς ἐστιν ἴδια, ταῦτα τῷ νοερῷ τῆς ψυχῆς κατεμίχθη.

Ἐκείνων, φησὶν, ὁ θυμὸς, ἐκείνων ὁ φόβος, ἐκείνων τὰ ἄλλα πάντα ὅσα κατὰ τὸ ἐναντίον ἐν ἡμῖν ἐνεργεῖται, πλὴν τῆς λογικῆς τε καὶ διανοητικῆς δυνάμεως· ὃ δὴ μόνον τῆς ἡμετέρας ζωῆς ἐξαίρετον ἐν ἑαυτῷ, καθὼς εἴρηται, τοῦ θείου χαρακτῆρος ἔχον τὴν μίμησιν. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ κατὰ τὸν ἤδη προαποδοθέντα λόγον, οὐκ ἔστιν ἄλλως τὴν λογικὴν δύναμιν ἐγγενέσθαι τῇ σωματικῇ ζωῇ, μὴ διὰ τῶν αἰσθήσεων ἐγγινομένην· ἡ δὲ αἴσθησις ἐν τῇ τῶν ἀλόγων προϋπέστη φύσει· ὡς ἀναγκαίως διὰ τοῦ ἑνὸς καὶ πρὸς τὰ συνημμένα τούτων γίνεται τῆς ψυχῆς ἡμῶν ἡ κοινωνία.

28. Ταῦτα δέ ἐστιν ὅσα ἐν ἡμῖν γινόμενα πάθη λέγεται, ἃ οὐχὶ πάντως ἐπὶ κακῷ τινι τῇ ἀνθρωπίνῃ συνεκληρώθη ζωῇ· ἦ γὰρ ἂν ὁ Δημιουργὸς τῶν κακῶν τὴν αἰτίαν ἔχῃ, εἰ ἐκεῖθεν αἱ τῶν πλημμελημάτων ἦσαν ἀνάγκαι συγκαταβεβλημέναι τῇ φύσει· ἀλλὰ τῇ ποιᾷ χρήσει τῆς προαιρέσεως, ἢ ἀρετῆς, ἢ κακίας ὄργανα τὰ τοιαῦτα τῆς ψυχῆς κινήματα γίνεται.

Καθάπερ ὁ σίδηρος κατὰ γνώμην τοῦ τεχνίτου τυπούμενος, πρὸς ὅπερ ἂν ἔθετο τοῦ τεχνιτεύοντος ἡ ἐνθύμησις, πρὸς τοῦτο καὶ σχηματίζεται, ἢ ξίφος, ἤ τι γεωργικὸν ἐργαλεῖον γινόμενος. Οὐκοῦν εἰ μὲν ὁ λόγος, ὃ δὴ τῆς φύσεώς ἐστιν ἐξαίρετον, τῶν ἔξωθεν ἐπεισκριθέντων τὴν ἡγεμονίαν ἔχοι, καθὼς καὶ δι᾿ αἰνίγματος ὁ τῆς Γραφῆς παρεδήλωσε λόγος, ἄρχειν ἐγκελευόμενος πάντων τῶν ἀλόγων, οὐκ ἄν τι πρὸς κακίας ὑπηρεσίαν τῶν τοιούτων κινημάτων ἡμῖν ἐνεργήσειε, τοῦ μὲν φόβου τὸ ὑπήκοον ἐμποιοῦντος, τοῦ δὲ θυμοῦ τὸ ἀνδρεῖον, τῆς δειλίας δὲ τὴν ἀσφάλειαν, τῆς δὲ ἐπιθυμητικῆς ὁρμῆς τὴν θείαν τε καὶ ἀκήρατον ἡμῖν ἡδονὴν προξενούσης.

Εἰ δὲ ἀποβάλοι τὰς ἡνίας ὁ λόγος, καὶ οἷόν τις ἡνίοχος ἐμπλακεὶς τῷ ἅρματι κατόπιν ὑπ᾿ αὐτοῦ σύροιτο, ἐκεῖ ἀπαγόμενος ὅπουπερ ἂν ἡ ἄλογος κίνησις τῶν ὑπεζευγμένων φέρει, τότε εἰς πάθος αἱ ὁρμαὶ καταστρέφονται, οἷον δὴ καὶ ἐπὶ τοῖς ἀλόγοις ἔστιν ἰδεῖν.

Ἐπεὶ γὰρ οὐκ ἐπιστατεῖ λογισμοῖς τοῖς φυσικῶς αὐτοῖς ἐγκωμιαζομένης κινήσεως, τὰ μὲν θυμώδη τῶν ζώων ἐν ἀλλήλοις φθείρεται τῷ θυμῷ στρατηγούμενα· τὰ δὲ πολύσαρκά τε καὶ δυνατὰ εἰς οὐδὲν οἰκεῖον ἀγαθὸν ἀπώνατο τῆς δυνάμεως, κτῆμα τοῦ λογικοῦ διὰ τὴν ἀλογίαν γινόμενα· ἥ τε τῆς ἐπιθυμίας καὶ τῆς ἡδονῆς ἐνέργεια περὶ οὐδὲν τῶν ὑψηλῶν ἀσχολοῦται· οὔτε ἄλλο τι τῶν ἐν αὐτοῖς θεωρουμένων λόγῳ τινὶ πρὸς τὸ λυσιτελοῦν διεξάγεται.

Οὕτω καὶ ἐν ἡμῖν εἰ μὴ πρὸς τὸ δέον ἄγοιτο ταῦτα διὰ τοῦ λογισμοῦ, ἀλλ᾿ ἐπικρατοίη τῆς τοῦ νοῦ δυναστείας τὰ πάθη, πρὸς τὸ ἄλογόν τε καὶ ἀνόητον μεταβαίνων ὁ ἄνθρωπος, ἀπὸ τοῦ διανοητικοῦ καὶ θεοειδοῦς τῇ ὁρμῇ τῶν τοιούτων παθημάτων ἀποκτηνούμενος».


Δεν υπάρχουν σχόλια: