ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Συνέχεια από Τρίτη, 31 Ιανουαρίου 2023
Jacob Burckhardt
ΤΟΜΟΣ 3ος
ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ: ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΗ
I. ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ - 2
Σε ποιο βαθμό οι αοιδοί της πρωτόγονης εποχής μπορούν να συγκαταλέγονται μεταξύ αυτών που ύμνησαν τον Απόλλωνα, τη Δήμητρα, το Διόνυσο και την Κυβέλη, είναι ένα ερώτημα που θα παραμείνει σε εκκρεμότητα. Αντιθέτως, παρότι αρκετά ασαφής από πολλές απόψεις, υπάρχει μια ενθύμηση πολύ σημαδιακή, σύμφωνα με την οποία η γέννηση των ύμνων συνδέεται με μια φυλή που εγκαταστάθηκε στις ανατολικές και βόρειες πλαγιές του Ολύμπου, δηλαδή με τους αρχαίους κατοίκους της Θράκης και της Πιερίας, ο εθνολογικός προσδιορισμός των οποίων παρουσιάζει σημαντικά προβλήματα. Στους πρόποδες του Ολύμπου βρισκόταν το λίκνο των Μουσών, τις οποίες ο Όμηρος αποκαλεί ολύμπιες, ενώ ο Μουσαίος και ο Ορφέας, όπως και οι Εύμολπος και Θάμυρις, αποκαλούνται ενίοτε Θράκες. Αλλά Θράκες κατοικούσαν και στη Βοιωτία, κοντά στον Ελικώνα, στην περιοχή των Θεσπιών και της Άσκρης, καθώς και στους πρόποδες του Παρνασσού, στην Δαυλίδα της Φωκίδας· Αλλά ακόμη και για τον Ησίοδο, που τις αποκαλεί κόρες του Ελικώνα, οι Μούσες έχουν γεννηθεί στον Όλυμπο, και κατοικούν κάτω από την κορυφή του· κατά καιρούς μόνο επισκέπτονται τον Ελικώνα, λούζονται στην Ιπποκρήνη και χορεύουν γύρω από το βωμό που έχει αφιερωθεί στο Δία. Αοιδοί από τη Θράκη και την Πιερία μπορεί να είχαν συνδέσει την κατοικία των θεών στον Όλυμπο με την πατρίδα των Μουσών, καθιστώντας τον Όλυμπο κοινή κατοικία όλων των θεών. Εδώ πιθανότατα τοποθετείται η αρχέγονη γενέτειρα της εποποιίας, όπως και ο κόσμος των θεών, η θεογονία και η αναμέτρηση των θεών με τους Τιτάνες.
Μια ιδιαίτερη εκδοχή της σχέσης του αοιδού με τις Μούσες συνιστά και η κλήση του Ησίοδου, ο οποίος από βοσκός γίνεται ποιητής και μύστης. Οι Μούσες που του εμφανίζονταν τη νύχτα στην Άσκρη, του δίδαξαν το θείο άσμα στους πρόποδες του Ελικώνα, παρουσία των βοσκών, τους οποίος θεωρούσαν κοιλιόδουλους και αχρείους. Του αποκάλυψαν ότι μπορούσαν να διηγούνται ψεύτικες ιστορίες που να μοιάζουν με αληθινές, αλλά γνώριζαν επίσης, όταν το επιθυμούσαν, να αποκαλύπτουν αλήθειες. Και μετά από αυτή τη λοξή ματιά προς την εποποιία, που αρέσκεται επίσης και στο ψέμα, του πρόσφεραν για ραβδί ένα θαυμάσιο κλωνάρι ανθισμένης δάφνης, και του χάρισαν θεία έμπνευση για να υμνεί το παρελθόν και το μέλλον, ζητώντας του να τιμά τη φυλή των Μακάρων, που παραμένουν ζωντανοί, και κατ’ αρχήν αυτές τις ίδιες, πριν και μετά από κάθε ραψωδία· όλα αυτά ο αγράμματος βοσκός δεν θα είχε τη δυνατότητα να τα γνωρίσει, ούτε το ταλέντο να τα περιγράψει χωρίς μια ξαφνική θεία φώτιση.
Με τον Ησίοδο αρχίζει να αναδύεται όλο το κάλλος της προσήλωσης στις Μούσες· οι Μούσες, δηλαδή η ποίηση, εκφράζουν σ’ αυτόν τη λησμοσύνη των καημών, την ανάπαυλα από τα δεινά· θα πρέπει όμως τώρα να αναφέρουμε επίσης τους παράγοντες που οδήγησαν το έθνος προς την ποιητική τέχνη.
Το πρώτο που χρειάζεται να λάβουμε υπόψη είναι η εξαιρετικά πλούσια, ευέλικτη και προσφερόμενη σε όλους του μετρικούς συνδυασμούς γλώσσα, ως μητέρα και προϋπόθεση της ποίησης, όπως και της φιλοσοφίας, για την οποία μακάρι να γνωρίζαμε το πότε και το πώς κατέκτησε αυτή την τελειότητα, και η οποία λειτούργησε ως μαρτυρία και όχημα της ποίησης. Ο λαός πάντως που κατέχει μια τέτοια γλώσσα διαθέτει ένα ιδιαίτερα ελεύθερο και ευκίνητο πνεύμα, ενώ η ίδια η γλώσσα προορίζεται να γίνει ένα εξαιρετικό εργαλείο της ποίησης. Η επική έκφραση αυτής της γλώσσας, που χρησιμοποιήθηκε για την περιγραφή και την αφήγηση, κατέστησε την ελληνική εποποιία κατά πολύ υπέρτερη όλων όσων μας κληροδότησαν οι υπόλοιποι λαοί· έτσι προέκυψε και αυτή η συνεχής ανέλιξη στην ενατένιση και την αναπαράσταση συμβάντων, προσιτή σε όλους και αυτονόητη, η οποία και αντανακλά το ίδιο το πνεύμα του έθνους.
Όπως και στις πλαστικές τέχνες, έτσι και εδώ η εξέλιξη ευνοήθηκε από την πολυμορφία του βίου, την καλλιέργεια ανεξάρτητης νοοτροπίας, και την ποικιλία φυλών και Κρατών, που αναγνωρίζεται μέσα από την παρουσία ενός πλήθος αρχέγονων αοιδών· και εδώ επίσης είναι αυτονόητο ότι στους Έλληνες τα άτομα αυτά υπήρξαν από κάθε άποψη ολοκληρωμένες προσωπικότητες. Θα πρέπει να σημειώσουμε επίσης ότι κατά τους αρχαίους χρόνους υπήρχαν ελάχιστοι δούλοι, οι ασχολίες ήταν εντελώς απλοποιημένες, και ο ελεύθερος χρόνος επέτρεπε, σε όσους είχαν τη δυνατότητα, να συλλάβουν τον κόσμο μέσα από μορφές και να τον εκφράσουν με την ποίηση και τη μουσική. Το πνεύμα μπόρεσε να λάμψει με ένα τρόπο αδιανόητο για την εποχή μας.
Η ποικιλόμορφη τοπική λατρεία ενθάρρυνε επίσης κάθε είδους προσπάθεια εξύμνησης των θεών, και επιπλέον διέφυγε της καθοδήγησης ενός ισχυρού ιερατείου, το οποίο θα είχε ενοποιήσει την υμνογραφία και θα την είχε ενδεχομένως καταστήσει πολύπλοκη και δυσνόητη, ή, όπως το συνιστούσε ο Πλάτων μέσα από τους Νόμους του, υποκείμενη σε κανονισμούς και προδιαγραφές. Μπορούμε λοιπόν να υποθέσομε, εξ όσων γνωρίζουμε, ότι οι αρχαιότεροι ύμνοι ήταν τοπικοί, εξαιρετικά πλούσιοι και ποικίλοι, και ότι ορισμένα σοφά ιερά πρόσωπα απολάμβαναν μεγάλου κύρους. Τα πάντα ήσαν όμως σχετικά απλά και οπωσδήποτε προσιτά στο λαό· επρόκειτο πιθανόν για επικλήσεις που ο μοναδικός ιερέας του ναού μπορούσε εύκολα να αφομοιώσει και να μεταφέρει στους πιστούς, και που ολόκληρος ο λαός, ακόμη και οι γυναίκες και τα παιδιά μπορούσαν να διδαχθούν χωρίς μεγάλη δυσκολία. Όπως για παράδειγμα ο ύμνος του Λίνου, ο οποίος θρηνεί το τέλος μιας καλής εποχής στο όνομα του πρόωρα θανόντος γιού ενός βασιλέα, καθώς και οι παιάνες που απευθύνονται στον Απόλλωνα, ενθαρρύνοντας το λαό απέναντι στους κινδύνους, κυρίως πριν από τη μάχη, ή εκφράζουν ευγνωμοσύνη για την αποφυγή του κινδύνου, ή καλωσορίζουν την άνοιξη ως ελπίδα και προσδοκία μιας ευοίωνης χρονιάς (εαρινοί παιάνες). Ο χορός που συνοδεύει η κιθάρα, ο ύμνος μιας χαρμόσυνης πομπής στους ήχους της φλογέρας, ο γαμήλιος ύμνος (υμέναιος), το «τραγούδι της κουρούνας» που τον ακολουθεί, ανήκουν σ’ αυτό το είδος, καθώς και οι επιτάφιοι θρήνοι, που ψάλλουν υμνωδοί, συνοδευόμενοι από γυναικεία μοιρολόγια, και αποτελούν αφορμές, όπως και ο υμέναιος, για την δημιουργία ατομικής και ποικίλης υμνογραφίας.
Αλλά και στους αοιδούς της ηρωικής εποχής ο μύθος φρόντισε να εξασφαλίσει την υστεροφημία. Ο «θείος αοιδός», που ευφραίνει τους πιστούς, μαζί με τον μάντη, τον ιατρό και τον ξυλουργό, στους οποίος μπορούμε να προσθέσομε τον ιερέα, τον κήρυκα, και τον σιδηρουργό, ανήκουν στις ειδικότητες που προσκαλούνται από περιοχές εκτός του Κράτους, (ενώ οι επαίτες δεν προσκαλούνται). Επίλεκτος τόπος παραμονής τους ήταν οι πριγκηπικές αυλές, στο βαθμό που υπήρχαν, διότι επιπλέον εξυμνούσαν τους προγόνους αυτών των πριγκίπων· αλλά ακόμη και στα αριστοκρατικά πολιτεύματα αποδέχονταν ευχαρίστως την παρουσία τουλάχιστον ενός αοιδού. Βαθμιαία, και ενώ η ηρωική εποχή παραχωρούσε τη θέση της στην εποχή των αγωνισμάτων, κατά την οποία κάθε προσδοκία ανάδειξης συνδεόταν με τη συμμετοχή σε διαγωνισμούς, ο παράγοντας την άμιλλας υπήρξε σε πολλές περιπτώσεις ένα επιπλέον σημαντικό κίνητρο. Όπως συνέβη, εξ όσων γνωρίζουμε – με εξαίρεση το αττικό θέατρο – στη χορική λυρική ποίηση, η οποία κατά τις θρησκευτικές τελετές, αλλά και άλλες εορταστικές εκδηλώσεις, προσφέρθηκε στη διοργάνωση διαγωνισμών τραγουδιού με την παρουσία κριτών. Για τη συμμετοχή των ίδιων των αοιδών, ήδη από την πριγκιπική εποχή, σε μουσικούς αγώνες κατά τις εορτές και τις αθλητικές εκδηλώσεις μας πληροφορεί ο Ησίοδος στο Έργα και Ημέρες του, όπου αναφέρεται στην μοναδική φορά που ταξίδεψε στην Χαλκίδα της Εύβοιας. Για να τιμήσουν τον ήρωα Αμφιδάμα, οι γιοί του προκήρυξαν στην κηδεία του διαγωνισμό προσφέροντας βραβεία, και ο ποιητής αμείφθηκε για τον «ύμνο» με ένα τρίποδο, το οποίο αφιέρωσε στις Μούσες του Ελικώνα. Ο αξιομνημόνευτος τυφλός Ομηρίδης από τη Χίο, υπήρξε αναμφισβήτητα αοιδός αγώνων, προσβλέποντας με τον Ύμνο προς τον Δήλιο Απόλλωνα στον τίτλο του γλυκύτερου των αοιδών, του οποίου οι ύμνοι θα παραμείνουν οι τελειότεροι και στο μέλλον. Αργότερα οι μουσικοί αγώνες θα παγιωθούν, συμπεριλαμβάνοντας αοιδούς και ραψωδούς.
Δεν γνωρίζουμε αν η κιθάρα συνόδευε πάντοτε την απαγγελία, ή αν απλώς την εισήγαγε, όπως το λαούτο στη Σερβία, το όποιο δεν υπήρξε πάντοτε μόνο συνοδευτικό όργανο. Το νόημα της ραψωδίας είναι αρκετά ευρύ. Προσδιορίζει μιαν ακολουθία στίχων, χωρίς σημαντικές παύσεις, και αφορά σε όλα τα είδη απαγγελίας επικής και μη, που συνθέτει ένας αοιδός, ή κάποιος ξένος. Στο εξής όμως εμφανίζεται ένα μέτρο, το οποίο ακόμη και χωρίς μουσικό όργανο συνιστά μελωδία, με τη μορφή του θαυμαστού εξάμετρου. Η προέλευση του ανάγεται στη μυθική εποχή: εμπνευστές του μπορεί να υπήρξαν η Φημονόη, η πρώτη ιέρεια των Δελφών, ή ο Υπερβόρειος Όλεν, ο πρώτος μάντης αυτού του τόπου, και οι χρησμοί των Δελφών απαγγέλλονταν συχνά σε εξάμετρα. Με αυτή τη μορφή εκφράστηκε εξ άλλου, για μεγάλο χρονικό διάστημα, η λυρική τέχνη, ως το μοναδικό πρότυπο για την ποίηση εν γένει. Οι Έλληνες είχαν πλήρη γνώση της αξίας αυτού του στίχου, που με την απαράμιλλη ευελιξία του προσαρμόζεται σε κάθε είδος έμπνευσης και αισθήματος, και προσφέρεται ανεμπόδιστα στη γλωσσοπλασία· ο Αριστοτέλης το θεωρεί το σταθερότερο και το μεγαλοπρεπέστερο από όλα τα μέτρα (στασιμώτατον και ογκωδέστατον).
Μια ιδιαίτερη εκδοχή της σχέσης του αοιδού με τις Μούσες συνιστά και η κλήση του Ησίοδου, ο οποίος από βοσκός γίνεται ποιητής και μύστης. Οι Μούσες που του εμφανίζονταν τη νύχτα στην Άσκρη, του δίδαξαν το θείο άσμα στους πρόποδες του Ελικώνα, παρουσία των βοσκών, τους οποίος θεωρούσαν κοιλιόδουλους και αχρείους. Του αποκάλυψαν ότι μπορούσαν να διηγούνται ψεύτικες ιστορίες που να μοιάζουν με αληθινές, αλλά γνώριζαν επίσης, όταν το επιθυμούσαν, να αποκαλύπτουν αλήθειες. Και μετά από αυτή τη λοξή ματιά προς την εποποιία, που αρέσκεται επίσης και στο ψέμα, του πρόσφεραν για ραβδί ένα θαυμάσιο κλωνάρι ανθισμένης δάφνης, και του χάρισαν θεία έμπνευση για να υμνεί το παρελθόν και το μέλλον, ζητώντας του να τιμά τη φυλή των Μακάρων, που παραμένουν ζωντανοί, και κατ’ αρχήν αυτές τις ίδιες, πριν και μετά από κάθε ραψωδία· όλα αυτά ο αγράμματος βοσκός δεν θα είχε τη δυνατότητα να τα γνωρίσει, ούτε το ταλέντο να τα περιγράψει χωρίς μια ξαφνική θεία φώτιση.
Με τον Ησίοδο αρχίζει να αναδύεται όλο το κάλλος της προσήλωσης στις Μούσες· οι Μούσες, δηλαδή η ποίηση, εκφράζουν σ’ αυτόν τη λησμοσύνη των καημών, την ανάπαυλα από τα δεινά· θα πρέπει όμως τώρα να αναφέρουμε επίσης τους παράγοντες που οδήγησαν το έθνος προς την ποιητική τέχνη.
Το πρώτο που χρειάζεται να λάβουμε υπόψη είναι η εξαιρετικά πλούσια, ευέλικτη και προσφερόμενη σε όλους του μετρικούς συνδυασμούς γλώσσα, ως μητέρα και προϋπόθεση της ποίησης, όπως και της φιλοσοφίας, για την οποία μακάρι να γνωρίζαμε το πότε και το πώς κατέκτησε αυτή την τελειότητα, και η οποία λειτούργησε ως μαρτυρία και όχημα της ποίησης. Ο λαός πάντως που κατέχει μια τέτοια γλώσσα διαθέτει ένα ιδιαίτερα ελεύθερο και ευκίνητο πνεύμα, ενώ η ίδια η γλώσσα προορίζεται να γίνει ένα εξαιρετικό εργαλείο της ποίησης. Η επική έκφραση αυτής της γλώσσας, που χρησιμοποιήθηκε για την περιγραφή και την αφήγηση, κατέστησε την ελληνική εποποιία κατά πολύ υπέρτερη όλων όσων μας κληροδότησαν οι υπόλοιποι λαοί· έτσι προέκυψε και αυτή η συνεχής ανέλιξη στην ενατένιση και την αναπαράσταση συμβάντων, προσιτή σε όλους και αυτονόητη, η οποία και αντανακλά το ίδιο το πνεύμα του έθνους.
Όπως και στις πλαστικές τέχνες, έτσι και εδώ η εξέλιξη ευνοήθηκε από την πολυμορφία του βίου, την καλλιέργεια ανεξάρτητης νοοτροπίας, και την ποικιλία φυλών και Κρατών, που αναγνωρίζεται μέσα από την παρουσία ενός πλήθος αρχέγονων αοιδών· και εδώ επίσης είναι αυτονόητο ότι στους Έλληνες τα άτομα αυτά υπήρξαν από κάθε άποψη ολοκληρωμένες προσωπικότητες. Θα πρέπει να σημειώσουμε επίσης ότι κατά τους αρχαίους χρόνους υπήρχαν ελάχιστοι δούλοι, οι ασχολίες ήταν εντελώς απλοποιημένες, και ο ελεύθερος χρόνος επέτρεπε, σε όσους είχαν τη δυνατότητα, να συλλάβουν τον κόσμο μέσα από μορφές και να τον εκφράσουν με την ποίηση και τη μουσική. Το πνεύμα μπόρεσε να λάμψει με ένα τρόπο αδιανόητο για την εποχή μας.
Η ποικιλόμορφη τοπική λατρεία ενθάρρυνε επίσης κάθε είδους προσπάθεια εξύμνησης των θεών, και επιπλέον διέφυγε της καθοδήγησης ενός ισχυρού ιερατείου, το οποίο θα είχε ενοποιήσει την υμνογραφία και θα την είχε ενδεχομένως καταστήσει πολύπλοκη και δυσνόητη, ή, όπως το συνιστούσε ο Πλάτων μέσα από τους Νόμους του, υποκείμενη σε κανονισμούς και προδιαγραφές. Μπορούμε λοιπόν να υποθέσομε, εξ όσων γνωρίζουμε, ότι οι αρχαιότεροι ύμνοι ήταν τοπικοί, εξαιρετικά πλούσιοι και ποικίλοι, και ότι ορισμένα σοφά ιερά πρόσωπα απολάμβαναν μεγάλου κύρους. Τα πάντα ήσαν όμως σχετικά απλά και οπωσδήποτε προσιτά στο λαό· επρόκειτο πιθανόν για επικλήσεις που ο μοναδικός ιερέας του ναού μπορούσε εύκολα να αφομοιώσει και να μεταφέρει στους πιστούς, και που ολόκληρος ο λαός, ακόμη και οι γυναίκες και τα παιδιά μπορούσαν να διδαχθούν χωρίς μεγάλη δυσκολία. Όπως για παράδειγμα ο ύμνος του Λίνου, ο οποίος θρηνεί το τέλος μιας καλής εποχής στο όνομα του πρόωρα θανόντος γιού ενός βασιλέα, καθώς και οι παιάνες που απευθύνονται στον Απόλλωνα, ενθαρρύνοντας το λαό απέναντι στους κινδύνους, κυρίως πριν από τη μάχη, ή εκφράζουν ευγνωμοσύνη για την αποφυγή του κινδύνου, ή καλωσορίζουν την άνοιξη ως ελπίδα και προσδοκία μιας ευοίωνης χρονιάς (εαρινοί παιάνες). Ο χορός που συνοδεύει η κιθάρα, ο ύμνος μιας χαρμόσυνης πομπής στους ήχους της φλογέρας, ο γαμήλιος ύμνος (υμέναιος), το «τραγούδι της κουρούνας» που τον ακολουθεί, ανήκουν σ’ αυτό το είδος, καθώς και οι επιτάφιοι θρήνοι, που ψάλλουν υμνωδοί, συνοδευόμενοι από γυναικεία μοιρολόγια, και αποτελούν αφορμές, όπως και ο υμέναιος, για την δημιουργία ατομικής και ποικίλης υμνογραφίας.
Αλλά και στους αοιδούς της ηρωικής εποχής ο μύθος φρόντισε να εξασφαλίσει την υστεροφημία. Ο «θείος αοιδός», που ευφραίνει τους πιστούς, μαζί με τον μάντη, τον ιατρό και τον ξυλουργό, στους οποίος μπορούμε να προσθέσομε τον ιερέα, τον κήρυκα, και τον σιδηρουργό, ανήκουν στις ειδικότητες που προσκαλούνται από περιοχές εκτός του Κράτους, (ενώ οι επαίτες δεν προσκαλούνται). Επίλεκτος τόπος παραμονής τους ήταν οι πριγκηπικές αυλές, στο βαθμό που υπήρχαν, διότι επιπλέον εξυμνούσαν τους προγόνους αυτών των πριγκίπων· αλλά ακόμη και στα αριστοκρατικά πολιτεύματα αποδέχονταν ευχαρίστως την παρουσία τουλάχιστον ενός αοιδού. Βαθμιαία, και ενώ η ηρωική εποχή παραχωρούσε τη θέση της στην εποχή των αγωνισμάτων, κατά την οποία κάθε προσδοκία ανάδειξης συνδεόταν με τη συμμετοχή σε διαγωνισμούς, ο παράγοντας την άμιλλας υπήρξε σε πολλές περιπτώσεις ένα επιπλέον σημαντικό κίνητρο. Όπως συνέβη, εξ όσων γνωρίζουμε – με εξαίρεση το αττικό θέατρο – στη χορική λυρική ποίηση, η οποία κατά τις θρησκευτικές τελετές, αλλά και άλλες εορταστικές εκδηλώσεις, προσφέρθηκε στη διοργάνωση διαγωνισμών τραγουδιού με την παρουσία κριτών. Για τη συμμετοχή των ίδιων των αοιδών, ήδη από την πριγκιπική εποχή, σε μουσικούς αγώνες κατά τις εορτές και τις αθλητικές εκδηλώσεις μας πληροφορεί ο Ησίοδος στο Έργα και Ημέρες του, όπου αναφέρεται στην μοναδική φορά που ταξίδεψε στην Χαλκίδα της Εύβοιας. Για να τιμήσουν τον ήρωα Αμφιδάμα, οι γιοί του προκήρυξαν στην κηδεία του διαγωνισμό προσφέροντας βραβεία, και ο ποιητής αμείφθηκε για τον «ύμνο» με ένα τρίποδο, το οποίο αφιέρωσε στις Μούσες του Ελικώνα. Ο αξιομνημόνευτος τυφλός Ομηρίδης από τη Χίο, υπήρξε αναμφισβήτητα αοιδός αγώνων, προσβλέποντας με τον Ύμνο προς τον Δήλιο Απόλλωνα στον τίτλο του γλυκύτερου των αοιδών, του οποίου οι ύμνοι θα παραμείνουν οι τελειότεροι και στο μέλλον. Αργότερα οι μουσικοί αγώνες θα παγιωθούν, συμπεριλαμβάνοντας αοιδούς και ραψωδούς.
Δεν γνωρίζουμε αν η κιθάρα συνόδευε πάντοτε την απαγγελία, ή αν απλώς την εισήγαγε, όπως το λαούτο στη Σερβία, το όποιο δεν υπήρξε πάντοτε μόνο συνοδευτικό όργανο. Το νόημα της ραψωδίας είναι αρκετά ευρύ. Προσδιορίζει μιαν ακολουθία στίχων, χωρίς σημαντικές παύσεις, και αφορά σε όλα τα είδη απαγγελίας επικής και μη, που συνθέτει ένας αοιδός, ή κάποιος ξένος. Στο εξής όμως εμφανίζεται ένα μέτρο, το οποίο ακόμη και χωρίς μουσικό όργανο συνιστά μελωδία, με τη μορφή του θαυμαστού εξάμετρου. Η προέλευση του ανάγεται στη μυθική εποχή: εμπνευστές του μπορεί να υπήρξαν η Φημονόη, η πρώτη ιέρεια των Δελφών, ή ο Υπερβόρειος Όλεν, ο πρώτος μάντης αυτού του τόπου, και οι χρησμοί των Δελφών απαγγέλλονταν συχνά σε εξάμετρα. Με αυτή τη μορφή εκφράστηκε εξ άλλου, για μεγάλο χρονικό διάστημα, η λυρική τέχνη, ως το μοναδικό πρότυπο για την ποίηση εν γένει. Οι Έλληνες είχαν πλήρη γνώση της αξίας αυτού του στίχου, που με την απαράμιλλη ευελιξία του προσαρμόζεται σε κάθε είδος έμπνευσης και αισθήματος, και προσφέρεται ανεμπόδιστα στη γλωσσοπλασία· ο Αριστοτέλης το θεωρεί το σταθερότερο και το μεγαλοπρεπέστερο από όλα τα μέτρα (στασιμώτατον και ογκωδέστατον).
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου