Δευτέρα 17 Μαΐου 2021

Άννα Λάζου - ΑΝΘΡΩΠΟΣ, Ο ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ (24)

 Συνέχεια από: Πέμπτη, 13 Μαΐου 2021

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ ΤΟΥ NIETZSCHE

Ja! Ich weiss, woher ich stamme! (Yes! I know from where I came)

Ungesättigt gleich der Flamme (Insatiable as fire)

Gluhe und versehr ich mich (I shine and consume myself)

Licht wird alles, was ich fasse (Everything I touch turns into light),

Kohle alles, was ich lasse (Everything I leave is nothing but ashe):

Flamme bin ich sicherlich (I absolutely am the fire)!

Ecce Homo314

H πολυεδρική προσωπικότητα και το πολύπλευρo έργο του Nietzsche εκφράστηκαν σε διαφορετικά πεδία της φιλοσοφίας και της τέχνης, συνδυάζοντας και αντιπαραβάλλοντας φιλοσοφικά ρεύματα και πολιτισμικές καταβολές της εποχής του. Ο ίδιος, ενώ στην πορεία των γραπτών του ακολούθησε τόσο τον επιστημονικό θετικό τρόπο του σκέπτεσθαι όσο και τον ποιητικό /φιλοσοφικό, αλλά και τον θεόληπτο/προφητικό, ρέποντας προς την ολότητα ενός φιλοσοφικού πράττειν, παράλληλα ανέτρεψε εικονοκλαστικά εκείνους που προηγούμενα σεβόταν και θαύμαζε: τον Wagner και τον Schopenhauer, καθώς ακόμη αντιμετώπισε κριτικά την τέχνη, τη μεταφυσική και την ηθική, επιχειρώντας να τους προσδώσει νέο περιεχόμενο. Πολλές προσωπικότητες των γραμμάτων επηρέασαν τον Nietzsche, όχι μόνο προερχόμενες από το χώρο της φιλοσοφίας, όπως οι Burckhardt και Overbeck315, αλλά και o Voltaire, στον οποίο μάλιστα αφιέρωσε το έργο του Menschliches, Allzumenschliches (Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο), στο οποίο αναθεωρεί τις αξίες του διαφωτισμού316. Από την άλλη πλευρά, ενώ το έργο του δέχθηκε τις πιο ακραίες κριτικές και χαρακτηρίσθηκε με όλες σχεδόν τις ενδιάμεσες αποχρώσεις, μεταξύ του αριστουργηματικού και του ανοσιουργηματικού, αναγνωρίζεται σταθερή σε κάθε περίπτωση η υποστήριξη από την πλευρά του στην έννοια του δημιουργού ως ιδεώδους, του δημιουργού είτε με τη σημασία του καλλιτέχνη είτε του φιλόσοφου ή και του διονυσιακού ανθρώπου. Γιατί σε αυτήν την έννοια, αποκάλυψε την αισιόδοξη δυνατότητα – αναγκαιότητα απόδοσης νέου νοήματος, με την αδήριτη και απεριόριστη κατάφαση της ίδιας της αξίας της ζωής. Από τις πολλές και πολυδιάστατες επιρροές και αλληλεπιδράσεις του Nietzsche, θα ξεχωρίσουμε και θα αναφερθούμε εν συντομία στον Arthur Schopenhauer, τον «μοναδικό δάσκαλο και πρωτοπαιδαγωγό», «φιλόσοφο – παιδαγωγό» και «αληθινό φιλόσοφο», όπως τον αποκαλεί ο Nietzsche στο έργο του Ο Σοπενχάουερ ως παιδαγωγός317. Στοιχεία που εμφανώς θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε κοινά στους δύο στοχαστές, και πηγάζουν από την σοπεναουερική σκέψη, είναι η δύναμη της εσωτερικής μοναξιάς που κρύβει μέσα της την ελευθερία «των εσωτερικών σπηλαίων και των λαβυρίνθων της καρδιάς» 318, τον αντιλογιοτατισμό ως αντίληψη ζωής, που συντελεί στην αληθινή ευτυχία και ανεβάζει το άτομο σε ανώτερα επίπεδα αξίας της ύπαρξής του, την επιδίωξη θεραπείας της αρρωστημένης κοινωνίας της εποχής του, έτσι ώστε να ξαναβρεί τη ρωμαλέα και γεμάτη απλότητα φύση της, ιδανικά που ενστερνίστηκαν μόνο οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι, αλλά και την ταύτιση της μεγαλοφυΐας με την αγιότητα319.

Μεταξύ Schopenhauer και Nietzsche όμως παρατηρούμε και τις σημαντικές τους διαφορές, καθώς στον πρώτο επικρατεί η έννοια της θυσίας του Εγώ που περιλαμβάνει τη δικαιοσύνη και τη συμπόνια, επίσης η έννοια του πολιτισμού προκύπτουσα από την αναγέννηση του ανθρώπου – αγίου ή ιδιοφυούς – μέσα από την ανακάλυψη των ορίων της ευφυΐας και της ηθικής του βούλησης, που τον οδηγούν σε νέες επιθυμίες και σε μελαγχολία320. Ο Nietzsche, όταν διακρίνει τρεις τύπους ανθρώπου, οι οποίοι μπορούν να βοηθήσουν την ανθρωπότητα να καταλάβει πραγματικά το πνεύμα της εποχής του, τον άνθρωπο του Rousseau, του Goethe και του Schopenhauer, θέτει μια κλίμακα αξιών για τον άνθρωπο, με τον θαραλλέο και αυτοθυσιαζόμενο άνθρωπο του Schopenhauer για χάρη της αλήθειας, σε ένα ψηλό σημείο321, όμως, όπως θα δείξουμε στη συνέχεια, διαφοροποιείται ο ίδιος αισθητά. Ακόμα και αν το πρότυπο του άγιου – λυτρωτικού ανθρώπου του Schopenhauer, που θυσιάζεται για την αλήθεια, χαίρει του μεγάλου θαυμασμού του Nietzsche, καθώς τον τοποθετεί στην ύψιστη βαθμίδα εκπλήρωσης του σκοπού της φύσης ως την πρωταρχική ιδέα της Κουλτούρας, ο Nietzsche προχωρεί σε περαιτέρω προσδιορισμούς του ανθρώπου – δημιουργού που χαρακτηρίζουν την κριτική σκέψη του και την ιδιάζουσα φιλοσοφία της αυθυπέρβασης προς την οποία στρέφεται. Αντίθετα με τον διάχυτο και πολύπλευρα υποστηριζόμενο πεσιμισμό του Schopenhauer, τόσο για την ανθρώπινη ροπή προς τον πόλεμο, το φθόνο και την μισαλλοδοξία, σε όλες τις αποδεκτές φάσεις του πολιτισμού του – θρησκεία, πολιτική, κράτος – ο Nietzsche με εφαλτήριο την λυτρωτική επενέργεια της τέχνης που και ο εμπνευστής του επικαλείται, υπερασπίζεται με πάθος την αισιόδοξη παιδαγωγική μεταρρύθμιση ως επακόλουθο της επιθετικής του κριτικής προς τον πολιτισμό322. Ήδη από τα πρώτα χρόνια της συγγραφικής και πνευματικής του πορείας ο Nietzsche υπερασπίζεται την πραγματική μόρφωση323, απέναντι στο μαζικοποιημένο πνεύμα στο οποίο αποδίδει τα δεινά της παρακμής στο καπιταλιστικό σύστημα της ατομικής ιδιοκτησίας, και χτίζει την έννοια του υπερανθρώπου, έναντι αυτού του μικρού ατόμου που αγωνίζεται για τα άμεσα οφέλη της υλικής του επιβίωσης, του ανθρώπου που εξυψώνεται με βάση το συναίσθημα και όχι το χρησιμοθηρικό ταπεινωτικό λόγο. Στην έννοια του υπερανθρώπου συνοψίζονται δύο αντιφατικές πλευρές του ανθρώπου, η ανώτερη πνευματική ιδιοφυΐα του ρομαντικού ιδεώδους και η σκληρότητα και ζωτικότητα του ισχυρού – προερχόμενη από την κοινωνιολογική εξελικτική θεωρία υπέρ μιας ανθρώπινης ανωτερότητας – δημιουργώντας έτσι ένα αμφιλεγόμενο πρότυπο. Την ταπείνωση του αδύναμου ανθρώπου τη συνδέουμε με την ηθική των δούλων, που στρέφονται προς μια μεταφυσική φυγή από την πραγματικότητα ως σωτηρία για τα δεινά τους, ενισχύοντας έτσι την υπερβολή της άκριτης εξουσίας των κυρίων324. Αντίδοτο στο μεσαιωνισμό και την ταπεινωτική ιδιοτέλεια που καλλιεργεί η κρατική εκπαίδευση με κατάληξη να αντιστρατεύεται την πραγματική ιδιοφυΐα325, βρίσκει ο Nietzsche στους αρχαίους Έλληνες, στην φυσικότητα και απλότητα της τέχνης τους326.

Στα ακόλουθα327 θα επιχειρήσουμε ορισμένους κατά την άποψή μου κύριους προσδιορισμούς της έννοιας του δημιουργού, όπως προκύπτουν από το νιτσεϊκό έργο:

α) Η έννοια τής δημιουργίας ως ονειρικότητας

Κατά τον Henri Lichtenberger, ο Nietzsche εμπνεόταν απ’ το ίδιο του το όνειρο, ως τη μυστική εκείνη φλέβα και πηγή, από την οποία αντλούσε τις έννοιες και τις ιδέες του328. Στη Γέννηση της Τραγωδίας, η ονειρική πραγματικότητα αποτελεί «την προϋπόθεση κάθε πλαστικής τέχνης»329 κι εκεί δεν υπάρχει τίποτα άσκοπο ή ανούσιο. Κατ’ αναλογία προς τον φιλόσοφο που ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, υποστηρίζει ο Nietzsche, και ο άνθρωπος που δέχεται ερεθίσματα από την τέχνη, πρέπει να αντιδρά στην πραγματικότητα της ενθαδικής ύπαρξης ως σε μια φανταστική και εικονικά ονειρική πραγματικότητα330. Τη φανταστική φαινομενικότητα του ονείρου ο Nietzsche την αποδίδει στον ελληνικό θεό Απόλλωνα, καθώς είναι «αυτός που λάμπει», θεός του φωτός και του υψηλού ονείρου. Το όνειρο ταυτόσημο με την υψηλότερη αλήθεια, που εκφράζεται μέσα από τον ύπνο, διοχετεύεται δημιουργικά στην τέχνη, στην καλαίσθητη πλαστικότητα και στη μουσική. Το συμβολικό ανάλογο της μαντικής ικανότητας και της τέχνης, με τις οποίες συνδέεται ο Απόλλων, βρίσκεται στη θεραπευτικότητα του ονείρου και του ύπνου. Ο Nietzsche αναγνωρίζει στους Έλληνες τον μυθικά εμπνευσμένο λαό που η ζωή του προσομοιάζει, πολύ περισσότερο από την ζωή του ορθολογικά συνεπούς επιστημονικά απομυθοποιημένου στοχαστή, με την κατάσταση του ονείρου.

β) Ο διονυσιακός προσδιορισμός του δημιουργού

Ο Nietzsche προσδιορίζει τον διονυσιακό καλλιτέχνη ως εκείνον που έχοντας ταυτιστεί με τον πόνο και την αντίφαση του πρωταρχικού ενός, παράγει υπό μορφή μουσικής το αντίγραφό του. Ενώ ο πλαστικός καλλιτέχνης και ο επικός ποιητής, καθώς βυθίζονται στην καθαρή θέαση των εικόνων κάτω από την απολλώνια επίδραση του ονείρου, κατασκευάζουν μια «αλληγορική εικόνα του κόσμου», ο διονυσιακός μουσικός αναβιώνει την πρωταρχική ηχώ του πόνου του χωρίς τις εικόνες. Οι εικόνες του λυρικού βέβαια δεν είναι παρά αυτός ο ίδιος, μέσα από τη μοναδική εγώτητα (Ichheit) που υπάρχει αληθινά και αιώνια στο βάθος όλων των πραγμάτων331. Άρα ο ποιητής εκείνη τη στιγμή δεν είναι παρά η μεγαλοφυΐα του κόσμου και η συμβολική έκφραση της αλληγορικής μορφής του ως άνθρωπος332. Ο κόσμος τότε κατανοείται εσαεί μόνο ως αισθητικό φαινόμενο, καθώς οφείλουμε να παραδεχθούμε, πως οι αληθινοί δημιουργοί του κόσμου της τέχνης δεν είμαστε εμείς, παρά υπάρχουμε ως εικόνες και καλλιτεχνικές προβολές και η μεγαλύτερη αξία μας έγκειται στη σημασία μας ως έργα τέχνης, συνθήκη που συνιστά την αιώνια ουσία της τέχνης. Ο Διόνυσος, μαζί με ό,τι αυτός σημαίνει στην νιτσεϊκή σκέψη – απελευθέρωση, καλλιτεχνική και χορευτική έκφραση και πράξη, μέθη και συνειδητή αυθυπέρβαση, αντιπαράθεση με το πνεύμα του ρομαντισμού και της απαισιοδοξίας – είναι μάλιστα το όχημα της νέας πρότασης που μπορεί να στηρίξει μια επανεξέταση της τέχνης του χορού σήμερα στο πλαίσιο των θεραπευτικών – με μια ευρεία έννοια – εφαρμογών του στις ανάγκες της σύγχρονης κοινωνίας και του ανθρώπου.333

γ) Ο τραγικός προσδιορισμός του δημιουργού

Στην Γέννηση της Τραγωδίας, ο Nietzsche παρουσιάζει τον τραγικό μύθο ως αναγκαίο, γιατί χωρίς αυτόν η κάθε κουλτούρα χάνει «την υγιή φυσική δημιουργική της δύναμη»· είναι ο ορίζοντας, ο οποίος συμπληρώνει και ενοποιεί ολόκληρο τον πολιτισμό μιας εποχής. Στην μεγάλη ανάγκη της εποχής του Nietzsche να σφραγίσει την ιστορία, όπως και στη σύγχυση που την χαρακτηρίζει, διαπιστώνεται η απώλεια του τραγικού μύθου, ενώ μόνο η ελληνική τέχνη και μάλιστα η τραγωδία επιβράδυναν την καταστροφή του μύθου334. Έτσι, ο Nietzsche διαβλέπει στον τραγικό μύθο μια αναδημιουργική δυνατότητα για τον ίδιο το γερμανικό πολιτισμό, εφ’ όσον αυτός καταστεί ικανός να ανασυστήσει το ελληνικό πνεύμα και να ξαναβρεί τον εαυτό του.335

Ο Nietzsche αναφέρεται κριτικά στην σωκρατική υποτίμηση του τραγικού ποιητή έναντι της φιλαλήθειας και αντικειμενικότητας του φιλοσοφικού λόγου. Ο τραγικός ποιητής αντιπαρατίθεται στο φιλόσοφο, ο οποίος κατά το πλατωνικό παράδειγμα, πρέπει να αποποιηθεί την ποιητική του δημιουργικότητα ως υποδεέστερη, προκειμένου να επιδοθεί στην αναζήτηση της αλήθειας336. Στον αντίποδα του πλατωνικού παραδείγματος και σύμφωνα με την νιτσεϊκή προσέγγιση, η οδύνη, που θα επέτρεπε στον άνθρωπο να συναισθανθεί την ενότητά του με την καρδιά του κόσμου και που θα τον επανέφερε στον κόσμο των ζωντανών αισθήσεων, η απόλυτη συναίσθηση του πόνου που ενθυλακώνεται στην τραγωδία, είναι ικανή να αναιρέσει την αλλοτρίωση, την υποβάθμιση δηλαδή του ανθρώπου σε εργαλείο και αντικείμενο, προετοιμάζοντάς τον για την εν κόσμω, κοινωνική απελευθέρωσή του ως ζωντανής ενθαδικής ύπαρξης – ύπαρξης για τον εαυτό του.337

Κατά τον Paul Gordon ειδικότερα338, η θεωρία του Nietzsche μεταφέρεται από το πεδίο της τραγωδίας στο πεδίο της σύγκρουσης του ανθρώπου με τις δυνάμεις που τον υπερβαίνουν. Αξιοποιώντας την φροϋδική θεωρία της απωθημένης επιθυμίας, ερμηνεύει την νιτσεϊκή ένταση μεταξύ Απολλώνιου και Διονυσιακού ως δημιουργική αρχή όχι μόνο της τραγωδίας, αλλά και κάθε μεγάλης τέχνης, καθώς και της ευχαρίστησης που αντλεί ο θεατής από την καταστροφή και την απελπισία339. Η τραγωδία παρουσιάζεται ως βίαιη σύγκρουση με την άβυσσο της έλλειψης νοήματος κι επομένως – μετά τον Nietzsche – ως η αιώνια αναγέννηση ενός τραγικού πνεύματος που ενώνει το πνεύμα και την ομορφιά με την συνειδητοποίηση της καταστροφής.

δ) Ο άνθρωπος ως δημιουργός του εαυτού του

Μέσω της «καλλιτεχνικά ορισμένης μεταφυσικής» του ο Nietszche της Γέννησης της Τραγωδίας συλλαμβάνει την έννοια του ανθρώπου ως εργαλείου για τον εαυτό του340. Διατυπώνει την άποψη ότι ο άνθρωπος είναι περισσότερο από αυτό που ο ίδιος αντιλαμβάνεται και ορίζει την ενθαδικότητά του ως την σύζευξη του καλού και του κακού σε ένα όλο. Στον Ζαρατούστρα μάλιστα αναφέρει ότι ο δημιουργός είναι υποχρεωμένος να δημιουργήσει ακόμη και τους συντρόφους και τα «παιδιά της ελπίδας του», όταν δεν μπορεί να τους βρει στο ίδιο του το περιβάλλον341. Φορέας της ανθρώπινης ιδιότητας για αυτοδημιουργία τάσσεται η ίδια η τέχνη, με την αντικειμενικότητά της. Έτσι λοιπόν, ο άνθρωπος ως καλλιτέχνης – δημιουργός ενέχει τα εχέγγυα για να είναι τόσο υλοποιητής, αλλά και θεατής μιας διαδικασίας που, ενώ τον υπερβαίνει, βρίσκεται εντός της εμβέλειας του είναι και της φύσης του.

Η ερμηνεία της φύσης, αλλά και η εμπειρία της ένωσης του ανθρώπου με αυτήν, μέσα από την τέχνη, παρουσιάζεται ως ανώτερη μορφή έκφρασης. Έχει ικανότητες ο άνθρωπος, οι οποίες προσδιορίζονται από τις ιδιότητές του, που ουσιαστικά είναι οι μάσκες – εργαλεία του, που του επιτρέπουν να δει έξω από αυτόν και μέσα στο σύνολο του «είναι», του δημιουργικού του «εγώ» και του συνόλου της φύσης, να αποκρυσταλλώνει τις μεταλλάξεις του342. Κατανοώντας περαιτέρω τη νιτσεϊκή έννοια της αυτοδημιουργίας ως διαρκή εναλλαγή ένωσης και απόστασης, όπως επισημαίνει ο Νικήτας Σινιόσογλου343, ο Nietzsche αναφέρεται στα Σημειωματάρια σε ένα διαρκές ψυχικό χειρουργείο, μια χειρουργική παρέμβαση της ψυχής που εμποδίζει την ικανότητα των προσώπων να παίρνουν την απόσταση εκείνη, που είναι απαραίτητη για να δημιουργούν τον εαυτό τους. Αυτήν όμως την απόσταση επιζητεί ο ίδιος, μιαν απόσταση που εμπεριέχει το χορό, γιατί εμφανίζεται στη διονυσιακή έκσταση, την έφεση του χορευτή να παραδίδεται σε εμπειρία άμεση, αδιαμεσολάβητη και αφιλτράριστη.344

ε) Ο άνθρωπος ως δημιουργός γνώσης και γλώσσας

Το επιχείρημα του δημιουργού της γνώσης συνίσταται στην άποψη ότι το μόνο πράγμα που μπορούμε να γνωρίζουμε αποτελεσματικά για την πραγματικότητα είναι αυτό που δημιουργούμε εμείς οι ίδιοι. Στην θέση αυτή συμπαρατάσσεται χορεία στοχαστών από τον Vico μέχρι και τον Nietzsche. Στην κριτική του σωκρατισμού, στην οποία επιδίδεται ο Nietzsche εκφράζεται η διαφοροποίησή του από την άποψη που υποτάσσει την ηθική και την αισθητική στη γνώση. Έναντι της σωκρατικής πρωτοκαθεδρίας της γνώσης ο Nietzsche προτάσσει την πρακτική ενέργεια των ατόμων που δημιουργούν την ιστορία μέσα από την επιδίωξη όσων υπαγορεύουν τα ένστικτα και των σκοπών των ατόμων και των εθνών για επιβίωση κι επιβολή. Σε αυτήν την παγκόσμια επιβεβαιωμένη ιστορική πραγμάτωση της ανθρώπινης εγωιστικής ηθικής που οδηγεί συνεχώς σε κατάστροφές και αντιδικίες, μόνο η τέχνη, με οποιαδήποτε μορφή, ακόμη και ως θρησκεία ή επιστήμη, εμφανίζεται να είναι το φάρμακο και το μέσο παρεμπόδισης της «ανάσας του λοιμού» 345. Η τέχνη λοιπόν κατά τον Nietzsche είναι το αποτελεσματικότερο πρότυπο πράξης που μπορεί να καταστήσει εφικτή τη γνώση.

Στο πεδίο της γλώσσας, ο προσανατολισμός του Nietzsche προς την σύλληψη του ανθρώπου ως δημιουργού και πρακτικού υποκειμένου, επιβεβαιώνεται και από την προσπάθειά του να ερμηνεύσει τη λειτουργία της γλώσσας περιγράφοντας μια δημιουργική διαδικασία που επινοεί, ανασυνθέτει και ανακατασκευάζει το νόημα, με κύριο εργαλείο την μεταφορικότητά της και όχι ένα πλέγμα τετελεσμένων αληθειών ως επαρκής κώδικας έκφρασής τους. Η θεώρηση αυτή παρουσιάζει τον άνθρωπο δημιουργό της γλώσσας που συνδέει τις σχέσεις πραγμάτων και ανθρώπων κι εκφράζει τις σχέσεις αυτές μέσω μεταφορών: ένα νευρικό ερέθισμα μεταφέρεται σε μια εικόνα και αυτή με τη σειρά της αναπαρίσταται μέσω του ήχου, που είναι μια δεύτερη μεταφορά, καθώς η διαδικασία αυτή δεν αποτελεί παρά μια συνεχή υπερπήδηση μιας προηγούμενης σφαίρας νοήματος προς μια επόμενη.346

Η δημιουργικότητα – υπό την παραπάνω έννοια – ως ικανότητα κατασκευής νοηματικού πλέγματος με βάση την αντιληπτική μεταφορικότητα και την δημιουργία έννοιας από την εικόνα, μια διαδικασία «εξαέρωσης», όπως την περιγράφει ο Νietzsche, είναι θεμελιακής σημασίας για τη διάκριση ανθρώπων – ζώων και την θεώρηση του ανθρώπου ως ενός όντος ιδιοφυούς λόγω της κατασκευαστικής του ικανότητας. Και μάλιστα, το υλικό με το οποίο ασκεί αυτήν την ικανότητα ο άνθρωπος, σε αντίθεση με τα ζώα – τις μέλισσες για παράδειγμα – έγκειται στο λεπτοφυές υλικό των εννοιών, που δεν αντλεί από πουθενά αλλού παρά από τον ίδιο του τον εαυτό. Η αφετηρία και το αντικείμενο της γνώσης δεν μπορεί να είναι το «πράγμα καθ’ εαυτό», αλλά η ίδια η μεταφορικότητα ως δημιουργική σχέση εικόνων και εννοιών που εντοπίζει και κατασκευάζει ο άνθρωπος: η γνώση λοιπόν κατά τον Nietzsche προϋποθέτει τον δημιουργό άνθρωπο και μεταμορφώνει μέσω αυτής τον κόσμο σε άνθρωπο. Αυτού του είδους η δημιουργικότητα ανάγει τη γνώση στην τέχνη και έχει ως συνέπεια το ότι ο άνθρωπος προκειμένου να μπορεί να ζήσει με ασφάλεια, ηρεμία και συνέπεια, θα πρέπει να μπορεί να ξεχάσει ότι είναι ένα καλλιτεχνικά δημιουργικό υποκείμενο, διότι μόνο στη φυλακή της πίστης του σε αυτήν του την ιδιότητα, εξασφαλίζεται η «αυτοσυνείδησή του».

Η κανονικότητα με την οποία συλλαμβάνεται ο κόσμος και η φύση, μέσω της διαδικασίας της μεταφορικότητας, δεν οφείλεται στην αντικειμενική καθαρότητα του πράγματος καθ’εαυτό, μιας δηλαδή αδιάβλητης ουσίας, αλλά στην ανθρώπινη δημιουργική ικανότητα να συλλαμβάνει σχέσεις και να μεταφέρει αενάως τα αποτελέσματα των σχέσεων σε νέες σφαίρες νοήματος, δημιουργώντας εκ νέου σχέσεις, σε μια κανονική, ταξινομητική σειρά347. Αλλά και η αναζήτηση της αλήθειας φωτίζεται από τον Nietzsche στο φως της δημιουργικής διαδικασίας, εφ’ όσον αναγνωρίζεται ότι μπορεί να είναι σημαντική και γόνιμη ως διαδικασία και η ίδια.348

Στην αντίληψη της γλώσσας ως δημιουργικής διαδικασίας ενέχεται και η διαπίστωση του Nietzsche στο μεταγενέστερο Λυκόφως των Ειδώλων ότι στην έκφραση με λέξεις έχει προηγηθεί η αναγκαία απόρριψη και νέκρωση μιας άλλης κατάστασης που σχετίζεται με το συναίσθημα και το ένστικτο349. Η δημιουργία μεταφορών κι εννοιών πηγάζει από τον ίδιο μας τον εαυτό, με την ίδια αναγκαιότητα που παρατηρείται η παραγωγικότητα στο ζωικό βασίλειο, ταυτίζεται δε με την ίδια την ανθρωπινότητα, τη φυσική ανθρώπινη ταυτότητα, κατά τον Nietzsche. Αναγνωρίζεται ως η διαρκώς εκδηλωνόμενη ορμή κι επιθυμία του ανθρώπου να αναπλάσει τον κόσμο, που παρουσιάζεται στον ξυπνητό άνθρωπο, έτσι ώστε να μοιάζει με τον πολύχρωμο, ακανόνιστο, χωρίς συνοχή, γεμάτο γοητεία και διαρκώς ανανεωνόμενο κόσμο των ονείρων. Μόνο με το κανονικά ρυθμισμένο πλέγμα των εννοιών που η συνείδηση του ξυπνητού ανθρώπου δημιουργεί, επιβεβαιώνεται ότι δεν βρίσκεται σε κατάσταση ύπνου, ενώ όταν η τέχνη διαρρηγνύει αυτό το στέρεο πλέγμα του συνειδητού ανθρώπου, παρομοιάζει την κατάσταση αυτή με την κατάσταση του ονείρου.

Ο Nietzsche αντιπαραβάλλει τον διαισθητικό στον ορθολογικό άνθρωπο, που επιδιώκουν αντίστοιχα την ψευδαισθησιακή ομορφιά και την κανονικότητα της αφαίρεσης, διαπιστώνοντας και στους δύο – παρά την εκ διαμέτρου αντίθετη στόχευσή τους – βίωση της δυστυχίας και της οδύνης, αλλά και την κοινή επιθυμία τους να οχυρωθούν απέναντί τους350.

στ) Η έννοια της δημιουργίας ως συγκρουσιακής και καταστροφικής διαδικασίας

Στο πρόσφατο άρθρο του Νικήτα Σινιόσογλου351, βρίσκουμε μία ερμηνευτική άποψη της νιτσεϊκής σκέψης, κατά την οποία, το πρόσωπο έρχεται σε σύγκρουση με την κοινότητα, σύγκρουση που ξεκινά με την κριτική της γλώσσας της. Έτσι, γίνεται νοητή η αρχή της εξατομίκευσης του Nietzsche, μέσω της παραγωγής αλήθειας από το κάθε πρόσωπο, από το εγώ.

Ξαναγεννιόμαστε ως πρόσωπα, δίχως το δίχτυ ασφαλείας της θρησκείας, της ηθικής και της γλώσσας. Αξία έχει οι πεποιθήσεις μου να προκύπτουν από τη δική μου φωτιά, να συγκροτούν μια προσωπική νομοθεσία, όχι με λέξεις και έννοιες δοτές, αλλά με προσωπική ψυχοσωματική εμπειρία. Εδώ και πάλι κατά τον Nietzsche, «Έγραψα κάθε στιγμή με το κορμί και την ζωή μου ολάκερα: ο εαυτός σας να ριζώνει στην πράξη όπως είναι ριζωμένη η μητέρα στο παιδί» και αναγνωρίζουμε μαζί με τον συγγραφέα του προαναφερθέντος άρθρου, μια ενδιαφέρουσα αντιστροφή, να δούμε το παιδί ως φορέα της μητέρας, την ενέργεια της ζωής, πριν από τη δυνάμει ζωή. Ένα διαφωτιστικό απόσπασμα του ίδιου άρθρου συνοψίζει την τοποθέτησή μας: «Δεν αρνείται ο Νίτσε την αλήθεια, αυτό που λέει είναι πως την αλήθεια τη γεννάς ο ίδιος, άνθρωπος και κόσμος είναι ένα αέναο πείραμα σε εξέλιξη… μια αποκλίνουσα και ατυπική ή μη κανονική άπλωση του εαυτού, ένα αντάρτικο απρόβλεπτων και ακανόνιστων ηλεκτροσόκ στο απονευρωμένο κοινωνικό σώμα…»352. Εδώ, η δημιουργικότητα γίνεται μια υποσχόμενη ζωτικότητα της φαινομενικά μονάχα παράφρονος βλάσφημης αιρετικής εκδίπλωσης του εαυτού, τη στιγμή που καταρρέουν οι ολοποιητικές ηθικοπολιτικές βεβαιότητες……

Το αναγκαίο προαπαιτούμενο του χάους353, της καταστροφικότητας354 και της επικινδυνότητας355 για την δημιουργία νέων καταστάσεων και για την αναγέννηση του πολιτισμού, επανέρχεται με διάφορες μορφές στα κείμενα του Nietzsche: και οι τρεις αυτές προϋποθέσεις της δημιουργικότητας εμπλουτίζονται ως προς το περιεχόμενό τους από την προσπάθειά του να προσδιορίσει την έννοια της ελευθερίας στα κοινωνικά πλαίσια της εποχής του και από τη σκοπιά της ανθρώπινης υπευθυνότητας και πρακτικής356. Έτσι, ελευθερία σημαίνει ότι τα ανθρώπινα ένστικτα που ρέπουν προς τον πόλεμο και την κατίσχυση, κυριαρχούν επί άλλων ενστίκτων, όπως αυτών της ηδονής. Ο ελεύθερος άνθρωπος και το ελεύθερο πνεύμα που ορίζονται μέσα από κατάσταση πολέμου περιφρονούν κάθε μαλθακή ηθική που προασπίζονται τρέχουσες της εποχής του Nietzsche ιδεολογίες και τάσεις, των Χριστιανών, των μικρέμπορων, των δημοκρατών, των γυναικών. Η ελευθερία αντίθετα μετράται τόσο στα έθνη, όσο και στα άτομα από το βαθμό της αντίστασής τους και της προσπάθειας που καταβάλλουν για να παραμείνουν στην επιφάνεια, να μην αναλωθούν από αντίθετες δυνάμεις ή από τις συγκρούσεις εντός τους των ανταγωνιστικών μεταξύ τους ενστίκτων. Ο κίνδυνος μονάχα μας καθιστά ικανούς να γνωρίσουμε τις πηγές, τις αρετές, το αληθινό πνεύμα και τις πραγματικές μας δυνατότητες να γίνουμε ισχυροί, γιατί καθιστά την ισχύ ως αναγκαιότητα και αυτό που μας ισχυροποιεί είναι αυτό που μας αναγκάζει, μας υποχρεώνει να γίνουμε ισχυροί, καθώς αναζητούμε πάντα, αυτό το οποίο δεν έχουμε.

ζ) Η έννοια της δημιουργίας ως αντίδρασης στον παθητικό μηδενισμό

Ο Allan Megill υποστηρίζει ότι κατά τον Nietzsche υπάρχουν δύο είδη μηδενισμού, ο μηδενισμός που αποτυγχάνει να αντιδράσει στην κατάπτωση του πολιτισμού ακολουθώντας μια παθητική και μη αισθητική συμπεριφορά και από την άλλη πλευρά, ο ενεργός, αισθητικός μηδενισμός357. Ο Nietzsche θεωρεί ότι ο ενεργός αισθητικός αυτός μηδενισμός είναι η καταλληλότερη στάση για τη σύγχρονη και μετανεωτερική ύπαρξη. Αντί να οπισθοχωρήσουμε απέναντι στο κενό, χορεύουμε για να το αντιμετωπίσουμε. Αντί να θρηνήσουμε την απουσία του κόσμου που μας ταιριάζει, επινοούμε έναν τέτοιο κόσμο. Γινόμαστε οι καλλιτέχνες που δημιουργούν την ίδια τους την ύπαρξη, ανεμπόδιστοι από φυσικά εμπόδια και περιορισμούς.

Μέσω των καλλιτεχνικών πράξεων και της ευχαρίστησης που προκαλούν, επιβεβαιώνεται η δημιουργικότητα του ελεύθερου ανθρώπου και μάλιστα ως μία απόδειξη της μοναδικότητάς του, ως ενός μοναδικού θαύματος358. Η θέση αυτή υποστηρίζεται και από την ύψιστη επιταγή να γίνουμε αυτό που είμαστε πραγματικά, αυτό το μοναδικό ον που είμαστε στο βάθος των πραγμάτων359. Η συναφής έννοια της δημιουργίας ως αυτοδημιουργίας, το αίτημα να γίνουμε «ποιητές της ίδιας μας της ζωής, πρώτ’ απ’ όλα στα μικρά καθημερινά πράγματα» 360, δίνοντας συγκεκριμένο ύφος στο χαρακτήρα μας361 και η παραδοξότητα του συμπεράσματος ότι ένας φιλόσοφος δεν θα ευχόταν να γίνει τίποτε περισσότερο από καλός χορευτής362, συνδυάζεται με το αισθητικό νόημα της ανθρωπολογικής φιλοσοφίας του Nietzsche, αφού ο άνθρωπος λησμονεί ότι αυτός είναι εκείνος που δημιούργησε την ομορφιά, με την οποία διαπιστώνει ότι είναι έμπλεος ο κόσμος363, προβάλλοντας μιαν ανθρωπομορφική ομορφιά σ’ έναν κόσμο που παραμένει στην ουσία του άγνωστος και αβυσσώδης.

Η σπουδαιότητα μάλιστα της «μύησης» στην σκέψη του Nietzsche, όπως και του Heidegger και του Foucault επαληθεύουν κατά την άποψή μας τους ανωτέρω ισχυρισμούς: καθώς η μύηση στην οπτική του ολοκληρώνεται μόνο με την παραδοχή της αιώνιας επιστροφής, γιατί μόνο με αυτού του είδους τη μύηση κατανοούμε το ρόλο του γέλιου, του χορού και του τραγουδιού.

Σημειώσεις


314. Die fröhliche Wissenschaft, Vorspiel in deutschen Reimen, στίχος 62 - Ecce homo στο F. Nietzsche, Digitale Kritische Gesamtausgabe Werke und Briefe (F. Nietzsche, Digital critical edition of the complete works and letters, σε κριτική έκδοση των G. Colli and M. Montinari, Berlin/New York, de Gruyter 1967-, επιμ. έκδοσης P. D’Iorio), http://www.nietzschesource.org, 2009.

315. Ο Carl Jacob Christoph Burckhardt (1818 – 1897) ήταν σημαντικός ιστορικός της τέχνης και του πολιτισμού, με τον οποίο ο Nietzsche μοιραζόταν την κοινή αντίληψη για την καθοριστική σημασία του δίπολου «Απολλώνιο – Διονυσιακό» στην ερμηνεία του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Ο Franz Overbeck (1837 – 1905) ήταν θεολόγος, που μοιράστηκε με τον όψιμο Nietzsche μια πνευματική φιλία και συνεργασία σε θεολογικά ζητήματα και κριτικής του Χριστιανισμού και πιο συγκεκριμένα του David Strauss, που εκτίθενται μεταξύ άλλων και στα έργα Unzeitge-mässe Betrachtungen και Der Antichrist.  

316. Menschliches, Allzumenschliches: Ein Buch für freie Geister, στην πρώτη έκδοση του 1878 αφιερωμένο στη μνήμη του Voltaire και με αναφορά στην ρήξη του με τον Wagner, επανεκδόθηκε το 1886 χωρίς την αφιέρωση στο διαφωτιστή φιλόσοφο.

317. Φρ. Νίτσε, Ο Σοπενχάουερ ως παιδαγωγός, μτφρ. Κ. Σαρρόπουλος – Αρθ. Σοπενχάουερ, Σκέψεις και Αποσπάσματα, μτφρ. Κ. Νικολάου, εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα, 2002, σελ. 16-17. Και οι δύο συνέβαλαν στην νέα αντίληψη της παιδαγωγικής, στην οποία προτάσσεται η δημιουργικότητα και η άσκηση κριτικής (Al. Reble, Ιστορία της Παιδαγωγικής, εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα, 1992, σελ. 394, 397).

318. Φρ. Νίτσε, ό.π., σελ. 31.

319. Ό.π., σελ. 33-35 και 39-40.

320. Ό.π., σελ. 34 – 35.

321. Ό.π., σελ. 48 – 64. Κατά τον Schopenhauer, «Ευτυχισμένη ζωή είναι αδύνατον να υπάρξει· το ύψιστο όπου μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος είναι μια ηρωική διαδρομή του βίου του. Είναι ο βίος εκείνου ο οποίος, κατά κάποιον τρόπο, παλεύει για το καλό όλων ενάντια σε τεράστιες αντιξοότητες, χωρίς να παίρνει στο τέλος παρά μια μικρή ή και καμιά ανταμοιβή.» (Ό.π., σελ. 52 – 53).  

322. A. Reble, Ιστορία της Παιδαγωγικής, εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα, 1992, σελ. 397.

323. Διαλέξεις του Για το μέλλον των εκπαιδευτικών μας ιδρυμάτων (1872 –): ό.π., σελ. 398 – 400. Η παιδεία που υπερασπίζεται ο Nietzsche δεν απαιτεί αποκλειστικά την αξιολογική κρίση του ανθρώπου για τον κόσμο που τον περιβάλλει, αλλά προϋποθέτει κυρίως τη δραστηριότητα υπέρ του πολιτισμού και τον αγώνα εναντίον όλων των ευτελών στοιχείων, που αντιστρατεύονται τη δημιουργία της μεγαλοφυΐας (Φρ. Νίτσε, Ο Σοπενχάουερ ως παιδαγωγός, ό.π., σελ. 70 κ.ε.). Πρβλε Χ. Αποστολόπουλου, «Σταθμοί στον δρόμο προς τον ‘ατέλειωτα μακρινό και δυσπρόσιτο κόσμο της ελληνικότητας’ ως αυθεντικής πατρίδας της μόρφωσης : Οι διαλέξεις του νέου Nietzsche Για το μέλλον των εκπαιδευτικών μας ιδρυμάτων (1872)», Φιλοσοφείν, τ. 9, 2014, σελ. 7 – 50.

324. W. Windelband – H. Heimsoeth, Εγχειρίδιο Ιστορίας της Φιλοσοφίας, Γ΄ Τόμος, μτφρ: Ν. Μ. Σκουτερόπουλος, εκδόσεις Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, 1991, σελ. 188 – 189.

325. Το κράτος αντιπροσωπεύει μία ψεύτικη πραγματικότητα, ένα ψεύτικο προσωπείο, το οποίο δεν μπορεί εκ φύσεως να γνωρίσει την αληθινή και ανεπιτήδευτη πραγματικότητα. Φρ. Νίτσε, Ο Σοπενχάουερ ως παιδαγωγός, ό.π., σελ. 109 κ.ε.

326. Φρ. Νίτσε, Ο Σοπενχάουερ ως παιδαγωγός, ό.π., σελ. 92 κ.ε.  

327. Οι παρακάτω σελίδες αποτελούν αναπαραγωγή τμήματος του άρθρου μου «Δημιουργία και δημιουργός στη σκέψη του Νίτσε», στο Φιλοσοφείν, τ. 9, Ιανουάριος 2014, σελ. 121 – 140.

328. F. Alcan, εκδ., .La Philosophie de Nietzsche, Paris, 1898, ψηφιακή βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου του Michigan, σελ. 72.

329. The Birth of Tragedy Out of the Spirit of Music (1873), αργότερα διευρυμένη ως The Birth of Tragedy, Or Hellenism and Pessimism (1886), μετάφρ. S. Whiteside, Penguin Classics, 1993, σελ. 15.

330. Στη Γέννηση της Τραγωδίας ο Nietzsche συμπεραίνει ότι η βαθύτερη εσώτερη ύπαρξή μας, η κοινή μας υποδομή, βιώνει τα όνειρα με πραγματική ευχαρίστηση και σαν μια αναγκαιότητα που ταυτόχρονα απολαμβάνει. Ό.π.  

331. Στην Γέννηση της Τραγωδίας, πρωτοστατεί μια ουσιοκρατική σύλληψη της πραγματικότητας, καθώς μια διαφορετική πραγματικότητα από τη φαινομενική υπόκειται της ύπαρξής μας, μια πραγματικότητα που καλούμαστε να ανακαλύψουμε ή να ξαναανακαλύψουμε. The Birth of Tragedy, ό.π., σελ. 23.

332. Στο πλαίσιο αντιπαραβολής Ομήρου και Αρχιλόχου, ό.π., σελ. 28 – 32.  

333. Βλ. Η Γέννηση της Τραγωδίας, όπου αναγνωρίζεται η πλατύτερη διάδοση των διονυσιακών χορών κι εθίμων στην Ελλάδα, στην Ευρώπη και στην Ασία και ο φόβος ή απώθηση που αισθάνονται κάποιοι γι’ αυτά, αιτιολογούνται από έλλειψη εμπειρίας ή από μια περιοριστική, σκιώδη και καταστροφική αίσθηση «υγείας». Ό.π., σελ. 17. Πρβλε Ά. Λάζου, «Πέρα από το χορό: σύγχρονες αισθητικοθεραπευτικές χρήσεις του χορού στο φως της νιτσεϊκής σκέψης», Φιλοσοφείν, 2013, τ. 8, σελ. 89 - 106.

334. The Birth of Tragedy Out of the Spirit of Music, ό.π., σελ. 54.

335. Ο Διόνυσος και η αναγέννηση της τραγωδίας – από την Ινδία μέχρι την Ελλάδα – δέχονται τις επικλήσεις του Nietzsche της Γέννησης, ως οι μοχλοί εκείνοι, μέσω των οποίων μπορεί θαυματουργά να επιτευχθεί η φωτεινή μεταρρύθμιση του ερημωμένου πολιτισμού της εποχής του. Ό.π., σελ. 98.

336. Ό.π., σελ. 68.  

337. Ο Marx μάλιστα στα ΟΦΧ επισημαίνει τη σχέση της εγελιανής έννοιας της ενθαδικής ύπαρξης με αυτήν της αλλοτρίωσης, αλλά και με την ανάγκη υπέρβασής της. Ο Marx παρατηρεί ότι στον Hegel, η εκδήλωση του ανθρώπου ως πραγματικού όντος είναι δυνατή μόνο, εφ’ όσον ενεργοποιήσει όλες τις δυνάμεις του είδους του, μόνο μέσα από τη συνεργατική δράση όλης της ανθρωπότητας και μόνο ως αποτέλεσμα της ιστορίας (Βλ. K. Marx, Οικονομικά και φιλοσοφικά χειρόγραφα του 1844, Γλάρος, Αθήνα, σελ. 183).

338. P. Gordon, Tragedy after Nietzsche: Rapturous Superabundance, University of Illinois Press, 2000, σελ. 11. Πρβλε M. Pasley (επιμ.), Nietzsche: Imagery and Thought: a Collection of Essays, University of California Press, 1978, σελ. 75.

339. Παρεμφερές ως προς την ανάπτυξη των προεκτάσεων της νιτσεϊκής σκέψης σε διαφορετικά πεδία έρευνας και κοινωνιολογικής εφαρμογής, το έργο των J. C. Smith και C. Ferstman – The Castration of Oedipus: Feminism, Psychoanalysis, and the Will to Power, NYU Press, 1996 – οι οποίοι επιχειρούν να συμπτύξουν τα ρεύματα της ψυχανάλυσης και του μετανεοτερικού φεμινισμού με την νιτσεϊκή έννοια της θέλησης για δύναμη. Απόρροια αυτής της σύζευξης είναι η υπέρβαση της μισογυνικής πλευράς του φροϋδισμού, αναγνωρίζοντας στην ανθρώπινη ψυχή τη λογική της κυριαρχίας και υποταγής, ως νιτσεϊκή θέληση για δύναμη κι εφαρμόζοντάς την στην μάχη των δύο φύλων.  

340. Στη Γέννηση της Τραγωδίας, διατυπώνεται η άποψή του ότι η τέχνη είναι το ύψιστο καθήκον και η αληθινά μεταφυσική δραστηριότητα σε αυτήν τη ζωή. The Birth of Tragedy Out of the Spirit of Music, «Preface to Richard Wagner», ό.π., σελ.13.

341. Thus spake Zarathustra. A Book for All and None, Zarathustra’s Prologue, 9, μετάφρ. T. Common, project Gutenberg, ebook 1998, www.gutenberg.org.

342. Πρβλε Δ. Λαμπρέλλη, Nietzsche: Φιλόσοφος της πολλαπλότητας και της μάσκας, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 2012.

343. Ν. Σινιόσογλου, «Φιλοσοφία χωρίς Μοραλίνη: Για τον Νίτσε σήμερα», στο The Athens Review of Books, έτος 4ο, τ. 43, Σεπτέμβριος 2013, σελ. 36.  

344. KSA,13.14 (164) και 6.218, εις G. Colli και M. Montinari (επιμ.), Samtliche Werke. Kritische Studienausgabe in 15 Banden, Walter de Gruyter, Βερολίνο 1999, αναφέρει ο Σινιόσογλου, ό.π.

345. The Birth of Tragedy Out of the Spirit of Music, ό.π. σελ. 62, 73.  

346. Ueber Wahrheit und Luge im aussermoralischen Sinne (1873), μέρος 1, στο F. Nietzsche, Digitale Kritische Gesamtausgabe Werke und Briefe, Posthumous Writings, ό.π.  

347. Ό.π.

348. «Ο τιμιότερος των θεωρητικών Lessing, τολμούσε να πει ότι αντλούσε περισσότερη ευχαρίστηση από την αναζήτηση της αλήθειας παρά από την ίδια την αλήθεια», γράφει στην Γέννηση της Τραγωδίας. The Birth of Tragedy, ό.π., σελ. 73.

349. «Wofür wir Worte haben, darüber sind wir auch schon hinaus. In allem Reden liegt ein Gran Verachtung»: Götzen-Dämmerung (1888), στο F. Nietzsche, Digitale Kritische Gesamtausgabe Werke und Briefe, ό.π., Streifzüge eines Unzeitgemässen, §26.  

350. Ueber Wahrheit und Luge im aussermoralischen Sinne (1873), μέρος 1, στο F. Nietzsche, Digitale Kritische Gesamtausgabe Werke und Briefe, Posthumous Writings, ό.π., μέρος 2.

351. Ν. Σινιόσογλου, ό.π., σελ. 37.  

352. Ό.π.

353. «Ich sage euch: man muß noch Chaos in sich haben, um einen tanzenden Stern gebären zu können» (I tell you: one must still have chaos within oneself, to give birth to a dancing star.): εις Thus spake Zarathustra. A Book for All and None, ό.π., Zarathustra’s Prologue, 5.

354. «Was mich nicht umbringt, macht mich stärker»: Götzen-Dämmerung (1888), ό.π., Sprüche und Pfeile., §8.

355. «die grosse Gefahr machte Etwas aus ihnen, das Ehrfurcht verdient, die Gefahr, die uns unsre Hülfsmittel, unsre Tugenden, unsre Wehr und Waffen, unsern Geist erst kennen lehrt, — die uns zwingt, stark zu sein»: Götzen-Dämmerung (1888), στο F. Nietzsche, Digitale Kritische Gesamtausgabe Werke und Briefe, ό.π., Streifzüge eines Unzeitgemässen, §38 Mein Begriff von Freiheit.

356. Ό.π.  

357. A. Megill, Prophets of Extremity: Nietzsche, Heidegger, Foucault, Derrida, University of California Press, 1985, σελ. 352.

358. Unzeitgemässe Betrachtungen, στο F. Nietzsche, Digitale Kritische Gesamtausgabe Werke und Briefe, ό.π., 3.1 Schopenhauer als Erzieher.  

359. «Was sagt dein Gewissen? — 'Du sollst der werden, der du bist», 'Die fröhliche Wissenschaft (1882), στο F. Nie-tzsche, Digitale Kritische Gesamtausgabe Werke und Briefe, ό.π., Drittes Buch Sec. 270 και Viertes Buch Sanctus Januarius. Sec. 285.

360. Ό.π., Sec. 299.

361. Ό.π., Sec. 290.

362. Ό.π., Fünftes Buch. Wir Furchtlosen, Sec. 381.

363. Götzen-Dämmerung (1888), στο F. Nietzsche, Digitale Kritische Gesamtausgabe Werke und Briefe, ό.π., Streifzüge eines Unzeitgemässen, §19 Schön und hässlich.  

Δεν υπάρχουν σχόλια: