Τρίτη 2 Μαρτίου 2021

Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς - ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΙΕΡΩΣ ΗΣΥΧΑΖΟΝΤΩΝ (43)

 Συνέχεια από: Σάββατο, 27 Φεβρουαρίου 2021

Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ


11. Αλλ’ εκείνος (ο Βαρλαάμ), αφού διακήρυξε, ότι αυτή (η έξω παιδεία, η γνώση των όντων) έχει την αλήθεια, λέγει· «υπάρχουν μερικοί που μάς αμφισβητούν γι’ αυτά· γιατί μερικοί θεωρούν σύγχυση την ανάγνωση των ιερών λογιών, ενώ άλλοι πιστεύουν, ότι τα φιλοσοφικά μαθήματα και όλη η σπουδή των γραμμάτων δεν είναι καθόλου δώρο του Θεού». Βλέπεις τις συκοφαντίες που προβάλλονται φανερά; Γιατί το πρώτο από αυτά το λέγει εναντίον των ησυχαστών, ενώ το δεύτερο εναντίον των δικών μου πραγματειών. Αλλά από τους σύγχρονους με εμάς ησυχαστές δεν γνωρίζουμε κανένα που να μην επιδίδεται στην ανάγνωση των ιερών λογιών, εφ’ όσον έμαθε γράμματα, και θα μπορούσε να δει και εκείνους που δεν γνωρίζουν γράμματα σαν άλλα βιβλία έμψυχα, καθόσον απαγγέλλουν από στήθους ευφυώς τα περισσότερα από τα λόγια αυτά. Εφ’ όσον λοιπόν οι ησυχαστές αυτοί είναι τέτοιοι, φαίνεται ότι ο λόγος του απευθύνεται προς τους πατέρες· γιατί ό ένας από αυτούς λέγει, «κόπους και όχι βιβλία», o άλλος, «η καρδιά εκείνου που διαβάζει απλώς τα βιβλία διασπάται στα πολλά φύλλα αυτών»· και άλλος· «ο μοναχός που διαβάζει βιβλία προς απόκτηση γνώσεως και όχι προς κατάνυξη, αποκτά οίηση». Είτε λοιπόν προς αυτούς είτε προς εκείνους απευθύνεται ο λόγος, είναι ολοφάνερη συκοφαντία. Γιατί οι λόγοι αυτοί δεν λέχθηκαν από εκείνους προς κατηγορία της ιερής Γραφής, αλλά γνωρίζοντας ότι η πράξη είναι εκείνη που σώζει, και όχι η γνώση, και έχοντας μάθει ότι ο απόστολος λέγει, ότι θα σωθούν όχι οι ακροατές του νόμου, αλλά εκείνοι που εφαρμόζουν αυτόν, γι’ αυτό και αυτοί προτρέπουν τους ακροατές τους με τα λόγια αυτά.

12. Και εγώ θυμάμαι καλά ότι είπα, μετά τη «διάκριση και απόρριψη» καθετί της θύραθεν σοφίας που είναι μυθώδες και κακόδοξο, «ούτε τότε θα μπορούσε η έξω παιδεία να ονομασθεί πνευματικό δώρο, αλλά φυσικό, που δίνεται σε εμάς από τον Θεό μέσω της φύσεως και αυξάνει με τη μελέτη, πράγμα που αποδεικνύει ότι είναι φυσικό και όχι πνευματικό δώρο, το ότι δηλαδή χωρίς μελέτη δεν αποκτάται από κανένα απολύτως. Αντίθετα δώρο του Θεού κυριολεκτικά που δίνεται από το άγιο Πνεύμα, αλλ’ όχι φυσικό, είναι η καθ’ ημάς θεοσοφία, η οποία και σε αλιείς ακόμη αν κατέβει από τον ουρανό, τους μετατρέπει σε υιούς βροντής». Όπως δηλαδή «του Κυρίου είναι η γη και όλοι όσοι κατοικούν πάνω σ’ αυτήν», λίγοι όμως είναι οι (πιστοί) του Θεού, αν και όλοι είναι πλάσματά του, κατά τον ίδιο τρόπο ο Θεός είναι βέβαια εκείνος που παρέχει στον άνθρωπο τη γνώση, λίγοι όμως είναι εκείνοι που απέκτησαν τη σοφία του Πνεύματος, αν και όλοι έγιναν από αυτόν από τη φύση τους λογικοί και δεκτικοί επιστήμης. Δεν συκοφαντεί λοιπόν ολοφάνερα εκείνον τον λέγοντα  τη γνώση φυσικό δώρο αυτός που ισχυρίζεται ότι δήθεν εκείνος αρνείται εντελώς ότι είναι δώρο τού Θεού; Ποιός δηλαδή έχει δώσει τη φύση; Δεν είναι ο Θεός; Πώς λοιπόν δεν λέγει καθόλου ότι προέρχεται από τον Θεό αυτό (η σπουδή των γραμμάτων, η έξω παιδεία) που λέγει ότι είναι δοσμένο μέσω της φύσεως από τον Θεό;

13. Αλλ’ εκείνος (ο Βαρλαάμ) έπειτα προσπαθεί ν’ αποδείξει, ή καλύτερα διακηρύττει χωρίς απόδειξη, ότι αυτός βέβαια συμφωνεί με τον μέγα Διονύσιο, εμείς όμως όχι. Και αμέσως έρχεται η συκοφαντία, που παρουσιάζει γι’ αυτόν όσα δεν μπόρεσε ο ίδιος να παρουσιάσει· γιατί λέγει· «γι’ αυτό δεν συμφωνείς με τον θείο Διονύσιο, επειδή ισχυρίζεσαι ότι η φιλοσοφία από τους δαίμονες φανερώθηκε και σε δαίμονες οδηγεί». Αμέσως πάλι μετά από αυτό, σαν να λησμόνησε ο ίδιος τον εαυτό του, λέγει· «για τη φιλοσοφία αυτή που δεχόμαστε εμείς, είπες τα ίδια πράγματα με εμάς». Πώς θα μπορούσε κανείς να δείξει περισσότερο ότι αντιτίθεται στον εαυτό του;  Αλλ’  εκείνο από που το έλαβες, ότι τάχα ισχυρίζομαι ότι η φιλοσοφία προήλθε από τους δαίμονες και οδηγεί στους δαίμονες; «Επειδή», λέγει, «παρουσιάζεις τους άριστους των Ελλήνων να λέγουν με σαφήνεια, ότι δέχθηκαν τη γνώση από την έμπνευση των δαιμόνων». Τί λοιπόν συμπεραίνουμε εκεί με αυτό; Θέλεις να αναφέρουμε τα ίδια τα λόγια; Άρα λοιπόν «θα πούμε ότι αυτοί που λέγουν αυτά για τον εαυτό τους έχουν σοφία Θεού; Όχι, εφόσον είμαστε στα λογικά μας και υπηρετούμε την όντως σοφία, η οποία δεν εισέρχεται σε κακότεχνη και αγαπητή στους δαίμονες ψυχή· και αν προλάβει να εισέλθει, όταν χειροτερέψει, απομακρύνεται· Γιατί, σύμφωνα με τον Σολομώντα που έλαβε σοφία Θεού και έγραψε γι’ αυτήν, το άγιο Πνεύμα που παιδαγωγεί απομακρύνεται από ασύνετους λογισμούς. Και τί υπάρχει περισσότερο ασύνετο από εκείνους που υπερηφανεύονται ότι μυσταγωγούνται από δαίμονες και αποδίδουν σε εκείνους τη χορηγία της σοφίας τους; Γιατί δεν τα λέμε γενικά για τη φιλοσοφία αυτά που λέμε τώρα, αλλά για τη φιλοσοφία των ανθρώπων αυτού του είδους (ειδωλολατρική φιλοσοφία)·  γιατί, αν, σύμφωνα με τον Παύλο, δεν μπορεί κανείς να πίνει συγχρόνως το ποτήριον του Κυρίου και το ποτήριον των δαιμόνιων, πώς θα μπορούσε κανείς να έχει σοφία Θεού και να εμπνέεται από δαίμονες;». Τί σημαίνει λοιπόν αυτό που λέμε; Αυτούς που κατηγόρησαν ως δαιμονιώδεις εκείνους που είπαν ότι η σοφία τους προέρχεται από τους δαίμονες, τους διακηρύττομε γι’ αυτό σοφούς. Συ όμως, εκείνο για το οποίο κατηγορήσαμε εκείνους, αυτό το προσφέρεις εναντίον μας. Φοβάμαι μήπως κάποιος φθονερός δαίμονας υποβάλλει και στη δική σου γλώσσα τη συκοφαντία. Γιατί εμείς καλέσαμε δαιμονιώδη τη σοφία των ασεβών για τις κακοδοξίες σ’ αυτήν, ενώ ο Γρηγόριος ο Θεολόγος ονόμασε τους κακόδοξους πλάσματα του πονηρού· πίστευε δηλαδή ότι αυτοί έλαβαν την προέλευση από τον πονηρό; Όχι βέβαια, αλλά με τον χαρακτηρισμό αυτό διασύρει την πονηρή δοξασία τους. Είναι λοιπόν φανερό, όχι λιγότερο, για να μη πούμε και περισσότερο, ότι και εμείς δεν επαινούμε την πονηρή χρήση, αλλά δεν κακίζουμε αυτό το ίδιο το πράγμα.



11. Ἀλλ᾿ ἐκεῖνος ταύτῃ τἀληθές ἔχειν ἀποφηνάμενος, «εἰσί», φησίν, «οἵ πρός ταῦτα ἀμφισβητοῦσιν ἡμῖν˙ ἔνιοι μέν γάρ τήν τῶν λογίων ἀνάγνωσιν σύγχυσιν οἴονται, οἱ δέ τά κατά φιλοσοφίαν μαθήματα καί πᾶσαν τήν περί λόγους διατριβήν μηδαμῶς εἶναι δόσιν Θεοῦ». Ὁρᾷς ἀνακεκαλυμμένας τάς συκοφαντίας προβεβλημένας; Τούτων γάρ τό μέν κατά τῶν ἡσυχαζόντων λέγει, τό δέ κατά τῶν λόγων τῶν ἡμετέρων. Ἀλλά τῶν μέν ἐφ᾿ ἡμῶν ἡσυχαζόντων λέγει, τό δέ κατά τῶν λόγων τῶν ἡμετέρων. Ἀλλά τῶν μέν ἐφ᾿ ἡμῶν ἡσυχαζόντων οὐδένα ἔγνωμεν ὅς τοῖς λογίοις οὐ προσανέχει, γράμματα μεμαθηκώς, καί τούς μή γράμματα εἰδότας ἴδοι τις ἄν βίβλους ἄλλας ἐμψύχους ἀπό στήθους τά πλείονα τῶν λογίων εὐφυῶς ἀπαγγέλοντας. Ἐπεί τοίνυν οὗτοι σαφῶς τοιοῦτοι, πρός τούς πατέρας τείνειν ἔοικεν ὁ λόγος αὐτῷ˙ ὁ μέν γάρ αὐτῶν, φησί, «κόπους καί μή δέλτους», ὁ δέ «τοῦ ἐν πολλοῖς φύλλοις ἀναγινώσκοντος ψιλῶς ψιλοῦται ἡ καρδία», καί ἕτερος «μοναχός διά γνῶσιν καί μή διά κατάνυξιν ἀναγινώσκων οἴησιν κτᾶται». Εἴτε τοίνυν πρός τούτους εἴτε πρός ἐκείνους ὁ λόγος, συκοφαντία σαφής. Οὐ γάρ ἐπί διαβολῇ τῆς ἱερᾶς Γραφῆς τοιαῦτ᾿ ἄττα παρ᾿ ἐκείνων εἴρηται˙ τήν πρᾶξιν δέ εἰδότες, ἀλλ᾿ οὐ τήν γνῶσιν σώζουσαν, καί τοῦ ἀποστόλου πυθόμενοι μή τούς ἀκροατάς τοῦ νόμου, τούς δέ ποιητάς σωθήσεσθαι λέγοντος, ἐπί τοῦτο καί αὐτοί τούς πυθμένους διά τῶν τοιούτων λόγων προτρέπονται.

12. Κἀγώ δέ εἰπών διατελῶ μεμνημένος, μετά τό «διελεῖν καί διαρρίψαι» πᾶν ὅ τι τῆς θύραθεν σοφίας μυθῶδες καί κακόδοξον, ὡς ἡ ἐκ τῆς ἔξω παιδείας γνῶσις «πνευματικόν μέν δῶρον οὐδ᾿ οὕτως ἄν κληθείη, φυσικόν δέ, διά τῆς φύσεως δεδομένον ἡμῖν παρά Θεοῦ καί μελέτῃ πρός ἐπίδοσιν ἀγόμενον, ὅ καί τεκμήριον ἐναργές ὡς φυσικόν, ἀλλ᾿ οὐ πνευματικόν ἐστι δῶρον, τό μή μελέτης ἄνευ μηδενί τῶν ἁπάντων παραγίνεσθαι˙ Θεοῦ γάρ κυρίως δῶρον ἐν ἁγίῳ Πνεύματι δεδομένον, ἀλλ᾿ οὐ φυσικόν, ἡ καθ᾿ ἡμᾶς θεοσοφία, ἤ κἄν ἁλιεῦσιν ἄνωθεν ἐπιπτῇ, βροντῆς υἱούς ἀπεργάζεται». Καθάπερ γάρ «τοῦ Κυρίου μέν ἐστιν ἡ γῆ καί πάντες οἱ κατοικοῦντες ἐν αὐτῇ», ὀλίγοι δέ οἱ τοῦ Θεοῦ, εἰ καί πάντες πλάσματα τόν αὐτόν δήπου τρόπον καί Θεός μέν ἐστιν ὁ παρέχων ἀνθρώπῳ γνῶσιν, ὀλίγοι δέ εἰσιν οἱ τήν σοφίαν κτησάμενοι τοῦ Πνεύματος, εἰ καί πάντες ὑπ᾿ αὐτοῦ φύσει λογικοί καί ἐπιστήμης δεκτικοί γεγόνασιν. Ἄρ᾿ οὖν οὐ συκοφαντεῖ περιφανῶς τόν λέγοντα φυσικόν δῶρον ὁ λέγων μηδεμῶς εἶναι λέγειν δόσιν Θεοῦ; Τίνος γάρ ἡ φύσις δόμα; Οὐχί τοῦ Θεοῦ; Τίνος οὖν οὐδαμῶς ἐκ Θεοῦ λέγει, ὅ διά τῆς φύσεως φησιν ἐκ Θεοῦ δεδομένον;

13. Ἀλλ᾿ ἐκεῖνος ἔπειτα πειρᾶται δεῖξαι, μᾶλλον δέ ἀποδείκτως ἀποφαίνεται, ὡς αὐτός μέν τῷ μεγάλῳ Διονυσίῳ ὁμολογεῖ, ἡμεῖς δ᾿ οὔ. Καί ἡ συκοφαντία εὐθύς ἐγγύς, παριστῶσα αὐτῷ ἄττα παραστῆσαι οὐδαμῶς ἴσχυσε˙ «διά τοῦτο γάρ οὐχ ὁμολογεῖς», φησί, «τῷ θείῳ Διονυσίῳ, ἐπειδή τήν φιλοσοφίαν ἐκ δαιμόνων τε φανῆναι καί εἰς δαίμονας φέρειν διισχυρίζῃ». Μετά τοῦτο δ᾿ αὖθις, ὥσπερ ἐπιλαθόμενος αὐτός ἑαυτοῦ, «περί τῆς φιλοσοφίας ταύτης», φησίν, «ἥν αὐτοί πρεσβεύομεν, τάς αὐτάς ἡμῖν ἀφῆκας φωνάς». Πῶς ἄν τις μᾶλλον δείξειεν ἑαυτῷ ἀντικείμενος ὤν; Ἀλλ᾿ ἐκεῖνο πόθεν ἔχεις λαβών, ὡς ἐκ δαιμόνων φανῆναι καί εἰς δαίμονας φέρειν τήν φιλοσοφίαν διισχυρίζομαι; «Ὅτι», φησί, «τῶν Ἑλλήνων τούς ἄκρους παράγεις λέγοντας ἀριδήλως ἐκ δαιμόνων ἐπιπνοίας τήν γνῶσιν δέξασθαι». Τί οὖν δία τούτου συμπεραίνομεν ἐκεῖ; Βούλει προθῶμεν αὐτά τά ρήματα; Ἆρ᾿ οὖν «Θεοῦ σοφίαν ἐροῦμεν ἔχεις τούς τοιαῦτα περί σφῶν αὐτῶν λέγοντας; Οὐχί, ἕως ἄν ἡμῶν αὐτῶν ὦμεν καί τῆς ὄντως σοφίας θεραπευταί, ἥτις εἰς κακότεχνον καί δαίμοσι φίλην οὐκ εἰσέρχεται ψυχήν˙ κἄν εἰσελθοῦσα φθάσῃ, μεταβαλούσης ἐπί τό χεῖρον, ἀφίπταται˙ Πνεῦμα γάρ ἅγιον παιδείας ἐπαναστήσεται ἀπό λογισμῶν ἀσυνέτων, κατά Σολομῶντα τόν Θεοῦ σοφίαν εὐμοιρηκότα καί περί αὐτῆς συγγραψάμενον. Τί δέ ἀσυνετώτερον τῶν μέγα φρονούντων ἐπί τῷ δαίμοσι τελεῖσθαι καί προσμαρτυρούντων ἐκείνοις τήν χορηγίαν τῆς σφετέρας αὐτῶν σοφίας; Οὐ γάρ περί φολοσοφίας ἁπλῶς λέγομεν ἅττα λέγομεν νῦν, ἀλλά περί τῆς τῶν τοιούτων φιλοσοφίας˙ εἰ γάρ καί κατά Παῦλον οὐ δύναταί τις ποτήριον Κυρίου πίνειν καί ποτήριον δαιμονίων, πῶς ἄν δυνηθείη τις Θεοῦ σοφίαν ἔχειν καί ὑπό δαιμόνων ἐμπνεῖσθαι;». Τί οὖν ἐστιν ὅ φαμεν; Τούς ἐκ δαιμόνων τήν ἑαυτῶν σοφίαν εἰπόντας δαιμονιώδεις παρά τοῦτο σοφούς εἶναι ἀποφαινόμεθα. Σύ δέ δι᾿ ὅ τῶν εἰρηκότων κατεψηφισάμεθα, τοῦθ᾿ ἡμῖν προφέρεις. Δέδοικα μή καί σοῦ τῇ γλώττῃ βάσκανός τις δαίμων τό συκοφαντεῖν ἐνηχεῖ. Δαιμονιώδη μέν οὖν ἡμεῖς τήν τῶν ἀσεβῶν σοφίαν διά τάς ἐν αὐτῇ κακοδοξίας προσείπομεν, Γρηγόριος δέ ὁ τῆς θεολογίας ἐπώνυμος πλάσματα τοῦ πονηροῦ τούς κακοδόξους ὠνόμασεν˙ ἆρ᾿ οὖν ἐκ τοῦ πονηροῦ τήν γένεσιν ἐσχηκέναι τούτους ἐδόξαζεν; Οὔμενουν, ἀλλ᾿ αὐτῶν τήν πονηράν δόξαν διασύρει διά τοῦ τοιούτου προσρήματος. Φανερόν οὖν οὐδέν ἧττον, ὅτι μή καί μᾶλλον, ὡς καί ἡμεῖς τήν πονηράν χρῆσιν οὐκ ἐπαινοῦμεν, ἀλλ᾿ οὐκ αὐτό τό πρᾶγμα κακίζομεν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: