Συνέχεια από: Πέμπτη, 6 Μαΐου 2021
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11o
Ότι η φύσις τού ανθρώπου είναι αθεώρητη
Τί λοιπόν είναι κατά τη φύσιν του ο νους, που κατανέμει τον εαυτό του σε αισθητικές δυνάμεις και με την καθεμιά τους προσλαμβάνει καταλλήλως τη γνώσιν των όντων; Βέβαια ότι είναι κάτι άλλο από τις αισθήσεις, δεν νομίζω ότι αμφιβάλλει κανείς σώφρων άνθρωπος. Αν ήταν το ίδιο με την αίσθηση, θα είχε οπωσδήποτε αρμοδιότητα μόνο προς ένα πράγμα από εκείνα που υποπίπτουν στην ενέργεια της αισθήσεως, διότι ο νους είναι απλός και μέσα στο απλό δεν παρατηρείται καμμιά ποικιλία. Αφού όμως τώρα όλοι συμφωνούν ότι άλλο είναι η αφή, άλλο η όσφρηση, και ότι οι άλλες επίσης αισθήσεις διαφέρουν μεταξύ τους χωρίς να συγχέονται και να αναμιγνύονται, επειδή αυτός παρευρίσκεται στην καθεμιά καταλλήλως με ίσο τρόπο, πρέπει οπωσδήποτε να τον θεωρούμε κάτι διάφορο από την αισθητή φύσιν, ώστε να μην συμμιχθεί καμμιά ποικιλία στο νοητό.
«Ποιος γνώρισε τον νου τού Κυρίου» λέγει ο απόστολος. Εγώ όμως έκτος από αυτό ερωτώ, «ποιος κατενόησε τον δικό του νου»; Ας πουν αυτοί που τοποθετούν τη φύσιν του θεού μέσα στην κατάληψή τους, αν κατενόησαν τους εαυτούς τους· αν επέγνωσαν τη φύσιν του δικού τους νου. Είναι μήπως πολυμερής και πολυσύνθετος; Πώς όμως το νοητό είναι δυνατό να είναι σε σύνθεση; Ποιος μπορεί να είναι ο τρόπος της ανακράσεως των ετερογενών; Είναι απλός και ασύνθετος; Πώς όμως διασπείρεται στην αισθητική πολυμέρεια; Πώς στη μονότητα βρίσκεται η ποικιλία; Πώς στην ποικιλία υπάρχει το ένα;
Γνώρισα τη λύσιν των αποριών, ανατρέχοντας στη φωνή του Θεού την ίδια· είπε, «ας ποιήσουμε άνθρωπο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν μας». Πράγματι η εικών, όσο δεν στερείται τίποτε από τα παρατηρούμενα στο αρχέτυπο, είναι κυριολεκτικώς εικών· όσο μας ξεφεύγει από την ομοιότητα προς το πρωτότυπο, κατ’ αυτό το μέρος δεν είναι εικών. Λοιπόν, επειδή ένα από τα παρατηρούμενα στη θεία φύσιν είναι το ακατάληπτο της ουσίας, είναι αναγκαίο και σ’ αυτό το σημείο η εικών να μιμείται το αρχέτυπο. Διότι, αν η φύσις τής εικόνος ήταν καταληπτή, και το πρωτότυπο ήταν υπεράνω καταλήψεως, η εναντιότης των εξεταζομένων θα φανέρωνε την αποτυχία της εικόνος. Επειδή όμως η φύσις τού νου μας που είναι καμωμένος κατά την εικόνα του κτίστη, διαφεύγει τη γνώσιν, έχει ακριβή ομοιότητα προς το υπερκείμενο, διότι με το ακατάληπτό του χαρακτηρίζει την ακατάληπτη φύσιν.
Το πρωτότυπο κείμενο
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑʹ.
Ὅτι ἀθεώρητος ἡ τοῦ ἀνθρώπου φύσις.
Τί τοίνυν ἐστὶ κατὰ τὴν ἑαυτοῦ φύσιν ὁ νοῦς, ὁ ἐν αἰσθητικαῖς δυνάμεσιν ἑαυτὸν ἐπιμερίζων, καὶ δι' ἑκάστης καταλλήλως τὴν τῶν ὄντων γνῶσιν ἀναλαμ βάνων; Ὅτι γὰρ ἄλλο τι παρὰ τὰς αἰσθήσεις ἐστὶν, οὐκ ἂν οἶμαί τινα τῶν ἐμφρόνων ἀμφιβάλλειν. Εἰ γὰρ ταὐτὸν ἦν τῇ αἰσθήσει, πρὸς ἒν πάντως εἶχε τῶν κατ' αἴσθησιν ἐνεργουμένων τὴν οἰκειότητα, διὰ τὸ ἁπλοῦν μὲν αὐτὸν εἶναι, μηδὲν δὲ ποικίλον ἐν τῷ ἀπλῷ θεωρεῖσθαι. Νυνὶ δὲ πάντων συντιθεμένων, ἄλλο μέν τι τὴν ἁφὴν εἶναι, ἄλλο δὲ τὴν ὄσφρησιν, καὶ τῶν ἄλλων ὡσαύτως ἀκοινωνήτως τε καὶ ἀμίκτως πρὸς ἄλληλα διακειμένων, ἐπειδὴ κατὰ τὸ ἴσον ἑκάστῃ καταλλήλως πάρεστιν, ἕτερόν τινα πάντως αὐτὸν χρὴ παρὰ τὴν αἰσθητὴν ὑποτίθεσθαι φύσιν, ὡς ἂν μή τις ποικιλία τῷ νοητῷ συμμιχθείη.
«Τίς ἔγνω νοῦν Κυρίου;» φησὶν ὁ Ἀπόστολος. Ἐγὼ δὲ παρὰ τοῦτό φημι, Τίς τὸν ἴδιον νοῦν κατενόησεν; Εἰπάτω σαν οἱ τοῦ Θεοῦ τὴν φύσιν ἐντὸς ποιούμενοι τῆς ἑαυτῶν καταλήψεως, εἰ ἑαυτοὺς κατενόησαν; εἰ τοῦ ἰδίου νοῦ τὴν φύσιν ἐπέγνωσαν; Πολυμερής τίς ἐστι, καὶ πολυσύνθετος. Καὶ πῶς τὸ νοητὸν ἐν συνθέσει; ἢ τίς ὁ τῆς τῶν ἑτερογενῶν ἀνακράσεως τρόπος; Ἀλλ' ἁπλοῦς καὶ ἀσύνθετος· καὶ πῶς εἰς τὴν πολυμέρειαν τὴν αἰσθητικὴν διασπείρεται; πῶς ἐν μονότητι τὸ ποικίλον; πῶς ἐν ποικιλίᾳ τὸ ἕν;
Ἀλλ' ἔγνων τῶν ἠπορημένων τὴν λύσιν ἐπ' αὐτὴν ἀναδραμὼν τοῦ Θεοῦ τὴν φωνήν· «Ποιήσωμεν» γὰρ, φη σὶν, «ἄνθρωπον κατ' εἰκόνα καὶ καθ' ὁμοίωσιν ἡμετέραν.» Ἡ γὰρ εἰκὼν ἕως ἂν ἐν μηδενὶ λείπηται τῶν κατὰ τὸ ἀρχέτυπον νοουμένων, κυρίως ἐστὶν εἰκών· καθ' ὃ δ' ἂν διαπέσῃ τῆς πρὸς τὸ πρωτότυπον ὁμοιότητος, κατ' ἐκεῖνο τὸ μέρος εἰκὼν οὐκ ἔστιν. Οὐκοῦν ἐπειδὴ ἒν τῶν περὶ τὴν θείαν φύσιν θεωρουμένων ἐστὶ τὸ ἀκατάληπτον τῆς οὐσίας· ἀνάγκη πᾶσα καὶ ἐν τούτῳ τὴν εἰκόνα πρὸς τὸ ἀρχέτυπον ἔχειν τὴν μίμησιν. Εἰ γὰρ ἡ μὲν τῆς εἰκόνος φύσις κατελαμβάνετο, τὸ δὲ πρωτότυπον ὑπὲρ κατάληψιν ἦν· ἡ ἐναντιότης τῶν ἐπιθεωρουμένων τὸ διημαρτημένον τῆς εἰκόνος διήλεγχεν. Ἐπειδὴ δὲ διαφεύγει τὴν γνῶσιν ἡ κατὰ τὸν νοῦν τὸν ἡμέτερον φύσις, ὅς ἐστι κατ' εἰκόνα τοῦ κτίσαντος, ἀκριβῆ πρὸς τὸ ὑπερκείμενον ἔχει τὴν ὁμοιότητα, τῷ καθ' ἑαυτὸν ἀγνώστῳ χαρακτηρίζων τὴν ἀκατάληπτον φύσιν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου