Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2022

PAUL FRIEDLȀNDER, ΠΛΑΤΩΝ (137)

 Συνέχεια από Δευτέρα, 31 Οκτωβρίου 2022 

                                         PAUL FRIEDLȀNDER

                                                  ΠΛΑΤΩΝ

                                            ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

                                   ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ –

                              ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

                         ΤΡΙΤΗ ΜΕΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΤΟ ΟΨΙΜΟ ΕΡΓΟ

                         ΠΡΩΤΗ ΟΜΑΔΑ ΔΙΑΛΟΓΩΝ : Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ

                                    24. ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ  (8η συνέχεια)

  Η «δεύτερη θέση» πρέπει να τοποθετηθή άρα μαζί με την πρώτη «αντίθεση». Όπου και παρατηρείται αμέσως η «διόρθωση». Ενώ επιχειρήθηκε δηλ. εκεί, στη δεύτερη «θέση», ένα άμεσο άλμα απ’ το Ένα σε Όλα, δεν συμβαίνει εδώ, στην «αντίθεση», ένα παρόμοιο «ξαφνικό» άλμα απ’ το Άλλο, απ’ τα Πολλά ή την πολλαπλότητα, στο Ένα. Αλλά χαρακτηρίζεται προσεχτικά και εντελώς, κατ’ αρχάς, γενικά η σχέση τής Πολλαπλότητας προς το Ένα ως κάτι «που δεν μπορεί να αποκλεισθή εντελώς» και ως κάτι «που συμμετέχει κατά κάποιον τρόπο» («μετέχει πη» - 157 C 2). Φανερώνεται μια «κοινωνία» τού Ενός και του Άλλου, όπου το Ένα είναι η αιτία κάθε «πέρατος» και το Άλλο η αιτία κάθε «απείρου». Για να γίνη έτσι τελικά το Άλλο ο τόπος συνάθροισης όλων τών πιθανών καταστάσεων («πάθη»).

Το Ένα και τα Πολλά συνιστούν, αναγκαίως συνδεόμενα, τη φύση τού «Λόγου»· το Ένα και τα Πολλά, ή για να το πούμε αλλιώς: το πέρας και το άπειρο, συνιστούν γενικά τη φύση τού Είναι, όπως μάς διδάσκει ο «Φίληβος». Πέρας και άπειρο ανήκουν στις βασικές μορφές («γένη, είδη»), των οποίων την ενδεχόμενη «κοινωνία» θα αναζητήση ο «Σοφιστής». Για να αναφερθή έτσι και η δεύτερή μας «θέση» άλλη μια φορά στην «περιοχή» τού καθαρού Είναι. Και να ονομασθή όμως  «ευκαιριακά» κατόπιν ως «η μια Ιδέα» («μία τις ιδέα» - 157 D 8) το Ένα και ως «η διαφορετική από το Είδος φύση» («η ετέρα φύσις τού είδους» - 158 C 6) το Άλλο έτσι, ώστε να καταστή ακόμα πιο σαφής, απ’ όσο έχει ήδη μέχρι τώρα καταστή, η αιώνια μορφή (το Είδος) και ο διαφορετικός «κατ’ αρχήν» τρόπος υπάρξεως των Πολλών και η (συμ)μετοχή τους στη μορφή, στα μάτια τού Σωκράτη. Κάτι που δεν το «τηρεί» όμως, για άλλη μια φορά, με συνέπεια ο Παρμενίδης, ο οποίος «ερμηνεύει», σαν κάτι το αυτονόητο, ξανά τη (συμ)μετοχή ως τη σχέση τού μέρους προς το όλον, για να «εξετάση» τρόπον τινά αν γνωρίζουμε, απ’ το απορητικό ακόμα μέρος τού διαλόγου και απ’ την πρώτη «αντίθεση», το επικίνδυνο αυτής τής παρερμηνείας. 

Ο εξαλειφθείς κατ’ αυτόν τον τρόπο διαχωρισμός τού Ενός και του Άλλου οξύνεται εκ νέου στη δεύτερη «αντίθεση», όπου το Ένα και η Πολλαπλότητα του Άλλου «διαχωρίζονται», εφ’ όσον το Ένα δεν μπορεί να είναι (να υπάρχη) στο Άλλο, χωρίς να αναιρεθή η αντίθεση (μεταξύ) τού Ενός και του Άλλου. Και αποφεύγεται («εμποδίζεται») έτσι το να αντιληφθούμε τη (συμ)μετοχή ως τη σχέση τού όλου προς τα μέρη του. Ενώ δεν «εμποδίζεται» μια (συμ)μετοχή εντελώς άλλου είδους, που θα «διατηρούσε» όσα ειπώθηκαν προηγουμένως για τη «διαφορετική φύση» (158 C). Όπως έτεινε όμως η δεύτερη «θέση», συνδεόμενη με την «αντίθεση», προς έναν ευκρινέστερον, απ’ αυτόν που δόθηκε με την πρώτη «αντίθεση», διαχωρισμό, και όπως αποδυναμώθηκε κατόπιν και η ένταση μιας ανάμειξης, έτσι υφίσταται και στη δεύτερη τώρα «αντίθεση» ευθύς μια «υπερένταση». Επειδή δηλ. η (συμ)μετοχή θεωρείται ως μια τοπική (εν χώρω) και μόνον εγκατοίκηση του Όλου ή των Μερών του, πρέπει να διαψευσθή γενικά η (συμ)μετοχή («ουδαμή μετέχει, πανταχή στέρεται»). Και να αμφισβητηθή έτσι η ύπαρξη αντιπαραβαλλομένων καταστάσεων, επειδή δεν θα μπορούσε να (συμ)μετέχη ποτέ πια σε δυό αντιπαραβαλλόμενες μορφές ή είδη αυτό που δεν θα (συμ)μετείχε σε ένα και μοναδικό είδος. Αποκλειομένων έτσι, λόγω τής (συμ)μετοχής του στο «Ένα»,  όλων τών δυνατών καταστάσεων του «Άλλου», το οποίο και καθίσταται έτσι το ίδιο ένα Τίποτα! Εμείς όμως που διακρίναμε – μαζί με τον Σωκράτη – στην πρώτη ήδη «αντινομία», κι ακόμα πιο καθαρά στη δεύτερη «θέση», το Είδος μέσα απ’ τη διαλεκτική τού Ενός, θα αρνηθούμε να παρερμηνεύσουμε ως μια τοπική («χωροταξική», εν χώρω) και μόνο σχέση εκείνη τη (συμ)μετοχή. (Γιατί) η «(συμ)μετοχή» στη «θέση» συμπληρώνεται πολυσήμαντα με τον «(απο)χωρισμό» στην «αντίθεση». Ενώ και τα δυό μαζί παρέχουν στη «διάστασή» τους (την αναμεταξύ τους «ένταση») τη σχέση τών μορφών αναμεταξύ τους, καθώς και τη σχέση τής μορφής προς τα «(συμ)μετέχοντα» σ’ αυτήν πράγματα. 

      «Τρίτη αντινομία». - Από εδώ και στο εξής θα χρησιμοποιηθή, σε καθαρά τυπική κατ’ αρχάς αντίθεση, αρνητικά η προϋπόθεση. Πώς θα έπρεπε να διατυπωθή άραγες, «διεκπεραιούμενο» κατά το πρότυπο του πρώτου, το τρίτο αντιθετικό ζεύγος; Θα έπρεπε να του αποδοθούν, ξεκινώντας απ’ την αναγνωρισιμότητα του Μη-Όντος, όλα, μέχρι τελικής συνεπείας, τα κατηγορούμενα: ότι δηλ. το Μη-Όν είναι τα πάντα. Ενώ και η «αντίθεση» θα προχωρούσε, σε πλήρη αντιπαράθεση, μέχρι τελικής συνεπείας: ότι δηλ. το Μη-Όν (δεν) είναι τίποτα. Αυτή δε η οξεία «αντινομία» θα είχε οδηγήσει στην αναζήτηση της σύγκλισης των δύο αντιπαρατιθεμένων «θέσεων», και θα είχαμε έτσι «προσκρούσει» άλλη μια φορά στις μορφές, απ’ τη μια, που διαχωρίζονται αναγκαστικά η μια απ’ την άλλη, «κοινωνώντας» επίσης αναμεταξύ τους, και στα «μετέχοντα» απ’ την άλλη πράγματα, που αντιπαρατίθενται, τόσο ως  (συμ)μετέχοντα όσο και ως διαχωριζόμενα απ’ αυτό, στο Είδος. Το τί είναι όμως το Είδος, η (συμ)μετοχή και το (συμ)μετέχον, αυτό έχει ήδη εν μέρει εξηγηθή στο πρώτο αντινομικό ζεύγος έτσι, ώστε η «θέση» τής «τρίτης αντινομίας» να μην εμφανίζεται στην υπερβάλλουσα, αλλά σε μια μετρημένη εξαρχής μορφή. Εξηγείται (διευκρινίζεται) μάλιστα εδώ η φύση κατ’ αρχάς τής αρνήσεως, που θα εξηγηθή διεξοδικώτερα κατόπιν στον «Σοφιστή». Η άρνηση ενός πράγματος δεν είναι απλώς η κατάργησή του, αλλά παραπέμπει σε κάτι Άλλο («έτερον»), το οποίο αυτό το πράγμα δεν είναι. Και το Ένα δεν γίνεται, ακόμα κι όταν το αρνηθούμε, ένα άγνωστο και άρρητο απλώς Τίποτα, αλλά είναι γνωστό (μπορεί να γνωσθή) και ρητό (μπορεί να λεχθή), εμφανιζόμενο σε κάθε δυνατή σχέση, που θα εκφρασθή με τη λέξη «(συμ)μετοχή». Για να αναπτυχθή έτσι με μεγάλη σαφήνεια η παράδοξη συνέπεια, ότι (και) το Μη-Όν (συμ)μετέχει με τους πιο ποικίλους τρόπους στο Όν, αναδεικνυομένης μάλιστα της αδιαχώριστης και αμφίπλευρης σύνδεσης μεταξύ Είναι και Μη-Είναι. Συνυπάρχουν λοιπόν το Είναι και το Μη-Είναι στο «Ένα Μη-Όν». Κάτι που θα ήταν αδύνατον, αν δεν υπήρχε ως μετάβαση και σύνδεσμος η (αιφνίδια) «μεταβολή», που συναντήσαμε ήδη προηγουμένως (156 C κ.ε.) στην απαγωγή τής «δυνάμεως», ανάμεσα στα δυό. Ενώ κατέστη ταυτόχρονα δυνατή η ένταξη όλων τών αλλαγών ή μεταβολών στο Ένα Μη-Όν: της κίνησης, του γίγνεσθαι και του παρέρχεσθαι. Μια μεταβολή που δεν μπορεί να είναι ωστόσο απεριόριστη, αν μιλάμε οπωσδήποτε για «Κάτι». Το οποίο πρέπει τρόπον τινά να «σταματά», για να μπορέσουμε να μιλήσουμε γι’ αυτό. Και (να) ενώνονται έτσι όλες οι αντιθέσεις στο Ένα Μη-Όν.

Στην «αντίθεση» συνάγεται αντίστροφα απ’ την προϋπόθεση του Μη-Όντος Ενός η απ-ουσία κάθε ουσίας («ουσίας απουσία»), και από εκεί αμφισβητείται κάθε δυνατότητα γνώσεως και λόγου περί τού Μη-Όντος Ενός από τα πάντα. 

       Στην «αντίθεση» διεκπεραιώνεται η «θέση» τού παρμενίδειου ποιήματος, ότι «το Τίποτα δεν είναι, δεν υπάρχει» (6, 15), «εφ’ όσον δεν μπορούμε ούτε να πούμε ούτε να σκεφτούμε, πώς θα μπορούσε να είναι το Μη-Είναι» (8, 8). Στη δε «θέση» διεκπεραιώνεται εξίσου αυστηρά η αντι-παρμενίδεια θέση – εκείνη τών «θνητών» -, την οποία και αποκρούει ως απλά και μόνο λόγια στο ποίημά του ο ίδιος ο Παρμενίδης (8, 38 κ.ε.). Πώς είναι όμως δυνατόν, να μπορή κανείς να συμπεράνη με την ίδιαν αυστηρότητα τις δυό αντιτιθέμενες θέσεις για το ίδιο «Μη-Όν Ένα»; Το σημείο σύγκλισης και των δύο βρίσκεται (λοιπόν) εκεί, όπου βλέπουμε ένα Μη-Όν, που αντιπαρατίθεται σ’ ένα Όν, ανήκοντας μάλιστα αναγκαίως και χωριζόμενο πλήρως ταυτόχρονα από αυτό. Ένα Μη-Όν, που (συμ)μετέχει, μέχρις εκεί όπου όλες οι αντιθέσεις συνενώνονται σ’ αυτό, στο Όν, όντας ταυτόχρονα πλήρως διαχωρισμένο από το Όν: για να φανερωθή εδώ η κοινότητα απ’ τη μια – αν αντιληφθούμε, μαζί με τον «Σοφιστή», το Μη-Όν ως το Μη-αυτό το Όν, ως το Άλλο άρα – των Ιδεών, και να φανερωθή απ’ την άλλη – αν αντιληφθούμε ως το Μη-πραγματικά Όν το Μη-Όν – η «περιοχή» τών μετεχόντων πραγμάτων απέναντι στο Είδος, των πραγμάτων δηλ. που σχετίζονται αναγκαστικά, όντας εξίσου αναγκαστικά διαχωρισμένα απ’ αυτό, με το Είδος. 

Δείξαμε λοιπόν, ότι εννοείται μόνον η «αντίθεση», και όχι η «θέση», με τον ακραία ριζοσπαστικό τρόπο που γνωρίζουμε απ’ την πρώτην ήδη «αντινομία». Και διεκπεραιώνεται έτσι και η «απόκλιση», που υφίσταται μαζί με τη «σύγκλιση» σ’ αυτήν την τρίτη εδώ «αντινομία», μόνον προς τη μια πλευρά, προς το Τίποτα, ριζοσπαστικά. Τί σημαίνει (ωστόσο) αυτό το «Τίποτα» της αντίθεσης; Στην πρώτη «θέση» φτάσαμε στη διαπίστωση, ότι δεν μπορεί να γνωσθή μέσα από μια ριζοσπαστική σκέψη το Είναι στην απολυτότητά του. Και τώρα «διαπιστώνουμε», ότι δεν μπορεί να γνωσθή ούτε το Τίποτα μέσα από μια ριζοσπαστική σκέψη στην απολυτότητά του. Κι όπως έπρεπε να ανακαλύψουμε εκεί το Επέκεινα του Είναι μέσα απ’ αυτήν την «αγνωσία», έτσι πρέπει να ανακαλύψουμε κι εδώ το ακριβώς αντίθετο: αυτό που ονομάζεται ως «το δοχείο, ο χώρος, η τροφός κάθε γίγνεσθαι» στη φυσικο-φιλοσοφική, μυθική γλώσσα τού «Τίμαιου», και που δεν μπορούμε γενικά να το αντιληφθούμε, παρά μόνο «μέσα από ένα μη γνήσιο εγχείρημα του πνεύματος» («λογισμώ τινι νόθω»).

 (συνεχίζεται) 


Δεν υπάρχουν σχόλια: