ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ - ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ Συστηματικής – Δογματικής Θεολογίας
Διπλωματική εργασία Η οντολογία του προσώπου στη νεότερη θεολογική σκέψη: Ν. Νησιώτης, Χρ. Γιανναράς, Ι. Ζηζιούλας. Μια κριτική αποτίμηση.
Καθηγητής: Χρ. Σταμούλης
Φοιτητής : Περικλής Αγγελόπουλος - Θεσσαλονίκη 2020
3.3 Ο Αριστοτέλης
Η ιδέα του Θεού ως πρώτης αρχής της κίνησης απασχόλησε τον Αριστοτέλη, ο οποίος όρισε την Οντολογία ως την «πρώτη φιλοσοφία» που αναζητά τις αρχές και τις αιτίες της ύπαρξης των αιώνιων και ακίνητων ουσιών που εκφράζουν την καθολική πραγματικότητα. Η πρώτη αυτή φιλοσοφία, η οποία διαχωρίζεται σε μαθηματική, φυσική και θεολογία εξετάζει το Ον ως Ον, τι είναι καθαυτό και ποιες είναι οι ιδιότητες του. Από την άποψη αυτή, η επιστήμη της θεολογίας έχει προτεραιότητα, καθώς μελετά το Ον στην πιο καθολική του έκφραση και συλλαμβάνει την πραγματικότητα του Θεού ως την αρχή και την αιτία της κίνησης των όντων49. Η θεολογία μελετά τα όντα στην πιο πραγματική τους μορφή ως πραγματικότητες άυλες, ακίνητες, αΐδιες, τα Πρώτα Κινούντα, οι οποίες αποτελούν τις αιτίες των άλλων όντων50. Τα όντα αυτά και ιδιαίτερα το Πρώτο Κινούν υπάρχει στην πιο πλήρη μορφή της ύπαρξης και αποτελεί το αίτιο και τον ύψιστο σκοπό προς τον οποίο κινούνται τα όντα. Η επιθυμία για το Αγαθό είναι η αιτία της κίνησης των όντων της φυσικής πραγματικότητας στην οποία έστρεψε την προσοχή του ο Αριστοτέλης προκειμένου να διαμορφώσει την οντολογία του51.
Σύμφωνα λοιπόν, με τον Αριστοτέλη δεν μπορούμε να συλλάβουμε την αλήθεια του Όντος ούτε με τη δύναμη της διάνοιας, ούτε με τον αποφαντικό λόγο που διαχωρίζει την αλήθεια από το ψεύδος, καθώς και οι δύο τρόποι μας απομακρύνουν από τη μελέτη του όντος με πραγματική ύπαρξη. Ακόμα, δεν θα πρέπει να ανάγουμε τις αρχές των όντων στη πιθανότητα και τη σύμπτωση, αλλά ούτε να υποθέσουμε ότι οι αρχές είναι άπειρες, καθώς η έρευνα μας θα πρέπει να μας οδηγεί σε μια πρώτη αρχή που δεν είναι δυνατόν να αναχθεί σε μια άλλη52. Επιπλέον, κατά τον Αριστοτέλη ούτε η αναγωγή στις υλικές ή ιδεατές μορφές του Είναι μπορεί να αποτελέσει επαρκή εξηγητικό λόγο για την ύπαρξη των όντων. Η μελέτη μας θα πρέπει να στραφεί είτε στο σκοπό και το διατί της ύπαρξης είτε στην πρώτη αρχή της κίνησης53.
Ο Αριστοτέλης λοιπόν, διαμόρφωσε την οντολογία του στρέφοντας την προσοχή του στη μελέτη της φύσης του πραγματικού. Η μελέτη του Όντος ως Όντος, αφορά τα όντα με αυθύπαρκτη ύπαρξη. Το Ον μελετώμενο από την σκοπιά αυτή συλλαμβάνεται και λέγεται από πολλές επόψεις και το ερώτημα τί ἐστί τό Όν σημαίνει το ερώτημα για την ουσία54. Ο Αριστοτέλης θα σημειώσει ότι η έννοια της ουσίας αποκτά τουλάχιστον τέσσερεις σημασίες. Το τί ἦν εἶναι, το καθολικό, το γένος και το υποκείμενο αποτελούν τις σημασίες αυτές55.
Με τον όρο ουσία ο φιλόσοφος αναφέρεται πρωταρχικά σε μια ενιαία και αυτοτελή μονάδα, με αυτόνομη και διακριτή ύπαρξη, η οποία δηλώνει την παρουσία του όντος στον κόσμο και η οποία αποτελεί το φορέα των προσδιορισμών του όντος56. Με αυτή τη σημασία η έννοια της ουσίας αναφέρεται στο υποκείμενο, το οποίο υπάρχει ανεξάρτητα από τους προσδιορισμούς του. Η έννοια αυτή της ατομικής ουσίας, η οποία αποτελεί φορέα των ιδιοτήτων της, χωρίς όμως η ύπαρξη της να εξαρτάται από αυτές μεταφράστηκε ως υπόσταση (substantia) και δηλώνει το «τι εστί του όντος». Η έννοια της ουσίας σημαίνει το κύριο χαρακτηριστικό στοιχείο της ταυτότητας του όντος, το οποίο βρίσκεται στον ορισμό του όντος και αναφέρεται στο ιδιάζον χαρακτηριστικό της ύπαρξης του57.
Με την έννοια της ουσίας των όντων λοιπόν, αναφερόμαστε στα συγκεκριμένα απλά σώματα, τα οποία χαρακτηρίζονται ως «πρώτες ουσίες» και αναφέρονται στη συγκεκριμένη ατομική ύπαρξη58. Τα πράγματα διακρίνονται ανάμεσα στα όντα που υπάρχουν αυτοτελώς και χαρακτηρίζονται από την ατομικότητα και τη μοναδικότητα τους και τους επιμέρους προσδιορισμούς και τις ιδιότητες που φέρουν. Η απάντηση στο ερώτημα τι εστί το Ον , που απαντά και στο ερώτημα για την ουσία του όντος, αναφέρεται στην ατομική υπόσταση, που διαθέτει ανεξάρτητη ύπαρξη και αποτελεί το υποκείμενο των επιμέρους προσδιορισμών του59. Οι προσδιορισμοί αυτοί αποτελούν τις «δεύτερες ουσίες», οι οποίες δεν διαθέτουν δική τους ανεξάρτητη υπόσταση, αλλά αποτελούν τους κατηγορικούς προσδιορισμούς του όντος60. Οι προσδιορισμοί αποτελούν καθολικούς ή γενικούς όρους, καθώς η ύπαρξη τους σχηματίζεται αφαιρετικά από τα δεδομένα των αισθήσεων και αναφέρεται στα κοινά χαρακτηριστικά των όντων και την υπαγωγή τους στο γένος και το είδος. Πρόκειται για τα συμβεβηκότα της πρώτης ουσίας, τα οποία ενυπάρχουν σε αυτή προσδίδοντας τις επιμέρους ιδιότητες που χαρακτηρίζουν την ύπαρξη τους. Η γνώση των ιδιοτήτων αυτών απαντά στο τι Είναι το πράγμα, δηλαδή στη γνώση της ουσίας του61.
Τα συμβεβηκότα αποτελούν γνωρίσματα της πρώτης ουσίας, τα οποία μεταβάλλονται, χωρίς όμως να αναιρείται η αυτόνομη υπόσταση του όντος. Η πρώτη ουσία βρίσκεται σε στενή σχέση με τα γνωρίσματα της, τα οποία παρά τις μεταβολές που υφίστανται την χαρακτηρίζουν αδιαλείπτως. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η πρώτη ουσία αποτελεί το φορέα των συμβεβηκότων και δεν υπάρχει ανεξάρτητα από τους προσδιορισμούς της, οι οποίοι αποτελούν τους τρόπους φανέρωσης των όντων και το μέσο γνώσης τους62.
Ο Αριστοτέλης θα διακρίνει δέκα κατηγορίες της ουσίας, που προσδιορίζουν το Είναι των όντων. Η ουσία, η ποιότητα, η ποσότητα, η σχέση, ο τόπος, ο χρόνος, η θέση, το έχειν, το ποιείν, και το πάσχειν αποτελούν προσδιορισμούς, οι οποίοι χωρίς να διαθέτουν δική τους αυτοτελή ύπαρξη υφίστανται ενυπάρχοντας στο πράγμα, προσδιορίζοντας το και προσδίδοντας τη συγκεκριμένη ταυτότητα, που συνιστά την ουσία του και δηλώνει το Είναι του όντος63. Οι ιδιότητες που φέρει το πράγμα ως υποκείμενο των προσδιορισμών του συγκροτούν την ουσία του πράγματος, αποτελούν τις ουσιώδεις ιδιότητες του όντος εκφράζοντας μέσα από τις πολλαπλές σημασίες την ενότητα του Είναι. Η ουσία του πράγματος συνιστά την ταυτότητα του πράγματος όπως είναι καθαυτό. Ο Αριστοτέλης θα υποστηρίξει ότι η πρώτη ουσία μόνο λογικά χωρίζεται από τους προσδιορισμούς της, καθώς η πρώτη ουσία δεν μπορεί να υπάρξει πέρα και ανεξάρτητα από τις κατηγορίες που απαρτίζουν την ύπαρξη64. Στο σημείο αυτό να σημειώσουμε ότι ο Αριστοτέλης θα διακρίνει μεταξύ του Είναι και της ουσίας. Θα υποστηρίξει ότι το Είναι σημαίνει το ότι–Είναι, ενώ η ουσία αναφέρεται στο τι-είναι. Κάθε ουσία μπορεί να νοηθεί δίχως να διαθέτει πραγματική ύπαρξη, ενώ το, ότι–Είναι θα πρέπει κάθε φορά να αποδεικνύεται65.
Ο Αριστοτέλης προχωρώντας στην οντολογία της ουσίας, θα υποστηρίξει ότι κάθε πράγμα είναι σύνθεση της ύλης και της μορφής66. Η ύλη και η μορφή αποτελούν τα στοιχεία εκείνα που συνυπάρχουν σε κάθε πράγμα και αποτελούν τις οντολογικές αρχές κάθε όντος. Η ύλη νοείται ως η γενική και αόριστη δυνατότητα, ενώ η μορφή ή είδος νοείται ως η συγκεκριμένη αρχή που ενεργοποιεί, διαμορφώνει, προσδιορίζει και στην περίπτωση των έμψυχων όντων, εμψυχώνει την ύλη. Η ύλη και η μορφή ενώ διατηρούν την οντολογική τους αυτοτέλεια συνυπάρχουν αδιαίρετα μέσα στα συγκεκριμένα πράγματα. Η ύλη ενώ δεν γνωρίζει προσδιορισμούς και είναι δυνατό να κινηθεί μεταξύ του Είναι και του μη-Είναι, λαμβάνει την εκάστοτε μορφή της σύμφωνα με μια διαδικασία διαμόρφωσης. Η σύνθεση ενός υλικού προσδιορίσιμου με ένα προσδιορισμό έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός προσδιορισμένου πράγματος67. Το υποκείμενο που αποτελεί την ύλη του προσδιορισμού δεν είναι τίποτα εν ενεργεία, αλλά παραμένει εν δυνάμει τα πάντα. Ο προσδιορισμός του από το είδος συγκροτεί τη συγκεκριμένη ουσία, η οποία είναι μια ενεργεία ουσία.
Ωστόσο, η γένεση, η μεταβολή, και η φθορά των όντων πραγματοποιείται σύμφωνα με αυτό που είναι το πράγμα και τους προσδιορισμούς που προκύπτουν από τη φύση του πράγματος68. Ο Αριστοτέλης, θα υποστηρίξει ότι η ουσία ή φύση του πράγματος είναι μια ενεργητική αρχή, η οποία αποτελεί την αιτία της κίνησης σύμφωνα με τον σκοπό και την αιτία της ύπαρξης του όντος. Η ουσία του πράγματος είναι ταυτόχρονα ο σκοπός της ύπαρξης του και οι μεταβολές που διενεργούνται έχουν ως στόχο την ολοκλήρωση και τελειοποίηση του πράγματος την εντελέχεια του, σύμφωνα με αυτό που ο Αριστοτέλης θα ονομάσει « το τι ήν είναι» δηλαδή το «το τι ήταν να είναι»69.
Η ουσία λοιπόν των όντων θεωρείται ως αυτό που είναι το όν καθαυτό, η υπόσταση του πράγματος, οι προσδιορισμοί που συνιστούν το πράγμα, η κινούσα αρχή που διενεργεί τη μεταβολή των όντων και ο σκοπός στον οποίον τείνουν οι ενέργειες των όντων. Έτσι, ενώ τα στοιχεία που συνθέτουν τα όντα είναι η ύλη και η μορφή τα αίτια της αλλαγής είναι η ύλη, η μορφή, η ενέργεια και ο σκοπός. Η αιτία της ύλης αναφέρεται σε αυτό που γίνεται κάτι, η αιτία της μορφής δηλώνει την ουσία, δηλαδή το χαρακτηριστικό που προσδίδει στο όν την οντολογική του ταυτότητα, ενεργοποιεί και διαμορφώνει την ύλη, το ποιητικό αίτιο αναφέρεται σε αυτό που κινεί την ύλη για να λάβει τη συγκεκριμένη μορφή και τέλος η αιτία του σκοπού δηλώνει το σκοπό της δραστηριότητας και την κατεύθυνση προς την οποία θα πρέπει να κινηθεί η διαδικασία της μεταβολής70.
Τα πράγματα λοιπόν, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη δεν είναι αιώνια και άφθαρτα αλλά γεννιούνται, μεταβάλλονται και φθείρονται. Η έρευνα του Αριστοτέλη ξεκινά από τον κόσμο των αισθήσεων για να αναζητήσει την αιώνια ακίνητη ουσία, αρχή κάθε κινήσεως71. Η οντολογία του Αριστοτέλη γίνεται θεολογία ή οντο-θεολογία και ζητά να συλλάβει μια αρχή η οποία να αποτελεί οντολογικό και κοσμολογικό θεμέλιο των όντων72. Η πέρα από τα φυσικά αναζήτηση της πρώτης αρχής, θεμελιώνει την ενότητα του κόσμου και την νομοτέλεια που διέπει τον αισθητό κόσμο. Ο κόσμος υπάρχει αιώνια και η ύπαρξη του εξασφαλίζεται με την αιώνια και αμετάβλητη τελειότητα της καθαρής μορφής του Θεού.
Το πρώτο κινούν αίτιον θα πρέπει να είναι ακίνητο, άυλο, αμετάβλητο, καθαρή μορφή ενέργειας, το ανώτατο ον, η πρώτη ουσία. Πρόκειται για το αρχέτυπο της ουσίας, την ανώτατη βαθμίδα του Είναι. Υπάρχει από αναγκαιότητα, ως καθαρή ενέργεια που νοεί τον εαυτό της και αποτελεί το αίτιο της κίνησης των όντων. Ο θεός του Αριστοτέλη είναι ζωή στην υπέρτατη βαθμίδα της. Αιώνια ζωή ενέργεια, άριστη, αιώνια και παντοτινή. Δίνει μορφή σε όλα, ταυτίζεται με το ύψιστο Αγαθό και αποτελεί το μορφικό αίτιο που κινεί τον κόσμο, καθώς αποτελεί το τελικό σκοπό και αντικείμενο του έρωτος και της επιθυμίας των όντων που τείνουν να μιμηθούν την αιώνια και αμετάβλητη φύση του73.
Στο σημείο αυτό, ολοκληρώνοντας την παρουσίαση των κύριων όρων και θέσεων της επιστήμης της οντολογίας, να σημειώσουμε ότι ο Αριστοτέλης διαμορφώνει την αρχαία ελληνική αντίληψη περί θεού και θέτει τις βάσεις για την οντο-θεολογία. Η αρχαία ελληνική σκέψη είτε στη μυθική είτε στη φιλοσοφική της μορφή αναζητά τις πρώτες αρχές των όντων και ο Αναξίμανδρος θεωρείται ο πρώτος που ταυτίζει την οντολογική αρχή με το θείον.
Ωστόσο, ο θεός των Ελλήνων παραμένει δεμένος με τον κόσμο και δεσμευμένος από το Είναι. Το Είναι αποτελεί προϋπόθεση της δράσης και της ελευθερίας του Θεού. Η Φύση θεωρείται αυθύπαρκτη και ουσιαστικά ταυτίζεται με το Θεϊκό στοιχείο. Ωστόσο, όπως θα δούμε στη συνέχεια της μελέτης μας οι οντολογικές κατηγορίες των Ελλήνων χρησιμοποιήθηκαν από τους Πατέρες της Εκκλησίας, για να απαντήσουν στο ερώτημα «τι είναι ο Χριστός», το οποίο μετατρέπεται στο «ποιος είναι ο Χριστός» και να αναγάγουν το Είναι του κόσμου στην πραγματικότητα του Θεού ως προσώπου, διαμορφώνοντας την πορεία του σύγχρονου κόσμου74.
EINAI GREEKLISH.ΕΙΝΑΙ ΑΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΣΧΟΛΙΑΣΘΕΙ, ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΚΟΚΤΕΙΛ ΣΑΝ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΝΟΝΤΑΙ ΣΤΙΣ PUB ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΟΥΛΕΙΑ Ή ΣΑΝ ΤΑ ΧΑΠΙΑ ΤΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟΒΡΑΔΟΥ.
ΜΙΑ ΕΚΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΙΔΙΑ ΕΠΙΠΕΔΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΔΙΑΣΤΑΤΑ. ΜΕ ΤΗΝ ΧΡΗΣΗ ΠΑΡΑΙΣΘΗΣΙΟΓΟΝΩΝ, ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΚΑΤΑΡΓΟΥΝ ΤΙΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ, ΤΟ ΥΨΟΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΑΤΟ, ΚΑΙ ΣΕ ΩΘΟΥΝ ΝΑ ΠΕΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΑ ΜΠΑΛΚΟΝΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΠΕΡΠΑΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ.
ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΗ ΔΙΑΛΥΣΗ. ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟ-ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΠΟΥ ΜΑΘΑΙΝΟΥΝ ΤΙΣ ΞΕΝΕΣ ΓΛΩΣΣΕΣ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΜΕΘΟΔΟ ΑΝΕΥ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥ. Ο ΠΡΟΚΛΟΣ ΔΙΑΒΑΣΕ ΤΟΝ ΤΙΜΑΙΟ ΜΕ ΤΟΝ ΔΑΣΚΑΛΟ ΤΟΥ ΣΕ ΠΕΝΤΕ ΧΡΟΝΙΑ. ΕΧΑΣΕ ΧΡΟΝΟ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ. ΜΕΤΑ ΑΝΑΚΑΛΥΦΘΗΚΕ Ο ΧΡΟΝΟΣ ΤΟΥ ΦΕΙΔΟΥ.
Σημειώσεις
49. Αριστοτέλους, Μετά τα φυσικά Τομ. Δ΄ Εις. Μτφρ. Ν. Κυργιόπουλος, Πάπυρος, Αθήνα, 1953, σ.265
50. Ε. Ζιλσόν, 2009, ό.π.,σ.194, σ.159.
51. Αυγελής, 2005, ό.π., σ.233.
52. Αριστοτέλους, Μετά τα φυσικά Τομ. Ε΄ Εις. Μτφρ. Ν. Κυργιόπουλος, Πάπυρος, Αθήνα, 1962, σ.279.
53. Στο ίδιο, σ. 279. Να σημειώσουμε ότι τη μεθοδολογία του Αριστοτέλη υιοθετεί και ο Ν. Νησιώτης για να θεμελιώσει τη θεολογία του. Βλ. Ν. Νησιώτης, Προλεγόμενα εις την θεολογικήν γνωσιολογίαν. Το ακατάληπτον του Θεού και η δυνατότητα γνώσις αυτού. Μήνυμα, Αθήνα, 1986, σ 46.
54. Αριστοτέλους, Μετά τα φυσικά Τομ. Ε΄ Εις. Μτφρ. Ν. Κυργιόπουλος, Πάπυρος, Αθήνα, 1962, σ.281-282.
55. Στο ίδιο, σ. 285.
56. Ε. Ζιλσόν, 2009, ό.π.,σ.152.
57 Ε. Ζιλσόν, 2009, ό.π.,σ.154.
58. Αριστοτέλους, Τα Μετά τα Φυσικά. Τομ. Α΄ (Βιβλία Α΄- Δ΄). (Μτφρ-Σχόλια Ν.Καργιόπουλος). Γεωργιάδης, Αθήνα. 2006, σ. 307.
59. Αριστοτέλους, Μετά τα φυσικά Τομ. Ε΄ Εις. Μτφρ. Ν. Κυργιόπουλος, Πάπυρος, Αθήνα, 1962, σ.281-282.
60. Στο ίδιο, σ. 281.
61. Δ. Παπαδής, Εισαγωγή στη φιλοσοφία. University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 2012, σ.42.
62. Στο ίδιο, σ. 42
63. Αριστοτέλους, Μετά τα φυσικά Τομ. Α΄ Εις. Μτφρ. Ανδρ. Δαλεζίου Πάπυρος, Αθήνα, 1953, σ.217
64. Δ. Παπαδής, Εισαγωγή στη φιλοσοφία. University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 2012, σ.46, βλ.και Ν. Αυγελής, 2005, ό.π., σ.226.
65. Γ. Τζαβάρα, Εισαγωγή στην οντολογία. Εγχειρίδιο για διδασκαλία και έρευνα. Αθήνα, Gutenberg, 2009, σ. 85. Να σημειώσουμε ότι ο Χάιντεγκερ θα θεωρήσει ότι η διαφορά ανάμεσα στο «τι εστί» και στο «ότι εστί» λησμονήθηκε μαζί με το ερώτημα για το Είναι. Η λησμονιά αυτή είχε ως αποτέλεσμα τη σύνδεση της οντολογίας με τη θεολογία και τη μεταφυσική και τη δημιουργία μιας οντο-θεολογίας που τη χαρακτήριζε η στροφή στην ορθολογική θεολογία και στην απόπειρα των φιλοσόφων να αποδείξουν την ύπαρξη του Θεού με τον έλλογο στοχασμό. A. Renaut..με την συνεργασία των Billier.J.C., Savidan. P., Thiaw-Po-Une.L. Η Φιλοσοφία. ( Μπέτζελος. Τ μτφ. Επιμ μεταφ. Στυλιανού. Α) Πολις, Αθήνα, 2009, σ. 174
66. Αριστοτέλους, Μετά τα φυσικά Τομ. Ε΄ Εις. Μτφρ. Ν. Κυργιόπουλος, Πάπυρος, Αθήνα, 1962, σ.287
67. Δ. Παπαδής, Εισαγωγή στη φιλοσοφία. University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 2012, σ.46-47
68. Ν. Αυγελής, 2005, ό.π., σ.228
69. Γ. Τζαβάρα, Εισαγωγή στην οντολογία. Εγχειρίδιο για διδασκαλία και έρευνα. Αθήνα, Gutenberg, 2009, σ. 86
70. Δ. Παπαδής, Εισαγωγή στη φιλοσοφία. University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 2012, σ.52
71. Τ. Πεντζοπούλου-Βηλαλά, Η θεολογία του Αριστοτέλη. Το βιβλίο Λ΄ των Μετά τα φυσικά. ( Γ.Καζάζης πρόλογος, Τ. Αρβανιτάκης, Μτφρ.) Ζήτρος, Αθήνα, 2015, σ.29
72. Στο ίδιο, σ.11
73. Ν. Αυγελής, 2005, ό.π., σ. 234-235
74. Ιωάννου Ζηζιούλα, Μητροπολίτη Περγάμου. Ελληνισμός και Χριστιανισμός. Η συνάντηση των δύο κόσμων. Αποστολική Διακονία, Αθήνα, 2008, σ. 197.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου