Συνέχεια από Παρασκευή, 26 Φεβρουαρίου 2021
HANS JONAS
- TECHNIK, MEDIZIN UND ETHIK - ZUR PRAXIS DES PRINZIPS
VERANTWORTUNG
6. ΥΠΗΡΕΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗ ΠΡΟΟΔΟ: ΓΙΑ ΤΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΑ ΣΕ
«ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΑ»
Το άτομο και η κοινωνία ως εννοιολογικό πλαίσιο
Ποια είναι κατ’
Παραδεχόμαστε αυτονόητα μια συγκεκριμένη,
εν τοις πράγμασι καθοριζόμενη προτεραιότητα
του κοινού συμφέροντος απέναντι στο ατομικό συμφέρον. Για να το πούμε με τη
γλώσσα τών δικαιωμάτων: επιτρέπουμε να παραμεληθούν κάποια
φυσικά, ατομικά δικαιώματα μπροστά σε κάποιο αναγνωρισμένο δικαίωμα της
κοινωνίας – κι αυτό ως κάτι το ηθικά
σωστό και συνετό στη συνεχή ροή τών πραγμάτων, κι όχι ως ένα ζήτημα πικρής
κατ’ αρχάς αναγκαιότητας σε έκτακτες καταστάσεις (όσο κι αν μπορούμε «απλώς» να
επικαλούμαστε μια τέτοια αναγκαιότητα, για να «επεκτείνουμε» ένα γενικώτερο
δικαίωμα). Καθώς το παραχωρούμε όμως αυτό, απαιτούμε και μιαν ακριβή διευκρίνηση
για το ποιες είναι οι ανάγκες, τα
συμφέροντα και τα δικαιώματα της κοινωνίας, επειδή η «κοινωνία» είναι, διαφορετικά από κάθε «πολλαπλότητα» ή πληθύ
ατόμων, κάτι το αφηρημένο, το οποίο
συν-προσδιορίζεται άρα και απ’ τον δικό μας (περί κοινωνίας) ορισμό, τη
στιγμή που το άτομο είναι κατ’ εξοχήν και πριν από κάθε ορισμό συγκεκριμένο,
και το «συμφέρον» ή η «βλάβη» του μάς είναι, λίγο - πολύ, γνωστά. Ο άγνωστος παράγοντας στο πρόβλημά μας
είναι το επονομαζόμενο άρα «κοινό συμφέρον» και τα δυνάμει «ανώτερα δικαιώματά» του, στα οποία και πρέπει να
θυσιαστή μερικές φορές το ατομικό συμφέρον, υπό συνθήκες μάλιστα, που πρέπει να
συγκαταριθμούν κι αυτές στους άγνωστους παράγοντες της «εξίσωσης». Ας προσέξουμε ωστόσο εδώ, ότι όταν το
ερώτημα τίθεται για το δικαίωμα (και
μόνο) της κοινωνίας στην ατομική θυσία, δεν συμπεριλαμβάνεται σ’ αυτό αναγκαίως
και η συγκατάθεση του υπομένοντος τη θυσία.
«Συγκατάθεση» είναι όμως η άλλη έννοια που επικαλούμαστε συνηθέστατα σε συζητήσεις για την ηθική (πλευρά) τού θέματός μας. Και η επιμονή μας σ’ αυτό αναδεικνύει μιαν «αίσθηση», ότι μόνη η «κοινωνική» άποψη δεν επαρκεί. Όταν η κοινωνία δικαιούται (πράγματι) κάτι, η εξάσκηση αυτού τού δικαιώματός της δεν (μπορεί να) εξαρτάται από την ελεύθερη βούληση (την «αυτοβουλία») της «αντίθετης» πλευράς. Αν η «αυτοβουλία» είναι, απ’ την άλλη, απολύτως γνήσια, δεν χρειάζεται να «κατασκευαστή» κανένα δημόσιο δικαίωμα, απέναντι σε μια πράξη που προσφέρεται εθελουσίως. Είναι διαφορετική η ηθική ή «συγκινησιακή» κλήση ενός πράγματος, που προκαλεί μιαν εθελούσια αυτο-προσφορά, από ένα δικαίωμα, που απαιτεί τη συγκατάβασή μας. Διαφορετική άρα, στο κοινωνικό ειδικά πεδίο, η ηθική π.χ. απαίτηση ενός κοινωνικού αγαθού, απ’ το δικαίωμα της κοινωνίας σ’ αυτό το «αγαθό» και στα μέσα πραγματοποίησής του. (( Σημ. τ. μετ.: Είναι πραγματικά «μπερδεμένη», «καθηλωμένη» η σύγχρονη κοινωνία, και ο σύγχρονος άνθρωπος, καθώς όλα τίθενται σε μια «μηχανική», θα έλεγε κανείς, σειρά, με την προσθήκη τής «ηθικής τάξης», και χωρίς καμμιάν αναφορά σε κάτι που, ούτως ή άλλως, μας ξεπερνά… - Ποιος αποφασίζει π.χ. για το τί θέλει αυτή η «κοινωνία»; … Και μπορεί να παραμένη αόριστη η «ηθική τάξη»;… )) . Μια ηθική απαίτηση επιζητά τη συγκατάθεσή μας, χωρίς την οποία δεν μπορούμε στην πραγματικότητα καν να ανταποκριθούμε. Ενώ ένα δικαίωμα μπορεί να ανταπεξέλθη και χωρίς αυτήν, καθιστώντας την μάλιστα εκβιαστικά, με τη βοήθεια του νόμου, «υποχρεωτική»: Πρόκειται (βέβαια) τότε για τη «συγκατάθεση μιας πειθαρχημένης υπακοής», χωρίς καμμιάν αυθόρμητη προθυμία. Αν υπάρχη ούτως ή άλλως η συγκατάθεση, τότε δεν υφίσταται και κανένα αντικείμενο διαφοράς. Συναισθανόμενοι όμως τις πολλαπλές αμφιβολίες, που ενυπάρχουν στη «συγκατάθεση», όπως τη ζητά και τη χρησιμοποιεί de facto (σήμερα) η ιατρική έρευνα, ωθούμαστε να καταλήξουμε στην ιδέα ενός δημοσίου δικαιώματος, ανεξάρτητου από συγκατάθεση και θεωρουμένου ότι προέχει· ενώ η προβληματική φύση ενός τέτοιου δικαιώματος επιτρέπει, αντίστροφα, η ίδια, να επιμένουν οι υποστηρικτές της στην Ιδέα τής συγκατάθεσης, με όλες της τις αμφιβολίες: μια δυσάρεστη, ασφαλώς, προς αμφότερες τις κατευθύνσεις «κατάσταση» ή «θέση».
Δεν
βοηθάει επίσης πολύ το να
ανταλλάξουμε τον λόγο για τα
«δικαιώματα» μ’ έναν λόγο για τα «συμφέροντα», και να υπερασπιστούμε
κατόπιν το καθαρά αθροιστικό βάρος τών συμφερόντων τών πολλών απέναντι στο
συμφέρον τών λίγων ή και ενός ακόμα. Τα «συμφέροντα» εκτείνονται γενικώς, απ’
τα πιο επουσιώδη και «τυχαία» μέχρι τα πιο επιτακτικά και σημαντικά για την ζωή
μας, και μπορούμε να επιτρέψουμε τον συνυπολογισμό αυτών και μόνο τών
συμφερόντων ιδιαιτέρας τάξεως – με το
οποίο επιστρέφουμε βέβαια στο ερώτημα του δικαιώματος και της ηθικής απαίτησης.
Το να επικαλούμαστε δε τους αριθμούς, είναι «απλώς» επικίνδυνο. Γιατί θα
αναρωτηθούμε π.χ., αν είναι αρκετά μεγάλος ο αριθμός αυτών που επλήγησαν από
κάποια συγκεκριμένη ασθένεια, ώστε να δικαιολογή την «εκτίμηση» περί προσβολής
τών συμφερόντων όσων δεν έχουν (ακόμα…) πληγή. Επειδή λοιπόν ο αριθμός αυτών τών τελευταίων είναι συνήθως πολύ
μεγαλύτερος, μπορεί το ερώτημα-επιχείρημα να μετατραπή στον ισχυρισμό, ότι το
αθροιστικό βάρος συμφερόντων βρίσκεται πράγματι στην πλευρά τους. Θα
μπορούσε ωστόσο να ισχύη επίσης, ότι το συμφέρον τού ατόμου να μείνη το ίδιο
αλώβητο, αποτελεί (κι αυτό) ένα δημόσιο
συμφέρον, με την έννοια ότι η δημοσίως ανεκτή προσβολή του προσβάλλει,
ανεξάρτητα από αριθμούς, το συμφέρον όλων. Η προστασία αυτού τού συμφέροντος σε κάθε ξεχωριστή περίπτωση θα
συνιστούσε τότε καθεαυτή ένα «κρίσιμο» συμφέρον, και η σύγκριση κάποιων αριθμών
θα ήταν πλέον εκτός τόπου και χρόνου.
Αυτές είναι μερικές απ’ τις δυσκολίες που
«παραμονεύουν» στο (γενικό) εννοιολογικό σχήμα, που προσδιορίζεται από τις
εκφράσεις «κοινωνία και άτομο», «συμφέροντα» και «δικαιώματα». Μιλήσαμε όμως
και για μιαν ηθική απαίτηση, κι αυτό
(μάς) παραπέμπει σε μιαν άλλη διάσταση, που δεν διαχωρίζεται βέβαια απ’ την
κοινωνική και «νόμιμη», τη μεταφέρει
όμως στο πεδίο τής «μεταφυσικής». Ενώ υπάρχει και κάτι ακόμα, εντεύθεν μάλιστα
από αυτό: η αληθινή θυσία από υψίστη
αφοσίωση, για την οποία δεν υπάρχει κανένας νόμος ή κανόνας, εκτός απ’ το
ότι πρέπει να είναι απολύτως ελεύθερη. «Κανένας δεν έχει το δικαίωμα», όπως
εκφράστηκε σ’ ένα αμερικανικό «συμπόσιο», «να εκλέξη μάρτυρες για την
επιστήμη». Και κανένας ερευνητής δεν μπορεί ασφαλώς να εμποδισθή, απ’ το να
γίνη ο ίδιος «μάρτυρας» για την επιστήμη του
(( Μιαν επιστήμη – θρησκεία… )) . Ερευνητές, στοχαστές και καλλιτέχνες
έχουν «αυτοθυσιαστή» πάντοτε και σε όλες τις εποχές στο όνομα της «αποστολής»
τους· η δημιουργική μεγαλοφυία πληρώνει συχνά με την ευτυχία της, την υγεία της
και την ζωή της (ακόμα), για την ίδια της την τελείωση. Κανένας δεν έχει όμως, ούτε βέβαια η κοινωνία, το παραμικρό δικαίωμα
(το «ίχνος» ενός δικαιώματος) να αναμένη και να απαιτή κάτι τέτοιο στην
κανονική ροή τών πραγμάτων. Ένας τέτοιος «καρπός» προσφέρεται μόνον ως
«χάρισμα» (gratia
gratis
data)
σε μας τους πολλούς.
( συνεχίζεται με το επόμενο υπο-κεφάλαιο: «Το
θέμα τής θυσίας» )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου