Συνέχεια από: Τετάρτη 13 Ιουλίου 2022
ΠΕΤΡΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ
ΠΑΥΛΟΣ (ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ)
ΤΟΜΕΣ ΣΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ
Μέρος Δεύτερο
ΤΟΜΕΣ ΣΤΗΝ ΠΑΥΛΕΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ
Κεφάλαιο 7
Η ΠΑΥΛΕΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ
7.1. ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ
Στα περισσότερα δογματικά εγχειρίδια της νεώτερης ακαδημαϊκής θεολογίας και στο θεολογικό περίγραμμα της παλαιότερης σχολαστικής δογματικής, η εκκλησιολογία αρχίζει με έναν ορισμό, που σε γενικές γραμμές περιγράφει την Εκκλησία ως θείο καθίδρυμα της επί γης κοινωνίας των πιστών, που έχει την προέλευσή του στον Ιησού Χριστό και τους Αποστόλους, οι οποίοι μεταβιβάζουν την εξουσία στους επισκόπους[THN ΕΞΟΥΣΙΑ; ΔΕΝ ΤΗΝ ΚΑΤΗΡΓΗΣΕ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΣΤΟΥΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ;]1. Το σώμα δηλαδή της Εκκλησίας νοείται ιεραρχικά ως κλήρος και λαός μέσα σε ιστορικά, διοικητικά και θεολογικά περιγράμματα. Φαίνεται δηλαδή να εξαντλούν την ουσία και τη φύση του μυστηρίου της Εκκλησίας ανάμεσα σε δύο πόλους· του καθιδρύματος απ' τη μια και της κοινωνίας απ' την άλλη. Κατά συνέπεια, όπως πολύ σωστά παρατηρεί ο Ν. Ματσούκας, «όλοι οι νεώτεροι δογματολόγοι, δεχόμενοι πως οι δύο παραπάνω έννοιες είναι βασικές για την περιγραφή της Εκκλησίας, αγωνίζονται με δραματικό πολλές φορές τρόπο να συμβιβάσουν τα νοήματα των δύο αυτών εννοιών. Έτσι ποικίλλουν οι απόψεις ως προς την έμφαση και τη βαρύτητα που δίνουν στη μια ή στην άλλη έννοια»[ΜΑΛΩΝΑΝ ΟΛΟΙ ΤΟΥΣ ΣΕ ΞΕΝΟ ΑΧΥΡΩΝΑ]2. Το δίλημμα «καθίδρυμα» - «κοινωνία» σε θεωρητικό θεολογικό επίπεδο είναι παραπλήσιο με το δίλημμα «χριστολογική» ή «πνευματολογική» διάσταση της Εκκλησίας3 και κατ' επέκταση –σε επίπεδο κυρίως οικουμενικού διαλόγου– με το δίλημμα «ιεραρχική» ή «δημοκρατική» δομή της Εκκλησίας ή με το δίλημμα που κυριαρχούσε στη βιβλική έρευνα της περασμένης γενιάς αναφορικά με το «χαρισματικό» ή «αξιωματικό» χαρακτήρα της αρχέγονης χριστιανικής κοινότητας4. Είναι σε τελευταία ανάλυση το δίλημμα που παρουσιάστηκε κατά την ιστορική εξέλιξη της Εκκλησίας ανάμεσα στον «κληρικαλισμό» και το «λαϊκισμό»5.Πριν αναφερθούμε σε όψεις της παύλειας εκκλησιολογίας, είναι αναγκαίο να προβούμε σε μερικές διευκρινίσεις μεθοδολογικού χαρακτήρα.
α. Και πρώτα-πρώτα ως προς τις δογματικές προϋποθέσεις της διατύπωσης οποιασδήποτε εκκλησιολογικής πρότασης και από την πλευρά της ορθόδοξης θεολογίας, θα ’λεγα μάλιστα κυρίως απ' αυτήν. Είναι γνωστή η συμβολή του Φλορόφσκυ, από τη δεκαετία κυρίως του '40 και καθοριστική για την Ορθόδοξη θεολογία, σχετικά με την έλλειψη δογματικών προϋποθέσεων αναφορικά με το εκκλησιολογικό πρόβλημα. «Δεν υπάρχει κανένας ορισμός που θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αποτελεί αναγνωρισμένη δογματική αυθεντία;;. Τέτοιον ορισμό δεν μπορούμε να εντοπίσουμε ούτε στην Αγία Γραφή, ούτε στους Πατέρες, ούτε στις αποφάσεις ή τους κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων, ούτε στα μεταγενέστερα μνημεία. Οι δογματικές εκθέσεις τις οποίες συνέταξε η Ανατολική Εκκλησία σε διάφορες περιστάσεις κατά τον 17ο και 18ο αιώνα και τις οποίες –κατά τον Φλορόφσκυ– κακώς ονομάζουν μερικοί «συμβολικά» κείμενα της Ορθοδοξίας, δεν δίνουν ούτε αυτές ορισμό της Εκκλησίας, πέρα από μια αναφορά στο αντίστοιχο άρθρο του ‛Συμβόλου της Πίστεως'»6. Στη μοναδική αυτή δογματική αυθεντία περιγράφονται οι ιδιότητες (ενότητα, αγιότητα, καθολικότητα, αποστολικότητα) και όχι η φύση της Εκκλησίας καθαυτή. Κάτι τέτοιο είναι πολύ φυσικό, έστω κι αν φαίνεται παράξενο, αφού εκ προοιμίου δεν υπάρχει ή δεν μπορεί να υπάρχει η ιδέα της Εκκλησίας, αντίληψη δηλαδή περί της Εκκλησίας, αλλά η ίδια η Εκκλησία. Η Εκκλησία δεν είναι απλώς ένα «δόγμα», μια διδασκαλία ανάμεσα σε πολλές άλλες, αλλά η «υπαρξιακή προϋπόθεση κάθε διδασκαλίας»7. Η Θεολογία, ως λειτούργημα με το οποίο διατυπώνεται μια διδασκαλία, ένα δόγμα, ασκείται και καλλιεργείται μέσα στην Εκκλησία, είναι λειτούργημα της Εκκλησίας, και ως εκ τούτου δεν μπορεί ως έλασσον, ως περιεχόμενο, να περιγράψει το μείζον, το περιέχον. Η πραγματικότητα της Εκκλησίας είναι το απαραίτητο θεμέλιο του όλου δογματικού οικοδομήματος της Ορθοδοξίας8. Για την ορθόδοξη συνείδηση, έλεγε ο Π. Ευδοκίμωφ: «η Εκκλησία είναι μάλλον πραγματικότητα την οποία ζούμε, παρά αντικείμενο το οποίο αναλύουμε και σπουδάζουμε»9.(Μαξίμου Ομολογητού, Προς Θαλάσσιον… περί διαφόρων απόρων της Αγίας Γραφής - Απ’ την εισαγωγή…) [ΜΑΛΛΟΝ ΔΕΝ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΙΚΟ ΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΜΕΝΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΖΗΖΙΟΥΛΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΕΣ]
Ἡ χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος δέν ἐνεργεῖ σοφία στούς ἁγίους, χωρίς τό νοῦ πού δέχεται τήν σοφία· οὔτε γνώση, χωρίς τήν δύναμιν τοῦ λογικοῦ πού δέχεται τήν γνώση· οὔτε πίστη χωρίς τήν πληροφορία τοῦ νοῦ καί τοῦ λογικοῦ περί τῶν μελλόντων, πού ἦταν ὡς τότε ἄδηλα σέ ὅλους· οὔτε χαρίσματα ἰαμάτων, χωρίς φυσική φιλανθρωπία· οὔτε κανένα ἄλλο ἀπό τά λοιπά χαρίσματα, χωρίς τήν δεκτική ἱκανότητα καί δύναμη τοῦ καθενός. Οὔτε πάλι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἀποκτήσει ἀπό φυσική του δύναμιν ἕνα ἀπό τά χαρίσματα πού ἀριθμήσαμε, χωρίς τήν θεία δύναμη πού τά χορηγεῖ. Τό φανερώνουν αὐτό ὅλοι οἱ Ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι ὕστερα ἀπό τίς ἀποκαλύψεις τῶν θείων ζητοῦν τούς λόγους ὅσων τούς ἀποκαλύφθηκαν.
Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής
β. Το δεύτερο και αναμφισβήτητα ουσιαστικότερο μεθοδολογικό πρόβλημα αφορά στην αποδοχή ή άρνηση μιας εξελικτικής πορείας στη διαμόρφωση της εκκλησιολογικής αυτοσυνειδησίας· με άλλα λόγια έχει να κάνει με την προτεραιότητα της βιβλικής θεώρησης της Εκκλησίας. Πιστεύω ότι για την οικοδόμηση μιας γνήσιας χριστιανικής εκκλησιολογίας δεν θα πρέπει να ξεκινούμε από μεταγενέστερες θεολογικές περί Εκκλησίας διατυπώσεις και αναλύσεις (π.χ. η έννοια της προτεραιότητας της Εκκλησίας έναντι ολόκληρης της δημιουργίας, της αγιότητας, της καθολικότητας κ.ο.κ.)10, αλλά από τις βιβλικές προϋποθέσεις τῆς περί βασιλείας του Θεού διδασκαλίας του Ιησού στο υπόβαθρο της παλαιοδιαθηκικής αντίληψης περί εκλογής του περιουσίου λαού του Θεού και μονομερούς από μέρους του Γιαχβέ σύναψης διαθήκης μαζί του. Είναι κεφαλαιώδους σημασίας για τον προσδιορισμό των απαραίτητων για το σύγχρονο οικουμενικό διάλογο γνήσιων εκκλησιολογικών προϋποθέσεων της Ορθοδοξίας, το να γνωρίζουμε την ιστορική εξέλιξη από τις απαρχές της εκκλησιολογίας, όπως εμφανίζονται στα αυθεντικά κυριακά λόγια, στην πίστη της Πρώτης Εκκλησίας, από εκεί στην κορυφαία πρωτοχριστιανική συμβολή του αποστόλου Παύλου και από εκεί μέσω των πλέον αναπτυγμένων εκκλησιολογικά11 αναφορών της μεταγενέστερης παύλειας (ή αν θέλετε δευτερο-παύλειας) και της ιωάννειας γραμματείας στην ιγνάτεια αντίληψη περί της Εκκλησίας ως ευχαριστιακής κοινότητας με τον επίσκοπο «εις τόπον και τύπον Χριστού» περιστοιχιζόμενο από το πρεσβυτέριο και σύμπαντα το λαό. Μια τέτοια θεώρηση με βάση ουσιαστικά τα βιβλικά δεδομένα δεν έχει την έννοια της ανακάλυψης των αρχαιότερων και ως εκ τούτου γνησιότερων, εκκλησιολογικά απόψεων περί Εκκλησίας.[ΜΙΑ ΝΟΜΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΚΑΙ ΡΗΤΟΡΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΠΕΙΣΘΟΥΝ ΟΙ ΑΣΧΕΤΟΙ ΚΑΙ ΚΑΙ ΜΙΚΡΟΠΙΣΤΟΙ ΕΝΟΡΚΟΙ]
Σήμερα είναι αποδεκτό, ακόμη και από την προτεσταντική θεολογία, πως οι αρχέγονες εκκλησιολογικές απόψεις, ακόμη και εκείνες που καταγράφονται στην Κ.Δ., δεν μπορούν και δεν θα ’πρεπε, να είναι καθοριστικές για τις Εκκλησίες σήμερα. Μπορούν να χρησιμεύσουν ως «περιγραφή και τίποτε παραπάνω και αυτή η περιγραφή θα πρέπει να διαχωριστεί αυστηρά από την ερμηνεία και την εφαρμογή»12. Η προτεραιότητα όμως της βιβλικής θεώρησης της εκκλησιολογίας δεν έχει επίσης την έννοια της βιβλικής τεκμηρίωσης της εκκλησιολογικής διδασκαλίας, γέρνοντας την πλάστιγγα του διλήμματος «Γραφή ή Παράδοση», «Βίβλος ή Πατέρες» προς τη μεριά των πρώτων. Τέτοια ψευτοδιλήμματα υποκρύπτουν φο(υ)νταμενταλιστικές τάσεις, ξένες προς την Ορθόδοξη[ΠΑΤΕΡΙΚΗ. ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ] παράδοση13. Είτε με τη μια είτε με την άλλη μορφή, στο βάθος υπολανθάνει ένα σοβαρό μεθοδολογικό σφάλμα· η παραθεώρηση των βιβλικών δεδομένων διασπά την ενότητα και συνέχεια της Εκκλησίας, ενώ η αποκλειστική έμφαση στα δεδομένα της Γραφής άμεσα ή έμμεσα εκλαμβάνει την Κ.Δ. ως τη μοναδική πηγή της θεϊκής αποκάλυψης,[ΜΗΝ ΞΕΧΝΟΥΜΕ ΤΗΝ ΚΑΜΠΑΛΑ] θα ’λεγα, λοιπόν, ότι η ιστορική προσέγγιση του προβλήματος κρίνεται απολύτως αναγκαία προκειμένου να έρθουν στο προσκήνιο και να αναδειχθούν πρωταρχικής σημασίας στοιχεία της χριστιανικής εκκλησιολογίας, χωρίς τη γνώση των οποίων είναι αδύνατο να κατανοήσουμε το βαθύτερο περιεχόμενο της μεταγενέστερης χριστιανικής εκκλησιολογίας και της αδιάσπαστα βιούμενης εκκλησιαστικής πραγματικότητας.
Η έλλειψη σαφούς γνώσεως των βιβλικών απαρχών της εκκλησιολογίας και της ιστορικής της εξέλιξης, καθώς και η άγνοια ή παραθεώρησή τους στη διατύπωση των κριτηρίων και στην ανάπτυξη των εκκλησιολογικών προτάσεων, είναι το κύριο μεθοδολογικό πρόβλημα της νεώτερης ορθόδοξης θεολογίας.[ΦΥΣΙΚΑ ΕΦΟΣΟΝ Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΔΕΝ ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ ΠΛΕΟΝ. ΔΙ ΕΥΧΩΝ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΗΜΩΝ(οχι υμων)ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΚΟΜΗ ΑΝΟΙΧΤΗ Η ΠΥΛΗ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ] Μια σύντομη αναφορά στους δυο κορυφαίους σταθμούς της στο χώρο της εκκλησιολογικής προβληματικής είναι αρκετή για να δείξει τη σπουδαιότητα του προβλήματος. Ο Βλ. Λόσσκυ[ΔΙΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ] με το έργο του Η μυστική θεολογία της Ανατολικής Εκκλησίας14 ήταν εκείνος, που ανανέωσε το ενδιαφέρον της Ορθοδοξίας για την πνευματολογική διάσταση της Εκκλησίας, μετά τις ενδιαφέρουσες, πλην όμως μονομερείς, απόψεις του Α. Χομιάκωφ15 κ.ά. Η πρωτοτυπία του Λόσσκυ βρίσκεται στον εντοπισμό δύο όψεων της Εκκλησίας, μιας πνευματολογικής και μιας χριστολογικής, κάτι που απορρέει από την ύπαρξη ξέχωρης «οικονομίας του Αγίου Πνεύματος», παράλληλα προς την «οικονομία του Υιού»16. Κατά τον Λόσσκυ, η χριστολογική όψη της Εκκλησίας μάς αποκαλύπτεται μέσω της πνευματολογικής17. Η Εκκλησία είναι βέβαια σώμα Χριστού, αλλά δεν είναι ακόμη «τό πλήρωμα τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρωμένου». Το έργο του Χριστού τελείωσε με την επίγεια παρουσία του, αυτό που αναμένεται να συντελεστεί είναι το έργο του Αγίου Πνεύματος18. Έτσι οι δύο θεμελιώδεις χαρακτήρες της Εκκλησίας, χριστολογικός και πνευματολογικός, είναι ισότιμοι και αδιάσπαστοι, αν και διαφαίνεται καθαρά η προτίμηση του Λόσσκυ στο δεύτερο. Το θεολογικό όμως αυτό οικοδόμημά του ο Λόσσκυ το στηρίζει εντελώς αυθαίρετα σε ένα βιβλικό χωρίο, το Εφ 1,23 όπου ο Απ. Παύλος, πάντα κατά τον Λόσσκυ, συνοψίζει σ' ένα μόνο στίχο το διφυή χαρακτήρα της Εκκλησίας19. Εάν ο Χριστός, λέγει, είναι «ἡ κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, ἥτις ἔστι τό σῶμα αὐτοῦ», το Άγιο Πνεύμα είναι «τό πλήρωμα τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου»[Η ΨΥΧΗ ΘΕΟΥΤΑΙ ΔΙΑ ΤΗΣ ΟΡΘΗΣ ΠΙΣΤΗΣ ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΟ, ΤΟ ΣΩΜΑ ΟΜΩΣ ΜΟΝΟΝ ΔΙΑ ΤΗΣ ΑΦΕΣΕΩΣ ΤΩΝ ΑΜΑΡΤΙΩΝ ΣΤΗΝ Θ. ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΕΝΤΟΛΩΝ ΚΑΘΙΣΤΑΤΑΙ ΕΝ ΤΕΛΕΙ ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ,ΘΕΟΥΤΑΙ, ΔΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ]20. Πουθενά όμως το τελευταίο αυτό ημιστίχιο της προς Εφεσίους, τόσο στην πατερική εξηγητική, όσο και στη νεώτερη βιβλική επιστήμη δεν έχει ερμηνευθεί – και δεν είναι θεμιτό με βάση την ιστορικο-κριτική ανάλυση – ως άμεση αναφορά στο Άγιο Πνεύμα.21
Στην προτεραιότητα της πνευματολογικής διάστασης της Εκκλησίας του Λόσσκυ αντιτάχθηκε με σθένος ο Γ. Φλορόφσκυ22: «Καμιά συνεπής εκκλησιολογία δεν μπορεί να οικοδομηθεί χωρίς να γίνει ανεπιφύλακτα παραδεκτή η κεντρική θέση του Ιησού ως ενσαρκωθέντος Κυρίου και Βασιλέως της δόξης»23. Αναφερόμενος στις σύγχρονες οικουμενικές αναζητήσεις για το πρότυπο της εκκλησιαστικής δομής, με πάθος υποστηρίζει τη χριστολογική σε σχέση με την πνευματολογική προσέγγιση της έννοιας της Εκκλησίας, δίνοντας κυρίαρχη θέση στην παύλεια εικόνα του σώματος του Χριστού. Έχει μεγάλη σημασία, υποστηρίζει, πού θα δοθεί προτεραιότητα. Δεν θα πρέπει να ξεκινά κανείς από το αναμφισβήτητο γεγονός ότι η Εκκλησία αποτελεί «κοινωνία», «λαό Θεού» και μετά να αναζητά τη δομή και τα χαρακτηριστικά της. Αντίθετα, θα πρέπει να ξεκινά από τον Χριστό, τον σαρκωθέντα λόγο του Θεού, και στη συνέχεια να ερευνά τις συνέπειες του όλου δόγματος της ενανθρωπήσεως, που περιλαμβάνει τη δόξα του αναστάντος, αναληφθέντος αλλά και καθίσαντος στα δεξιά του Πατρός Κυρίου24. Και αυτός, βέβαια, ο υπερτονισμός της χριστολογικής βάσεως στη θεώρηση του μυστηρίου της Εκκλησίας έχει θεωρηθεί από πολλούς σύγχρονους εκκλησιολόγους, όπως ο μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας, μονομερής25. Αυτό όμως, που κάνει ακόμη περισσότερο προβληματική την ανάλυση και του Φλορόφσκυ είναι ο ισχυρισμός του ότι «η προς Εβραίους επιστολή μαζί με την προς Εφεσίους φαίνονται να είναι η πλέον κατάλληλη αγιογραφική εκκίνησις για την εκκλησιολογία»26, κάτι που σημαίνει ότι ο Φλορόφσκυ φαίνεται να παραθεωρεί την εκκλησιολογική συνείδηση της αρχέγονης χριστιανικής κοινότητας πριν από τα μετα-παύλεια, ή δευτεροπαύλεια ή, εν πάση περιπτώσει, μεταγενέστερα αυτά καινοδιαθηκικά κείμενα.[ΕΝΩ ΑΝΘΟΛΟΓΙΕΣ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΕΤΕΙΧΑΝ ΣΤΗΝ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ, ΕΠΟΜΕΝΩΣ ΔΕΝ ΚΑΤΑΝΟΟΥΝ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ, ΘΕΩΡΟΥΝΤΑΙ ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΠΟΜΥΘΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ]
Τόσο ο Λόσσκυ, όσο και ο Φλορόφσκυ δεν προχώρησαν στις συνέπειες της θεολογικής τους θεώρησης για το πρόβλημα της δομής της Εκκλησίας. Όπως ορθά παρατηρεί ο Ι. Ζηζιούλας, το ερώτημα της σχέσης του καθιδρυματικού προς το χαρισματικό χαρακτήρα της Εκκλησίας, της χριστολογικής προς την πνευματολογική διάσταση της εκκλησιολογίας, αναμένει ακόμη την απάντησή του από την Ορθόδοξη Θεολογία27. Ο ίδιος ο Ζηζιούλας με την πρωτοποριακή εργασία του, Being as Communion, προσπάθησε να τεκμηριώσει την προτεραιότητα της πνευματολογικής διάστασης στην κατανόηση του μυστηρίου της Εκκλησίας, και κατά συνέπεια τη σπουδαιότητα της έννοιας περί «κοινωνίας» του λαού του Θεού, με βάση τη μακραίωνη Ορθόδοξη θεολογική παράδοση, ιδίως τη λειτουργική. Θα πρέπει στο σημείο αυτό να επισημάνουμε την έντονη κριτική του στην παραδεδομένη κλασική αντίληψη περί αποστολικής διαδοχής, η οποία όπως και η αποστολική συνέχεια γενικότερα συνεχίζει δυστυχώς να νοείται με όρους ευθύγραμμης μεταβίβασης της εξουσίας ή οριζόντιας ιστορικής πορείας, αγνοώντας την εσχατολογική προοπτική της βιβλικής εικόνας του χορού των Αποστόλων που συμβολίζει την αδιαίρετη εσχατολογική κοινότητα, που περιστοιχίζει τον Χριστό στη Βασιλεία του28. Σε παραπλήσια συμπεράσματα από άλλη οπτική γωνία καταλήγει για το θέμα αυτό και ο Σ. Αγουρίδης στη σύντομη μελέτη του, «Η αποστολική διαδοχή και ο καθορισμός του κανόνα της Κ.Δ.»29, όπου υπογραμμίζονται οι ιστορικές συνθήκες, που επέβαλαν τη διαμόρφωση των δύο βασικών αυτών θεσμών αμυντικής θωράκισης της αρχέγονης Καθολικής Εκκλησίας30.
Σημειώσεις
1. Βλ. π.χ. Χρ. Ανδρούτσου, Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικής Ἐκκλησίας, Αθήνα 1956, σελ. 262 κ.ά
2. Ν. Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική θεολογία τόμ Β´, Θεσσαλονίκη 1985, σελ. 351.
3. Βλ. κυρίως την προβληματική που αναπτύσσεται στα έργα των Φλορόφσκυ, Λόσσκυ, Ζηζιούλα, για τα οποία γίνεται λόγος παρακάτω.
4. Βλ. σχετικά Ι. Καραβιδόπουλου, «Χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος και αξιώματα της Εκκλησίας», Το Άγιον Πνεύμα, Θεσσαλονίκη 1971, σελ. 21-33, και στις Μελέτες ερμηνείας και θεολογίας της Κ.Δ., Θεσσαλονίκη 1990, σελ.153-170.
5. Βλ. Η. Zizioulas, Being as Communion. Studies in Personhood and the Church, SVS Press Crestwood 1985, σελ. 163.
6. Γ. Φλορόφσκυ, Τό Σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ. Μιά ὀρθόδοξος ἐρμηνεία τῆς Ἐκκλησίας, Θεσσαλονίκη 19812, σελ. 15.
7. Γ. Φλορόφσκυ, «Ὁ Χριστός καί ἡ Ἐκκλησία του», Θέματα Ορθοδόξου θεολογίας, Αθήνα 1973, σελ. 177-189, ιδιαίτερα σελ. 180.
8. Γ. Φλορόφσκυ, Το Σώμα, σελ. 16.
9. P. Evdokimov, H Ορθοδοξία, Θεσσαλονίκη 1972, σελ. 16.
10. Πρβλ. π.χ. την εκτενέστατη θεώρηση του θέματος από τον Ι. Καρμίρη, Ορθόδοξος Εκκλησιολογία, Αθήνα 1973, στην οποία ο σύγχρονος μελετητής της εκκλησιολογίας μπορεί να βρει πλούσιο υλικό από την πατερική σκέψη αλλά και αρκετά εκτεταμένη βιβλιογραφική ενημέρωση.
11. Βλ. κυρίως (Μητρ. Περγάμου) Ι. Ζηζιούλα, Ἡ ἐνότης τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῇ θείᾳ Εὐχαριστίᾳ καί τῷ Ἐπισκόπῳ κατά τούς τρείς πρώτους αἰῶνας, Αθήνα 1965.
12. Βλ. Π. Βασιλειάδη, «Εικόνα και Εκκλησία στην Αποκάλυψη», Βιβλικές Ερμηνευτικές Μελέτες, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 414εξ, ιδιαίτερα 419 υπ. 7.
13. Περισσότερα για το θέμα αυτό στη μελέτη μου «Βιβλική κριτική και Ορθοδοξία», Βιβλικές Ερμηνευτικές Μελέτες, σελ. 49εξ.
14. Ελλ. μετ. Θεσσαλονίκη 1964, ιδιαίτερα τα κεφ. Ζ´, Η´, και Θ´.
15. Κριτική θεώρηση των απόψεων του Χομιάκωφ μπορεί να βρει ο έλληνας ερευνητής στο έργο του Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας Στ. Χαρκιανάκι, Περί τό ἀλάθητον τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Θεολογίᾳ 1965, σελ. 128εξ, όπως επίσης και στο άρθρο του J. Romanidis “Orthodox Ecclesiology according to Alexis Khomiakov”, GOTR 2 (1956) σελ. 57εξ.
16. Βλ. Λόσσκυ, Η μυστική θεολογία, σελ. 203εξ.
17. Στο ίδιο, σελ. 217.
18. Στο ίδιο, σελ. 180.
19. Στο ίδιο, σελ. 216.
20. Κατά το Βλ. Λόσσκυ, «ἡ Ἐκκλησία εἶναι σῶμα, καθόσον ὁ Χριστός εἶναι ἡ Κεφαλή της· εἶναι πλήρωμα, καθόσον τό Ἅγιον Πνεῦμα τήν ζωογονεῖ, τήν πληροῖ θεότητος, διότι ἡ θεότης κατοικεῖ σωματικῶς ἐν Αὐτῇ, ὡς κατῷκει εἰς τήν θεωθείσαν ἀνθρωπίνην φύσιν τοῦ Χριστοῦ. Δυνάμεθα ἑπομένως νά εἴπωμεν μετά τοῦ Ἁγίου Εἰρηναίου “ubi Ecclesia, ibi et spiritus Dei et ubi spiritus Dei, illic Ecclesia, et omnis gratia” (στο ίδιο, σελ. 183-184).
21. Βλ. αναλυτικότερα Ι. Καραβιδόπουλου, Αποστόλου Παύλου επιστολές προς Εφεσίους, Φιλιππησίους, Κολοσσαείς, Φιλήμονα, Θεσσαλονίκη 1981, σελ. 104εξ.
22. Βλ. ιδιαίτερα Γ. Φλορόφσκυ. «Ο Χριστός και η Εκκλησία του», σελ. 185εξ.
23. Στο ίδιο, σελ. 187.
24. Στο ίδιο, σελ. 182.
25. J. Zizioulas, Being as Communion, σελ. 123εξ.
26. Γ. Φλορόφσκυ, «Ο Χριστός και η Εκκλησία του», σελ. 183.
27. J. Zizioulas, Being as Communion, σελ. 125.
28. Στο ίδιο, σελ. 204.
29. Ἄραγε γινώσκεις ἅ ἀναγιγνώσκεις; Αθήνα 1989, σελ. 290-302.
30. Στο σημείο αυτό είναι σκόπιμο να θυμηθούμε και τις παραπλήσιες εκκλησιολογικές απόψεις του Ν. Afanassieff, κατά τον οποίον αρχικά η βασική αρχή της εκκλησιαστικής ζωής ήταν η ευχαριστιακή σύναξη «ἐπί τό αὐτό» (Πράξ 2,47). Σ' αυτήν τη φάση την καθολική Εκκλησία εξέφραζε η κάθε τοπική εκκλησία που συνήρχετο σε ευχαριστιακή συνάθροιση υπό την προεδρία του επισκόπου· με άλλα λόγια η Θ. Ευχαριστία αποτελούσε το μυστήριο της Εκκλησίας. Πολύ σύντομα όμως επήλθε εκ των πραγμάτων σημαντική μεταβολή. Αντί να αποτελεί το μυστήριο της Εκκλησίας, η Θ. Ευχαριστία μεταβλήθηκε σε μυστήριο μέσα στην Εκκλησία. Η αναγκαστική ύπαρξη πολλών ευχαριστιακών συνάξεων στην ίδια τοπική εκκλησία μετέβαλε τη βασική αυτή αρχή της ευχαριστιακής εκκλησιολογίας· κι έτσι το «επί το αυτό» έπαψε να αποτελεί την έκφραση της ενότητας της Εκκλησίας και τη θέση του ως ορατό πλέον σύμβολο πήρε ο Επίσκοπος. Από «ευχαριστιοκεντρική» δηλαδή η Εκκλησία μετατράπηκε σε «επισκοποκεντρική» με αποτέλεσμα να καταστεί αναγκαία η ευθύγραμμη μεταβίβαση της αποστολικής διαδοχής προκειμένου να διαφυλαχθεί η «ενότητα» του σώματος του Χριστού, δηλαδή της Εκκλησίας. (Ν. Afanassieff “La sacrament de l'assemblée”, IKZ 46 (1956) σελ. 200-213· του ίδιου, “L'apôtre Pierre et l'évêque de Rome”, Θεολογία 26 (1955) σελ. 465-475 και 620-642).
2. Ν. Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική θεολογία τόμ Β´, Θεσσαλονίκη 1985, σελ. 351.
3. Βλ. κυρίως την προβληματική που αναπτύσσεται στα έργα των Φλορόφσκυ, Λόσσκυ, Ζηζιούλα, για τα οποία γίνεται λόγος παρακάτω.
4. Βλ. σχετικά Ι. Καραβιδόπουλου, «Χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος και αξιώματα της Εκκλησίας», Το Άγιον Πνεύμα, Θεσσαλονίκη 1971, σελ. 21-33, και στις Μελέτες ερμηνείας και θεολογίας της Κ.Δ., Θεσσαλονίκη 1990, σελ.153-170.
5. Βλ. Η. Zizioulas, Being as Communion. Studies in Personhood and the Church, SVS Press Crestwood 1985, σελ. 163.
6. Γ. Φλορόφσκυ, Τό Σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ. Μιά ὀρθόδοξος ἐρμηνεία τῆς Ἐκκλησίας, Θεσσαλονίκη 19812, σελ. 15.
7. Γ. Φλορόφσκυ, «Ὁ Χριστός καί ἡ Ἐκκλησία του», Θέματα Ορθοδόξου θεολογίας, Αθήνα 1973, σελ. 177-189, ιδιαίτερα σελ. 180.
8. Γ. Φλορόφσκυ, Το Σώμα, σελ. 16.
9. P. Evdokimov, H Ορθοδοξία, Θεσσαλονίκη 1972, σελ. 16.
10. Πρβλ. π.χ. την εκτενέστατη θεώρηση του θέματος από τον Ι. Καρμίρη, Ορθόδοξος Εκκλησιολογία, Αθήνα 1973, στην οποία ο σύγχρονος μελετητής της εκκλησιολογίας μπορεί να βρει πλούσιο υλικό από την πατερική σκέψη αλλά και αρκετά εκτεταμένη βιβλιογραφική ενημέρωση.
11. Βλ. κυρίως (Μητρ. Περγάμου) Ι. Ζηζιούλα, Ἡ ἐνότης τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῇ θείᾳ Εὐχαριστίᾳ καί τῷ Ἐπισκόπῳ κατά τούς τρείς πρώτους αἰῶνας, Αθήνα 1965.
12. Βλ. Π. Βασιλειάδη, «Εικόνα και Εκκλησία στην Αποκάλυψη», Βιβλικές Ερμηνευτικές Μελέτες, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 414εξ, ιδιαίτερα 419 υπ. 7.
13. Περισσότερα για το θέμα αυτό στη μελέτη μου «Βιβλική κριτική και Ορθοδοξία», Βιβλικές Ερμηνευτικές Μελέτες, σελ. 49εξ.
14. Ελλ. μετ. Θεσσαλονίκη 1964, ιδιαίτερα τα κεφ. Ζ´, Η´, και Θ´.
15. Κριτική θεώρηση των απόψεων του Χομιάκωφ μπορεί να βρει ο έλληνας ερευνητής στο έργο του Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας Στ. Χαρκιανάκι, Περί τό ἀλάθητον τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Θεολογίᾳ 1965, σελ. 128εξ, όπως επίσης και στο άρθρο του J. Romanidis “Orthodox Ecclesiology according to Alexis Khomiakov”, GOTR 2 (1956) σελ. 57εξ.
16. Βλ. Λόσσκυ, Η μυστική θεολογία, σελ. 203εξ.
17. Στο ίδιο, σελ. 217.
18. Στο ίδιο, σελ. 180.
19. Στο ίδιο, σελ. 216.
20. Κατά το Βλ. Λόσσκυ, «ἡ Ἐκκλησία εἶναι σῶμα, καθόσον ὁ Χριστός εἶναι ἡ Κεφαλή της· εἶναι πλήρωμα, καθόσον τό Ἅγιον Πνεῦμα τήν ζωογονεῖ, τήν πληροῖ θεότητος, διότι ἡ θεότης κατοικεῖ σωματικῶς ἐν Αὐτῇ, ὡς κατῷκει εἰς τήν θεωθείσαν ἀνθρωπίνην φύσιν τοῦ Χριστοῦ. Δυνάμεθα ἑπομένως νά εἴπωμεν μετά τοῦ Ἁγίου Εἰρηναίου “ubi Ecclesia, ibi et spiritus Dei et ubi spiritus Dei, illic Ecclesia, et omnis gratia” (στο ίδιο, σελ. 183-184).
21. Βλ. αναλυτικότερα Ι. Καραβιδόπουλου, Αποστόλου Παύλου επιστολές προς Εφεσίους, Φιλιππησίους, Κολοσσαείς, Φιλήμονα, Θεσσαλονίκη 1981, σελ. 104εξ.
22. Βλ. ιδιαίτερα Γ. Φλορόφσκυ. «Ο Χριστός και η Εκκλησία του», σελ. 185εξ.
23. Στο ίδιο, σελ. 187.
24. Στο ίδιο, σελ. 182.
25. J. Zizioulas, Being as Communion, σελ. 123εξ.
26. Γ. Φλορόφσκυ, «Ο Χριστός και η Εκκλησία του», σελ. 183.
27. J. Zizioulas, Being as Communion, σελ. 125.
28. Στο ίδιο, σελ. 204.
29. Ἄραγε γινώσκεις ἅ ἀναγιγνώσκεις; Αθήνα 1989, σελ. 290-302.
30. Στο σημείο αυτό είναι σκόπιμο να θυμηθούμε και τις παραπλήσιες εκκλησιολογικές απόψεις του Ν. Afanassieff, κατά τον οποίον αρχικά η βασική αρχή της εκκλησιαστικής ζωής ήταν η ευχαριστιακή σύναξη «ἐπί τό αὐτό» (Πράξ 2,47). Σ' αυτήν τη φάση την καθολική Εκκλησία εξέφραζε η κάθε τοπική εκκλησία που συνήρχετο σε ευχαριστιακή συνάθροιση υπό την προεδρία του επισκόπου· με άλλα λόγια η Θ. Ευχαριστία αποτελούσε το μυστήριο της Εκκλησίας. Πολύ σύντομα όμως επήλθε εκ των πραγμάτων σημαντική μεταβολή. Αντί να αποτελεί το μυστήριο της Εκκλησίας, η Θ. Ευχαριστία μεταβλήθηκε σε μυστήριο μέσα στην Εκκλησία. Η αναγκαστική ύπαρξη πολλών ευχαριστιακών συνάξεων στην ίδια τοπική εκκλησία μετέβαλε τη βασική αυτή αρχή της ευχαριστιακής εκκλησιολογίας· κι έτσι το «επί το αυτό» έπαψε να αποτελεί την έκφραση της ενότητας της Εκκλησίας και τη θέση του ως ορατό πλέον σύμβολο πήρε ο Επίσκοπος. Από «ευχαριστιοκεντρική» δηλαδή η Εκκλησία μετατράπηκε σε «επισκοποκεντρική» με αποτέλεσμα να καταστεί αναγκαία η ευθύγραμμη μεταβίβαση της αποστολικής διαδοχής προκειμένου να διαφυλαχθεί η «ενότητα» του σώματος του Χριστού, δηλαδή της Εκκλησίας. (Ν. Afanassieff “La sacrament de l'assemblée”, IKZ 46 (1956) σελ. 200-213· του ίδιου, “L'apôtre Pierre et l'évêque de Rome”, Θεολογία 26 (1955) σελ. 465-475 και 620-642).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου