Hegel, Heidegger και το θεμέλιο της Ιστορίας
Κεφάλαιο 1: Το περί Ιστορίας ερώτημα ζ
Michael Allen Gillespie
The University of Chicago Press, 1984
Συνέχεια από 28. Μαρτίου 2023
Η ιστορία κατευθύνει τον άνθρωπο υποδεικνύοντας αυτό που έρχεται, παρουσιάζοντας του μια ηθική προσταγή ώστε να συνταχθεί με την πρωτοπορία, και να ωθήσει προς δράση τούς αργά κινούμενους σύγχρονους του. Επειδή όμως η ιστορία είναι διαλεκτικής φύσεως, ο τελικός της σκοπός εμφανίζεται στο κατώφλι της εκπλήρωσης του. Ο Μαρξ, όπως και ο Hegel, αναγνωρίζει μια απόλυτη στιγμή, κατά την οποία ολόκληρη η πορεία της ιστορίας και ο τελικός σκοπός της καθίστανται φανερά. Σε αντίθεση προς τον Hegel, η γνώση αυτή αναδύεται σύμφωνα με τον Μαρξ, πριν από την ολοκλήρωση της ιστορίας, και για τον λόγο αυτό λειτουργεί όχι τόσο ως εξήγηση, αλλά μάλλον ως παρακίνηση προς δράση. Ο Μαρξ όμως οδηγεί στα άκρα την ιδέα του Διαφωτισμού περί επαναστατικής επιτάχυνσης. Σύμφωνα με το Διαφωτισμό, η επανάσταση μπορεί να καταστεί απαραίτητη, εάν αποτύχουν όλες οι προσπάθειες μεταρρύθμισης. Για τον Μαρξ όμως, η επανάσταση είναι μια απαραίτητη και αναπότρεπτη πτυχή της προόδου. Ο Μαρξ λοιπόν θεωρεί την επανάσταση όχι ως μια θλιβερή αναγκαιότητα, αλλά θετικό καθήκον, όχι ως μια πορεία την οποία ο άνθρωπος παίρνει με βαριά καρδιά και βαθιά καχυποψία, αλλά ως την πιο ευγενή και ένδοξη από τις ανθρώπινες πράξεις.Σε αντίθεση προς τον Μαρξ, ο Nitzsche απορρίπτει την εγελιανή αντίληψη περί ιστορίας, ως λογικής διαδικασίας, και την χαρακτηρίζει αντιθέτως ως διαδικασία αλογίας και μηδενισμού. Για τον Nietzsche, όπως και για τους Schopenhauer και Kierkegaard, πηγή της αλήθειας και κριτήριο ή οδηγός της διαγωγής του ανθρώπου, δεν είναι η ιστορία, αλλά η αιωνιότητα. Η αιωνιότητα όμως στην οποία στρέφεται είναι θεμελιωδώς ταραγμένη. Η προσπάθεια «να αποτυπωθεί στο γίγνεσθαι ο χαρακτήρας του όντος» αποτυπώνει αναγκαστικά τον χαρακτήρα του γίγνεσθαι πάνω στο ον. Με τον τρόπο αυτό εξαφανίζεται για τον Nietzsche κάθε διάκριση εφήμερου και αιωνιότητας-δεν υπάρχει αιωνιότητα ξεχωριστή από την αιώνια επανάληψη του εφήμερου. Επιπλέον, ο θεμελιώδης ανταγωνισμός μέσα στο εφήμερο ούτε υπερβαίνεται, ούτε καταλαγιάζει, όπως στον Hegel και τον Μαρξ, καθώς δεν υπάρχει ένα τέλος στην ιστορία. Η αντίθεση είναι αιώνια. Το αποτέλεσμα είναι ένας απολυτοποιημένος σχετικισμός, που αντιλαμβάνεται κάθε θεωρία ως έκφραση μιας εποχής, και την ιστορία ως τον αγώνα για κυριαρχία κοσμοθεωριών, οι οποίες είναι στον ίδιο βαθμό αποσπασματικές, καθώς η καθεμιά πηγάζει από διαφορετική προοπτική. Με αυτό τον τρόπο καταστέλλεται κάθε ιδέα λογικής ιστορικής εξέλιξης, και επομένως ο λογικός καθορισμός των αξιών. Αυτό που απομένει από το ιστορικό καθήκον είναι μια μοιρολατρία, που λέει στον άνθρωπο «να είναι σκληρός», και του εγγυάται μόνο θάνατο και ήττα. Εδώ βρίσκεται η ίδια προδιάθεση δοξασμού της μάχης, την οποία είδαμε στον Μαρξ, αλλά στην περίπτωση του Nietzsche δεν πρόκειται για την μάχη προς ένα λογικό τέλος, αλλά μόνο για την έκφραση της αιώνιας μάχης η οποία βρίσκεται στην καρδιά του εφήμερου. Ο άνθρωπος είναι με τον τρόπο αυτό, μόνο αυτό το οποίο κάνει από τον εαυτό του, ο ύψιστος σκοπός του είναι να αποκτήσει δύναμη, να δημιουργήσει κάτι μεγαλειώδες δια του αγώνα, και «όλα επιτρέπονται». Ο σχετικισμός καθίσταται έτσι δημιουργικός μηδενισμός, που δημιουργεί διαρκώς νόημα και το καταστρέφει κατόπιν. Ο άνθρωπος είναι ριζικά ελεύθερος, και η αλήθεια είναι προϊόν της δημιουργικής του ελευθερίας, αλλά η ελευθερία αυτή δεν στοχεύει πλέον στην εγκαθίδρυση της λογικής. Οι συνέπειες της αντίληψης αυτής του μηδενισμού περί ιστορίας εφαρμόζονται στον ιστορικισμό και τον υπαρξισμό.
Ο ιστορικισμός, όπως αναπτύχθηκε από τους Dilthey και Croce, αντιπροσωπεύει μια συγκεκριμένη οικειοποίηση και περαιτέρω ριζοσπαστικοποίηση της σκέψης του Hegel. Ξεκίνησε με την παραδοχή πως η ιστορία δεν είναι απλώς ένας τομέας του όντος, αλλά ολόκληρη η πραγματικότητα, και πως δεν υπάρχει τίποτα πίσω, κάτω ή πάνω από την ιστορία, ούτε καν η ταραχώδης (ασταμάτητη) αιωνιότητα του γίγνεσθαι που υπέθεσε ο Nietzsche. Αυτό που είναι αληθινό, είναι η εμπειρία της ζωής, και αυτό δεν μπορεί να εξηγηθεί ούτε με την φυσική επιστήμη, ούτε με την ενδοσκόπηση, αλλά μόνο με την ιστορία. Η αντίληψη όμως του ανθρώπου για την ιστορία, είναι στην πραγματικότητα μια αυτό-κατανόηση, που δεν ξεφεύγει ποτέ από το παρόν. Ο άνθρωπος δεν έχει κάποια αιωνιότητα της φύσεως, ούτε κάποιο τέλος που καθορίζεται από την ιστορική εξέλιξη, ούτε καν μια ταραχώδη (ασταμάτητη) αιωνιότητα, η οποία στριφογυρίζει μέσα στους ακατανόητους κύκλους της. Έχει μόνο την στιγμή της ζωής του, με όρους της οποίας κρίνει τον εαυτό του, τις πράξεις του, και τους πολιτικούς του θεσμούς.
Είναι όμως δύσκολο σε μια τέτοια διδασκαλία να αποφύγει τον σχετικισμό και τον μηδενισμό. Ο Dilthey, και αργότερα ο Weber, θεώρησαν πως ήταν δυνατόν να αναγνωρίσουν την επιστροφή ορισμένων αρχετύπων, και σε αυτή την βάση να κατασκευάσουν μια επιστήμη του ανθρώπινου πνεύματος (Geisteswissenschaft), και ο Mannheim προσπάθησε να δείξει, πως ο βασιζόμενος στην οπτική γωνία χαρακτήρας της γνώσεως δεν υπονόμευε απαραιτήτως τις αξίες, καθώς η αξία αναδύεται από την κοινωνική πραγματικότητα. Μια τέτοια άποψη όμως, φαίνεται να υποθέτει, πως οι περισσότεροι άνθρωποι δεν επηρεάζονται από θεωρητικές συζητήσεις, και δε θα παρατηρήσουν, πως αυτό το οποίο θεωρούν ως απόλυτο, είναι απλώς προβολές των στιγμιαίων αναγκαιοτήτων, ή πως οι άνθρωποι μπορούν να ζήσουν ευχαριστημένοι, παρά την διαπίστωση πως τα κριτήρια τους δεν έχουν άλλη βάση από τις υποκειμενικές τους επιθυμίες και κρίσεις. Ο ιστορικισμός λοιπόν υποθέτει, πως οι άνθρωποι μπορούν να ζήσουν χωρίς αναφορά στο αγαθό, εφόσον έχουν ένα αγαθό, όσο εφήμερο και αντιφατικό και να είναι, το οποίο να καθοδηγεί τις πράξεις τους. Μια τέτοια στάση όμως υποσκάπτει κάθε ηθική υποχρέωση, και απλώς καθιστά πιο σταθερό το δεσμό των ανθρώπων στις επιταγές των παθών και επιθυμιών τους. Το βασίλειο του ιστορικισμού είναι ένα βασίλειο απεριόριστης υποκειμενικότητας και απόλυτου σχετικισμού. Οδηγεί επομένως είτε στην παράλυση είτε στο πάθος, στην απελπιστική παραδοχή πως ο Θεός και όλα τα ιδανικά είναι νεκρά, ή στην διαπίστωση πως «όλα επιτρέπονται».
Την αισιοδοξία της νεωτερικότητας δεν τράνταξαν όμως η φιλοσοφία του Nietzsche και ο ιστορικισμός, αλλά ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο οποίος έθαψε την ιδέα της προόδου που κυριαρχούσε από την εποχή του Διαφωτισμού, μαζί με τα άλλα θύματα του, στα πεδία μάχης της Φλάνδρας. Η κατάρρευση της ιδέας της προόδου δεν οδήγησε στην απόρριψη της ιστορίας, απλώς άνοιξε το δρόμο για ακόμα πιο ριζοσπαστικές και πολιτικά πιο πολεμοχαρείς μορφές ιστορικής σκέψης. Η ίδια η υπόσχεση περί ειρήνης αναδύθηκε στην πραγματικότητα από τον ρομαντικό εθνικισμό. Αν οι εθνικιστικές επιθυμίες ήταν η αιτία του πολέμου, τότε, σκέφτηκαν οι άνθρωποι, η ικανοποίηση τους θα ήταν η βάση της ειρήνης. Ο Μαρξισμός αντιθέτως, θεωρούσε τον πόλεμο αναγκαία συνέπεια του καπιταλιστικού ανταγωνισμού, και έβλεπε τον δρόμο προς την ειρήνη και τη δικαιοσύνη, όχι στον εθνικισμό ή γενικά στην κοινωνική πρόοδο, αλλά στην επαναστατική μεταμόρφωση της κοινωνίας. Ο Α’ΠΠ άδειασε τον φιλελευθερισμό από το νόημα του, που κατανοούσε την ιστορία ως διαδικασία λογικής τεχνολογικής και πολιτικής ανάπτυξης, και έστρεψε τους σκοπούς των ανθρώπων προς ιδεολογίες, που προσέφεραν ριζικές λύσεις μέσω επαναστατικών πράξεων.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου