Δευτέρα 17 Μαΐου 2021

JEAN PEPIN: Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ (4)

  Συνέχεια από  Τετάρτη 12 Μαίου 2021

Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
JEAN PEPIN
4. Μεταφυσικά, Λ, 7-9
  
       
Το βιβλίο Λ των Μεταφυσικών, είναι ένα κείμενο που έχει μελετηθεί διεξοδικά· εμείς θα περιοριστούμε εδώ σε μια σύντομη υπενθύμιση των θεολογικών δεδομένων που εμφανίζονται στα τρία σημαντικότερα κεφάλαια αυτού του κλασσικού έργου.
     Παρότι δεν υπάρχει καμία αμφιβολία επί του θέματος, τα εν λόγω κείμενα δεν αναφέρουν ρητά ότι το ακίνητο Κινούν είναι ο ύψιστος Θεός. Αλλά η σιωπή αυτή μπορεί εύκολα να παρακαμφθεί: στο Λ 7, 1073a 3-5 το Κινούν ορίζεται δια της αιωνιότητας, της ακινησίας και του διαχωρισμού του από το αισθητό (οὐσία τις ἀΐδιος καί ἀκίνητος καί κεχωρισμένη τῶν αἰσθητῶν)· αυτά ακριβώς τα τρία χαρακτηριστικά, στο Ε 1, 1026a 15-22 (και πιο περιορισμένα στο Κ 7, 1064a 33 - b1), αποδίδονται στην θεία υπόσταση, το αντικείμενο της θεολογίας. Μπορούμε επίσης να αναφερθούμε στην εμπνευσμένη από θρησκευτικό συναίσθημα εξύμνηση του περίφημου Πρώτου ακίνητου κινούντος στο Περί ζώων κινήσεως, 6, 700b 32-35. (Τό μέν οὖν πρῶτον οὐ κινούμενον κινεῖ): είναι το αιωνίως ωραίο, το πρώτο και το αληθινά αγαθό, και όχι κάτι που άλλοτε είναι άλλοτε δεν είναι· είναι τόσο θείο και τόσο πολύτιμο ώστε δεν είναι δυνατόν να έχει υπάρξει ένα όν πριν από αυτό (Τό δε ἀΐδιον καλόν, καί τό ἀληθῶς καί τό πρώτως ἀγαθόν καί μη ποτέ μέν ποτέ δέ μή, θειότερον καί τιμιώτερον ἤ ὣστ’ εἶναι πρότερόν  <τι>). Επίσης, παρότι το βιβλίο Λ δεν αναφέρεται όσο ρητά θα αναμενόταν στην θεότητα του Πρώτου κινούντος την υπονοεί, εφ’ όσο προσδιορίζει αυτήν των δευτερευόντων ακίνητων κινούντων· πράγματι, σύμφωνα με μια παλαιότατη μυθική παράδοση, που αργότερα νοθεύτηκε, αλλά επιβάλλεται να την αποκαταστήσουμε στην πρότερη αξία της, οι πρώτες ουσίες θεωρούντο θεοί, και η αναφορά σ’ αυτές ήταν κάτι το θείο (ὃτι θεούς ᾤοντο τάς πρώτας οὐσίας εἶναι, θείως ἄν εἰρῆσθαι) (8, 1074α 38 – β  10).
     Μία από τις πρώτες ιδιότητες του Κινούντος είναι η ιδιότητα του νοητού: κινεῖ δέ ὦδε τό ὀρεκτόν καί νοητόν … νοῦς δέ ὑπό τοῦ νοητοῦ κινεῖται (7, 1072a 26 και 30). Όπως προκύπτει και από άλλα κείμενα, πρόκειται για μια θεία ιδιότητα: στον Προτρεπτικό ήδη, η στοχαστική σοφία είχε ως αντικείμενο της ταυτόχρονα το θείο (βλέπων ζῇ καί πρός τό θεῖον) και το περισσότερο γνώριμο των όντων (θεωρῶν τό μάλιστα τῶν ὂντων γνώριμον)· η ίδια ιδεά επαναλαμβάνεται χωρίς μεγάλες αλλαγές στο βιβλίο Α 2 των Μεταφυσικών, στο οποίο η σοφία θεωρείται επίσης η γνώση του κατ’ εξοχήν επιστητού (τοῦ μάλιστα ἐπιστητοῦ, 982a 31), καθώς και η γνώση των θείων πραγμάτων· το ίδιο συμπέρασμα προτείνεται και στα Ηθικά Νικομάχεια, X 7,1177a 19-21, όπου   λέγεται ότι το αντικείμενο της ανθρώπινης νόησης (το οποίο όπως γνωρίζουμε είναι το θείο στοιχείο μέσα μας) είναι η ανώτερη από τις γνωστές πραγματικότητες (καί τῶν γνωστῶν, περί ἃ ο νοῦς)· ακόμη και στα Τοπικά, V 6, 136b 7, ο Θεός παρουσιάζεται ως ζῷον νοητόν. Παρατηρήσεις που μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι για τον Αριστοτέλη η θεότητα είναι η ύψιστη νόηση· γεγονός που μας αποτρέπει από το να αναγνωρίσουμε στο ἐπέκεινά τι τοῦ νοῦ, του διαλόγου Περί ευχής, την έννοια ενός Θεού που διαφεύγει των πλαισίων της νόησης.
      Στη συνέχεια το ακίνητο Κινούν εμφανίζεται ως απόλυτη τελική αιτία (τό οὗ ένεκα), η οποία σύμφωνα με την διάσημη διατύπωση, κινεῖ… ὡς ἐρώμενον (7, 1072b 1-3)· σχετικό με το κείμενο αυτό είναι και το Α 2, 982b 24-28, στο οποίο η σοφία, που είναι η θειοτέρα επιστήμη, θεωρείται και η μόνη ελεύθερη επιστήμη, διότι μόνο αυτή ενέχει τον σκοπό της (αὒτη αὐτῆς ἒνεκέν ἐστι)· πρόκειται για έναν ευδιάκριτο παραλληλισμό ανάμεσα στην θεία φύση, και την επιστήμη της οποίας αποτελεί το αντικείμενο. Στη συνέχεια διαβάζουμε ότι το Κινούν είναι ενεργεία  ακίνητο (ἀκίνητον ὂν, ἐνεργείᾳ ὂν, 1072b 7-8), και ότι επειδή δεν μπορεί να είναι διαφορετικό από αυτό που είναι, ἁπλῶς είναι (1072b 13)· υπενθυμίζουμε ότι, στα Ηθικά Νικομάχεια, VII 15, 1154b 24-28, αυτοί οι δύο τελευταίοι χαρακτηρισμοί αναφέρονται από κοινού στον Θεό. Ακολουθεί ένα αξιοθαύμαστο απόσπασμα για την ίδια τη ζωή του Πρώτου κινούντος: είναι αιωνίως η ζωή (διαγωγή) την οποία εμείς έχουμε μόνο για μια σύντομη στιγμή, διότι η ενέργειά του είναι επίσης ικανοποίηση (καί ἡδονή ἡ ἐνέργεια τούτου) (1072b 14-16)· αμέσως μετά το Κινούν παραχωρεί τη θέση του στον θεό: ο Θεός είναι ευτυχής πάντοτε, όπως εμείς κάποτε (εὖ ἒχει, ὡς ἡμεῖς ποτέ, ὁ θεός αεί), ή μάλλον είναι περισσότερο ευτυχής· επίσης η ζωή ανήκει σ’ αυτόν, μια ζωή τέλεια και αιώνια (ζωή ἀρίστη καί ἀΐδιος)· είναι δηλαδή ο Θεός ζῷον ἀΐδιον ἄριστον (1072b 24-30).
      Αλλά η ζωή και η ευδαιμονία του Θεού είναι νοητικής τάξεως: διότι η ενέργεια του νού είναι ζωή (1072b 26-27). Το κεφάλαιο 7 αποτελεί την αιχμή της θεώρησης της νόησης του θείου: η καθαυτή νόηση του Θεού έχει ως αντικείμενο το καθαυτό άριστο· σ’ αυτό το επίπεδο η σκέψη και τον αντικείμενό της συμπίπτουν, και επομένως νούς και νοητό ταυτίζονται· ο θείος νους είναι καθαρή ενέργεια, και συνεπώς η ενέργεια αυτή συνιστά το θείο στοιχείο του εν γένει νου (1072b 18-23). Το κεφάλαιο 9 επαναλαμβάνει και επεκτείνει το ίδιο δόγμα: ο νούς είναι το θειότατον στοιχείο· με ποιο τρόπο όμως αυτό συμβαίνει: δεν μπορεί να συμβαίνει χωρίς να σκέπτεται τίποτε, διότι θα έχανε την αξιότητά του και θα εφαίνετο κοιμώμενος· ούτε μπορεί να συμβαίνει να σκέπτεται υπό την επίδραση μιας άλλης αρχής, διότι θα επρόκειτο για μια απλή ικανότητα σκέψης, και η ακατάπαυστη συνέχισή της θα ήταν επίπονη· παρότι η σκέψη είναι η ουσία του, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι σκέπτεται κάτι διαφορετικό από τον εαυτό του· όχι ασφαλώς διάφορα πράγματα, κάτι που θα ήταν άτοπο, αλλά αυτό που είναι το θειότατον και το τιμιώτατον· και αυτή η υπόθεση όμως είναι απαράδεκτη, διότι θα υπήρχε τότε κάτι πολυτιμότερο από τον νου, δηλαδή το νοούμενον· μένει μόνο μια διέξοδος: ότι ο νούς  σκέπτεται τον εαυτό του, ότι δηλαδή η σκέψη είναι νοήσεως νόησις (1074b 15-35). Να θυμίσουμε τέλος το συμπέρασμα αυτού του κεφαλαίου 9: η κατάσταση στην οποία βρίσκεται προσωρινά ο ανθρώπινος νους, όταν κατέχει το ύψιστο αγαθό, είναι για την αιωνιότητα η κατάσταση της νόησης που νοεί τον εαυτό της (1075a 7-10).
     Δεν θα ήταν δυνατόν να αποδώσουμε τις θεολογικές απόψεις του Αριστοτέλη χωρίς αυτή την αναδρομή σε κείμενα που η πυκνότητά τους αποκλείει κάθε είδους σύνοψη. Παραμερίζοντας τώρα το ιδιαίτερα εκλεπτυσμένο μεταφυσικό τους περιεχόμενο, θα εξετάσουμε εν συντομία ορισμένες αρκετά απλές βεβαιότητες και προεκτάσεις που αναδεικνύονται. Η ουσία βρίσκεται στην αντίληψη περί της φύσεως της νόησης στον Θεό. Η άποψη αυτή του Αριστοτέλη έχει ήδη εκτεθεί έμμεσα κάθε φορά που γίνεται λόγος για την θεία φύση του ανθρώπινου νου· την συναντήσαμε, εν εκτάσει, στα Ηθικά Νικομάχεια· μερικά ίχνη της διακρίναμε στο βιβλίο Λ των Μεταφυσικών, στο σημείο που λέγεται ότι ο ενεργός νους διαθέτει ένα θείο στοιχείο (δοκεῖ ὁ νοῦς θεῖον ἕχειν, 7, 1072b 23). Αλλά η καθαρή αυτή διατύπωση της βασικής θεωρίας του βιβλίου Λ, δεν απουσιάζει και από άλλα έργα του Αριστοτέλη, και ιδιαίτερα από αποσπάσματα έργων που απωλέσθηκαν· όσο για τις πραγματείες που διασώζονται, υπάρχουν σ’ αυτές συχνές αναφορές στην συγγένεια της έννοιας του Θεού με την έννοια του νου, όπως: το αγαθό επιβεβαιώνεται μέσα από την ουσία, οἷον ὁ θεός καί ὁ νοῦς (Ηθ. Νικ., Ι, 4, 1096a 24-25)· επιβολή του νόμου σημαίνει ἄρχειν τον θεόν καί τον νοῦν μόνους (Πολιτ., ΙΙΙ 16, 1287a 29-30).
     Μια ακόμη θεμελιώδης υπόθεση του βιβλίου Λ είναι ότι η θεία νόηση έχει ως αντικείμενο τον εαυτό της, ότι δεν ασχολείται με άλλα πράγματα (περί ἐνίων, 9, 1074b 25). Επιμείναμε αρκετά στην ακρίβεια αυτής της υπόθεσης. Θα μπορούσαμε όμως να αναφέρουμε και άλλα αποσπάσματα που δεν περιορίζουν απολύτως την θεία νόηση στην αυτό-γνωσία. Παρότι διαφορετικές απόψεις έχουν εκφραστεί σχετικά με το απόσπασμα του βιβλίου Α 2, 983a 6-10 των Μεταφυσικών, όπου αναφέρεται ότι μόνον ο Θεός, η τουλάχιστον κατά κύριο λόγο, διαθέτει την σοφία (ἤ μόνος ἤ μάλιστ’ ἄν ἕχοι ὁ θεός), το κείμενο αυτό δεν μας προσφέρει ιδιαίτερα επιχειρήματα· διότι αμέσως μετά την διαπίστωση ότι ο Θεός είναι το πραγματικό αντικείμενο της σοφίας (983a 8-9), λέγεται ότι μπορεί να την κατέχει χωρίς να γνωρίζει τίποτε περισσότερο από τον εαυτό του. Υπάρχουν όμως και κείμενα με θετικότερες ενδείξεις: στο Περί ψυχής, Ι 5, 410b 4-7, όπως και στα Μεταφυσικά, Β 4, 1000b 3-6, ο Αριστοτέλης μέμφεται τον Εμπεδοκλή, κατηγορώντας τον ότι θεωρεί τον Θεό ως τον ἀφρονέταστο (ᾗττον φρόνιμον) όλων των όντων, ως τον μόνο που δεν περιλαμβάνει, και επομένως δεν γνωρίζει όλα τα στοιχεία· στα Τοπικά,  4, 132β 10-11, ως απόδειξη του αληθινού λόγου περί του Θεού προσφέρεται η βεβαιότητα ότι είναι όν ζωντανό που μετέχει της ἐπιστήμης· τέλος το Περί τα ζώα ιστορίαι, IX 32, 619b 5-7 ερμηνεύει την θεία προέλευση που αποδίδεται στον αετό, λέγοντας ότι το ιλιγγιώδες πέταγμά του τού επιτρέπει να κατοπτεύει (καθωρᾷ) πανοραμικά τον χώρο. Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι οι μαρτυρίες αυτές, είτε πρόκειται για διαλογικές συζητήσεις, είτε για λαϊκές παραδόσεις, αντισταθμίζουν σε μεγάλο βαθμό την επιτακτική βεβαιότητα που αποπνέει το βιβλίο Λ.
     Το γεγονός όμως ότι ο Θεός δεν έχει γνώση του σύμπαντος δεν τον εμποδίζει καθόλου να ενεργεί μέσα σ’ αυτό. Υπάρχουν τουλάχιστον τρία αποσπάσματα στα Μεταφυσικά που το μαρτυρούν. Πρώτα το κεφ. 7, 1072b 13-14: ο ουρανός και η φύση κρέμονται από την ακίνητη Αρχή (Ἐκ τοιαύτης ἄρα ἀρχῆς ἤρτηται ὁ οὐρανός καί ἡ φύσις)· η διατύπωση αυτή που εμπνέεται εξ άλλου από τον Θεαίτητο, 156a (Ἀρχή δέ, ἐξ ἧς…πάντα ἤρτηται), μοιάζει να αποδίδει στο Κινούν μια σημαντικότερη αιτιότητα από την έλξη προς τον σκοπό (τέλος). Ακολούθως στο κεφ. 8, 1074b 3, αφού έχει απονείμει την θεϊκή ιδιότητα στα δευτερεύοντα ακίνητα κινούντα, σεβόμενος μια παράδοση που εκτιμά ιδιαίτερα, ο Αριστοτέλης δηλώνει ότι, σύμφωνα με την ίδια αρχαία πηγή το θείο περικλείει ολόκληρη τη φύση (περιέχει τό θεῖον τήν ὃλην φύσιν)· με τον τρόπο αυτό η θεότητα ενεργεί αποτελεσματικά επί του σύμπαντος· μια συγγενής διατύπωση υπάρχει και στα Πολιτικά VII4, 1326a 32-33: μια θεία δύναμη διατηρεί την ενότητα του σύμπαντος (θείας…δυνάμεως…, ἥτις καί τόδε συνέχει τό πᾶν)· η θεωρία αυτή που συνδέεται με την αντίληψη περί δημιουργίας, είχε ήδη κάνει την εμφάνισή της στο Περί φιλοσοφίας· και οι παραλληλισμοί αυτοί μας αποτρέπουν από την τάση να αποδώσουμε στο απόσπασμα 1074b 2 το νόημα μιας αφηρημένης παρατήρησης, ή μιας αβέβαιης αναφοράς στις λαϊκές παραδόσεις. Το τρίτο κείμενο είναι ακόμη πιο αποκαλυπτικό· πρόκειται για το κεφ. 10, 1075a 11-15: το αγαθό και το άριστο ανήκουν στην φύση του σύμπαντος ως κάτι το ξεχωριστό και καθαυτό, ή κατά την διάταξη των μερών (ποτέρως ἔχει ἡ τοῦ ὃλου φύσις τό ἀγαθόν καί τό ἄριστον, πότερον κεχωρισμένον τι καί καθ’ αὑτό, ἤ τήν τάξιν); ή μήπως και με τους δύο τρόπους όπως το στράτευμα, στο οποίο η καλή λειτουργία έγκειται ταυτόχρονα στην τάξη και στον στρατηγό, και μάλιστα περισσότερο στον στρατηγό διότι δεν εξαρτάται ο στρατηγός από την τάξη αλλά η τάξη απ’ αυτόν· έτσι κατανοείται και το περιεχόμενο του κειμένου: η Αρχή ενεργεί πρώτιστα παραμένοντας ξεχωριστή από τον κόσμο, χωρίς να εξέλθει από τον εαυτό της, δηλαδή ως τέλος· αλλά δευτερευόντως αποκαλύπτεται μέσα στην τάξη του σύμπαντος του οποίου είναι η αιτία· ήδη στο βιβλίο Λ λοιπόν ο Αριστοτέλης έχει την τάση να επιφορτίσει τον Θεό με μια εξωτερική δραστηριότητα. Το απόσπασμα γίνεται αποκαλυπτικότερο αν θεωρήσουμε ότι και το Περί φιλοσοφίας σύγκρινε ήδη πιθανότατα την τάξη του κόσμου με αυτή του στρατεύματος, για να αποδείξει την ύπαρξη μιας θεότητας που επιβάλει τάξη.
     Και στα τρία κείμενα του βιβλίου Λ των Μεταφυσικών που παραθέσαμε υπάρχει η λέξη φύσις. Δεν πρόκειται για μια τυχαία αναφορά: κάθε φορά που γίνεται λόγος για την καθαρά παρεμβατική ενέργεια του Κινούντος εμφανίζεται η έννοια της «φύσης». Πιθανότατα αποτελεί ένδειξη τού ότι η ενυπάρχουσα αιτιότητα της φύσης δεν είναι ασυμβίβαστη με την υπερβατική αιτιότητα του Κινούντος· κατά τον ίδιο τρόπο, στα Φυσικά ΙΙ, όπου κυριαρχεί η πρώτη, (όπως στο 1, 192b 20-23), δεν παραλείπεται η παράλληλη αναφορά και στις δύο (7, 198a 35 – b 5).
   Όπως πολύ σωστά το διατυπώνει ο W.JVerdenius, η φύση για τον Αριστοτέλη δεν είναι παρά η τελεσιουργός όψη του Θεού, το βολικό υποκατάστατο που θα απέτρεπε την μόνιμη εμπλοκή της ύψιστης Αρχής στην ρύθμιση του σύμπαντος· έτσι ερμηνεύονται οι συχνές αναφορές στην φύση που συντονίζεται με τον Θεό, που έχει θείο ή δαιμονικό χαρακτήρα, που συμπράττει με την ενέργεια της θεότητας, ή περιβάλλεται με τα προνόμιά της.                                            

Δεν υπάρχουν σχόλια: