Τρίτη 9 Αυγούστου 2022

Ο ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΙΤΣΕ - Michael Gillespie (26)

Συνέχεια από: Δευτέρα 1 Αυγούστου 2022

Nihilism Before Nietzsche

Michael Allen Gillespie

Μετάφραση: Γιώργος Ν. Μερτίκας

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ο FICHTE ΚΑΙ Η ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΝΟΟΥΜΕΝΟΥ ΕΓΩ

Ο θεωρητικός Λόγος ως φαντασία

Στο μέρος του συγγράμματός του που αναζητά μια θεωρητική λύση ο Fichte επιχειρεί να επιφέρει τη συμφιλίωση του εγώ και του ουκ εγώ, της ανθρώπινης ελευθερίας και της φυσικής αναγκαιότητας, ερευνώντας τους πιθανούς τρόπους με τους οποίους το ουκ εγώ περιορίζει το εγώ. Στόχος του είναι να προσδιορίσει κατά πόσο κάποιο από αυτά μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση για μια ακέραιη σύνθεση (WL, SW, 1:144· SK, 137). Αυτοί οι ενδιάμεσοι δεσμοί, οι οποίοι γεννιούνται μέσω μιας διαλεκτικής παραγωγής από την εξέταση των πιθανών σχέσεων του εγώ και του ουκ εγώ, είναι οι κατηγορίες της κατανόησης που απαριθμήθηκαν από τον Kant. Αντιπροσωπεύουν τις μορφές ή τις δομές κάθε πιθανής εμπειρίας για τον κόσμο. Ο Kant απλώς υιοθέτησε αυτές τις κατηγορίες από τον πίνακα των κρίσεων που κληρονόμησε από τον σχολαστικισμό. Ο Fichte επιχειρεί να τις παραγάγει διαλεκτικά από τις θεμελιώδεις δομές της καθαυτό κρίσης. Ό,τι γίνεται λίγο πολύ σαφές στη διαδικασία της βασανιστικά δυσνόητης παραγωγής είναι ότι δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει θεωρητική συμφιλίωση του εγώ και του ουκ εγώ. Ελευθερία και υποκειμενικότητα δεν είναι δυνατόν να εξηγηθούν με βάση τους νόμους που διέπουν τον αντικειμενικό κόσμο. Άρα η "Επιστήμη της γνώσης" αποδεικνύει ότι δεν θα κατανοήσουμε το εγώ και την υποκειμενική εμπειρία μας με τον ίδιο τρόπο που κατανοούμε τον αντικειμενικό κόσμο (WL, SW, 1:177· SK, 164).

Αυτό το συμπέρασμα, σύμφωνα με τον Fichte, αποδεικνύει ότι η αντίληψη του Διαφωτισμού για τον Λόγο είναι ανεπαρκής εάν πρόκειται να συλλάβουμε την άπειρη ουσία του εαυτού. Το πρόβλημα του απείρου για τον θεωρητικό Λόγο δεν είναι νέο. Φθάνει μέχρι τους Έλληνες και είναι βασικό πρόβλημα στη διαμάχη νομιναλισμού – ρεαλισμού. Ο Descartes καθιέρωσε μια νέα αντίληψη του απείρου ως βάση για τη συμφιλίωση των πεπερασμένων κατηγοριών του φυσικού Λόγου με τον θεϊκό. Οι αντινομίες έπεισαν τον Kant ότι αυτή η έννοια του απείρου δεν θα συνένωνε το πεπερασμένο και το άπειρο, και γι' αυτό συμβιβάστηκε με τον δυϊσμό του υπερβατολογικού ιδεαλισμού. Για τον Fichte αυτός ο δυϊσμός ήταν απαράδεκτος. Ο Λόγος πρέπει να είναι ένας. Επιχειρεί να εδραιώσει αυτή την ενότητα στη βάση του απείρου που ανακαλύπτει στο απόλυτο εγώ. Υπ' αυτή την έννοια, ακολουθεί την κατεύθυνση που χάραξε ο Descartes με την έννοια της άπειρης βούλησης η οποία είναι κοινή στον Θεό και στον άνθρωπο.

Στον Fichte ο χαρακτήρας του εγώ είναι αμφιλεγόμενος. Ενώ είναι πεπερασμένο με βάση τη συγκεκριμένη του ύπαρξη, είναι άπειρο με βάση την ουσιαστική του δραστηριότητα. Ο Fichte υποστηρίζει ότι όλοι οι τρόποι του εγώ επιδιώκουν να προσαρμοστούν σε αυτή την άπειρη ουσία, στο εγώ που θέτει τον εαυτό του, στην απολύτως ελεύθερη δραστηριότητά του (WL, SW, 1:205· SK, 186). Παρά ταύτα, το ουκ εγώ περιορίζει το εγώ. Επιφανειακά, φαίνεται ότι τέτοιου είδους περιορισμός είναι αδύνατος, αφού θα συνέβαινε μόνο εάν το εγώ ήταν παθητικό μάλλον παρά ενεργητικό, πράγμα αντίθετο προς την ουσία του. Εάν το εγώ περιορίζεται από το ουκ εγώ, πώς θα ήταν απολύτως ελεύθερη δραστηριότητα; Ο Fichte επιχειρεί να επιλύσει αυτή τη φαινομενική αντίφαση διαχωρίζοντας ορθά το εμπειρικό εγώ από το απόλυτο εγώ. Το ουκ εγώ είναι πραγματικό και περιορίζει το εμπειρικό εγώ, αλλά δεν περιορίζει, και δεν μπορεί να περιορίσει, το απόλυτο εγώ. Μολονότι αυτή η λύση φαίνεται ad hoc, δικαιολογείται από τον ριζοσπαστικό ισχυρισμό του Fichte ότι το καθαυτό ουκ εγώ αποτελεί απλώς έκφραση του απόλυτου εγώ. Τόσο το εμπειρικό εγώ όσο και το ουκ εγώ, δηλαδή μεμονωμένα ανθρώπινα υποκείμενα και ο αντικειμενικός κόσμος, σύμφωνα με τον Fichte, αποτελούν εκφράσεις της ελεύθερης δραστηριότητας του απόλυτου εγώ, της άπειρης βούλησης που είναι ουσιώδης τόσο για τον Θεό όσο και για τον άνθρωπο.

Εφ' όσον το ουκ εγώ καθιδρύει τα όρια του εμπειρικού εγώ και είναι αναγκαίο για την ύπαρξή του, το εγώ και το ουκ εγώ, το άπειρο και το πεπερασμένο, πρέπει να συνδέονται. Το θεωρητικό μέρος της "Επιστήμης της γνώσης" εξετάζει όλους τους πιθανούς τρόπους με τους οποίους το εγώ θέτει τον εαυτό του, όπως προσδιορίζονται από το ουκ εγώ. Ωστόσο όλοι αποδεικνύονται ανεπαρκείς. Καμία ενότητα δεν μπορεί να καθιδρυθεί. Αυτές οι δύο σφαίρες, ωστόσο, δεν είναι όλως διόλου ασύνδετες. Εάν ήσαν, η εμπειρία θα ήταν αδύνατη, γιατί το εγώ και το ουκ εγώ πρέπει να συναντώνται μεταξύ τους για να υπάρχει εμπειρία. Αυτή η συνάντηση γίνεται δυνατή χάρη στη φαντασία.


Κατανοούμε γενικώς τη φαντασία ως την ικανότητα να διαμορφώνουμε εικόνες, και ειδικά πλασματικές εικόνες ή ψευδαισθήσεις. Ο Fichte αναγνωρίζει αυτή τη συμβατική άποψη, αλλά υποστηρίζει ότι όσες εικόνες παράγονται από τη φαντασία εξαπατούν μόνο εάν υπάρχει κάποια αντικειμενική αλήθεια με βάση την οποία τις αποτιμούμε. Ο Fichte πιστεύει ότι απέδειξε πως δεν υπάρχει τέτοια αλήθεια. Κατά τη γνώμη του, δεν υπάρχουν αυθύπαρκτες φυσικές μορφές: όλες οι μορφές τίθενται (gesetzt) από το εγώ. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι κάθε προσδιορισμένη πραγματικότητα είναι το προϊόν της φαντασίας, που καθιστά το άπειρο ορατό σε πεπερασμένες εικόνες, σε μορφές ή κατηγορίες.

Η φαντασία είναι σε θέση να φέρει εις πέρας αυτό το καθήκον, σύμφωνα με τον Fichte, επειδή στηρίζεται με το ένα πόδι στο άπειρο και με το άλλο στο πεπερασμένο, και ταλαντεύεται ανάμεσά τους. Η φαντασία επιχειρεί να τα συνενώσει παράγοντας μια ενοποιητική εικόνα ή μια μεταφορά που εμφανίζει το άπειρο μέσα στο πεπερασμένο, δίνοντας τη δυνατότητα στο πεπερασμένο να εμφανιστεί ως το πεπερασμένο, δηλαδή σε αντίθεση προς το άπειρο (WL, SW, 1:215· SK, 193). Η εικόνα κάποιου δέντρου, για παράδειγμα, φέρνει στον νου ένα πεπερασμένο ον, αλλά υπό την προϋπόθεση ότι το διαφοροποιεί από την απειρότητα άλλων πραγμάτων τα οποία δεν είναι. Καθιστά, λοιπόν, ορατά συγχρόνως το πεπερασμένο και το άπειρο. Μέσα σε αυτή την εικόνα η φαντασία συγκρατεί τα αντίθετα χωρίς να τα ενοποιεί, αλλά επίσης χωρίς να επιτρέπει να εκμηδενιστούν αμοιβαία (WL, SW, 1:207· SK, 187). Η φαντασία, ωστόσο, καθώς ταλαντεύεται ανάμεσά τους, τους παρέχει πραγματικότητα και γίνονται αντιληπτά με την ενόραση (WL, SW, 1:226 SK, 202). Το όριο που καθιδρύεται από τη φαντασία δημιουργεί τόσο το δέντρο όσο και το μη δέντρο. Κατανοούμε το καθένα με βάση το άλλο. Εφ' όσον γίνονται αντιληπτά με ενόραση, είναι δυνατόν να αφαιρεθούν και να σταθεροποιηθούν στη φαντασία, δηλαδή μπορεί να γίνουν έννοιες και κατηγορίες. Κατανόηση και επιστήμη υπ' αυτή την έννοια εδράζονται στη δημιουργική δύναμη της φαντασίας, που καθιδρύει τις μορφές και τις κατηγορίες της εμπειρίας.

Σε αντίθεση με την κρατούσα γνώμη, ο Fichte συμπεραίνει ότι η επιστήμη δεν στηρίζεται στη μη αντίφαση αλλά στην αντίθεση του πεπερασμένου και του απείρου μέσα στη φαντασία (WL, SW, 1:214· SK, 192). Γνώση σημαίνει καθίδρυση ορίων, και αυτή η καθίδρυση αποτελεί την ουσία κάθε κρίσης και κατηγορίας. Τα σύνορα παράγουν το νόημά τους από το γεγονός ότι διαχωρίζουν κάθε πράγμα απ' ό,τι δεν είναι. Το σύνορο, ωστόσο, είναι καθοριστικό για τη γνώση μόνο εφ' όσον μπορεί να αναγνωριστεί ως σύνορο. Η κατανόηση είναι επομένως δυνατή μόνο εάν το εγώ είναι υπό κάποια έννοια ήδη πέραν του συνόρου της ενόρασης. Με άλλα λόγια, το υπερβατολογικό γίνεται κατανοητό μονάχα από κάποιο ον το οποίο είναι συνάμα εμπειρικό και υπερβατικό, το οποίο έχει συνάμα πρακτικές και θεωρητικές ικανότητες που υπό μίαν έννοια είναι ενιαίες (WL, SW, 1:278· SK, 245).


Η εικόνα που παράγεται από τη φαντασία θέτει ή προσδιορίζει κάποιο σύνορο ή όριο, και διαχωρίζει το πεπερασμένο και το άπειρο. Συνάμα όμως τα συνενώνει μια και τα καθιστά ορατά σε αυτό το σύνορο. Η ενότητα του πεπερασμένου και του απείρου, που ενσαρκώνεται στις κατηγορίες και είναι ουσιώδης για τη φιλοσοφία και την επιστήμη, είναι λοιπόν προϊόν του συνόρου το οποίο καθιδρύεται από τη φαντασία. Φιλοσοφία και επιστήμη υπ' αυτή την έννοια εδράζονται ουσιαστικά στη φαντασιακή κατασκευή, στην ποίηση με την αρχική, ελληνική σημασία της ποίησης. Συνεχίζουν να προσδιορίζονται στη σκέψη του Fichte ως ορθολογικές, αλλά μόνο χάρη στο γεγονός ότι ο καθαυτό Λόγος επαναπροσδιορίστηκε ως δημιουργικό θέτειν μάλλον παρά ως παθητική ενατένιση του δεδομένου ή αιώνιου.

Αυτού του είδους η ποιητική επιστήμη, ωστόσο, δεν μπορεί να παρέχει σταθερό θεμέλιο για τη γνώση. Η άπειρη δραστηριότητα δεν γίνεται ποτέ πλήρως κατανοητή σε κάποια εικόνα. Το σύνορο που καθιδρύεται από τη φαντασία και κατόπιν σταθεροποιείται από τον Λόγο με την κατανόηση ανατρέπεται πάντοτε από την άπειρη δραστηριότητα του ίδιου του εγώ, το οποίο αποστρέφεται τους περιορισμούς εν γένει. Η θεωρητική επίλυση της αντίφασης του εγώ και του ουκ εγώ, του απείρου και του πεπερασμένου, δεν κατορθώνει να δημιουργήσει κάποια ικανοποιητική σύνθεση.

Αυτό το συμπέρασμα ήταν μάλλον αναπόφευκτο για τον Fichte. Επαναπροσδιόρισε τον Λόγο με βάση τη φαντασία ως άπειρη δημιουργική βούληση που ζωγραφίζει πεπερασμένες εικόνες της δικής της απειρότητας. Δεν εκπλήσσει, λοιπόν, ότι ποτέ δεν ικανοποιείται με το αποτέλεσμα και διαρκώς αρχίζει να ζωγραφίζει εκ νέου.
Για τον Kant δεν τίθεται τέτοιο πρόβλημα, εφ' όσον διχοτομεί τον Λόγο με τρόπο που δίνει χώρο τόσο για την επιστήμη όσο και για την ηθικότητα, για το πεπερασμένο εγώ και τον αντικειμενικό κόσμο από τη μία πλευρά και για το άπειρο εγώ και την υποκειμενική ελευθερία από την άλλη. Ο Fichte όμως πιστεύει ότι ανακάλυψε πως η καντιανή νησίδα της αλήθειας καθ' εαυτήν είναι απλώς ψευδαίσθηση, πως δεν υπάρχουν σταθερές και αμετάβλητες μορφές και πως καθετί είναι προβολή της φαντασίας πάνω σε στρώματα ομίχλης, όπου η μία εικόνα παραχωρεί τη θέση της σε άλλη. Ο Kant, βέβαια, είχε προβλέψει πως όσοι εγκατέλειπαν το περιβάλλον της νήσου του θα περιέπιπταν σε αυτή ακριβώς τη σύγχυση.

Προκειμένου να ανακαλύψει τον δρόμο του μέσα σε αυτή την αχλή, ο Fichte εξωθείται σε επικίνδυνα μέτρα απελπισίας. Εφ' όσον αυτή η ταλάντευση και η διάψευση θα συνεχίζονται επ' άπειρον, ο δεσμός του πεπερασμένου και του απείρου «θα πρέπει μάλλον να κοπεί παρά να χαλαρώσει από ένα απόλυτο διάταγμα του Λόγου, το οποίο ο φιλόσοφος δεν εκδίδει αλλά απλώς αναγγέλλει: Αφού δεν υπάρχει τρόπος να συμφιλιωθούν το ουκ εγώ και το εγώ, ας μην υπάρχει ουκ εγώ καθόλου!» (WL, SW, 1:144· SK, 137). Η διηνεκής ροή εικόνων από τη φαντασία δεν αρκεί. Επειδή το πεπερασμένο δεν θα ενσαρκώσει ποτέ το άπειρο, πρέπει να εξαλειφθεί. Ο άνθρωπος μπορεί να είναι ελεύθερος και να κερδίσει τη δική του άπειρη ουσία μόνο μέσω της εξάλειψης κάθε ετερότητας. Αφού όλες οι μορφές και οι κατηγορίες είναι ψευδαισθήσεις, όλες οι μορφές και οι κατηγορίες πρέπει να ξεριζωθούν.

Έχοντας υπ' όψιν αυτό το συμπέρασμα, κατανοούμε γιατί ο Φίχτε δεν ήταν σε θέση να ακολουθήσει την αισθητική κατεύθυνση που χάραξε ο Schiller και η οποία έπαιξε τόσο σημαντικό ρόλο για πολλούς από τους συγχρόνους τους και διαδόχους τους. Η τέχνη στην καλύτερη περίπτωση παράγει μόνο μία προσέγγιση του απείρου. Ο Goethe και άλλοι ήσαν ικανοποιημένοι με αυτή την προσέγγιση, μια και τη θεωρούσαν ως την καλύτερη πιθανότητα για τον άνθρωπο. Για τον Fichte αυτή η στάση είναι μια παραίτηση από την ηθική υπευθυνότητα. Όπως θα δούμε, αυτό το ουτοπικό όνειρο της πραγμάτωσης του απείρου σε αντίθεση προς το νεοανθρωπιστικό ιδανικό της τελειοποιούμενης πεπερασμένης μορφής αποτελεί την ουσία του μηδενισμού κατά τον δέκατο ένατο και τον εικοστό αιώνα.

Η πρώιμη μοντέρνα σκέψη ενδιαφερόταν κυρίως για την προστασία και την ευημερία του ανθρώπου, αλλά ακόμη και σε αυτό το πλαίσιο μερικοί στοχαστές αναγνώριζαν ότι η ελευθερία ήταν ουσιαστική. Η σχέση ανάμεσα στην ελευθερία και στη φύση, ωστόσο, έμεινε σε μεγάλο βαθμό αδιερεύνητη. Ο Kant αντιμετώπισε αυτό το πρόβλημα και προσπάθησε να θέσει κάποιο θεμέλιο για την αμοιβαία συνύπαρξή τους. Με τον Fichte ο στοχασμός απομακρύνεται από τη συνύπαρξη για να επιβεβαιωθεί η ελευθερία ως απόλυτη, και διατυπώνεται η συνακόλουθη απαίτηση να εκμηδενιστεί ο αντικειμενικός κόσμος. Η ελευθερία και μόνο η ελευθερία πρέπει να άρχει, η καθαρή βούληση ή δραστηριότητα που διαμορφώνει μόνο τον εαυτό της και δεν υπακούει σε νόμους, που γνωρίζει στην καρδιά της ότι είναι η πηγή κάθε νόμου, κάθε λογικής και κάθε οντολογίας. Ωστόσο η εξάλειψη του ουκ εγώ, δηλαδή του αντικειμενικού κόσμου και του αντικειμενικού Λόγου εν γένει, συνεπάγεται την εξάλειψη του εμπειρικού εγώ, γιατί το εμπειρικό εγώ εμφανίζεται μόνο σε συνδυασμό με το ουκ εγώ. Η διακήρυξη ότι το ουκ εγώ πρέπει να εξαλειφθεί είναι συνάμα και η διακήρυξη ότι το εμπειρικό εγώ πρέπει να γίνει απόλυτο, ότι ο άνθρωπος πρέπει να γίνει απολύτως απεριόριστος, και άρα απολύτως ελεύθερο ον, πρέπει να γίνει, με άλλα λόγια, Θεός.

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

https://www-giancarlocutrona-com.translate.goog/il-correzionismo-come-nuovo-paradigma/?_x_tr_sl=it&_x_tr_tl=el&_x_tr_hl=en&_x_tr_pto=wapp

Θωμάς είπε...

Το σημείο στο οποίο ο Φίχτε διαφοροποιείται από τους συγχρόνους του είναι η πίστη του στο “Εγώ” και στην υπεροχή αυτού πάνω στον αντικειμενικό κόσμο. Πίστευε ότι η επιστημονική έκθεση απαλλάσσει την αλήθεια από το λάθος, αναδεικνύει μόνη την αλήθεια, χωρίς σφάλματα, και μας «καθιστά θεατές της γέννησης της αλήθειας» .Έθεσε ως πρόβλημα την πρόταση: «το Εγώ τίθεται ως καθορισμένο από το μη-Εγώ» και εξέτασε αν η πρόταση είναι νοητή και υπό ποιες προϋποθέσεις.


Σύμφωνα με τη θεωρία του, το αντικείμενο είναι εκείνο που πρέπει να παραβληθεί και να προσαρμοστεί στο υποκείμενο και όχι το αντίστροφο. Το Εγώ δημιουργεί και τοποθετεί απέναντι του μία ξένη πραγματικότητα, το μη-Εγώ, ή αλλιώς τον εξωτερικό κόσμο, την οποία οφείλει να υποτάξει. Το Εγώ, με άλλα λόγια, αναπτύσσεται στο άπειρο, νικώντας συνέχεια τα εμπόδια που παρουσιάζονται στο πέρασμά του.

Η θεωρία του Φίχτε έρχεται σε αντίθεση με το δογματισμό της παλαιάς φιλοσοφίας, που χαρακτηρίζεται από την αποδοχή της υπεροχής του εξωτερικού κόσμου πάνω στην ανθρώπινη υποκειμενικότητα.

Μια γεύση

«Πνεύμα: Αντιλαμβάνεσαι τα αισθητά αντικείμενα αποκλειστικά ως επακόλουθο ενός προσδιορισμού των εξωτερικών σου αισθήσεων: γνωρίζεις την ύπαρξή τους μόνο μέσω της γνώσης του προσδιορισμού της όρασης, της αφής, κ.λπ. Η δήλωσή σου “Υπάρχουν αντικείμενα έξω από εμένα” υποστηρίζεται από την πρόταση “Βλέπω, ακούω, αγγίζω, κ.λπ”.

Εγώ: Αυτή είναι η θεώρησή μου.

Πνεύμα: Πώς λοιπόν ξέρεις ότι βλέπεις, ακούς. αγγίζεις:

Εγώ: Δεν σε καταλαβαίνω, Η ερώτησή σου είναι παράξενη.

Πνεύμα: θα σε βοηθήσω να την καταλάβεις. Μπορείς να δεις την όρασή σου και να αγγίξεις την αφή σου ;Ή μήπως διαθέτεις μία ιδιαίτερη, ανώτερη αίσθηση μέσω της οποίας αντιλαμβάνεσαι τις εξωτερικές σου αισθήσεις και τους προσδιορισμούς τους;

Εγώ: Καθόλου. Το ότι βλέπω και αγγίζω, και το τι βλέπω και αγγίζω, το γνωρίζω με άμεσο και απλό τρόπο. Το γνωρίζω επειδή απλώς συμβαίνει, χωρίς τη μεσολάβηση κάποιας άλλης αίσθησης. Γι’ αυτό ακριβώς η ερώτησή σου μου φάνηκε παράξενη, επειδή φάνηκε να θέτει αυτή την αμεσότητα της συνείδησης υπό αμφισβήτηση».

[Από το «Ο προορισμός του ανθρώπου»]

https://antikleidi.com/2017/10/15/fichte_fantasma/

amethystos είπε...

Η Δύση εκστασιάστηκε από τό Εγώ ειμί ο ΩΝ. Μέ τό υποκείμενο προσωποποίησαν την απρόσωπη Ελληνική φιλοσοφία καί έθεσαν τό εγώ στήν θέση τού Είναι, τού Οντος. Τό εγώ πήρε τήν θέση τού Νού ο οποίος είναι επέκεινα τής ουσίας καί ουσία, δημιουργεί τήν ουσία καί τό δυνάμει γίγνεται ενεργεία. Αυτό είναι καί τό βαθύ νόημα τής οντολογίας, Η ΕΓΩΛΟΓΙΑ. Η ΒΟΎΛΗΣΗ ΓΙΆ ΔΎΝΑΜΗ. Η ΟΠΟΊΑ ΑΝΤΙΚΑΤΈΣΤΗΣΕ ΤΉΝ ΦΙΛΟΣΟΦΊΑ ΜΈ ΤΉΝ ΘΕΟΛΟΓΊΑ.