Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο
τοῦ Στ. Παπαλεξανδρόπουλου, καθηγ. Πανεπ. Ἀθηνῶν
«ΔΟΚΙΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΙΩΝ»,
ἐκδ. «Ἑλληνικὰ Γράμματα», Ἀθῆναι 1997
κεφ. V: «ΟΙ ΝΕΕΣ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ»
2. Ἀπὸ τὴν πνευματικότητα στὸν κοσμοθεϊσμό,
σελ. 157 κ.ἑξ.
ἠλ. στοιχειοθ. «Χριστ. Βιβλιογρ.»
. Ἆραγε σὲ τί συνίσταται ἡ «πνευματικότητα», ὁ ὁποία τόσο ἔλειπε ἀπὸ τὸν δυτικὸ κόσμο, προσφέρθηκε σ᾽ αὐτὴν ἀπὸ τὴν Ἀνατoλή, καί ἀναζητήθηκε μετὰ στὶς «κλασικὲς παραδόσεις»; Ὁ Ewart Cousins μᾶς δίνει ἕναν ὁρισμό: «Ἡ πνευματικότητα ἀναφέρεται στὴν ἐμπειρικὴ διάσταση τῆς θρησκείας, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν τυπικὴ πίστη, τὶς ἐξωτερικὲς πρακτικὲς καὶ τοὺς θεσμούς. Ἀναφέρεται στὸ ἐσωτερικὸ βάθος τοῦ προσώπου, ποὺ εἶναι ἀνοιχτὸ πρὸς τὸ ὑπερβατικὸ στὶς παραδόσεις ἐκεῖνες ποὺ δέχονται τὴν ὕπαρξη τοῦ θείου, ἀσχολεῖται μὲ τὴ σχέση ἀνάμεσα στὸ πρόσωπο καὶ στὸ θεῖο, μὲ τὴν ἐμπειρία τοῦ θείου καὶ μὲ τὸ ταξίδι τοῦ προσώπου πρὸς μιὰ πιὸ στενὴ σχέση μὲ τὸ θεῖο». Ὁ ὁρισμὸς αὐτὸς εἶναι τυπικὸς – θὰ μποροῦσε δηλαδὴ νὰ στοιχειοθετηθεῖ ἢ καὶ νὰ βρεθεῖ, μὲ τὰ ἴδια πάνω κάτω λόγια σὲ ὅ,τι σχεδὸν γράφεται σήμερα γι᾽ αὐτὸ τὸ θέμα. Μπορεῖ λοιπὸν νὰ μᾶς βοηθήσει, ἀφοῦ ἐντοπίσουμε τὶς ἰδέες ποὺ περιέχει, σὲ ἕνα προσδιορισμὸ τῶν παραμέτρων αὐτοῦ ποὺ σήμερα ἐννοεῖται ὡς πνευματικότητα.
. Ὁ ὁρισμὸς ξεκινάει μὲ μιὰ ἀντιδιαστολὴ ἀνάμεσα σὲ δύο στοιχεῖα ἢ συνιστῶσες τῆς «θρησκείας»: σ᾽ ἐκεῖνο ποὺ ὀνομάζει «ἐμπειρικὴ διάστάση» καὶ σ᾽ ἕνα σύνολο ἄλλων στοιχείων, στὰ ὁποῖα συγκαταλέγονται ἡ «τυπικὴ πίστη», οἱ «ἐξωτερικὲς πρακτικὲς» καὶ οἱ «θεσμοί». Εὐδιάκριτο εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι τὰ δύο δὲν ἔχουν τὴν ἴδια σημασία: κεντρικὸ στοιχεῖο τῆς θρησκείας ἀποτελεῖ ἡ «ἐμπειρικὴ διάστασή» της, ἐνῶ τά ἄλλα ἀποτελοῦν στοιχεῖα δευτερεύουσας σημασίας –ἂς προσεχθεῖ ὅτι δὲν ὁρίζεται μὲ ποιὰ ἀκριβῶς ἔννοια ἢ γιατί. Τὸ γεγονὸς ὅτι καί ἀλλοῦ χρησιμοποιεῖ φράσεις ὅπως «ὁ πνευματικὸς πυρήνας τῆς θρησκείας», ἐνισχύει τὸ πρῶτο συμπέρασμα ποὺ μπορεῖ νὰ ἐξαχθεῖ καί ποὺ ἀναφέρεται στὴν κεντρικὴ ἰδέα τοῦ ὁρισµοῦ: Πνευµατικότητα καὶ θρησκεία ταυτίζονται– ἤ, ὁ συγγραφέας ἀντιλαμβάνεται καὶ ὁρίζει τὴν θρησκεία ὡς πνευματικότητα, ἡ ὁποία, μὲ τὴ σειρά της συνίσταται στὴν «ἐμπειρική», ὅπως τὸ διατυπώνει, «διάσταση».
. Σὲ τί συνίσταται ἡ «ἐμπειρικὴ διάσταση»; Ὅ,τι ἀκολουθεῖ, στὸν ὁρισμό, μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἀποτελεῖ ἐπεξήγηση αὐτῆς τῆς φράσης. Ἡ «ἐμπειρικὴ διάσταση» ἀποτελεῖ μιὰ διάσταση τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ βρίσκεται μέσα του καί στὸ βάθος του, ὅπως μᾶς λέει ἡ φράση «ἐσωτερικὸ βάθος» – ποὺ ἀντιδιαστέλλονται ἔτσι ἀπὸ μία προϋποτιθέμενη ἐξωτερικὴ καί ἐπιφανειακὴ διάσταση. Τὸ ἐσωτερικὸ αὐτὸ βάθος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι «ἀνοιχτό» πρὸς τὸ «ὑπερβατικὸ»– ἄρα συνεχίζεται πρὸς αὐτὸ ἢ ἀποτελεῖ ἕνα συνεχὲς μὲ αὐτό. Σὲ μιὰ ποικιλία τοῦ «ὑπερβατικοῦ» ποὺ εἶναι τὸ «θεῖο», ἡ «ἐμπειρικὴ διάσταση» ἀναφέρεται στὴ «σχέση τοῦ προσώπου μὲ τὸ θεῖο», στὴν «ἐμπειρία τοῦ θείου» (ἐννοεῖται ἐκ μέρους καὶ πάλι τοῦ «προσώπου») καί στὸ «ταξίδι τοῦ προσώπου πρὸς μιὰ πιὸ στενὴ σχέση μὲ τὸ θεῖο».
. Δὲν ἐπαναλάβαμε σχεδὸν ὅλον τὸν ὁρισμὸ χωρὶς λόγο. Ἡ τριπλὴ ἀναφορὰ τοῦ προσώπου ὡς τοῦ ὑποκειμένου τῶν διαφόρων δραστηριοτήτων, μὲ τὶς ὁποῖες ἐπεξηγεῖ τὴν «ἐμπειρικὴ διασταση», καθὼς καί τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ πρόσωπο εἶναι ἐπίσης τὸ ὑποκείμενο τοῦ «ἀνοίγματος» πρὸς τὸ ὑπερβατικό, δείχνει μὲ σαφήνεια ὅτι τό ὑποκείμενο τῆς πνευματικότητας εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Τό «ὑπερβατικὸ» εἶναι τό ἀντικείμενό της, ὁ στόχος της. Ἡ πορεία τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸ «ὑπερβατικό», μέσῳ τοῦ «ἐσώτερου βάθους» του, συνιστᾶ τὴν πνευματικότητα. Καὶ ἐπειδὴ αὐτὴ ἀποτελεῖ τὸν «πυρήνα», μ᾽ ἄλλα λόγια τὴν οὐσία τῆς θρησκείας, αὐτὴ συνιστᾶ τὴ θρησκεία ἢ ὀρθότερα, τὴ σύγχρονη ἀντιληψή της.
. Θὰ ἀποφύγουμε νὰ ἀσχοληθοῦμε ἐδῶ μὲ τὴν ἐξόφθαλμη ὁμοιότητα τῆς ἀντίληψης αὐτης μὲ κάποιες παραδοσιακὲς –ἀπὸ τὶς ὁποῖες γνωστότερη εἶναι ἡ οὐπανισαδικὴ περὶ Ἄτμαν καὶ Μπράμαν. Θὰ συμπεράνουμε μόνο ὅτι, ἐφ᾽ ὅσον ἱστορικά, ἀναφορικὰ τουλάχιστον μὲ τὴ σύγχρονη ἐποχή, οἱ θρησκεῖες ποὺ πρῶτες πρόσφεραν τὴν «πνευματικότητα» στὴ Δύση ὑπῆρξαν οἱ ἀνατολικές, αὐτὲς ὑπῆρξαν καὶ ἡ πρώτη πηγὴ αὐτῆς τῆς ἀντίληψης στὴν ἴδια ἐποχή. Ὅπως βέβαια καί ἡ πρώτη πυροδότηση τῆς ἔρευνας καὶ τῆς ἐπανανακάλυψης τῆς ἴδιας ἀντίληψης καί σὲ πολλὲς ἄλλες θρησκευτικὲς παραδόσεις, πράγμα ποὺ ἔχει καταστήσει σήμερα τὶς ἀνατολικὲς θρησκεῖες μία, πλέον, ἀπὸ τὶς τέτοιες «πηγές».
. Θὰ διατυπώσουμε τὴν πρόταση ὅτι ὁ ἐξαιρετικὰ μεγάλος βαθμὸς διάδοσης ποὺ γνωρίζει αὐτὴ ἡ ἀντίληψη, τὸν ὁποῖο δὲν μποροῦμε δυστυχῶς ἐδῶ νὰ τεκμηριώσουμε προσάγοντας μαρτυρίες ἀπὸ περισσότερους ἐκπροσώπους της, τὴν καθιστᾶ ἐπικρατοῦσα ἀντίληψη. Αὐτὸ δηλαδὴ ἀντιλαμβάνονται οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς μας ὡς θρησκεία, καὶ μάλιστα αὐτονόητα. Ἀποτελεῖ ἀκριβῶς τὸ περιεχόμενο τῆς «νέας θρησκευτικῆς συνείδησης», τὸν εὐρύτερο, κοινὸ καμβὰ ὅλων τῶν νέων θρησκειῶν, οἱ ὁποῖες διαφοροποιοῦνται, ὅπως θὰ δοῦμε, μεταξύ τους, μόνο ὡς πρὸς τὸ τί τοποθετοῦν στὴ θέση τοῦ «ὑπερβατικοῦ».
. Γιὰ τὶς περιοχὲς ἐκεῖνες τοῦ πλανήτη, γιὰ τὶς ὁποῖες ἡ «παλιὰ θρησκευτικὴ συνείδηση» ταυτιζόταν μὲ τὴ χριστιανική, πρόκειται πραγματικὰ γιὰ μιὰ ριζικὴ ἀντικατάσταση, γιὰ τὴν ἐπικράτηση μίας ἐντελῶς διαφορετικῆς ἀντίληψης γιὰ τὴ θρησκεία. Ψυχὴ τῆς χριστιανικῆς πίστης ἀποτελεῖ µιὰ σειρὰ πράξεων τοῦ Θεοῦ ποὺ ὁδηγοῦν τὸν κόσμο σ᾽ ἕνα λυτρωτικὸ τέλος. Ἡ κυριότερη ἀπὸ αὐτὲς εἶναι ἡ ἕνωση τοῦ Θεοῦ µὲ τόν ἄνθρωπο, ὥστε νὰ μπορέσει νὰ ἑνωθεῖ κατόπιν ὁ ἄνθρωπος καί, σὲ μιὰ τελικὴ φάση, ὅλος ὁ κόσμος μὲ τὸν Θεό. Ἡ πορεία τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο, μὲ τὶς διάφορες φάσεις ποὺ σημειώνει μέσα στὸν ἱστορικὸ χρόνο, συνιστᾶ τὴν οὐσία αὐτῆς τῆς «θρησκευτικῆς συνείδησης». Τὸ ἔργο ἀνήκει στὸν Θεό, στὸν ἄνθρωπο ἀνήκει ἡ συνέργια. Ὁ Θεὸς εἶναι τὸ ὑποκείµενο, ὁ ἄνθρωπος τὸ ἀντικείµενο τοῦ ἔργου Του. Αὐτὴ κυρίως εἶναι ἡ διαφορά, ποὺ διακρίνει τὶς δύο «συνειδήσεις», γιὰ νὰ μὴ μακρηγορήσουμε ἀναφέροντας καί ἄλλες, δευτερεύουσες ἢ ἀπορρέουσες ἀπὸ αὐτή.
. Ἡ «παλιὰ» αὐτὴ «θρησκευτικὴ συνείδηση» ἔχει καταντήσει πλέον σπάνια. Ἐξηγούμενη, ἀντιμετωπίζεται ὡς δυσνόητη. Κηρυττόμενη, συναντᾶ τὴν ἀκατανοησία καί προβαλλόμενη ὡς τὸ περιεχόμενο τῆς χριστιανικῆς πίστης συναντᾶ τὴν ἔκπληξη. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι μεγάλος ἀριθμὸς τοῦ χριστιανικοῦ καί μὴ πληθυσμοῦ βλέπει τὴν πίστη αὐτὴ μέσα ἀπὸ τὸ πρίσμα τῆς «νέας θρησκευτικῆς συνείδησης», τὴν ὁποία ἔχει, συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα, υἱοθετήσει.
. Γιὰ τοὺς ἐκτὸς Ἐκκλησίας ἢ κάπως ὑβριδιακοὺς χώρους, τὸ πράγμα ἐξηγεῖται μὲ ὅσα εἴπαμε πρίν. Ὅτι δηλαδὴ ἐκεῖνο πού, μετὰ τὴν λήψη τοῦ ἐρεθίσματος ἀπὸ τὶς ἀνατολικὲς θρησκεῖες, ἀναζητήθηκε, μεταξὺ τῶν ἄλλων «κλασικῶν παραδόσεων» καί στὸν Χριστιανισμό, ἦταν ἡ «πνευματικότητα»: ἡ ἄμεση, στὸ παρὸν λαμβάνουσα χώρα, καί μὲ πρωταγωνιστὴ τὸν ἄνθρωπο, ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἐνδιαφερόμενοι ἔψαχναν στὶς παραπάνω «παραδόσεις» γιὰ κάτι ὅμοιο μὲ αὐτὸ ποὺ τοὺς προσφέρθηκε ἀπὸ τὶς ἀνατολικές: εἶχαν ἤδη υἱοθετήσει ὡς μόνη ἔγκυρη τή «νέα θρησκευτικὴ συνείδηση» καί. στὶς παραδόσεις τους ἀναζητοῦσαν μέσα ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ τὴν ὑπηρετήσουν.
. Τὸ ἀνάλογο τέτοιο μέσο ἦταν βέβαια στὰ χριστιανικὰ πλαίσια ὁ χριστιανικὸς μυστικισμός, τὸν ὁποῖο εἶδαν, σύμφωνα μὲ τὴν προϋποτιθέμενη πιὰ ἀντίληψη τῆς ταύτισης πνευματικότητας καί. θρησκείας, ἄρα καὶ κάθε θρησκείας, ὡς τὴν οὐσία καὶ τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἔτσι, ὅ,τι ἦταν πρὶν ἐντεταγµένο στὸν Χριστιανισμό, ὡς μιὰ ἀπὸ τὶς μορφὲς συνέργιας τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ σωστικὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ, ταυτίσθηκε μὲ τὸν Χριστιανισμό.. Πρόκειται γιὰ μιὰ ριζικὴ ἀλλοίωση, κατὰ τήν ὁποία ὁ χριστιανικὸς μυστικισμὸς ἀποσπάστηκε ἀπὸ τὸν Χριστιανισμό, δηλαδὴ ἀπὸ τὴ σειρὰ τῶν σωστικῶν πράξεων τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀναφέραμε πρίν, καί ἀναβιβάστηκε στὴ θέση τῆς οὐσίας ἢ τοῦ κέντρου, ἐνῶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστιανισμὸς παραθεωρήθηκε ἢ ὑποβιβάστηκε στὴ θέση μίας ἁπλῆς λεπτομέρειας, ἢ μιᾶς ἐποχικὰ καί γεωγραφικὰ ἐξαρτώμενης ἔκφρασης κ.λπ.
. Ἀκόμα καί μέσα στὴν ἴδια τὴν Ἐκκλησία συνέβη ὅμως κάτι παρόμοιο. Ἂν καὶ τὰ πράγματα δὲν ἔφτασαν ποτὲ ἴσως σ᾽ αὐτὰ τὰ ἄκρα, καὶ ἄσχετα, σ᾽ ἕνα μεγάλο βαθμὸ τουλάχιστον, ἀπὸ τὶς διεργασίες ποὺ προκάλεσαν οἱ ἀνατολικὲς θρησκεῖες, ὁ µυστικισµός ὑπερτονίσθηκε εἰς βάρος τῆς ἐσχατολογίας. Ἡ πρώην πρόγευση ἢ ἀρραβὼν μιᾶς πληρότητας, ποὺ θὰ ἔρχοταν στὸ μέλλοντα αἰώνα, αὐτονομήθηκε ἀπὸ αὐτὴν τὴν προοπτική. Ἡ ἄσκηση ἀποσπάσθηκε ἀπὸ τὸ πρώην φυσικό της πλαίσιο, τὴν ἐσχατολογία, καὶ οἱ ἐπιτεύξεις της ἔπαψαν νὰ εἶναι σημεῖα τῆς ἐρχόμενης Βασιλείας. Δίχως ἐσχατολογικὴ ἀναφορὰ κατάντησε μέσο προσπέλασης τοῦ Θεοῦ στὰ ὅρια µιᾶς προσωπικῆς πλέον καὶ ὄχι τῆς παγκόσµιας ἱστορίας.. Τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ σ᾽αὐτὴν τὴν κλίμακα κατάντησε σκιῶδες καί ἄδηλο περιβαλλοντικὸ στοιχεῖο. Ὁ χριστιανισμὸς ἔγινε πλέον ἕνας τρόπος, κάποτε ἀκόμα καί μιὰ μέθοδος προσέγγισης καὶ οἰκείωσης τοῦ Θεοῦ. Πράγμα ποὺ φυσικὰ προσφέρθηκε ὡς βάση γιὰ τὴν ὑποστήριξη τῆς ὁμοιότητάς του μὲ ἄλλες ἤ, στὸ βαθμὸ ποὺ ἡ θρησκεία γενικὰ ταυτίζεται μὲ ὅ,τι περιγράψαμε πρὶν ὡς «νέα θρησκευτικἡ συνείδηση», μὲ ὅ,τι οὐσιαστικὰ συνιστᾶ ὅλες τὶς θρησκεῖες. Ἐξ οὗ καὶ τὰ φαινόμενα, ποὺ περιγράψαμε, ὅτι συναντᾶ ἡ προβολὴ τῆς «παλιᾶς θρησκευτικῆς συνείδησης». Αὐτὰ πιστοποιοῦν τὸν θρίαμβο τῆς «νέας», ποὺ ἰσοδυναμεῖ μὲ θρίαμβο τῆς ἐπιθυμίας τοῦ ἀνθρώπου, ἔστω κι ἐκείνης ποὺ ἔχει ὡς ἀντικείμενο τὸν Θεό, ἔναντι τοῦ σχεδίου τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ.
. Ἕνας ἀπὸ τοὺς βασικότερους λόγους τοῦ θριάμβου τῆς «νέας θρησκευτικῆς συνείδησης» ἔναντι τῆς «παλιᾶς» εἶναι κάτι ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ περιγράψουμε ὡς τὴ «λογικότητα» ποὺ αὐτὴ διαθέτει. Ἐνῶ ἡ παλιὰ ἀπευθύνεται στὴν πίστη, ἐκτὸς τῆς ὁποίας μοιάζει μὲ παραμύθι – γι᾽ αὐτὸ καὶ κατατάσσεται ἀπὸ διάφορους στὴ μυθικὴ σκέψη– ἡ «νέα» προβάλλει μιὰ «ἀλήθεια» ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὸ λόγο, ἐφ᾽ ὅσον αὐτὴ εἶναι πιστοποιήσιμη ἀπὸ τὴν ἐμπειρία.
. Καὶ εἶναι πιστοποιήσιμη ἀπὸ τὴν ἐμπειρία, διότι ἡ «ἀλήθεια» αὐτὴ δὲν συνίσταται σὲ γεγονότα ἢ πράξεις, ἅπαξ στὴν ἱστορία συμβάντα καί μὴ ἐπαναλαμβανόμενα, ἔχοντα τὴ σημασία ποὺ τοὺς ἀποδίδεται μόνο ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ, καί τοποθετημένα στὴν προοπτικὴ ἑνὸς τελικοῦ γεγονότος, ποὺ ἀκόμα δὲν ἔχει συμβεῖ, ἀναφέρεται, ἀντίθετα, σὲ ὑπάρχουσες πραγματικότητες. Ὄχι σ᾽ ἕνα θεῖο ἔργο, ἀλλὰ σὲ µιὰ θεία «φύση».
. Ἡ θεία αὐτὴ φύση, ὅπως φανερώνουν, μεταξὺ ἄλλων, καὶ οἱ ὅροι ποὺ χρησιμοποιοῦνται πρὸς ἀναφορὰ σ᾽ αὐτήν, ὅπως «ὑπερβατικό», «διάσταση» κ.ἄ. εἶναι μιὰ ὑπάρχουσα ἀντικειμενικὴ πραγματικότητα. Τὸ «ὑπερβατικό», δηλαδὴ δὲν βλέπεται μόνο ὡς τὸ συντακτικὸ ἀντικείμενο σὲ μιά πρόταση ἢ σ᾽ ἕνα γενικὸ τρόπο σκέψης, ποὺ ἔχει ὡς ἀντίστοιχο ὑποκείμενο τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ καὶ ὡς ἀντικείμενο μὲ τὴν ἔννοια ἑνὸς μέρους ἢ μιᾶς ὄψης τοῦ συνόλου τῆς πραγματικότητας. Πρόκειται γιὰ ἕναν ἐξαντικειµενισµό τοῦ «ὑπερβατικοῦ» πού, μαζὶ μὲ τὴν τοποθέτηση τοῦ ἀνθρώπου στὴ θέση τοῦ ὑποκειμένου τοῦ ὅλου ἐγχειρήματος τῆς πνευματικότητας, ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ κυριότερα χαρακτηριστικὰ τῆς «νέας θρησκευτικῆς συνείδησης».
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου